Fractal

Τι είναι εκείνο που βρέχει πάνω μου νύχτα μέρα;

Γράφει ο Γιώργος Ρούσκας // *

 

Φαζίλ Χιουσνού Νταγλάρτζα, “Η γεύση της γραφής”, ανθολόγιο ποιημάτων, μετάφραση Αριστοτέλης Μητράρας, εκδόσεις Βακχικόν, 2020

 

Φαζίλ Χιουσνού Νταγλάρτζα. 1914-2008. Αξιωματικός για δεκαπέντε χρόνια του τουρκικού στρατού (υπηρέτησε και στην Αν. Θράκη) και μετά σε διάφορες θέσεις υπουργείων. Με τη συνταξιοδότησή του το 1959 ίδρυσε εκδοτικό οίκο στη γενέτειρά του Κωνσταντινούπολη, ο οποίος λειτούργησε ως  το 1970. Μέτρησα (αν δεν κάνω λάθος) εξήντα μία (!) ποιητικές του συλλογές, σοφή συνεπώς η κίνηση να ανθολογηθεί το έργο του και να γίνει γνωστό και στην Ελλάδα (από τις εκδόσεις Βακχικόν, σε προσεγμένη μετάφραση του Αριστοτέλη Μητράρα, επίκ. καθηγητή του ΕΚΠΑ), αφού μια Μεσόγειος σε άλλα μας ενώνει και σε άλλα (;) μας χωρίζει. Δια στόματος ιδίου:

{Μεσόγειο, το αντιλαμβάνεσαι

Ολόγυμνοι.

Σε σένα λουστήκαμε, σε σένα έχουμε πεθάνει

Ολόγυμνοι.}

 

Ας ξεκινήσουμε τούτο το ταξίδι ανάποδα. Από τον θάνατο προς τη ζωή. Ολόγυμνοι. Ερωτική μέχρι τέλους η ομοφυλοφιλική σχέση του Θανάτου με τον Χρόνο, βάζει στο τραπέζι (κρεβάτι;) και τη στιγμή, φλερτάροντας με τη μνήμη, ή κατά τον ποιητή με την αιώνια λησμονιά:

{… οι δυο στιγμές που ένιωσε ο πεθαμένος δροσερά:

Τη μια απέραντη σαν τη ζωή, την άλλη βαθιά σαν τον θάνατο,

Να λησμονηθείς αιώνια ανάμεσα σε κείνες τις δυο στιγμές.}

 

Στιγμή. Απέραντη σαν τη ζωή. Απέραντη ή πεπερασμένη η ζωή; Μήπως δεν αναφέρεται μόνο στη γήινη ζωή, ή μόνο στη δική του; Απέραντη. Παραπομπή: έκταση ατελεύτητη, ορίζοντας.

Βαθιά σαν τον θάνατο. Βαθύς ο θάνατος, άβυσσος. Βάθος, κάθετο στον ορίζοντα. Δύο οι διαστάσεις του ορίζοντα, χι και ψι, συν μία η διάσταση του βάθους, ζετ, έτοιμο το τρισδιάστατο σύστημα αξόνων για τις συντεταγμένες της στιγμής. Η τέταρτη, η χρονική, ή η κατά Ρίτσο ποιητική (βλ. Τέταρτη Διάσταση), εδώ και αυτή, απέραντη και βαθιά. Σαν θάλασσα. Την μέρα, της ζωής, τη νύχτα, του θανάτου. Ανάμεσα; Η βιοτή.

 

Τα ερωτήματα σε σχέση με τον «άλλο κόσμο» δεν έχουν απαντηθεί, διατυπώνονται δε διαρκώς:

  • {Πώς είναι δυνατόν να πεθάνει ο άνθρωπος,

Αφού είναι τόσο ωραίο να ζει κανείς;}

  • {Τι είναι ο θάνατος

Όταν η καρδιά δεν πάψει να επιθυμεί.}

 

Ο χωρισμός, είναι ένας άλλου τύπου θάνατος, με τις ίδιες ακριβώς επιπτώσεις, με τον άνθρωπο να μην μπορεί να ελέγξει το συνειδητό (το υποσυνείδητο τον ελέγχει εκείνο, έτσι κι αλλιώς):

{Μη με σκέφτεσαι, είχες πει όταν χωρίζαμε

Μα δεν σε σκέφτομαι

Η σκέψη μου έμεινε σε σένα.}

 

Όταν τον χωρισμό εν ζωή ακολουθεί πόνος, θλίψη, πένθος, σημαίνει ότι έχει προηγηθεί έρωτας, αγάπη ή φιλότητα. Πώς να γίνει ο χωρισμός υποφερτός όταν έχει βιωθεί το “απόλυτο”, όταν έχει συμβεί αχρονικός διακτινισμός στην κορυφή του “μαζί”, όταν από κοινού έχετε αξιωθεί μετάληψη ουρανίου φωτός ;

{Τέτοιον έρωτα είχαν κάνει που

Η γυναίκα έμεινε μέσα στον άνδρα

Κι ο άνδρας

Μέσα στη γυναίκα}.

 

Πώς, όταν ο άλλος για πάντα εντός σου με ένα φιλί

{Ό,τι φορούσαν

Το πέταξαν

Από πάνω τους

Και ντύθηκαν το φιλί}

 

πώς, μετά από τέτοια ένταση όταν

{Τις μέρες που δεν σε βλέπω

Επανεκδίδει εκατομμύρια φορές την ώρα

Το τυπογραφείο μέσα μου

Το δικό σου όνομα}

 

(παγκόσμια γλώσσα ο έρωτας), πώς, με σαφή και αμοιβαία την αίσθηση ότι

{Μια σταγόνα δεν είναι πολλή

Μια σταγόνα δεν είναι λίγη

Του ενός μας

Από του άλλου}

 

πώς, όταν κάθε φορά, είναι τόσο δυνατή σαν την πρώτη;

{Χρόνια τώρα είναι τόσο μεταβλητή η ομορφιά σου, που

Όσες φορές κι αν σε φίλησα, όλες μοιάζουν με πρώτη φορά, όλες πρώτη}.

 

Τυχεροί όσοι πλημμύρισαν από τη μέθεξη του Έρωτα, Εκείνου που σε κάνει να τρέμεις σύγκορμος στην προσμονή ή στη θωριά του άλλου

{Μια σταλιά να με κοιτάξεις

Θα ξανανιώσω /…/

Μια σταλιά να γίνεις νύχτα

Αμέσως θα ξυπνήσω},

 

Εκείνου που είναι για σένα το κέντρο του κόσμου και η αρχή των πάντων:

{Λένε πως στην αρχή υπήρχε ο λόγος

Αυτό είναι ψέμα

Πριν από όλα αν δεν υπήρχες εσύ

Σε ποιον θα απηύθυναν τα λόγια τους οι ποιητές;}

 

Φαζίλ Χιουσνού Νταγλάρτζα

 

Ξεκινώντας από τον Ησίοδο (Χάος-Έρως-Φάνης), το παραπάνω απόσπασμα σαφώς παραπέμπει στις μέρες μας σε Λειβαδίτη και Πολυδούρη (πάντα επίκαιροι, πάντα σύγχρονοι), τόσο βιωματικά όσο και μορφολογικά-τροπικά. Καταλαβαίνεις ότι συνάντησες τον Έναν, ή τη Μία, όταν θέλεις κοιτώντας τον(την) στα μάτια να του(της) πεις:

{Τούτη η θάλασσα αυτός ο ουρανός μπορούν να κρυφτούν

Η αγάπη μου για σένα

Δεν κρύβεται.}

 

Ίσως η κριτική να στάθηκε ως τώρα περισσότερο σε άλλα στοιχεία της ποίησής του. Εγώ αναδεικνύω το ερωτικό στοιχείο στον λόγο του, τουλάχιστον στον ανθολογημένο. Εμφανής και η ευαισθησία του, παρά τη στρατιωτική εκπαίδευσή του (αξιωματικός), κάτι που ενισχύει την άποψη πως αυτό που κάποιος είναι, όσο κι αν σφυρηλατηθεί, όσο κι αν μεταβληθεί συν τω χρόνω, δεν θα πάψει ποτέ να έχει το ίδιο dna με το αρχικό. Εξέλιξη ναι, κύτταρο διαφορετικό, πυρήνας ίδιος.

Η άλλη ιδιαιτερότητα της ποίησης του Νταγλάρτζα είναι η επαναστατικότητα. Ούτε αυτή κατάφερε να την υποτάξει η στολή. Με τόλμη διατυπώνει ποιητικά έναν εξαιρετικό τραγικό στοχασμό:

{Όπου έχει καταλυθεί εντελώς η ελευθερία

Υπάρχει

Εκεί, ω νέε, μια Πλατεία Ελευθερίας.}

 

Η πραγματικότητα συνθλίβει, κρατάει αιώνες τώρα αυτή η κολόνια, οι ποιητές όμως είναι οι πρώτοι που προειδοποιούν για τους υφάλους, αφού ένα από τα χαρίσματά τους είναι να βλέπουν “κάτω και πίσω και πάνω από”. Οι ποιητές εγκαταλείπουν τελευταίοι το πλοίο που βουλιάζει ή άλλοι παραμένουν στωικά στο κατάρτι μέχρι να γίνουν ένα με το νερό. Φωνάζουν όμως ως την τελευταία τους εκπνοή:

{Τούτη η υδρόγειος μοιάζει με καΐκι φορτωμένο

Με αδικήματα}.

(Όπου αδικήματα, τοποθετώ τη φράση  «ανθρώπινες ύβρεις», και προσυπογράφω).

 

Ο εργάτης, παραλληλίζεται με τη φύση, συνεπώς η κερδοσκοπική εκμετάλλευσή του, όπως άλλωστε και της φύσης, είναι αφύσικη, ο αγώνας δε διαρκής:

{Η 1η του Μάη συμπυκνώνει όλες τις μέρες

Διότι η φύση είναι εργάτης /…/

Όλες οι μέρες είναι Πρωτομαγιές}.

 

Τη βαριά συννεφιά του καθημερινού μόχθου, τρυπούν με τη φρεσκάδα τους ολόχρυσες ηλιαχτίδες, νεαρά κορίτσια

{Τα κορίτσια

Όταν κονταίνουν τις φούστες τους

Δεν αναζητούν την ηδονή

Αλλά την αιωνιότητα ντάλα μεσημέρι}

 

και οι άρρενες μαθαίνουν μεγαλώνοντας τη διαφορά κοριτσιού – γυναίκας:

{Η γυναίκα / Πρώτα βιώνει την ομορφιά της / και ύστερα / Την αγάπη της}.

 

Το κοινωνικό στοιχείο είναι κι αυτό ενσωματωμένο στην ποίηση του Τούρκου ποιητή, ο οποίος με τόλμη αρθρώνει λόγο αιρετικό για τους αδίστακτους κρατούντες, ήτοι αληθινό, όπως στο ποίημα ΟΙ ΖΗΤΙΑΝΟΙ ΜΑΣ, όπου συνυπάρχει ο ρεαλισμός με τον λυρισμό:

{Τόσο αξιοσέβαστα τα χέρια τους. /

Τα χέρια τους είναι το αύριο των ισχυρότερων τραπεζών,

Υπολογίζοντάς τα έτσι,

Το σκοτάδι, το φως, με όλη τη θέρμη στα χέρια τους./

Τα χέρια τους ήρθαν από την Ανατολία, …}.

 

Σημειωτέον ότι η μακρινή Ανατολία, στα βάθη της Τουρκίας, χαρακτηρίζεται από χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, ισχυρές πεποιθήσεις και παραδόσεις, σφιχτή κοινωνική δομή και εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες διαβίωσης (και επιβίωσης). Εκεί υπηρέτησε για κάποιο χρονικό διάστημα ο ποιητής. Ίσως εκεί να είδε πως τα χέρια των ανθρώπων μπορούσαν να αγγίζουν το σκοτάδι, το φως, ίσως εκεί να ένιωσε πως έχουν αγνή  θέρμη, μακριά από τα ανθρωποφάγα δηλητήρια των μεγαλουπόλεων.

 

Η γλώσσα δεν θα μπορούσε να μείνει έξω από το ποιητικό του στερέωμα, ούσα και η ίδια ένα άλλο σύμπαν:

{Η γλώσσα είναι ένα σύμπαν

Οι προτάσεις της οι γαλαξίες του

Οι λέξεις οι ήλιοι του},

 

με τις λέξεις ζωντανούς οργανισμούς σε ρόλους πολλούς και διαφορετικούς:

{Να εκλάβεις κάτι σαν φύλλα

Τις λέξεις μου /…/

Ξεκίνησαν ποιος ξέρει από πού

Κι έφθασαν  –

και θα φθάσουν ποιος ξέρει πού /

Κάτι σαν ζώα να εκλάβεις τις δικές μου λέξεις /…/

Περπατούν, κολυμπούν, πετάνε

Ποιος ξέρει προς τα πού /…/

Αν θες, μπορείς να εκλάβεις τις λέξεις μου σαν ποτάμια…}.

 

Ο ποιητής, αυστηρά διαχωρίζει την απτή, υλική πραγματικότητα, από την άλλη, τη νοητική ή τη φαντασιακή που δημιουργείται στο χαρτί (θυμίζοντάς μου τη σχετική αναφορά και τη μεταξύ τους σχέση, όπως την έδωσε έξοχα ο Ελύτης στη Στοκχόλμη, στην ομιλία του κατά την απονομή του Νόμπελ). Λέει ο Νταγλάρτζα:

{Άλλο το νερό

Άλλα τα αστέρια

Άλλο το χώμα

Άλλη η θάλασσα

Άλλος ο ήχος

Οι δρόμοι, τα σπίτια, το δάσος

Άλλα τα δημιουργήματα που βγαίνουν από τα χαρτιά}.

 

Δεν υπάρχει ποιητής που να μην τον έχει απασχολήσει ο χρόνος. Στη συγκεκριμένη ποίηση, πασιφανείς οι επιδράσεις του Ηράκλειτου:

{Πόσο ηλίθιοι είναι

Οι άνθρωποί μας

Λένε πως η ώρα έγινε δώδεκα αλλά

Δεν λένε, η ώρα έγινε νερό}

 

και η σχέση του χρόνου (εκτός από τον θάνατο, για την οποία μιλήσαμε) με την αγάπη:

{Όσα έχω γράψει

Είναι ό,τι απέμειναν από σένα σε μένα}.

 

Αν το τέλος του ταξιδιού είναι ο θάνατος, η αρχή για τον ποιητή (είδαμε πριν και το στίχο  Πριν από όλα αν δεν υπήρχες εσύ) είναι η αγάπη. Δεν είναι όμως μόνο η αρχή. Αλλά και η συνέχεια, η διάρκεια, το «ανάμεσα», η γονιμότητα της αγάπης ως ποτιστική βροχή:

{Κι αν δεν είναι και αγάπη Θεέ μου

Τι είναι εκείνο που βρέχει πάνω μου νύχτα μέρα;}.

 

Χώρος της αγάπης; Η καρδιά. Αν φύγει από εκεί, αν τη μετακομίσουν στην ασφάλεια της στέγης και στην απάθεια της συνήθειας, αν τη σπρώξουν στον βιασμό από τον ορθολογισμό και προσπαθήσουν να τη βάλουν στο κουτί με τους παραλληλεπίπεδους τοίχους, τότε όλεθρος, μοναξιά:

{Η αγάπη δεν χωράει ούτε και στα σπίτια
Γι’ αυτό μένουμε μόνοι
}.

 

Ο ρόλος λοιπόν του ποιητή;

{Να ανακαλύψει τη βαθύτερη αγάπη}.

 

Αν καταφέρει να βρει έστω ένα μονοπάτι και αν στη συνέχεια μπορέσει να απαλλαγεί από ναρκισσισμούς, εγωπάθειες, υπεροψία και μάσκες (μόνη –προσωρινή ελπίζω– εξαίρεση η μάσκα για προστασία από τον covid-19), ίσως να αξιωθεί να συναντήσει την Ποίηση και σμίγοντας χωρίς καμία μάσκα μαζί της, αν κι Εκείνη το θέλει, ενδέχεται να ευλογηθεί να αποθέσει το παιδί τους στο χαρτί.

 

Γιατί τι άλλο είναι η Ποίηση, αν όχι καρπός αγάπης;

 

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top