Fractal

Η Έρημος του Μέλλοντος

Γράφει ο Ελευθέριος Μακεδόνας //

 

Σκέψεις πάνω στο μυθιστόρημα “Η Έρημος των Ταρτάρων” (1940), του Ντίνο Μπουτζάτι, Εκδόσεις Μεταίχμιο

 

Μέσα σ’ ένα Οχυρό κλεινόμαστε αργά ή γρήγορα όλοι μας. Αρχικά, ίσως συμβαίνει παρά τη θέλησή μας ή δίχως καν να έχουμε επίγνωση του επικείμενου ισόβιου εγκλεισμού μας. Θα τον αντιληφθούμε πιθανώς, αλλά πολύ αργότερα και όχι όλοι μας. Τότε που συνήθως είναι πολύ αργά. Το Οχυρό, παραδόξως, ασκεί πάνω μας μια μυστηριακή, μαγνητική έλξη. Δύσκολα μπορούν να του αντισταθούν οι περισσότεροι από ‘μας. Το γνωρίζουμε καλά, πολλές φορές και πριν ακόμη σπεύσουμε να κλειστούμε μέσα του, ότι η ζωή στο Οχυρό πρόκειται να είναι σκληρή, βαρετή, απαιτητική, γεμάτη από παράλογους κανονισμούς κι απάνθρωπη πειθαρχία. Ποιος είπε όμως ότι όλα αυτά δεν προέρχονται ή δεν αντιστοιχούν σε κάποια ζοφερά κι ανεξιχνίαστα ανθρώπινα ένστικτα; Αυτά που είναι ίσως και τα πιο ισχυρά και τα κυρίαρχα μέσα μας; Μπαίνουμε υποτίθεται στο Οχυρό αμέριμνοι, εν αγνοία μας, στην πραγματικότητα όμως ο καθένας μας μπαίνει στο δικό του Οχυρό οικειοθελώς και οχυρώνεται από τη ζωή μια για πάντα. Κατασκευάζουμε εκατομμύρια διαφορετικά Οχυρά και βαυκαλιζόμαστε, ότι έτσι έχουμε θωρακιστεί πλήρως απέναντι στη ζωή, η οποία είναι τόσο τρομακτική και άγρια, τόσο δύσκολο να τη διαχειριστεί κανείς. Ντυνόμαστε την ψεύτικη ανδρεία και το φτιαχτό θάρρος τού στρατιώτη, φοράμε την αστραφτερή, επιβλητική στολή του και κλεινόμαστε στο Οχυρό, νομίζοντας ότι σύντομα θα ξαναβγούμε από αυτό θριαμβευτές και ήρωες, επευφημούμενοι από τα πλήθη, τα οποία σήμερα αγνοούν παντελώς την ύπαρξή μας και μας περιφρονούν. Το Οχυρό είναι το κέλυφος ενός κάποιου Εγώ που δεν διαθέτουμε ακόμη, το οποίο βρίσκεται υπό διαμόρφωση, στην πρώτη αυτή, την πιο αθώα, αλλά και πιο τρικυμισμένη φάση τής ζωής μας, τότε που είμαστε έρμαια ενός κυκεώνα ασαφών κι ακατανίκητων επιθυμιών και παρορμήσεων.

Και το Οχυρό, έρχεται να δώσει σχήμα και μορφή σ’ αυτόν τον κυκεώνα, να τον οργανώσει μ’ έναν κάποιον τρόπο, να του δώσει περίγραμμα, πνοή και όραμα. Ναι, μπορείς να επιτύχεις τον στόχο, αλλά υπό έναν όρο: να γίνεις στρατιώτης και να κλειστείς για το μεγαλύτερο μέρος τής ζωής σου στο Οχυρό: “Ναι, τώρα ήταν αξιωματικός, θα είχε χρήματα, οι ωραίες γυναίκες μπορεί και να τον κοίταζαν…”[i]

Και αν τελικά αντέξεις τη μοναξιά των βουνών, την άτεγκτη πειθαρχία, τη βαναυσότητα των ανωτέρων, τη μικρότητα και την αδιαφορία των συναδέλφων σου, τότε σίγουρα, κάποτε, το Οχυρό θα σε ανταμείψει: θα σου προσφέρει όλα εκείνα τα εξαιρετικά γεγονότα και τις συγκινήσεις που αναζητεί διακαώς το νεανικό κι ανήσυχο Εγώ σου, έτσι ώστε να στερεοποιηθεί, να συμπυκνωθεί, όλες εκείνες τις συγκινήσεις που δεν θα μπορούσε ποτέ να σου προσφέρει η πλαδαρή και γλυκανάλατη ζωή τής πόλης:

“Να προσέχετε έτσι κι αλλιώς, κύριε υπολοχαγέ. Την αρχή την έκανε ο κύριος συνταγματάρχης Φιλιμόρε. Ετοιμάζονται σπουδαία γεγονότα, άρχισε να λέει, το θυμάμαι πολύ καλά, πάνε τώρα δεκαοχτώ χρόνια. Ακριβώς “γεγονότα” έλεγε. Αυτή είναι η φράση του. Του είχε μπει στο μυαλό ότι το Οχυρό είναι εξαιρετικά σημαντικό, πολύ πιο σημαντικό από όλα τα υπόλοιπα, ότι στην πόλη δεν καταλαβαίνουν τίποτα… Του μπήκε στο μυαλό ότι το Οχυρό είναι εξαιρετικά σημαντικό, ότι κάτι θα συμβεί[ii]

Η ακαταμάχητη γοητεία τού Οχυρού έγκειται στο ότι μας προσφέρει την προοπτική τού εξαιρετικού, του πρωτόγνωρου, του παρήγορου, του ευχάριστου̇ ότι καθιστά πιθανή την ύπαρξη ενός Εχθρού. Χρειαζόμαστε τον Εχθρό για να αποκτήσουμε μια κάποια υπόσταση. Χωρίς τον Εχθρό, είμαστε καταδικασμένοι να λιμνάζουμε εφ’ όρου ζωής στα ήσυχα κι άνοστα νερά μιας επίπεδης ζωής, που δεν γνωρίζει από όρια κι υπερβάσεις. Όμως το Οχυρό ζωντανεύει στη σκέψη μας τη σαγηνευτική εικόνα του Εχθρού, που θα μας δώσει την ταυτότητα που δεν έχουμε και που αναζητούμε απεγνωσμένα̇ θα οριοθετήσει το Εγώ μας̇ θα μας δώσει την πολυπόθητη ευκαιρία να προσπεράσουμε όλους τους άλλους, να αναδειχθούμε, να τους αναγκάσουμε να παραδεχτούν την αδιαμφισβήτητη ανωτερότητά μας:

Κατά βάθος θα ήταν αρκετή μια απλή μάχη, μία μόνο αλλά σοβαρή μάχη, κατά την οποία θα προήλαυνε φορώντας τη μεγάλη του στολή και θα χαμογελούσε τη στιγμή που θα χιμούσε προς τα ανεξιχνίαστα πρόσωπα των εχθρών. Μία μάχη, κι ίσως μετά να ήταν ικανοποιημένος για όλη του τη ζωή.[iii]

Το Οχυρό είναι γοητευτικό γιατί μας προσφέρει έναν, έστω αμυδρό, αντικατοπτρισμό τού ένδοξου Εαυτού μας, τοποθετημένου πάνω από όλους τους άλλους, σε ένα μακρινό και πάντα απαστράπτον μέλλον. Είναι η οπτασία τού θριάμβου, της επικυριαρχίας μας, της επιβεβαίωσής μας, της επικράτησης, της αθανασίας μας. Το Οχυρό δεν διαφέρει σε τίποτε από το Εγώ μας το ίδιο:

Τότε, ξεχνώντας τους νυχτερινούς φόβους, αισθάνθηκε ξαφνικά έτοιμος για οποιαδήποτε περιπέτεια και τον γέμιζε χαρά το προαίσθημα ότι το πεπρωμένο του ήταν προ των θυρών, επιφυλάσσοντάς του μια καλότυχη μοίρα που θα τον έβαζε πάνω απ’ τους άλλους ανθρώπους[iv]

Καίτοι βαρετό, ζοφερό κι απάνθρωπο, τελικά το Οχυρό είναι ο μόνος χώρος που περιέχει την υπόσχεση ενός νοήματος και μιας πληρότητας για τον άνθρωπο. Έξω απ’ αυτό υπάρχει μόνο έρημος: η Έρημος των Ταρτάρων. Το Οχυρό διαχωρίζει σαφώς, ομαδοποιεί τους ανθρώπους, τους κατηγοριοποιεί με βάση τις στερήσεις που είναι ικανοί και διατεθειμένοι να αντέξουν, με αντάλλαγμα τη διαφοροποίησή τους, την εξύψωσή τους από τη μάζα:

Κατάλαβα όμως τότε (γι’ αυτό και βάλθηκα να γράφω τούτες εδώ τις λέξεις), ότι αυτή είναι η ανθρώπινη φύση κι ότι όποια προνόμια κι αν είχα εγώ, όποια κι αν ήταν αυτά, είχαν πολύ μικρότερη αξία για ‘μένα, εφόσον έπρεπε να τα μοιράζομαι μαζί του και πιθανότατα, ακριβώς για τον λόγο αυτό, είχα την αίσθηση ότι δεν αποτελούσαν πια έναν στόχο που άξιζε όλες εκείνες τις προσπάθειες που είχα κάνει, εφόσον σε κάποιον άλλον, ο οποίος έτυχε απλώς να βρεθεί στις ίδιες μ’ εμένα συνθήκες και μάλιστα δεν άξιζε τόσο πολύ όσο εγώ, τα ίδια αυτά προνόμια δεν είχαν κοστίσει απολύτως τίποτε,

γράφει ο συμπατριώτης τού Μπουτζάτι, Τζάκομο Λεοπάρντι, έναν αιώνα περίπου πριν.[v] Τελικά, στο Οχυρό διακρίνουμε το εφαλτήριο για την ανύψωσή μας πάνω από όλους τους άλλους ανθρώπους, γι’ αυτό και το δημιουργούμε κατ’ αρχάς και δεχόμαστε να ζήσουμε μέσα του, υπό τις πιο ακραίες και δυσάρεστες συνθήκες.

Γι’ αυτό άλλωστε δεν υπάρχει ένα μόνο Οχυρό, αλλά πολλά: το Οχυρό τού στρατιώτη, το Οχυρό τού πιστού, το Οχυρό τού πατριώτη, το οχυρό τού σεξουαλικά αγνού, το Οχυρό τού ηθικού ανθρώπου, το Οχυρό τού γραφειοκράτη, το Οχυρό τού άριστου υπαλλήλου. Όλα τους υπόσχονται τη διαφοροποίησή μας από τον μέσο άνθρωπο, μέσω μιας μακρόσυρτης κι επίπονης άρνησης της ίδιας της ζωής. Μέσα από τα κάθε λογής Οχυρά, ξερνάει η Ιστορία των ανθρώπων υπεράνθρωπα τέρατα: κοσμικούς κι εκκλησιαστικούς ηγέτες, εθνικούς ήρωες, κολοσσούς σεμνότητας κι ηθικής, μεγάλους αγίους κι αναχωρητές, αξεπέραστους επαγγελματίες, αλάνθαστους υπαλλήλους, ανυποχώρητους γραφειοκράτες, σκληροτράχηλους στρατιωτικούς. Και όλα τους, σε τελική ανάλυση, οφείλουν την ύπαρξή τους στον Εχθρό. Στους Ταρτάρους. Χωρίς τους Ταρτάρους, κανένα Οχυρό δεν θα μπορούσε να υπάρξει κι οι άνθρωποι θα ζούσαν μια ζωή απολύτως αδιαφοροποίητη, μονίμως ειρηνική, χωρίς ιδιαίτερες περιπέτειες και συγκινήσεις, μια ζωή εντελώς επίπεδη κι άνοστη. Ο Εχθρός είναι η ελπίδα που νοηματοδοτεί το Οχυρό και την ίδια τη ζωή τού ανθρώπου. Έξω από το Οχυρό υπάρχει μόνο έρημος. Η Έρημος των Ταρτάρων. Εντός των τειχών τού Οχυρού, βρίσκεται η ελπίδα, το μέλλον, το νόημα, η υπόσχεση:

Βέβαια, ούτε αυτή τη νύχτα προφέρει κανείς, εκτός από μερικούς στρατιώτες, το όνομα που βρίσκεται στην καρδιά όλων. Οι αξιωματικοί προτιμούν να μην το αναφέρουν, γιατί αυτό ακριβώς είναι η ελπίδα. Για τους Ταρτάρους έχουν υψώσει τα τείχη του Οχυρού, περνώντας εκεί πάνω μεγάλο μέρος της ζωής τους, για τους Ταρτάρους οι φρουροί περπατάνε μέρα νύχτα σαν αυτόματα. Και άλλοι τροφοδοτούν αυτή την ελπίδα κάθε πρωί με καινούρια πίστη, άλλοι τη διατηρούν κρυμμένη στα μύχια της ψυχής τους, άλλοι δεν ξέρουν καν ότι τη συντηρούν, πιστεύοντας πως την έχουν χάσει. Αλλά κανένας δεν έχει το θάρρος να μιλήσει γι’ αυτή̇ θα το θεωρούσαν κακό οιωνό, προπαντός θα ήταν σαν να ομολογούσαν τις πιο κρυφές τους σκέψεις, κι αυτό είναι κάτι για το οποίο οι στρατιώτες ντρέπονται.[vi]

Η ελπίδα είναι ο λόγος για τον οποίο κλείνονται στο Οχυρό οι στρατιώτες, γνωρίζοντας κατά βάθος, ότι εκεί θα περάσουν το μεγαλύτερο μέρος τής ζωής τους, υπακούοντας στους άκαμπτους κανονισμούς μιας παράλογης ‘στρατιωτικής τυπολατρίας’, πειθαρχώντας στις πιο απίθανες ιδιοτροπίες των ανωτέρων τους, περπατώντας ‘μέρα νύχτα σαν αυτόματα’ στα έρημα φυλάκια ενός παροπλισμένου και ξεχασμένου απ’ όλους Οχυρού, όπως είναι το Οχυρό Μπαστιάνι:

Δεκάδες ολόκληρες ήταν οι ξύπνιοι άντρες, ενώ εκείνος ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, ενώ τα πάντα έμοιαζαν βυθισμένα στον ύπνο. Δεκάδες ολόκληρες – σκεφτόταν ο Ντρόγκο, –  αλλά για ποιον, για ποιο πράγμα; Η στρατιωτική τυπολατρία σ’ εκείνο το οχυρό έμοιαζε να έχει δημιουργήσει ένα παράλογο αριστούργημα. Εκατοντάδες άνδρες να φρουρούν ένα πέρασμα απ’ το οποίο δεν θα περνούσε κανείς.

Το Οχυρό Μπαστιάνι – το κάθε ανθρώπινο Οχυρό – είναι ένα μνημείο τής, εγγενούς όπως φαίνεται, δυσκαμψίας τής ανθρώπινης χαρακτηροδομής. Θα πρέπει να υπάρχει εξαρχής εγγεγραμμένη στην ανθρώπινη φύση μία ακατανίκητη ροπή προς το ακίνητο, το σταθερό, το σαφώς ορισμένο, το αγκυλωμένο. Στην άρνηση της κίνησης και της αλλαγής, που όλα τα παρασύρουν και τα ισοπεδώνουν στο διάβα τους, φαίνεται πως διακρίνουμε τη μόνη μας ελπίδα για λίγη έστω ασφάλεια. Ασφάλεια κι ελπίδα είναι η πεμπτουσία τού Οχυρού, τα πραγματικά γενεσιουργά του αίτια, οι λόγοι για τους οποίους ο άνθρωπος κατασκευάζει Οχυρά σε τελική ανάλυση.

Η υπόσχεση του μέλλοντος κι η ελπίδα είναι το δέλεαρ που προσφέρει το Οχυρό στον εθελοντή έγκλειστο. Η πτώση του από τον μακρινό παράδεισο που υπήρξε κάποτε η ζωή, είναι το βαρύ τίμημα που του ζητά να πληρώσει. Κι όμως, ο ένας μετά τον άλλο, προσχωρούμε τελικά όλοι μας στον οικειοθελή εγκλεισμό μας.

Ώστε και ο γεράκος που είχε φωλιάσει στο κελάρι κάνοντας λογαριασμούς, και αυτό το ασήμαντο και ταπεινό πλάσμα περίμενε μια ηρωική μοίρα; Ο Τζοβάνι τον κοίταξε στα μάτια και ο άλλος κούνησε λίγο το κεφάλι με πικρό μαράζι, σαν να ήθελε να πει ότι ναι, δεν υπήρχε γιατρειά: έτσι είμαστε φτιαγμένοι – έμοιαζε να λέει – και ποτέ πια δεν θα γιατρευτούμε.[vii]

Κι όμως, τελικά, το δέλεαρ υπερισχύει πάντοτε του τιμήματος. ‘Έτσι είμαστε φτιαγμένοι’. Να υποκύπτουμε συστηματικά στη μαγγανεία τής αυταπάτης. Σ’ αυτό μας το χαρακτηριστικό είμαστε μοναδικοί σε ολόκληρο το ζωικό βασίλειο. Γι’ αυτή μας την αρρώστια δεν υπάρχει γιατρειά:

Θεωρώ, ότι όλες οι αυταπάτες, είναι από μία άποψη πραγματικές, δεδομένου ότι αποτελούν βασικά συστατικά στοιχεία τής ανθρώπινης φύσης και έχουν δοθεί στους ανθρώπους από τη φύση, έτσι ώστε δεν είναι καθόλου σωστό το να τις αντιμετωπίζουμε απαξιωτικά, ως τα όνειρα ενός μεμονωμένου ανθρώπου, αλλά μάλλον σαν να αποτελούν ένα υπαρκτό κομμάτι τού ανθρώπου, το οποίο μάλιστα είναι και σύμφωνο με τη θέληση της φύσης, χωρίς το οποίο η ζωή μας θα ήταν το πιο μίζερο και βάρβαρο πράγμα στον κόσμο κτλ. Είναι επομένως απαραίτητες και αποτελούν ένα ουσιώδες τμήμα τής δομής και της τάξης των πραγμάτων,

έχει γράψει για τις αυταπάτες γενικά, – άρα και για την επιθυμία και την ελπίδα ειδικά, τις κατεξοχήν ανθρώπινες αυταπάτες, – ο Λεοπάρντι.[viii]

 

Ντίνο Μπουτζάτι

 

Φυλακισμένος στο Οχυρό του, δέσμιος μιας Ελπίδας κι ενός Μέλλοντος που ποτέ δεν θα έρθουν, ο άνθρωπος σταδιακά μαραζώνει, εκφυλίζεται, μηχανοποιείται, αγκυλώνεται, στεγνώνουν μέσα του όλοι οι ζωοδότες χυμοί τής ζωής που κάποτε τον κινούσαν και τον έκαναν ευτυχισμένο, αποκτηνώνεται μέσα από τη διαδικασία τής υποταγής στις διαταγές και στην ιεραρχία, από τη βίαιη προσαρμογή του σ’ ένα πλαίσιο παράλογων κανονισμών και ανόητων, μηχανικά επαναλαμβανόμενων εις το διηνεκές τελετουργιών, των οποίων τη σκοπιμότητα κανείς δεν καταλαβαίνει πια:

“Αυτό είναι αδύνατο, κύριε υπολοχαγέ. Υπάρχουν κανόνες στο Οχυρό”… “Αλλά θα έπρεπε να αλλάξει ο κανονισμός, θα χρειαζόταν ένας νόμος. Ο κανονισμός λέει (η φωνή του πήρε δασκαλίστικο ύφος): “Το σύνθημα ισχύει επί εικοσιτετράωρου, από τη μια αλλαγή φρουράς μέχρι την επόμενη̇ ένα μόνο σύνθημα ισχύει στο Οχυρό και στα παραρτήματά του”. Αυτό ακριβώς λέει, “παραρτήματά του”. Είναι ξεκάθαρο. Δεν υπάρχουν περιθώρια για κανένα τέχνασμα”… Ο υπαξιωματικός σώπασε, ο Ντρόγκο τον κοίταζε τρομαγμένος. Μετά από είκοσι δύο χρόνια στο Οχυρό, τι είχε απομείνει από αυτόν τον στρατιώτη; Άραγε ο Τρονκ θυμόταν ακόμη ότι, σε κάποια μεριά του κόσμου, υπήρχαν αμέτρητοι άνθρωποι σαν κι αυτόν που δεν φορούσαν στολή; Και τριγύριζαν ελεύθεροι στην πόλη και τις νύχτες μπορούσαν κατά βούληση να πέφτουν για ύπνο ή να πηγαίνουν στην ταβέρνα ή στο θέατρο; Όχι (κοιτάζοντάς τον το καταλάβαινες πολύ καλά), ο Τρονκ τους άλλους ανθρώπους τούς είχε ξεχάσει, για κείνον δεν υπήρχε παρά το Οχυρό με τους απαίσιους κανονισμούς του. Ο Τρονκ δεν θυμόταν πια πώς ηχούσαν οι γλυκές φωνές των κοριτσιών, ούτε πώς ήταν φτιαγμένοι οι κήποι και τα ποτάμια ούτε τα άλλα δέντρα πέρα απ’ τους ισχνούς, αραιούς θάμνους που ήταν σπαρμένοι στα πέριξ του Οχυρού.[ix]

Όσο κι αν ο Μπουτζάτι αντιδρούσε όποτε το αριστούργημά του Η Έρημος των Ταρτάρων παραλληλιζόταν από τους κριτικούς με τον Πύργο τού Κάφκα, οι αναλογίες είναι υπερβολικά προφανείς ώστε να αποσιωπηθούν: το Οχυρό είναι οπωσδήποτε μία εκδοχή τού Πύργου. Ή μάλλον, καλύτερα, το Οχυρό είναι το Χωριό, που βρίσκεται στις παρυφές τού Πύργου̇ οι Τάρταροι είναι στην πραγματικότητα ο Πύργος. Ο νεαρός στρατιωτικός Τζοβάνι Ντρόγκο πρέπει να γεράσει περιφερόμενος μέσα στα άχαρα και μοναχικά τείχη τού Οχυρού Μπαστιάνι, μονίμως αντιμέτωπος με τους συναδέλφους-εχθρούς του, – ακριβώς όπως κι ο Κ. γερνάει περιφερόμενος στο Χωριό με τους εχθρικούς κατοίκους του, – εάν θέλει να ελπίζει ότι κάποτε θα του δοθεί η ευκαιρία να έρθει αντιμέτωπος με τον Εχθρό – τους Ταρτάρους – και να υπερυψωθεί πάνω από όλους τους υπόλοιπους Ντρόγκο που φυτοζωούν στο Οχυρό, – ακριβώς όπως κι ο Κ. ευελπιστεί ότι κάποτε θα τα καταφέρει να εισχωρήσει στον Πύργο και να έλθει σ’ επαφή με τον Κλαμ και τους Κυρίους.[x] Τελικά, το Οχυρό – όπως κι ο Πύργος – μπορεί να ερμηνευθεί ως ένα σύμβολο της τρομακτικής και άνευ νοήματος πορείας μας μέσα στον παράλογο και δυσεξήγητο λαβύρινθο που λέγεται ζωή ή αλλιώς, ως μια αλληγορία για τον μοναχικό δρόμο που καλείται να ακολουθήσει ο καθένας μας μέσα στον λαβύρινθο αυτό, πλαισιωμένος από εκατομμύρια άλλους συνοδοιπόρους, εχθρούς μάλλον, παρά φίλους:

… κανένας σε όλο το Οχυρό δεν θα τον σκεφτόταν, και όχι μόνο στο Οχυρό, πιθανότατα και σε όλο τον κόσμο δεν υπήρχε ψυχή που να σκέφτεται τον Ντρόγκο̇ ο καθένας έχει τις ασχολίες του, ο καθένας αρκείται στον εαυτό του, ακόμα και η μάνα του, ίσως, ακόμα κι εκείνη αυτή τη στιγμή είχε άλλα πράγματα στον νου της, δεν ήταν αυτός το μοναδικό παιδί της, τον Τζοβάνι τον σκεφτόταν όλη μέρα, τώρα είχε έρθει η σειρά των άλλων… είχε καθίσει λοιπόν στην άκρη του κρεβατιού, το βλέμμα άτονο και βαρύ, και αισθανόταν μόνος όπως ποτέ άλλοτε στη ζωή του.[xi]

Το πιο περίεργο, ωστόσο, με τα κάθε λογής Οχυρά, είναι ότι αργά ή γρήγορα γίνονται απίστευτα εθιστικά: “Ωστόσο, μια άγνωστη δύναμη δούλευε ενάντια στην επιστροφή του στην πόλη, ίσως ανάβλυζε από την ίδια του την ψυχή, χωρίς εκείνος να το συνειδητοποιεί”.[xii] Αρχικά, τα Οχυρά μάς απωθούν με τις μακρινές τους υποσχέσεις ατομικού θριάμβου κι ανωτερότητας και τις δυσανάλογα κοντινές, απάνθρωπες κι απτές θυσίες που απαιτούν σε αντάλλαγμα. Σταδιακά όμως, κανένας δεν γλιτώνει από τα μυστηριακού χαρακτήρα θέλγητρά τους. Τα ναρκωτικά τής ελπίδας και της επιθυμίας είναι τα πιο γλυκά και τα πιο ύπουλα. Ο Τζοβάνι Ντρόγκο μπήκε κι αυτός κάποτε ανυποψίαστος στο Οχυρό, όπως κι όλοι οι άλλοι πριν απ’ αυτόν, με τη βεβαιότητα ότι γι’ αυτόν, το Οχυρό δεν θα ήταν παρά κάτι το εντελώς προσωρινό, η απαραίτητη δοκιμασία στην αρχή μιας καριέρας και μιας ζωής που μόλις ξεκινούσαν κι ήταν καταδικασμένες να έχουν ένα λαμπρό επιστέγασμα: “Ο Ντρόγκο είχε καταλάβει το απλό μυστικό τους και σκέφτηκε με ανακούφιση ότι δεν τον αφορούσε, ήταν απλώς ένας αμόλυντος θεατής. Σε τέσσερις μήνες, δόξα τω Θεώ, αυτός θα τους άφηνε για πάντα”.[xiii] Πολύ γρήγορα, ωστόσο, θα αντιληφθεί την αδυσώπητη αλήθεια που κρύβεται πίσω από το κάθε Οχυρό: ότι πρόκειται για μια αναπόδραστη παγίδα που αφορά όλους τους ανθρώπους, στην οποία έχει πιαστεί τώρα κι αυτός, όπως πιάστηκαν πριν απ’ αυτόν και όλοι οι άλλοι. Και η συνήθεια εδραιώνεται μέσα μας και, μέρα με τη μέρα, γινόμαστε όλο και πιο μηχανικοί, όλο και πιο αγκυλωμένοι και δύσκαμπτοι:

… αλλά μέσα του ρίζωνε ήδη η αδράνεια της συνήθειας, η στρατιωτική ματαιοδοξία, η ιδιαίτερη αγάπη για κείνα τα τείχη που έβλεπε καθημερινά. Και με τον μονότονο ρυθμό της υπηρεσίας του, τέσσερις μήνες ήταν αρκετοί για να τον δελεάσουν. Συνήθεια είχε γίνει για κείνον η βάρδια στη σκοπιά, που τις πρώτες φορές έμοιαζε με ασήκωτο φορτίο̇ σιγά σιγά είχε εξοικειωθεί με τους κανόνες, τον ιδιαίτερο τρόπο έκφρασης, τις μονομανίες των ανωτέρων του, την τοπογραφία των φυλακίων, τις θέσεις των φρουρών, τις γωνιές όπου δεν φυσούσε, τη γλώσσα της σάλπιγγας. Και το γεγονός πως κατείχε καλά τα θέματα της υπηρεσίας του τού έδινε μια ιδιαίτερη ευχαρίστηση, πολλώ δε μάλλον διαπιστώνοντας την αυξανόμενη εκτίμηση που έτρεφαν προς το πρόσωπό του στρατιώτες και υπαξιωματικοί… Συνήθεια ήταν για τον Ντρόγκο το δωμάτιο, τα ήσυχα νυχτερινά αναγνώσματα, η σχισμή στο ταβάνι, πάνω απ’ το κρεβάτι, που έμοιαζε με το κεφάλι ενός Τούρκου, οι σταλαγματιές της στέρνας που με τον καιρό είχαν γίνει φιλικές, το βαθούλωμα απ’ το κορμί του στο στρώμα, τα σκεπάσματα που τις πρώτες μέρες ήταν τόσο αφιλόξενα και τώρα έτοιμα να τον υποδεχτούν απαλά, η αυτόματη πια κίνηση του χεριού του, που τεντωνόταν όσο χρειαζόταν για να σβήσει τη λάμπα πετρελαίου ή να αφήσει το βιβλίο στο τραπεζάκι. Ήξερε πλέον πώς έπρεπε να σταθεί το πρωί όταν ξυριζόταν μπροστά στον καθρέφτη για να του φωτίζει το φως το πρόσωπο από τη σωστή γωνία, πώς να ρίξει νερό με το κανάτι στη λεκάνη χωρίς να το χύσει απέξω, πώς να ανοίξει την ατίθαση κλειδαριά ενός συρταριού, πιέζοντας το κλειδί λίγο προς τα κάτω.[xiv]

Και συνηθίζουμε τελικά, ακόμη και την πιο αποτρόπαιη κόλαση, αυτή που όταν ήμασταν ακόμη νέοι μάς τρομοκρατούσε και μας απωθούσε̇ και μαθαίνουμε στο μεταξύ να υπομένουμε την αυστηρή και παράλογη ιεραρχία που διαπερνά τα πάντα, την ακατανόητη ‘στρατιωτική τυπολατρία’ που επιβάλλεται σε κάθε έκφανση της ανθρώπινης ζωής, την εξοργιστική γραφειοκρατία̇ μαθαίνουμε να εισπράττουμε με απάθεια την ξεδιάντροπη κακία των ανθρώπων γύρω μας, των ανωτέρων μας, αλλά κυρίως των συναδέλφων μας, με τους οποίους υποτίθεται πως μοιραζόμαστε στο Οχυρό την ίδια άχαρη μοίρα̇ και η αίσθηση της μοναξιάς μας ολοένα και βαθαίνει:

Τι θλιβερό λάθος, σκέφτηκε ο Ντρόγκο, ίσως όλα είναι έτσι, πιστεύουμε ότι γύρω μας υπάρχουν πλάσματα ίδια μ’ εμάς κι αντιθέτως δεν υπάρχει παρά πάγος, πέτρες που μιλάνε μια ξένη γλώσσα, ετοιμαζόμαστε να χαιρετήσουμε τον φίλο αλλά το χέρι ξαναπέφτει νωθρό, το χαμόγελο σβήνει, γιατί αντιλαμβανόμαστε ότι είμαστε εντελώς μόνοι.[xv]

Το Οχυρό τού Μπουτζάτι δεν είναι μόνο ο Πύργος και το Χωριό τού Κάφκα̇ είναι και το βυθισμένο στην άμμο σπίτι τής Γυναίκας τής Άμμου.[xvi] Ή μάλλον, είναι η ίδια η άμμος, με την ακατάπαυστη ροή της, που όλα τα διαβρώνει κι όλα τα παρασύρει. Που παίζει μ’ εμάς και με τις αστείες επαναστάσεις μας, τις παιδαριώδεις εξεγέρσεις μας ενάντια σ’ ένα κοινό πεπρωμένο, το οποίο φαίνεται να είναι τελικά αναπόδραστο και μας υποτάσσει ξανά και ξανά στις ίδιες αιώνιες παγίδες τής επιθυμίας, της ελπίδας, του σκοπού, της συνήθειας, της ανίας, του κενού, της απελπισίας, της παραίτησης.[xvii] Στο Οχυρό συμπυκνώνεται όλη η ανθρώπινη τραγικωμωδία.

Αλλά στο μεταξύ, ενόσω εμείς παλεύουμε με όλα τα δυσεπίλυτα κι αέναα επαναλαμβανόμενα προβλήματά μας, ο χρόνος κυλά, εξίσου γρήγορα με τη ρέουσα άμμο και στο πέρασμά του αφανίζει τα πάντα:

Και όσο κι αν η ζοφερή ταραχή των ωρών που περνούν μεγαλώνει καθημερινά, ο Ντρόγκο επιμένει στην ψευδαίσθηση ότι τα σημαντικά δεν έχουν αρχίσει ακόμη. Ο Τζοβάνι περιμένει υπομονετικά την ώρα του που δεν έρχεται ποτέ, δεν σκέφτεται ότι το μέλλον έχει περιοριστεί τρομακτικά, ότι δεν είναι πια όπως άλλοτε, όταν το αύριο του φαινόταν μια απέραντη περίοδος, ένας ανεξάντλητος πλούτος που δεν υπήρχε περίπτωση να κατασπαταληθεί.[xviii]

Σπεύδουμε από νωρίς να κλειστούμε στο δικό μας Οχυρό, θεωρώντας ότι ο χρόνος που έχουμε μπροστά μας είναι άφθονος κι ο τελικός μας θρίαμβος εγγυημένος:

Βαδίζεις ήρεμα, κοιτάζοντας γύρω σου με περιέργεια, δεν υπάρχει λόγος να βιαστείς, κανένας δεν σε σπρώχνει από πίσω και κανένας δεν σε περιμένει, ακόμα και οι φίλοι προχωρούν ξέγνοιαστοι, σταματώντας συχνά για να αστειευτούν. Από τα σπίτια, στις πόρτες, οι μεγάλοι άνθρωποι χαιρετούν καλοσυνάτα και γνέφουν δείχνοντας τον ορίζοντα με χαμόγελα όλο νόημα̇ έτσι η καρδιά αρχίζει να χτυπάει στον παλμό ηρωικών και τρυφερών πόθων, προγεύεται τα εκπληκτικά πράγματα που περιμένουν παρακάτω̇ ακόμη δεν φαίνονται, όχι, αλλά είναι σίγουρο, απολύτως σίγουρο ότι μια μέρα θα έρθουν.[xix]

Και παγιδευόμαστε γρήγορα στον σατανικό μηχανισμό τού Οχυρού, το οποίο δεν παύει να μας θαμπώνει με τις παρήγορες υποσχέσεις του, ενόσω η ταχύτητα του χρόνου πολλαπλασιάζεται κατά μυστήριο τρόπο μέσα στα έρημα τείχη του:

Αλλά κάποια στιγμή, σχεδόν ενστικτωδώς, γυρίζεις το κεφάλι και βλέπεις πίσω σου μια σφαλιστή πόρτα, που φράζει τον δρόμο του γυρισμού. Τότε νιώθεις πως κάτι έχει αλλάξει, ο ήλιος δεν μοιάζει πια ακίνητος, αντιθέτως μετακινείται γοργά, αλίμονο, δεν προλαβαίνεις να τον κοιτάξεις και έχει ήδη γείρει στην άκρη του ορίζοντα, αντιλαμβάνεσαι ότι τα σύννεφα δεν λιμνάζουν πια στους γαλάζιους κόλπους τ’ ουρανού αλλά το σκάνε σπρώχνοντας το ένα το άλλο, τόση είναι η αδημονία τους̇ καταλαβαίνεις ότι ο χρόνος περνά και ότι μια μέρα ο δρόμος θα τελειώσει.

Κλείνουν κάποια στιγμή πίσω μας μια βαριά πόρτα, την κλειδώνουν εν ριπή οφθαλμού και δεν προλαβαίνεις να γυρίσεις. Αλλά ο Τζοβάνι Ντρόγκο εκείνη τη στιγμή κοιμόταν ανίδεος και χαμογελούσε στον ύπνο του όπως κάνουν τα παιδιά.[xx]

Το Οχυρό είναι και μία αλληγορία για την αντιφατική αίσθηση που δημιουργεί ο χρόνος μέσα μας, για τη φαινομενική ακινησία του, αλλά και το αστραπιαίο πέρασμά του, για την τραγικά σύντομη διάρκεια της ανθρώπινης ζωής, αλλά και για την ανθρώπινη ανοησία, που έχει καταφέρει κι έχει σκοτώσει οτιδήποτε το ζωντανό και το όμορφο, μέσα σ’ ένα τόσο εκπληκτικά σύντομο διάστημα. Περνούμε τις ζωές μας προσηλωμένοι σ’ ένα μακρινό μέλλον, στις συγκινήσεις και τις επιβεβαιώσεις που αυτό θα μας φέρει οπωσδήποτε και μέχρι τότε βασανιζόμαστε από τη διαρκή ματαίωση των επιθυμιών, των ονείρων και των στόχων μας, ώσπου ξαφνικά, γυρίζουμε το κεφάλι μας και βλέπουμε πίσω μας μια σφαλιστή πόρτα, που φράζει τον δρόμο του γυρισμού. Το ίδιο ακριβώς θα συμβεί και με τον Τζοβάνι Ντρόγκο στην Έρημο των Ταρτάρων:

Μέχρι που ο Ντρόγκο θα μείνει τελείως μόνος και στον ορίζοντα, να, η γραμμή μια απέραντης, ακίνητης, μολυβένιας θάλασσας. Πλέον θα είναι κουρασμένος, τα σπίτια κατά μήκος του δρόμου θα έχουν σχεδόν όλα τα παράθυρα κλειστά και τα λιγοστά πρόσωπα που θα φαίνονται θα του απαντήσουν με μια αποκαρδιωτική χειρονομία: το καλό ήταν πίσω, πολύ πίσω, κι εκείνος πέρασε από μπροστά χωρίς να το ξέρει. Ω, είναι πολύ αργά τώρα πια για να γυρίσει, πίσω του μεγαλώνει η βουή του πλήθους που τον ακολουθεί, σπρωγμένο απ’ την ίδια ψευδαίσθηση, αν και ακόμη δεν φαίνεται στον έρημο άσπρο δρόμο.

Ακριβώς αυτό συμβαίνει με όλους μας. Μπαίνουμε στη δίνη που λέγεται ζωή ανυποψίαστοι, χωρίς τα απαραίτητα εφόδια, χωρίς καμιά προηγούμενη ενημέρωση για τα πραγματικά ουσιώδη ζητήματα από κανέναν, μεθάμε από την ενέργεια και το πάθος που μας κατακλύζει στην αρχή και πιανόμαστε πολύ νωρίς στο δίχτυ της ψευδαίσθησης: της επιθυμίας, της ελπίδας και του χρόνου.[xxi] Και προχωρούμε απολύτως μόνοι, χωρίς κανέναν οδηγό, έχοντας να αντιμετωπίσουμε παντού γύρω μας ανθρώπους που μας αντιμετωπίζουν μονίμως ως εχθρούς κι ως ανταγωνιστές. Όλοι τους – κι εμείς μαζί – τρέχουμε όσο γρηγορότερα μπορούμε, για να προφτάσουμε ένα μέλλον, το οποίο φευ, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Κατά κάποιον περίεργο τρόπο, δεν είμαστε ικανοί ούτε για μια στιγμή να συναισθανθούμε την προσωρινότητά μας και την ανυπολόγιστη αξία τής στιγμής, όπως μας έχει προειδοποιήσει ο αρχαίος Πέρσης ποιητής:

Και με το κράξιμο του κόκορα φωνάξαν

αυτοί που στην ταβέρνα στέκουνταν μπροστά

“Ανοίξτε λοιπόν, κατέχετε πόσο ακριβός είναι για μας ο χρόνος, κι έτσι και φύγουμε, πίσω ποτέ δεν ξαναγυρνά πια ο δρόμος.[xxii]

Πολύ μεγαλύτερη γοητεία ασκεί πάνω μας το Μέλλον κι ο Χρόνος κι όλα εκείνα τα θαυμαστά που θα μας φέρει το πλήρωμά τους και μένουμε στο τέλος πιο φτωχοί κι αξιοθρήνητοι από ό,τι ήμασταν στην αρχή τού δρόμου:

“Πόσο γλυκιά είν’ η εξουσία η θνητή!” λογιάζονται καμπόσοι,

κι άλλοι: “Ευλογημένος ο μελλοντικός Παράδεισος!”.

Αχ πάρτε το μετρητό το χρήμ’ αμέσως, κι άστε τα ρέστα,

τους ηχηρούς σκοπούς του μακρινού τυμπάνου.[xxiii]

Αυτό ακριβώς συνέβη και με τον Τζοβάνι Ντρόγκο. Κλεισμένος όλη του τη ζωή μέσα στο Οχυρό, αφέθηκε να γοητευθεί από την επιθυμία και την ελπίδα μιας μελλοντικής αναμέτρησης με τον Εχθρό, – τους Ταρτάρους, – ώσπου ξαφνικά κατάλαβε, πως είχε φτάσει γι’ αυτόν η ώρα της τελικής αναμέτρησης με τον έναν και μοναδικό Εχθρό – τον θάνατο:

Η επιθυμία κι η υπερβολή

έχουν κοιμίσει τον άνθρωπο̇

όταν εμφανισθεί ο θάνατος,

θα ξυπνήσει.[xxiv]

Μόνο που τώρα, είναι πια αργά̇ τον έχουν εγκαταλείψει οι δυνάμεις του, είναι βαριά άρρωστος κι έχει απομείνει εντελώς μόνος και κουρασμένος, στην άκρη ενός έρημου άσπρου δρόμου. Και μόνο τώρα, αρχίζει σιγά σιγά να καταλαβαίνει, σαν να ξυπνάει για πρώτη φορά από έναν βαθύ λήθαργο που κράτησε όλη του τη ζωή: “Ήταν φανερό ότι οι ελπίδες του παρελθόντος, οι πολεμικές ψευδαισθήσεις, η προσμονή του εχθρού απ’ τον βορρά δεν ήταν παρά μια αφορμή για να αποκτά ένα νόημα η ζωή”.[xxv]

Τώρα μάλιστα που – τι ειρωνεία! – εμφανίζονται επιτέλους από το βορρά, εντελώς αναπάντεχα, οι εχθροί! Όμως έτσι συμβαίνει πάντα. Ακόμη κι αν ο εχθρός δεήσει κάποτε να εμφανιστεί, είναι σίγουρα πολύ αργά για το οτιδήποτε. Έχουμε φτάσει πια στο τέλος τής διαδρομής κι έχουμε αποτύχει δυστυχώς σε όλα, γιατί ζήσαμε με λάθος τρόπο. Ο ταγματάρχης Ορτίζ το είχε διαισθανθεί, έστω κι αργά και άλλαξε ρότα: “ “Έμαθα να αρκούμαι στα λίγα” έλεγε ο ταγματάρχης αντιλαμβανόμενος τις σκέψεις του Τζοβάνι. “Χρόνο τον χρόνο έμαθα να επιθυμώ όλο και λιγότερα.” ”[xxvi] Όχι όμως κι ο Ντρόγκο. Αυτός θα έχει λίγο πιο σκληρή μοίρα̇ θα χρειαστεί να αντικρύσει κατά μέτωπο τον ύψιστο Εχθρό. Αυτή θα είναι κι η τελευταία του ευκαιρία να καταλάβει και ν’ αλλάξει, έστω και την τελευταία στιγμή. Θα τον βοηθήσει σ’ αυτό η τυχαία συνάντησή του με ένα μωρό που κοιμάται στα πόδια τής μάνας του:

Στο κατώφλι ήταν καθισμένη μια γυναίκα που έπλεκε και στα πόδια της, σε μια χωριάτικη κούνια, κοιμόταν ένα μωρό. Ο Ντρόγκο κοίταξε έκπληκτος εκείνο τον τόσο απαλό και βαθύ ύπνο, τόσο υπέροχο και διαφορετικό από αυτόν των μεγάλων. Τα σκοτεινά όνειρα δεν είχαν έρθει ακόμη να ταράξουν τον ύπνο εκείνου του πλάσματος, η μικρή ψυχή αρμένιζε ξένοιαστη χωρίς πόθους ή τύψεις σε μια ακύμαντη, αγνή θάλασσα. Ο Ντρόγκο έμεινε ακίνητος θαυμάζοντας το μωρό που κοιμόταν, και μια έντονη θλίψη τρύπωσε στην καρδιά του… Κι όμως, κι εκείνος κάποτε είχε κοιμηθεί όπως αυτό το παιδί, κι εκείνος είχε υπάρξει χαριτωμένος και αθώος και ίσως κάποιος ηλικιωμένος άρρωστος αξιωματικός είχε σταθεί να τον κοιτάξει, μ’ ένα πικρό σάστισμα.[xxvii]

Το βρέφος θα γίνει ο καταλύτης που θα οδηγήσει τον Τζοβάνι Ντρόγκο στην ξαφνική αφύπνιση, στην πρώτη και τελευταία μεγάλη του επανάσταση και στην πρώτη και πιο μεγάλη του νίκη. Θα αποτινάξει επιτέλους από πάνω του όλη την ανθρώπινη βρομιά, που τον καθόρισε και τον δυνάστευσε όλη του τη ζωή̇ τη στάχτη των περασμένων, τις ανόητες επιθυμίες, τις φιλοδοξίες, τις ματαιώσεις κι όλη εκείνη την ασύλληπτη μικρότητα και κακία των ανθρώπων που συνάντησε στο διάβα του, η οποία τόσο τον ταλαιπώρησε και τόση θλίψη τού προκάλεσε στην πορεία. Και, για πρώτη φορά στην ενήλικη ζωή του, θα νιώσει την πολυπόθητη κι αμόλυντη γαλήνη ενός βρέφους που κοιμάται:

Και από το πικρό πηγάδι των περασμένων πραγμάτων, από τις ματαιωμένες επιθυμίες, από τις κακίες που είχε υποστεί, ερχόταν προς τα πάνω μια δύναμη που ποτέ δεν θα τολμούσε να ελπίσει. Με ανείπωτη χαρά ο Τζοβάνι Ντρόγκο συνειδητοποίησε, ξαφνικά, πως ήταν απολύτως ήρεμος, σχεδόν ανυπομονούσε να ξαναρχίσει η δοκιμασία.[xxviii]

Με τον Ντρόγκο, θα συμβεί ακριβώς όπως το είχε διδάξει ο μυστικός ποιητής:

Ο ερχομός του θανάτου

είναι το κλειδί που ξεκλειδώνει

την άγνωστη επικράτεια.[xxix]

Και θα απελευθερωθεί μέσα σε μια στιγμή από το άχρηστο φορτίο που κουβαλούσε όλη του τη ζωή χωρίς να το συνειδητοποιεί, θα επιστρέψει μεμιάς στην αθωότητα του μωρού και, χωρίς καμία άλλη σκέψη ή ενέργεια από την πλευρά του, θα διαπιστώσει, ότι η ελευθερία για τον άνθρωπο μπορεί να πραγματωθεί με πολύ πιο απλό και φυσικό τρόπο απ’ ό,τι πίστευε:

Και μεμιάς οι αρχαίοι φόβοι κατέρρευσαν, οι εφιάλτες ξεφούσκωσαν, ο θάνατος έχασε την τρομακτική του όψη, κι έγινε κάτι απλό και σύμφωνο με τη φύσηΑξιολύπητη του φάνηκε τότε εκείνη η αγωνία στις επάλξεις του Οχυρού, η παρακολούθηση της έρημης πεδιάδας του βορρά, οι σκοτούρες του για τη σταδιοδρομία του, εκείνα τα ατέλειωτα χρόνια αναμονής.[xxx]

Το μόνο που χρειάζεται είναι η αποκήρυξη κάθε χρόνου, κάθε ψεύτικης επιθυμίας ή ελπίδας, κάθε αγωνίας για ένα μακρινό μέλλον, κάθε φιλοδοξίας, κάθε ανόητου στόχου, κάθε προσμονής. Σε τελική ανάλυση, το μόνο που χρειάζεται, είναι να πεθάνει κανείς – ιδανικά πριν τον αναπόφευκτο, φυσικό θάνατο του βιολογικού σώματός του. Μ’ άλλα λόγια, να εξετάσει σοβαρά, όσο πιο νωρίς γίνεται, το ενδεχόμενο να ‘πεθαίνει’ διαρκώς, ενώ ακόμη βρίσκεται εν ζωή:

Ποτέ μη μένεις ακίνητος στην οδό:

γίνε ανύπαρκτος̇ ανύπαρκτος ακόμα

και στη σκέψη να γίνεις ανύπαρκτος.

Κι όταν θα έχεις εγκαταλείψει τόσο

την ατομικότητα όσο και την κατανόηση, αυτός εδώ ο κόσμος θα γίνει εκείνος ο άλλος.[xxxi]

Και τότε, ο Ντρόγκο θα συναντήσει τη μοναδική ευκαιρία στη ζωή του να γίνει πραγματικά γενναίος:

Πλέον δεν υπήρχε λόγος να ζηλεύει ούτε τον Ανγκουστίνα. Ναι, ο Ανγκουστίνα είχε πεθάνει στην κορφή ενός βουνού μες στην καρδιά μιας καταιγίδας, είχε φύγει όπως του ταίριαζε, με πολλή κομψότητα πράγματι. Αλλά στην κατάσταση του Ντρόγκο, που ήταν φαγωμένος απ’ το κακό, εξορισμένος ανάμεσα σε άγνωστους ανθρώπους, ήταν πολύ πιο φιλόδοξο να τελειώσεις σαν παλικάρι.[xxxii]

Μπορεί να ηττόμαστε διαρκώς σε όλα, από τη στιγμή που γεννιόμαστε μέχρι τη στιγμή που πεθαίνουμε, σε ό,τι κι αν επιθυμούμε, ελπίζουμε ή σχεδιάζουμε̇ μπορεί να ηττόμαστε κατά κράτος βιολογικά, πνευματικά και ψυχολογικά̇ μπορεί να μην βρίσκουμε ποτέ ανταπόκριση από τα πρόσωπα, τα πράγματα και τις ιδέες με τις οποίες ταυτιζόμαστε̇ μπορεί να είμαστε εκ γενετής καταδικασμένοι να αποτύχουμε επαγγελματικά, διότι κι η ίδια η έννοια του επαγγέλματος είναι κι αυτή συνυφασμένη με την αποτυχία̇ μπορεί ό,τι πιάνουμε να γίνεται αργά ή γρήγορα στάχτη, διότι στάχτη γινόμαστε κι εμείς στο τέλος̇ υπάρχει όμως μία ύστατη – κι ίσως μοναδική – ευκαιρία νίκης για ‘μάς, φαίνεται να μας λέει ο Μπουτζάτι: να μην υποκύψουμε σε κανένα από τα ύπουλα δολώματα̇ κι αυτό, να μην το κάνουμε στο τέλος τής διαδρομής, αλλά όσο πιο νωρίς γίνεται. Να ‘πεθάνουμε’ ως προς τα πάντα, – ως προς όλα εκείνα που μας καθορίζουν και μας ταλαιπωρούν – και να πεθαίνουμε καθημερινά όσο ζούμε̇ να μην περιμένουμε την τελική, βιολογική μας ήττα για να αφυπνιστούμε. Μόνο εάν αρνηθούμε να συμμετάσχουμε εξαρχής στο ύπουλο κι αισχρό φαγοπότι, έχουμε ίσως μια πιθανότητα να ζήσουμε σωστά – όσο σωστά μπορεί τελικά να ισχυριστεί ότι ζει ένας άνθρωπος – και να πεθάνουμε επίσης όπως οφείλουμε: εντελώς μόνοι, απολύτως ελεύθεροι, χωρίς ίχνος φόβου.

Όσο τα ρόδ’ ανθίζουνε, στου ποταμού τον όχτο,

με τον Καγιάμ, το ρουμπινί κρασί να πιεις,

και σαν ο άγγελος φανεί, με το πιοτό το μαύρο,

κι έρθει κοντά σου, πιες το, μην οπισθοχωρείς.

(Ομάρ Καγιάμ, Ρουμπαγιάτ, σ. 60).

 

Αφού διαπιστώσαμε πριν, ότι όλα εκείνα τα πράγματα για τα οποία συζητούσαμε, δεν είναι απαραιτήτως κακά για το υγιές σώμα, αλλά μόνο για το άρρωστο, ας εξετάσουμε τώρα, μήπως και όλα τα υπόλοιπα πράγματα για τα οποία παραπονιούνται οι άνθρωποι, όπως η μοναξιά, το σκοτάδι, η φτώχεια, το κακό όνομα και, το μεγαλύτερο απ’ όλα τα δεινά, ο θάνατος, είναι κακά μόνο για τον μίζερο άνθρωπο, αλλά αντιθέτως, παντελώς αδιάφορα για τον υγιή άνθρωπο.

(Carlo Michelstaedter, El Diálogo de la Salud y Otros Diálogos Filosóficos [Ο Διάλογος της Υγείας κι Άλλοι Φιλοσοφικοί Διάλογοι] (Barcelona: Marbot Ediciones, 2009), pp. 15-16.

 

 

_________________

[i] Ντίνο Μπουτζάτι, Η Έρημος των Ταρτάρων (Αθήνα: Μεταίχμιο, 2019), σ. 8.

[ii] Μπουτζάτι, Η Έρημος των Ταρτάρων, σ. 67. Εφεξής, όπου υπάρχει έμφαση στις παραπομπές, είναι δική μας.

[iii] Μπουτζάτι, Η Έρημος των Ταρτάρων, σ. 106.

[iv] Μπουτζάτι, Η Έρημος των Ταρτάρων, σ. 114.

[v] Giacomo Leopardi, Zibaldone (New York: Farrar, Straus and Giroux), Kindle Edition, p. 172.

[vi] Μπουτζάτι, Η Έρημος των Ταρτάρων, σσ. 122-123.

[vii] Μπουτζάτι, Η Έρημος των Ταρτάρων, σ. 69.

[viii] Leopardi, Zibaldone, p. 180.

[ix] Μπουτζάτι, Η Έρημος των Ταρτάρων, σσ. 52-53.

[x] Για την πιθανή συσχέτιση μεταξύ των δύο μυθιστορημάτων, βλ. Ελευθέριος Μακεδόνας, Ο Πύργος (1926). Σκέψεις πάνω στο μυθιστόρημα του Φραντς Κάφκα. Ηλεκτρονικό περιοδικό fractal, 22.12.2020. Διαθέσιμο: https://www.fractalart.gr/o-pyrgos/ και https://wordpress.com/post/katoptron.blog/852

[xi] Μπουτζάτι, Η Έρημος των Ταρτάρων, σ. 41.

[xii] Μπουτζάτι, Η Έρημος των Ταρτάρων, σ. 45.

[xiii] Μπουτζάτι, Η Έρημος των Ταρτάρων, σ. 70.

[xiv] Μπουτζάτι, Η Έρημος των Ταρτάρων, σσ. 87-89.

[xv] Μπουτζάτι, Η Έρημος των Ταρτάρων, σ. 95.

[xvi] Του Ιάπωνα συγγραφέα Κόμπο Αμπέ (1924-1993).

[xvii] Φαίνεται πως υπάρχουν προφανείς αναλογίες, σε επίπεδο συμβολισμού, όχι μόνο με τον Πύργο τού Κάφκα, αλλά και με το επίσης το ‘καφκικών’ τόνων μυθιστόρημα του Κόμπο Αμπέ, Η Γυναίκα τής Άμμου (1962). Βλ.: Ελευθέριος Μακεδόνας, 1/8 τού χιλιοστού. Σκέψεις πάνω στο μυθιστόρημα “Η Γυναίκα τής Άμμου”, του Kōbō Abe. Ηλεκτρονικό περιοδικό fractal, 25.10.2020. Διαθέσιμο: https://www.fractalart.gr/i-gynaika-tis-ammoy/ και http://katoptron.blog/2020/11/04/1-8-%cf%84%ce%bf%cf%85-%cf%87%ce%b9%ce%bb%ce%b9%ce%bf%cf%83%cf%84%ce%bf%cf%8d/

[xviii] Μπουτζάτι, Η Έρημος των Ταρτάρων, σ. 240.

[xix] Μπουτζάτι, Η Έρημος των Ταρτάρων, σσ. 59-60.

[xx] Μπουτζάτι, Η Έρημος των Ταρτάρων, σσ. 60-61.

[xxi] Για μία εκτενέστερη ανάλυση περί Επιθυμίας και Χρόνου, βλ.: Ελευθέριος Μακεδόνας, Ο Εκκλησιαστής: Για μία σύντομη θεωρία της Γλώσσας, της Επιθυμίας και του Χρόνου. Ηλεκτρονικό περιοδικό Μονόκλ, 20.9.2020. Διαθέσιμο: http://katoptron.blog/2020/09/14/423/ και https://www.monocleread.gr/2020/09/20/gia-mia-syntomi-thewria-tis-glwssas-tis-epithymias-kai-tou-xronou/

[xxii] Ομάρ Καγιάμ, Ρουμπαγιάτ (Αθήνα: Εκδόσεις Δόμος, 1995), σ. 15.

[xxiii] Καγιάμ, Ρουμπαγιάτ, σ. 24.

[xxiv] Χακίμ Σανάι, Ο Τειχισμένος Κήπος της Αλήθειας (Αθήνα: Πύρινος Κόσμος, 1996), σ. 67.

[xxv] Μπουτζάτι, Η Έρημος των Ταρτάρων, σ. 204.

[xxvi] Μπουτζάτι, Η Έρημος των Ταρτάρων, σ. 225.

[xxvii] Μπουτζάτι, Η Έρημος των Ταρτάρων, σσ. 273-274.

[xxviii] Μπουτζάτι, Η Έρημος των Ταρτάρων, σ. 279.

[xxix] Σανάι, Ο Τειχισμένος Κήπος της Αλήθειας, σ. 66.

[xxx] Μπουτζάτι, Η Έρημος των Ταρτάρων, σ. 279.

[xxxi] Σανάι, Ο Τειχισμένος Κήπος της Αλήθειας, σ. 83.

[xxxii] Μπουτζάτι, Η Έρημος των Ταρτάρων, σ. 279.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top