Fractal

Λέξεις, στάχτες

Του Άκη Παπαντώνη // *

 

Μισέλ Φάις: “Η ερευνήτρια”, Μυθιστόρημα, Εκδόσεις Πατάκης 2020, σελ. 270

 

Ήδη από την ενδέκατη σελίδα, πριν καλά καλά ξεκινήσει η αφήγηση (ή μήπως ο συγγραφέας έχει ήδη αρχίσει να μας αφηγείται την ιστορία του από την ουροβόρο προμετωπίδα;) ο αναγνώστης συναντά τρεις διευκρινίσεις: σχετικά με το ημερολόγιο, σχετικά με το σημειωματάριο, σχετικά με τις επιστολές. Πρόκειται για τις τρεις συνισταμένες του μυθιστορήματος, για τους τρεις άξονες της αφήγησης που έρχονται σε κύματα, το ένα μετά το άλλο. Στο βιντεοσκοπημένο ημερολόγιο, η πρωταγωνίστρια «ερευνήτρια» μιλά μια στα γίντις μια στα γερμανικά αναπαράγοντας μονολογικά ή διαλογικά στιγμιότυπα της ζωής του αντικειμένου της έρευνάς της (και του μυθιστορήματος), του Φραντς Κάφκα. Στο «τεφρό» σημειωματάριό της αναμιγνύονται πολλαπλά σενάρια δολοφονίας ενός άντρα με βιογραφικά/ιστορικά στοιχεία. Στο επιστολικό κομμάτι, η ανώνυμη ερευνήτρια γράφει, χωρίς να διαμεσολαβούν το όνειρο ή η καφκική βιογραφία, στον Τσεχοεβραίο συγγραφέα. Ο Μισέλ Φάις, στο νέο αυτό βιβλίο του, δηλώνει πως ο αναγνώστης «μπορεί να ακολουθήσει αυτόν τον κυκλικό αναγνωστικό κανόνα, να τον παραβεί κατά βούληση, ακόμη και να τον αγνοήσει» και είναι θαυμαστό το πως το ανά χείρας βιβλίο διαβάζεται όντως κι έτσι κα αλλιώς.

Αν κανείς γνωρίζει το έργο και το βίο του Κάφκα εμμονικά και σε βάθος, όπως δηλαδή τον γνωρίζει ο Φάις, τότε ανακαλύπτει σε κάθε μία από τις παραπάνω—εν πρώτοις μεταμοντέρνες—επιλογές και από ένα μικρό άνοιγμα προς το καφκικό σύμπαν, όπως αυτό διαμορφώθηκε εντός και εκτός σελίδας. Ο Κάφκα μας κατέθεσε έργα ημερολογιακά/σημειώσεις/καταγραφές/επιστολές. Έτσι ο Φάις δεν θα μπορούσε παρά να τον συναντήσει μυθοπλαστικά μέσω ανάλογων παραλλαγών της αφήγησης,  πλεγμένων χωρίς να διακρίνονται όμως οι ραφές.

Ο Κάφκα έστηνε αφηγηματικά σύμπαντα περίκλειστα, κυκλοτερή, που συχνά δεν οδηγούσαν πουθενά. Ομοίως ο Φάις τοποθετεί τα μέρη του μυθιστορήματός του στο κέντρο ενός ασφυκτικού κενού, κουρδίζοντας και τα τρία μέρη, σαν άτυπη χορογραφία, να διαδέχονται το ένα το άλλο, υπενθυμίζοντας εντέλει στον αναγνώστη πως όλες οι ιστορίες είναι από τη φύση τους ημιτελείς, καταδικασμένες να μην τελειώνουν στην τελευταία φράση του κεφαλαίου ή του βιβλίου. Ενώ στην επινόηση της γυναίκας-ερευνήτριας (η οποία μάλλον παίρνει τη σκυτάλη από την ηρωίδα της «Lady Cortisol»―προτελευταίο βιβλίο του συγγραφέα) αντικατοπτρίζεται η ταραχώδης σχέση του συγγραφέα της «Δίκης» με τις γυναίκες, με το το σώμα του, κοντολογίς η περίπλοκη σεξουαλικότητά του, αλλά και η ματαίωση όλων αυτών των όψεων της επιθυμίας για εγγύτητα και ζωή μέσα από διάφορες υποχονδρίες και φοβίες, πριν η φυματίωση τον οδηγήσει τελικά στον θάνατο.

Αν από την άλλη πλευρά, αν ο αναγνώστης αγνοεί τα παραπάνω ή αν επιλέξει να τα αγνοήσει και να διαβάσει την «Ερευνήτρια» ως κείμενο αποκομμένο από το καφκικό σύμπαν, θα έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με το σύμπαν του Φάις: με την ιδιαίτερη χρήση της γλώσσας, το μάτισμα των αφηγηματικών τρόπων, το σκοτάδι και το φως της ύπαρξης. Θα αναρωτηθεί, ένας τέτοιος αναγνώστης (και σωστά), κατά πόσον το κείμενο είναι μια καμουφλαρισμένη βιογραφία, μια διαθλασμένη εξομολόγηση ή ακόμα  και μια αποχαιρετιστήρια επιστολή προς εαυτόν. Πριν από όλα αυτά όμως, ο αναγνώστης θα έχει παρασυρθεί από τα κύματα της αφήγησης—επιστολικά, ημερολογιακά, σημειώσεων, ιστορικής και  διακειμενικής υφής (όπου όλα, λιγότερο ή περισσότερο, αναπνέουν τον αέρα της ενδελεχούς έρευνας που κυκλοφορεί μέσα σ’ αυτό το μυθιστόρημα).

 

Μισέλ Φάις

 

Είτε έτσι είτε αλλιώς,  πάντως, η «Ερευνήτρια» δεν συστήνεται μόνο ως μεταμοντέρνο «Κτίσμα» (για να δανειστώ τον τίτλο ενός από τα τελευταία κείμενα του Κάφκα), ούτε ως λοξά φωτισμένη βιογραφία. Στο βιβλίο αυτό ο Φάις, με κατακτημένα από καιρό τα αφηγηματικά του εργαλεία, ξετυλίγει τα δύο κυριότερα νήματα της συγγραφικής του οντότητας: την εβραϊκότητα και την άσβεστη μνήμη. Ο Ελληνοεβραίος κοιτά τον Τσεχοεβραίο στα μάτια και βλέπει τον εαυτό του, τον προκαλεί να μιλήσει, ακούει τη φωνή του κι αναρωτιέται τι θα γινόταν αν δεν πέθαινε πρόωρα ο εσώκλειστος της Πράγας και γύρω του αντηχεί το ερώτημα: τι θα γινόταν αν κι αυτός, ο συγγραφέας της «Ερευνήτριας», ο συγγραφέας από το παρόν, χανόταν τη στιγμή που έγραφε τούτο το μυθιστόρημα…

Ας σταθούμε προς στιγμήν στα δύο υστερόγραφα που κλείνουν το βιβλίο. Το πρώτο αναφέρεται στην βασανισμένη κόρη του τελευταίου  έρωτα του Κάφκα και ανακαλύπτουμε πως η Ερευνήτρια αναγνώρισε σ’ εκείνη κάτι από τον εαυτό της. Στο δεύτερο, γραμμένο εξ αρχής για να διαγραφεί, παρατηρεί: «οι χαρακτήρες των ιστοριών σας υποφέρουν από καθόλου ή από πολύ εαυτό» και πως θα ήθελε να την λογαριάζει ο Κάφκα «σαν έναν χαρακτήρα από μια ιστορία» του. «Τον πιο αμελητέο, της πιο μισοτελειωμένης ιστορίας» του. «Σαν τον σπινθήρα ενός χαρακτήρα που παρέμεινε σπινθήρας». Σ’ αυτά τα καταληκτικά λόγια του Φάις, που φτάνουν ως εμάς μέσω της Ερευνήτριας, συνοψίζεται ανάγλυφα το ταξίδι από και προς την κεντρική Ευρώπη στα μέσα του 20ου αιώνα.

 

 

 

 

* Ο Άκης Παπαντώνης είναι Καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Göttingen. Γράφει και μεταφράζει λογοτεχνία. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι το μυθιστόρημα «Ρηχό νερό, σκιές» (Κίχλη, 2019).

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top