Fractal

«Λογοτεχνικό δοκίμιο», με λόγο επιστημονικό

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //

 

Δημοσθένης Κούρτοβικ: «Η ελιά και η φλαμουριά», Ελλάδα και κόσμος, άτομο και ιστορία, στην ελληνική πεζογραφία 1974-2020, Εκδ. Πατάκη, 2020

 

Όποιος νομίζει πως το βιβλίο Η ελιά και η φλαμουριά έχει να κάνει με τη Φυσική Ιστορία που μαθαίναμε στο Δημοτικό ή με το τραγουδάκι «είσαι η ελιά η τιμημένη η πιο απ’ όλες ξακουστή» ή «στη βρύση τη βουνίσια /σιμά είν’ η φλαμουριά,/ στον ίσκιο της καθόμουν /να ονειρευτώ γλυκά», μάλλον είναι μακριά νυχτωμένος. Ή ίσως και να μην είναι, εφόσον στη ρίζα μιας ελιάς ο παλιός περιπατητής και στοχαστής καθόταν να ξεκουραστεί και να διαβάσει και στης φλαμουριάς να ακούσει τη φωνή: «θα βρεις γαλήνη εδώ». Το «εδώ» στην παρούσα περίσταση είναι το βιβλίο.

Και είναι έτσι γιατί ο συγγραφέας Δημοσθένης Κούρτοβικ, με τα είκοσι ένα βιβλία –διηγήματα, μυθιστορήματα,  λογοτεχνικά δοκίμια, κριτική, πραγματείες, πολιτική και μεταφράσεις εξήντα τριών βιβλίων από οχτώ γλώσσες- γράφει τώρα για την ελιά και τη φλαμουριά, σαν να άρχισε να ενδιαφέρεται για τα δέντρα∙ την πανάρχαια ελληνική ελιά και τις ελιές της, τη  φλαμουριά και το φλαμούρι της που  φαίνεται πως έρχεται από τη γαλλική κουλτούρα, αφού τέτοιο έπινε η θεία Λεονί του Προυστ κι εκεί βουτούσε την μαντλέν του ο μικρός Μαρσέλ. Όμως, κι αυτό ελληνικό είναι και για το γνωστό μας τίλιο πρόκειται, αλλά το τραγουδάκι του Σούμπερτ σε στίχους του φιλέλληνα Βίλελμ Μίλερ του προσέδωσε  αριστοκρατικόν αέρα. …

Γιατί λοιπόν ο τίτλος Η ελιά και η φλαμουριά; Μήπως ο συγγραφέας παίζει με τα δέντρα για να παίξει και με τη μωροφιλοδοξία μερικών αριστοκρατικοφερνόντων λογοτεχνών που μηρυκάζουν τα ευρωπαϊκά; Ο υπότιτλος του βιβλίου, «Η Ελλάδα και ο κόσμος, το άτομο και η ιστορία στην ελληνική πεζογραφία των ετών 1974-2020» θα μας διαφωτίσει.

Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο, 1974-1989, επιμερίζεται σε εννέα κεφάλαια, όπου γίνεται λόγος για την ελληνική πραγματικότητα μετά τη μεταπολίτευση, την κληρονομιά του Εμφυλίου, την αφήγηση, τα πρόσωπα, τους ήρωες, την ιστορία, τον μοντερνισμό, τον μεταμοντερνισμό και άλλα. Το δεύτερο μέρος, 1990-2020, επιμερίζεται

σε δεκαπέντε κεφάλαια στα οποία θα αναλύσει τα πάντα. Επιλέγω τα τρανταχτά: «Αντικαταθλιπτικά», «Γελωτοθεραπεία», τρομοκρατία, μεταμορφώσεις και τερατογενέσεις, αστυνομική λογοτεχνία, η γυναίκα στο προσκήνιο, «Έρως άπτερος» (σαν πεταλούδα χωρίς φτερά, σαν λιμπελούλα) η γυναίκα στο προσκήνιο, ο μαγικός ρεαλισμός, το δοκίμιο ως λογοτεχνία.

Γι’ αυτό το είδος του λόγου, το δοκίμιο, το οποίο κανείς μπορεί να το περιγράψει μέσα από το τι δεν είναι παρά από το τι είναι -ένα είδος υβριδικό- λένε τα σχολικά μας βιβλία, ο Κούρτοβικ, θα δώσει την ιστορία του, καταγόμενη από τον Μονταίνιο∙ πρόκειται για «δοκιμή» χωρίς την υποχρέωση της εξαντλήσεως του θέματος, με το οποίο ασχολείται και μας ειδοποιεί ότι βρίσκει «ακριβέστερο» τον όρο «έντεχνο δοκίμιο». Θεωρεί τον Ροΐδη «αξεπέραστο μάστορα του είδους», ο οποίος όμως δεν βρήκε μιμητές. Αργότερα βρέθηκαν οι λογοτέχνες και ανάμεσά τους αναφέρει τον σκανδαλίζοντα Ηλία Πετρόπουλο, τον ελληνολάτρη «ανθέλληνα» Νίκο Δήμου, τον «λογοτεχνικών αξιώσεων» δοκιμιογράφο Κωστή Παπαγιώργη, τον  Μίμη Ανδρουλάκη με το μυθοπλαστικό δοκίμιο, «σκηνοθετημένο σαν αρχαίο δράμα», όπου συναντώνται στην Αθήνα, ο Μαρξ, ο Νίτσε και ο Φρόιντ «την επαύριον της πτώσης των κομμουνιστικών καθεστώτων»  και μαζί τους  οι «Ανέστιοι» και οι «Απάτορες» ως χορός της τραγωδίας, όπου θίγονται τα πάντα: έρωτας, θάνατος, φιλία, προδοσία,  τραγικό, κωμικό, εργασία, παιχνίδι. Και σαν «αόρατο νήμα» διατρέχει το έργο «η ήττα των επαναστατικών ουτοπιών».

Στο Επίμετρο θα αναφερθεί στον Τζιόβα, όπου θα εκθέσει απόψεις για την κριτική και τον τρόπο που προβάλλει «κοινοτοπίες ειπωμένες με βαρύγδουπο τεχνικό ύφος» ή γίνεται «άγαρμπα φιλοφρονητική ώστε να κάνει διαφανή την πρόθεση του ή της κριτικού… με αποτέλεσμα να γίνεται εντελώς αναξιόπιστη». Βεβαίως εδώ υπάρχουν και άλλοι λόγοι, τους οποίους αναφέρει ο συγγραφέας ως «προέκταση του τμήματος μάρκετινγκ των εκδοτικών οίκων». Θίγει επίσης το  θέμα της διείσδυσης της ελληνικής πεζογραφίας στην ξένη αγορά και τα προβλήματά της, την επιδότηση, τους μεταφραστές, την άποψη που έχουν οι ξένοι για την Ελλάδα. Ο Ελύτης, ήδη, έχει μιλήσει για «κατεψυγμένη αλήθεια» την οποία βρίσκουμε στο βιβλίο του Κούρτοβικ ως «γραφικά στερεότυπα», «τουριστικό φαντασιακό», «επίδειξη λογιότητας».

Πιάνοντας το πράγμα από την αρχή, αφήνοντας στην άκρη το «τι» και μελετώντας το «πώς» καθ’ εαυτό, υποστηρίζουμε, με έμφαση, ότι, πέρα από την κριτική αποτίμηση των λογοτεχνημάτων που επιχειρεί ο μελετητής, εντυπωσιάζει η συνέπεια του να παρακολουθεί τον κάθε συγγραφέα σε όλα του τα έργα. Η πραγμάτευση και η σύνδεση της ουσίας με την τεχνική της αφήγησης, η σοβαρότητα του πράγματος σερβιρισμένη γοητευτικά, με λογισμό και χιούμορ, η λοξή ματιά του στον υπό μελέτη εκάστοτε συγγραφέα είναι χαρακτηριστική. Και ας πάρουμε το παράδειγμα του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, του οποίου ο αφηγητής άλλοτε μιλάει σαν «αποστασιοποιημένος χρονικογράφος». Όμως, αφού «η πράξη του φονιά είναι απόλυτα νομιμοποιημένη … η  αποστασιοποίηση πάει περίπατο… όταν η συνείδησή του αρχίζει να προσχωρεί σε αυτή την αντίληψη». Άλλοτε, η «μεταμυθοπλασία δεν αποφεύγει την αναμέτρηση με την πολιτική για να παρωδήσει πολιτικούς ή εθνικούς μύθους» και «η επιστημονική σκευή του συντρίβεται πάνω στο έδαφος μιας άλλης πραγματικότητας που δεν επιδέχεται ορθολογιστικές ερμηνείες» (εδώ ο Καζαντζάκης έχει προηγηθεί με το έργο Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, όταν έβαλε τον παπά του χωριού να ξεσπαθώνει εναντίον των προσφύγων και πάει περίπατο το «αγαπάτε αλλήλους» και «ο έχων δύο χιτώνας δίδει τον ένα»), άλλοτε «οι μεταμυθοπλαστικές τεχνικές του παραιτούνται από την κοκεταρία του αμφίσημου φλερτ με την ενατένιση του κόσμου». Άλλος ήρωας του Γιατρομανωλάκη είναι «ένας αγαθός, μωρόπιστος, ελαφρώς ανισόρροπος Κρητικός» που αφηγείται με «κωμική σπουδαιοφάνεια, δραστικές και νοηματικές υπερβολές». Σχεδόν παρόμοιος είναι και ο Χρυσοβαλάντης, Μάρτυς μου ο Θεός, του Μάκη Τσίτα, ο οποίος μπαλαντζάρει ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, σε ένα καταγγελτικό κοινωνικό μυθιστόρημα και συγχρόνως παρωδία της νοοτροπίας του σύγχρονου Έλληνα, αλλά το ενδιαφέρον έχει, εν προκειμένω, το ότι στην κριτική του Κούρτοβικ μπαίνει και ο κάθε κριτικός που έκρινε το βιβλίο. Τέλος, κάτι, στο οποίο δεν μπαίνει εύκολα τέλος, εφόσον είναι πολύ πλατιά η αναφορά και πλήθος οι συγγραφείς στο λογοτεχνικό τοπίο, πρέπει να τονιστεί ότι το βιβλίο είναι ένα λογοτεχνικό αφήγημα με θέμα την κριτική. Εδώ ταιριάζει και ο όρος «λογοτεχνικό δοκίμιο». Ένα βιβλίο κριτικής, ψηφιδωτό από άλλες κριτικές εγκιβωτισμένες στο όλο.

Ελιά και φλαμουριά ευδοκιμούν, ανθούν και μοσχοβολούν.

 

Δημοσθένης Κούρτοβικ

 

Η ουσία του βιβλίου είναι ο καμβάς που πάνω του ο Κούρτοβικ θα κεντήσει τις λεπτομέρειες που θα του δώσουν οι περιστάσεις, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, δηλαδή, και οι επιμέρους μελέτες. Αλλά η αίσθηση που δίνει στον αναγνώστη είναι ότι το γλεντάει αυτό που κάνει. Παίζει ωραίο παιχνίδι και μας καθοδηγεί τι να δούμε κι εμείς και πώς να εκλάβουμε αυτό που θα διαβάσουμε στα βιβλία των άλλων. Δεν ξέρω πόσο έξω μπορεί να πέφτω, αλλά νομίζω, ή θέλω να νομίζω πως έχω δίκιο, ότι ο συγγραφέας είναι ένας ηθοποιός που παίζει πολύ καλά τον ρόλο του. Παίρνει το παράδειγμα από τον δημιουργό, μας το προσφέρει, φαίνεται πως φεύγει από το προσκήνιο, ενώ είναι παρών, βάζοντας τον εαυτό του στον τίτλο της επιμέρους ενότητας και προβαίνοντας συγχρόνως στις αναγκαίες διακειμενικές εξακτινώσεις. Μας λέει, λοιπόν, εγώ «είμαι ένας άλλος, ο εαυτός μου», παίζοντας σε δύο ταμπλώ, αφενός αντανακλώντας το προσωπείο του Ρεμπώ «εγώ είναι ένας άλλος» και του Καβάφη που του «αρέσουν τα χωρατά, /η αστειότης/ η ειρωνεία η με ευφυή λόγια, το χαμπαγκάρισμα (humbugging), αλλά δυσκολεύει τες δουλειές». Τον Κούρτοβικ όμως δεν τον δυσκολεύει. Κάνει τες δουλειές humbugging, χωρίς να εκπίπτει η σοβαρότητα. Αλλιώς, και γελώ και σοβαρεύομαι ή προσποιούμαι και τα δυο, σε σωστή δοσολογία, χτυπώ καρφί και πέταλο με ρυθμό, τα μαύρα κόκκαλα του πιάνου (σεφερική έκραση) σε ελάσσονα και  τα λευκά σε μείζονα, μισοχαμογελώ σαν την Τζοκόντα, μπαινοβγαίνω με άνεση στο σύστημα στο οποίο ανήκω, και έχω κομπολόι την αναφανείσα ορολογία∙ μία χάντρα «από» – αποβιομηχανοποίηση, απομυθοποίηση, απομάγευση, αποδόμηση- και μία χάντρα «μετά», από όπου κρατώ το «μεταμοντέρνος»: τέτοιοι είναι οι συγγραφείς της γενιάς του ’80, αναφέρει τρεις, οι οποίοι, παρά το διαφορετικό ύφος τους, έφερναν νέο πνεύμα στην εποχή – μακριά από τις «επικοδραματικές» αφηγήσεις των γονιών τους, με ένα νέο πολιτισμικό ήθος, εφόσον απέφευγαν τη μεγαλοστομία και τις λυρικές εξάρσεις, υποτόνιζαν το συναίσθημα, άλλος διακρινόταν για μια μελαγχολική τρυφερότητα, άλλος για την ειρωνεία και τον κυνισμό. Και όπως λέει ο συγγραφέας στην Εισαγωγή του «Όσο ανεπτυγμένη ιστορική αίσθηση και αν διαθέτουμε, όσο και αν ξέρουμε πόσο σκληρός κριτής είναι  ο χρόνος για πολλά πράγματα που θεωρήθηκαν σπουδαία ή βιώθηκαν ως συνταρακτικά στον καιρό τους, έχουμε μόνο μία ζωή να ζήσουμε και οι μερικές δεκαετίες που μας δόθηκαν διαστέλλονται άθελά μας στη συνείδησή μας, μαζί τους και όσα συμβαίνουν στη διάρκειά τους». Μας το έχει πει και ο Μπόρχες: «Τέσσερις είναι οι ιστορίες. Η πρώτη, η αρχαιότερη, μιλά για μια οχυρωμένη πολιτεία που … θα παραδοθεί στο σίδερο και στη φωτιά… Η δεύτερη ιστορία, που συνδέεται με την πρώτη είναι εκείνη μιας επιστροφής. Είναι η ιστορία του Οδυσσέα… Η τρίτη είναι η ιστορία μιας αναζήτησης… Η τελευταία ιστορία είναι για τη θυσία ενός θεού. Τέσσερις είναι οι ιστορίες. Στο χρόνο που μας μένει, θα συνεχίσουμε να τις αφηγούμαστε, μεταμορφωμένες». (Χ.Λ. Μπόρχες, Οι Τέσσερις Κύκλοι από τη συλλογή του Το χρυσάφι των τίγρεων 1972, στα Άπαντα Πεζά», μετφ. επιμέλεια & σχόλια Αχιλλέα Κυριακίδη, «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2005).

Με άλλα λόγια τα σημαντικά τα έχει ήδη πει ο Όμηρος. Όλα τα άλλα είναι παραλλαγές. Ωστόσο, ο καθένας θέλει τη δική του κατάκτηση και το δικό του ταξίδι, οπότε γράφει. Την τελική αξιολόγηση και κρίση θα την κάνει στο μέλλον, όχι ο θεός, αλλά  ο Χρόνος. Με δεδομένο πως κάθε γενιά, πηγαίνοντας κόντρα στους «γονείς», νομίζει πως ανακαλύπτει την Αμερική (ξεχνώντας ότι πρόλαβε ο Κολόμβος), στη στροφή του χρόνου βρίσκεται αντιμέτωπη με την ευαισθησία, κάποτε η μνήμη γίνεται τραυματική, η μετάνοια έρχεται αλλά είναι αργά, όταν σκέψεις και συναισθήματα έχουν ξαναπάρει τη θέση που τους ανήκει, ό,τι απέρριψαν ως βαρύ –το «επικοδραματικό», ας πούμε- επιστρέφει και οι άνθρωποι θέλουν να πουν τη δική τους κουβέντα, κάνοντας και την κριτική και την αυτοκριτική τους.

Οι επιμέρους τίτλοι του βιβλίου Η ελιά και η φλαμουριά με την διακειμενική αναφορά τους,  ανοιχτοί σε υπαινιγμούς, ανακαλούν άλλους τίτλους- «Η ανθρώπινη συνθήκη» La condition humain του André Malraux. «Η ανθρώπινη κωμωδία ή το πανηγύρι της ματαιοδοξίας», τίτλος παρεμφερής με τον προηγούμενο που βέβαια παραπέμπει στη Θεία Κωμωδία του Δάντη. Κινηματογραφικοί και μυθιστορηματικοί, «Το λυκόφως των ηρώων» – το λυκόφως των θεών του Βάγνερ, του Βισκόντι, μυθιστόρημα, ταινία, μουσική, πίνακας. Ήρωες οι οποίοι, αν και δεν ονοματίζονται, παραπέμπουν σε έργα, καθρεφτίζουν κατά μέτωπο την κλασική παράδοση και την αναιρούν αυτομάτως. «Με σπασμένα φρένα», ο τίτλος μάλλον αναφέρεται στο λαϊκό άσμα του Γιάννη Πάριου «σαν τρελό φορτηγό», «Το ασχημόπαπο που έγινε κύκνος», τα μυθικά πρόσωπα – Οδυσσέας, Προμηθέας- όλα συμμετέχουν στη μαγεία της αφήγησης και ρίχνουν λοξές ματιές εκεί που επιβάλλουν οι λέξεις. Αλλά πίσω από τη γοητεία υπάρχουν όλα τα κλειδιά για μια καλή κριτική για όποιον γράφει κριτική.

Εν ολίγοις ο Δημοσθένης Κούρτοβικ χαρίεις, με σύμπασα τη σημασία της λέξης (με πάνω από είκοσι επίθετα προσδιοριστικά) συνέθεσε ένα «έντεχνο» και «λογοτεχνικό δοκίμιο», με λόγο επιστημονικό, περιγραφικό, εξηγητικό, δηλαδή, λόγο που διδάσκει, διασκεδάζει, ενημερώνει, μορφώνει, γοητεύει.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top