Fractal

Η εκδίκηση των εμμονών

Γράφει η Φωτεινή Χρηστίδου // *

 

Marie Ndiaye «Η εκδίκηση είναι δική μου», Μετάφραση: Αλεξάνδρα Κωσταράκου, Εκδόσεις: Πόλις, σελ. 255

 

Στο μυθιστόρημα της Μαρί Ντιάι βασική ηρωίδα είναι η κυρία Σιζάν, δικηγόρος, μέσης ηλικίας, κάτοικος Μπορντώ. Η κυρία Σιζάν στις αρχές του 2019 δέχθηκε στο γραφείο της τον Ζιλ Πρενσιπό και με έκπληξη αναγνώρισε στο πρόσωπό του τον έφηβο που είχε ερωτευθεί στα δέκα της και ήταν ερωτευμένη μαζί του σε όλη τη ζωή της. Η συνάντηση είχε γίνει όταν συνόδευσε την μητέρα της στο σπίτι των Πρενσιπό όπου εργαζόταν ως οικιακή βοηθός. Ο ίδιος δεν έδειχνε να την έχει αναγνωρίσει, την επισκέφθηκε ως πελάτης για να αναλάβει την υπεράσπιση της γυναίκας του Μαρλίν που είχε σκοτώσει τα τρία τους παιδιά. Τέσσερα ερωτήματα απασχόλησαν την κυρία Σιζάν τόσο στη διάρκεια της παραμονής του άνδρα στο γραφείο της όσο και στη συνέχεια: αν ο Πρενσιπό την είχε αναγνωρίσει και δεν ήθελε να το ομολογήσει, αν η μνήμη της την απατούσε και ο Ζιλ δεν ήταν ο παιδικός της έρωτας, γιατί ένας εκπρόσωπος της τάξης του Πρενσιπό αντί να απευθυνθεί σε κάποιον γνωστό δικηγόρο προτίμησε να υπερασπιστεί τη σύζυγό του η άσημη κυρία Σιζάν και τέλος, το σπουδαιότερο: τι ήταν γι’ αυτήν ο Ζιλ Πρενσιπό;

Στην τριτοπρόσωπη αφήγηση ενός παντογνώστη αφηγητή που μας μεταφέρει τις σκέψεις, τους λογισμούς και τις διαθέσεις της ηρωίδας για τα πρόσωπα που την περιβάλλουν και τις συμπεριφορές που εκδηλώνουν αλληλεπιδρώντας μαζί της η αμφιβολία είναι κυρίαρχη. Κάτι ανάλογο ισχύει στους διαλόγους και τους εσωτερικούς μονολόγους που αποδίδονται στο κείμενο με διαφορετική γραμματοσειρά. Το σίγουρο είναι πως τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται ή όπως παρουσιάζονται. Η κυρία Σιζάν κάνει υποθέσεις, φτιάχνει σενάρια αλλά αδυνατεί να καταλήξει σε οποιαδήποτε βεβαιότητα, με αποτέλεσμα τα πάντα να είναι υπό αίρεση. Κι όχι μόνο σε ό,τι αφορά τον Πρενσιπό και την Μαρλίν, αλλά και ως προς τα υπόλοιπα πρόσωπα του μυθιστορήματος, τη Σαρόν, τους γονείς της κυρίας Σιζάν, τον Ρουντί και την κόρη του.

Η Σαρόν, μετανάστρια από τον Μαυρίκιο χωρίς άδεια παραμονής στη Γαλλία, είχε αναλάβει το μαγείρεμα και το συγύρισμα στο σπίτι της κυρίας Σιζάν. Η κυρία Σιζάν την θαύμαζε για την αξιοσύνη της, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να την στηρίξει αναλαμβάνοντας και να την βοηθήσει με τα χαρτιά της. Επιζητούσε κάποια οικειότητα μαζί της, ακόμα και τη φιλία της, η Σαρόν όμως ήταν πολύ επιφυλακτική, κρατούσε τις αποστάσεις κι έκρυβε μυστικά.                                                                  Αρκετά προβληματική ήταν η σχέση της κυρίας Σιζάν με τους γονείς της, που ήταν ασφυκτικά προστατευτικοί και με μεγάλες προσδοκίες τόσο για την επαγγελματική της ανέλιξη όσο και για την προσωπική της ζωή. Η κυρία Σιζάν προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τους κρατά ευχαριστημένους και δεν δίσταζε να χρησιμοποιεί κάποια ψέματα, που αφορούσαν στην επαγγελματική της πορεία κυρίως. Είχε ωστόσο την εντύπωση πως επενέβαιναν  στη ζωή της από μια αίσθηση καθήκοντος περισσότερο παρά από αγνά συναισθήματα αγάπης. Όσο για τον πρώην ερωτικό της σύντροφο Ρουντί, καλό φίλο πια, και την κόρη του Λίλα, που η κυρία Σιζάν υπεραγαπούσε, ενώ νόμιζε πως τον γνώριζε πολύ καλά και μπορούσε να προβλέψει τις αντιδράσεις του, διαψεύδονταν κατ΄επανάληψη.

Η πλοκή φτάνει στην κορύφωσή της όταν η κυρία Σιζάν επισκέφθηκε στη φυλακή την πελάτισσά της. Ο ασθματικός σε ρυθμό μονόλογός της Μαρλίν είναι καταιγιστικός και συγκλονιστικός τόσο για τη δικηγόρο όσο και για τον αναγνώστη, αποκαλυπτικός για τα κίνητρα που ώθησαν την μητέρα στην αποτρόπαιη πράξη της. Αν η παιδοκτονία της Μήδειας ήταν μια πράξη εκδικητικής απόγνωσης για την Μαρλίν ήταν μια πράξη πρόνοιας υπό το κράτος του φόβου. Είναι η απάντηση στον επίσης φορτισμένο μονόλογο του Ζιλ που είχε προηγηθεί στο γραφείο της κυρίας Σιζάν με σκοπό να ρίξει από την πλευρά του φως στις σχέσεις με τη γυναίκα του και με τα παιδιά. Οι δύο αυτοί μονόλογοι συνιστούν τα δυνατότερα μέρη της αφήγησης και σε συνδυασμό με τη σταδιακή αποδόμηση του Πρενσιπό που επιτυγχάνει η κυρία Σιζάν προοικονομούν τη λύση της πλοκής. Ο σύντομος επίλογος στοιχειοθετεί την εκδίκηση, για την οποία άλλωστε είναι ενήμερος ο αναγνώστης από τον τίτλο, εκδίκηση που, παρά τα αναμενόμενα, εκπορεύεται από την κυρία Σιζάν, όταν καταφέρνει να απαλλαγεί από τη μακροχρόνια, εμμονική προσήλωση στο είδωλό της.

Το μυθιστόρημα της Μαρί Ντιάι έχει ατμόσφαιρα θρίλερ. Μια αφήγηση μυστηριώδης που διαρκώς θέτει ερωτήματα εκ των οποίων κάποια παραμένουν ανοιχτά ή αναπάντητα ως το τέλος. Αυτό που ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται είναι ένας κλοιός που διαρκώς σφίγγει γύρω από τα πρόσωπα και τα εγκλωβίζει ή τα στρέφει σε πράξεις απελπισίας. Τα θέματα των σχέσεων, οικογενειακών, ερωτικών, φιλικών, και η πολυπλοκότητά τους μονοπωλούν το ενδιαφέρον του βιβλίου. Η συγγραφέας καταδύεται στα μύχια της ψυχής των ηρώων της και πραγματοποιεί μια ψυχαναλυτική προσέγγιση της συμπεριφοράς τους με λιτά εκφραστικά μέσα και γλώσσα απλή αλλά υπαινικτική. Τη σκοτεινή και βαριά ατμόσφαιρα του βιβλίου υποβάλλει το εικαστικό έργο του εξωφύλλου.

 

Marie Ndiaye

 

Μερικά αποσπάσματα

… νομίζω ότι σας έκανα σαφές πως αυτές τις λίγες ώρες που πέρασα μ΄εκείνο τον νεαρό άνδρα ( έτσι μου φαινόταν στα δέκα μου χρόνια, πρέπει να ήταν μόνο δεκατεσσάρων ή δεκαπέντε χρονών ) τις θυμάμαι σήμερα με ευχαρίστηση, και με νοσταλγία ακόμα, αφού η αλήθεια είναι, ίσως δεν σας το έχω πει, δεν ξαναβρήκα ποτέ σε κανένα αγόρι, σε κανέναν άνδρα, σε κανένα ανθρώπινο πλάσμα για να λέμε την αλήθεια, αυτή την παράξενη γοητεία, που με έκανε μοιραία να τον λατρεύω. Σελ. 36

Γιατί θεωρούσε τόσο σημαντική εκείνη την πρώτη, φευγαλέα, συγκεχυμένη εντύπωση, γιατί της φαινόταν ότι έπρεπε να μένει πιστή σ΄αυτήν, σε ένδειξη αφοσίωσης προς το μικρό κοριτσάκι του παρελθόντος, ακόμα κι αν εκείνη, η μικρή Σιζάν, δεν είχε υποστεί την παραμικρή κακομεταχείριση στο δωμάτιο του Πρενσιπό; Σελ. 146

Πόσες φορές δεν είχε δεχτεί η κυρία Σιζάν, όταν ήταν νέα, την προσταγή να ανταποδώσει στο αγόρι του Κοντεράν την προσβολή που, ξυπνώντας, δεν ήταν σίγουρη ότι είχε υποστεί, αλλά τα όνειρά της την παρουσίαζαν ως αναμφισβήτητη και τρομερή; Σελ. 192

Αλλά ήξερα όπως κάθε μέρα ότι τα αγαπημένα μου παιδιά θα μου τα έπαιρναν αλλά δεν ήξερα το πώς και το πότε αλλά μόνο ότι θα γινόταν και ότι… Αλλά επέσπευσα τη στιγμή αλλά δεν είχα δικαίωμα να το κάνω αλλά πίστευα ότι θα έφευγαν λιγότερο οδυνηρά αν ήμουν εγώ που… Αλλά εγώ που το διέπραττα, αλλά εγώ που τ’ αγαπούσα και τα κανάκευα. Αλλά το ήξερα το ήξερα αλλά ήξερα ότι είμασταν προορισμένοι για τη μεγαλύτερη δυστυχία. Σελ. 197

Ο Ζιλ Πρενσιπό εκμεταλλεύεται το σκοτάδι, διακατέχεται από μια εμμονή, επεξεργάζεται το σχέδιό του: η Μαρλίν πρέπει να είναι βυθισμένη στη μοναξιά… Να είναι εκείνος ο μόνος ενήλικος στο περιβάλλον της Μαρλίν… Τα παιδιά δεν υπολογίζονται και ο πατέρας τους τούς προκαλεί τρόμο… Ένας θεός άδικος και έξαλλος, με αποφάσεις απρόβλεπτες αλλά αμετάκλητες… Τα παιδιά αξίζουν μόνο από την άποψη ενός συγκεκριμένου μελήματος: να υπάρχει το κενό γύρω από τη Μαρλίν… Σελ. 255

 

 

 

* Η Φωτεινή Χρηστίδου είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Εργάστηκε στη Μέση εκπαίδευση ως φιλόλογος. Ασχολείται με τη φιλαναγνωσία ως μέλος λεσχών ανάγνωσης ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας και συντονίζει τη Λέσχη   ανάγνωσης ”Συγγραφείς της Θεσσαλονίκης” στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Τριανδρίας Θεσσαλονίκης.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top