Fractal

ΑΝΑΓΝΩΣΕΙΣ ΜΕ 500 ΛΕΞΕΙΣ: Η εκδίκησή της

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου //

 

Marie Ndiaye: “Η εκδίκηση είναι δική μου”, μετάφραση: Αλεξάνδρα Κωσταράκου, εκδόσεις Πόλις

 

Δυο φορές έτριψε το μέτωπό της, μηχανικά, νομίζοντας ότι υπήρχε εκεί κάποια κρυφή πληγή, μετά έπαψε να το σκέφτεται. Αυτή ήταν η πρώτη αντίδραση της κυρίας Σιζάν (χωρίς μικρό όνομα), δικηγόρου, όταν μπήκε στο γραφείο της, στις 5 Ιανουαρίου 2019, ο Ζιλ Πρενσιπό. Έτσι, ξεκινά η πλοκή, καθώς το πρώτο από τα πολλά ερωτήματα προβάλλει στην παράξενη αυτή ιστορία: είναι οικείο αυτό το πρόσωπο από το μακρινό παρελθόν (αυτή σε ηλικία δέκα ετών και αυτός έφηβος) και αν ναι, γιατί αυτός δεν θυμάται τίποτα; Παράξενο, όμως, είναι και το αίτημά του: δέχεται η κυρία Σιζάν να υπερασπιστεί στο δικαστήριο τη γυναίκα του, την Μαρλίν Πρενσιπό, που κατηγορείται γιατί έπνιξε τα τρία παιδιά τους;

Σκληρό το θέμα, κι όμως η Ndiaye δεν πέφτει στην παγίδα να το εκμεταλλευτεί σε ύφος και επιλογή γλώσσας, καθώς προτιμά να αποδώσει το ζοφερό κλίμα με μια γραφή σοφά αποστασιοποιημένη. Τόσο η αφήγηση της μητέρας (με την επανάληψη των λέξεων εν είδει συνδέσεων σε έναν ειρμό καταιγιστικό) όσο και η αφήγηση του πατέρα, μοιάζει να αφορά την εξιστόρηση ενός συμβάντος από έναν παρατηρητή. Προτιμά να εστιάσει στον ψυχολογικό κόσμο της δικηγόρου, ως μεσολαβητικού παράγοντα ανάμεσα στους δύο γονείς, ακόμη περισσότερο όμως ως μιας προσωπικότητας που αδυνατεί να βρει τα δικά της στηρίγματα· ένα παρελθόν με ασαφή τα περιγράμματά του, που την καθόρισε, και το οποίο ακόμη ερευνά, με το πρόσωπο του Πρενσιπό να προβάλλει και να ανακατατάσσει τα δεδομένα της. Η ίδια γεννά μια σειρά από ερωτήματα, που καταλήγουν κυρίαρχα τοποθετώντας στο φόντο την ιστορία της παιδοκτόνου.

Η προσωπικότητα της Μαρλίν Πρενσιπό, για την κυρίαρχη περσόνα του βιβλίου, τη δικηγόρο, μοιάζει να έχει έρθει κατευθείαν από την κόλαση, με αδιευκρίνιστο τον ψυχισμό της να μην αντέχει μια λογική αντιμετώπιση. Δεν είναι μόνο το τριπλό έγκλημα, είναι και η αποστασιοποιημένη αντιμετώπισή του. Παράλληλα, ο Πρενσιπό, μια προσωπικότητα αμφιλεγόμενη, που προτάσσει (ακολουθώντας τη δική του απο-οικειοποίηση) την προστασία της γυναίκας του από τον συγκλονισμό που θα έπρεπε λογικά να τον διακατέχει για τη δολοφονία των τριών παιδιών του. Τα τρία πρόσωπα, με τις συνδέσεις τους (τωρινές και παλαιότερες) δημιουργούν ένα παζλ, με τα κομμάτια του να ακροβατούν πότε στα πραγματικά γεγονότα και πότε σε μια ονειρώδη κατάσταση, όπου όλα θα μπορούσαν να είναι εξίσου αληθινά και ψεύτικα.

Ένα σκοτεινό και ακραίο ως προς τη θεματική του μυθιστόρημα, που θέτει στο επίκεντρο τον ταραγμένο ψυχισμό των προσώπων, κυρίως των δύο γυναικών σε αλληλοσυμπληρούμενα πεδία, με την έννοια της εκδίκησης να ισορροπεί ανάμεσά τους επιτρέποντας στον αναγνώστη μια διττή ερμηνεία, αφήνοντας εν τέλει να εκβάλει όλη η ροή της πλοκής σε ένα θέμα ακόμη: ο εγκλωβισμός της γυναικείας ψυχοσύνθεσης σε μια πραγματικότητα που την καταργεί ως πρόσωπο αυτόνομο (αυτή ήταν εν συνόψει η ζωή της Μαρλίν), πού έχει τα εν δυνάμει όριά του, πότε ξεχειλίζει το ποτάμι; Και τότε, η «εκδίκηση» (κυριολεκτική στην περίπτωση της Μαρλίν) ποια μορφή μπορεί να πάρει; Είναι δυνατόν να παραμεριστούν οι αληθινοί ένοχοι και να πληρώσουν οι αθώοι; Πιστεύω ότι το μείζον ερώτημα που τελικά ταλανίζει τον αναγνώστη είναι αν πρόκειται μόνο για διαταραχή της προσωπικότητας (ίσως μια εύκολη εκδοχή) ή η περσόνα της Μήδειας από το αρχέτυπο της τραγωδίας ως σήμερα, σηματοδοτεί ένα ευρύτερο πρόβλημα κοινωνικού χαρακτήρα; Και μόνο το γεγονός ότι το μυθιστόρημα της Ndiaye γεννά ανάλογο προβληματισμό, κλονίζοντας τις βεβαιότητες του αναγνώστη όπως και των ηρώων του, το κατατάσσει στα ξεχωριστά εκείνα βιβλία που προχωρούν τη λογοτεχνική γραφή ένα βήμα πιο πέρα.

Η μετάφραση είναι της Αλεξάνδρας Κωσταράκου. Το εικαστικό του εξωφύλλου του Pierre Soulages, Noir/Lumiere, 1951, σε μαύρο και κόκκινο, με την εναλλαγή του σκοτεινού με το φωτεινό που υπολανθάνει, απολύτως ταιριαστό με την ιστορία του βιβλίου. Για μια ακόμη φορά οι εκδόσεις Πόλις ψάχνουν, ανακαλύπτουν και προσφέρουν ό,τι καλύτερο από την παγκόσμια σύγχρονη λογοτεχνία.

 

Marie Ndiaye

 

 

Απόσπασμα:

Αλλά  πάντα το ήξερα ότι τα παιδιά μου δεν θα ενηλικιώνονταν ποτέ, αλλά πάντα το ήξερα όμως αυτή η βεβαιότητα μ’ έφερνε σε απελπισία, αλλά αυτό που δεν ήξερα είναι ότι θα έκανα εγώ αυτή την πράξη. Αλλά σκεφτόμουν ότι θα τα έβρισκε κάποιο κακό από τον έξω κόσμο, αλλά ότι θα τα χτυπούσε ένα αυτοκίνητο, αλλά ότι μια πυρκαγιά… Αλλά έβλεπα και σχετικά οράματα καταστροφής. Αλλά κάποιες φορές ξυπνούσα μ’ ένα τίναγμα, αλλά είχα ονειρευτεί πως ήταν πεθαμένα και δεν είχα μπορέσει να κάνω τίποτα για να τα σώσω. Αλλά δεν ονειρευόμουν πως πέθαναν από το δικό μου χέρι, αλλά ποτέ αλλά ποτέ. Αλλά εκείνο το πρωί ήμουν πολύ εξαντλημένη.  Αλλά σκεφτόμουν ότι κάποια συμφορά θα έβρισκε τα παιδιά μου αλλά τότε τι θα γινόμουν χωρίς αυτά; Αλλά θα έμενα κλεισμένη μαζί με τον κύριο Πρενσιπό; Αλλά άνοιξα το νερό στην μπανιέρα δίχως να ξέρω πραγματικά αν θα συνέβαινε κάτι. (σ. 195-196).

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top