Fractal

Ας ξαναπιάσουμε το ερώτημα της ειρωνείας

Γράφει ο Δημήτρης Τσοκανάς // *

 

Philippe Hamon «Η ειρωνεία στη λογοτεχνία», Δοκίμιο για τις μορφές της “λοξής” γραφής. Μετάφραση: Βασιλεία Γούλα. Εκδόσεις Oasis

 

Ξεφυλλίζοντας τις πρώτες του σελίδες ήρθα αντιμέτωπος με εκείνο τον διαφορετικό αέρα, που μόνο η σοβαρή επιστημονική αντιμετώπιση της λογοτεχνίας αποπνέει. Με επανέφερε στα φοιτητικά μου χρόνια, τότε που το μυαλό αγωνιζόταν να κατακτήσει το νόημα των εννοιών, να βρει το εύρος και την ακρίβεια των λέξεων. Έμοιαζε με το ασυγκράτητο ποτάμι που κυλούσε παρασύροντας όρους, συγγραφείς, ποιητές και μια γαλλική λογοτεχνία που μεσουράνησε και εκπροσωπήθηκε για έναν περίπου αιώνα, δίνοντας την ταυτότητα της σύγχρονης ευρωπαϊκής και γιατί όχι παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Ειλικρινά, χρειάστηκε να ανατρέξω στις γνώσεις μου, να ανοίξω έστω και για λίγο συγγραφείς όπως ο Μπαλζάκ, ο Ουγκώ, ο Φλωμπέρ, ο Γκυ ντε Μωπασσάν, ο Σταντάλ… και φυσικά να δω από διαφορετική οπτική το έργο τους. Ο ρομαντισμός και η «μεταφυσική», η ηθική του 18ου και κυρίως του 19ου αι., είναι ένα από τα υποστρώματα που σαν άξονες υποβαστάζουν και υφαίνουν ταυτόχρονα το έργο.

Δεν θεωρώ φυσικά τον εαυτό μου ικανό να «κρίνω» τον καθηγητή μελετητή όπως είναι ο Ph. Hamon. Μιλά από μόνο του το ακαδημαϊκό του έργο. Θέλω όμως να σημειώσω το αξιέπαινο και εξαιρετικά δύσκολο έργο της Βασιλείας Γούλα, που σίγουρα θα βρέθηκε μπροστά σε μεταφραστικούς σκοπέλους, τους οποίους κλήθηκε να ξεπεράσει. Και θεωρώ, πως με εξαιρετική επιτυχία το κατόρθωσε γιατί το μήνυμα, οι δύσκολοι λογοτεχνικοί όροι και οι αναφορές στις αφηγηματικές τεχνικές, φθάνουν στον αναγνώστη, κατακτώνται, και τους προσοικειώνεται.

Στο έργο αυτό ο Hamon, καταπιάνεται με μια περίεργη πτυχή, που ίσως για τον απλό αναγνώστη, τον ανυποψίαστο άνθρωπο της καθημερινότητας να παραμένει terra incognita (άγνωστη χώρα). Η «ειρωνεία στη λογοτεχνία», ο τίτλος ξαφνιάζει γιατί οι περισσότεροι από μας θεωρούν τη λογοτεχνία σοβαρή/αγέλαστη, εν πολλοίς μελαγχολική. Και τότε αρχίζει να ξεδιπλώνεται μια μακρά γραμμή αναπάντεχων ενθυμημάτων. Είναι σαν η λέξη να υποκίνησε τη μνήμη, ενώ η ανάγνωση να αποκτά νέο περιεχόμενο.

Γυρίζει η σκέψη, ο στοχασμός στη Σωκρατική ειρωνεία, στη δραματική, την τραγική, τη λεκτική, την ειρωνεία της τύχης. «πλην υπάρχει υποκρισία εν τη αληθεία», γράφει στη Φόνισσα ο Παπαδιαμάντης.

Η θεωρία της ειρωνείας είναι καρπός του 19ου αι. Αναπτύχθηκε από ανθρώπους με γερμανική κυρίως παιδεία ενώ στις αρχές του 20ου (1936) ο Jankelevitch την όρισε ως ποιότητα συνείδησης. Φυσικά από τότε δέχθηκε και αλλαγές και τροποποιήσεις και ο ορισμός της ειρωνείας είναι μάλλον ουτοπικός-ανέφικτος γιατί και η ίδια δοκιμάζει να πει το ανείπωτο, να εκφράσει το ανέκφραστο, να υποδηλώσει αυτό που τελικά παραμένει αδήλωτο. Παρά λοιπόν τη διεύρυνση του όρου και τη φιλοσοφική κατεύθυνση που ακολούθησε μετά την εμφάνιση και επέκταση του στρουκτουραλισμού τον περασμένο αιώνα, η τροπολογική της έννοια και η παραδοσιακή της τυπολογία, οι τεχνικές που εφαρμόζει η ειρωνεία, επιτρέπουν σήμερα να την προσεγγίσει κανείς ως μέθοδο ενυπάρχουσας λογοτεχνικής γραφής.

Το βιβλίο έχει τίτλο και υπότιτλο. «Η ειρωνεία στη λογοτεχνία» και «δοκίμιο για τις μορφές της λοξής γραφής». Η «λοξή» με ανάγει στον Λοξία-Απόλλωνα και τους καρκινικούς/αμφιρρεπείς χρησμούς του… αλλά και στο λοξό δρόμο που η ανθρώπινη σκέψη πάμπολλες φορές ακολουθεί, τις αποφάσεις ή τις λοξοδρομήσεις/τις αποκλίσεις από τα καθιερωμένα. Την αντίδραση ακόμη στο ορθό, το ευθύ και το επιβεβλημένο, την αυτόματη υποκατάσταση του κακού από το καλό, του θλιβερού με το αστείο και γενικά τις αντιφατικές συνυπάρξεις που ορίζουν σκέψη και ζωή. Αποφθεγματικά και ο λαός έχει αποφανθεί για τις δύο ακραίες εκδηλώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης: «Γάμος χωρίς δάκρυ και κηδεία χωρίς γέλιο».

Στο εξώφυλλο εντυπωσιάζει το βλέμμα και η φιγούρα, το λοξό, αινιγματικό πράγματι ειρωνικό χαμόγελο του σκίτσου «ανθυπομειδιά», μοιάζει να σκέφτεται και να σχολιάζει μέσα του, εμάς όλους καθώς μας κοιτά από τη σιγουριά της δικής του ακινησίας. Περίεργο γιατί στο εξώφυλλο είναι ακίνητος ενώ μοιάζει σε πλήρη κίνηση, το στόμα, τα μαλλιά, τα ζυγωματικά…

Ο πρόλογος περίεργος κι αυτός είναι διπλός. Η εισαγωγή πληροφορεί με λόγο ανατρεπτικό, καίριο και ουσιώδη, για τα προβλήματα που κάθε θεωρητικός αντιμετωπίζει όταν χρειάζεται να ασχοληθεί με την πτυχή αυτή. Την αποσπασματικότητα αλλά και την επικάλυψη της ειρωνείας από άλλες μορφές κοινωνιολογικής, πολιτικής ή ψυχαναλυτικής προσέγγισης. Ωστόσο, δηλώνονται οι στόχοι. Η αναγωγή, η σύνθεση, η εξαγωγή νέων συμπερασμάτων, η διακειμενικότητα μέσα στη διαχρονικότητά της. Η β΄ εισαγωγή αναδεικνύει και προσθέτει στην 1η, με βάση μια φωτογραφία του Ντουανό, το λοξό βλέμμα ενός καθωσπρέπει παντρεμένου, άνδρα που συνοδεύει την αξιότιμη κατά τ’ άλλα κυρία του, περιπλανιέται σε έναν ημίγυμνο πίνακα. Τι ειρωνεία!

 

Philippe Hamon

 

Ένα βιβλίο που καταπιάνεται με την πλέον δυσδιάκριτη και δυσερμήνευτη πλευρά της λογοτεχνίας. Και (ας μου δοθεί η άδειά σας να προχωρήσω στον συλλογισμό) αφού η λογοτεχνία αποτυπώνει τη ζωή, αφού η λογοτεχνία είναι παιδί της ιστορίας, της κοινωνίας και της εξέλιξης, αποτυπώνει την ίδια την ειρωνεία της ζωής. Την αντιφατική συνύπαρξη του αστείου με το τραγικό, του μεγαλειώδους με το μικρόψυχο. Μήπως υπάρχει αυθεντική και κάθετη επικοινωνία; Κάθε μας σήμα δεν εμπεριέχει τον κόκκο της αμφιβολίας, δεν μπορεί να υποκρύπτει κάτι άλλο; Αλήθεια, πόσοι από μας, εμπιστεύονται απόλυτα, χωρίς δεύτερη σκέψη χωρίς αν, ίσως, πιθανά, αλλά, το λόγο του συνομιλητή; Πόσοι συμφωνούμε διαφωνώντας; Πόσοι θαυμάζουμε απορρίπτοντας; Κορυφαίο, αλλά το καταγράφει στο βιβλίο του ο Hamon. Πόσοι κλαίγοντας κοιτάζονται στον καθρέφτη; Και συμπληρώνω σήμερα: πόσοι χάνονται στην προσπάθεια να βγάλουν μια «σέλφι» και δεν καταλήγουμε αποφθεγματικά όταν η επικοινωνία αποβαίνει ολοσχερώς και οριστικά αδιέξοδη διερωτώμενοι: «πόσο αστείοι γίνονται μερικές φορές οι άνθρωποι!

Ένα βιβλίο, που είναι εργαλείο και μάλιστα βασικό για τον ερευνητή, τον μελετητή, τον ειδικό που εργάζεται πάνω στο θέμα. Συμπληρώνει αποτελεσματικά τις «περί γέλιου», «σάτιρας», «γελοίου» πραγματείες και μελέτες πάνω στα θέματα αυτά, μόνο που τώρα, δίνει μια διάσταση ευρύτερη και μια οπτική διαφοροποιημένη. Η ειρωνεία αποδίδει μια ιδιότυπη συνύπαρξη… το τραγικό και το αστείο συναντιούνται στο δίσημο/αμφίβολο λόγο της.

Για το τέλος θέλω να κρατήσω τα λόγια του συγγραφέα: «κάθε εισαγωγή ενός χαρακτήρα στο χώρο του ειρωνικού παιχνιδιού (ένας είρωνας, ένας αφελής, ένας ειρωνευόμενος…) πάντα αποσταθεροποιεί συνολικά το σύστημα του έργου… και συλλογιέμαι μήπως η ίδια η λογοτεχνία, ο ποιητής/ο τεχνίτης του λόγου είναι ο κοινωνικός ανατροπέας; Που ανακατανέμει αξίες, ελέγχει, αλλάζει το σύστημα των ιδεών, επαναφέρει, επαναστατεί, άρα ανατρέπει και αποδομεί χτίζοντας κάτι άλλο; Δίνοντας με το έργο σήματα διφορούμενα και πολύ ερμηνευόμενα; Πολυφωνικά και πολύγλωσσα; Θυμίζει λίγο το «σκάκι» του Μ. Αναγνωστάκη: «μονάχα ετούτο τον τρελό μου θα κρατήσω, που ξέρει μόνο σε ένα χρώμα να πηγαίνει. Δρασκελώντας τη μιαν άκρη ως την άλλη γελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σου, μπαίνοντας στις γραμμές σου ξαφνικά, αναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις… έλα να παίξουμε….».

 

Λίγα λόγια για το βιβλίο (από το οπισθόφυλλο)

Η θεωρία της λογοτεχνίας, που απορρέει από τους στοχασμούς του Βαλερύ ή αυτούς των Ρώσων φορμαλιστών και η οποία είχε μια σημαντική εξέλιξη στην Ευρώπη, από το 1960 και μετά, μετέφερε κυρίως την προσπάθεια προβληματισμού πάνω σε έννοιες ή ερωτήματα όπως αυτά των “απλών φορμών”, του “είδους”, “της αφήγησης” στο ποιητικό κείμενο, ή πάνω στην έννοια της “δομής” ή των “σχημάτων λόγου”, παρμένων από την αρχαία ρητορική. Η θεωρία της λογοτεχνίας χρειάστηκε αρκετό χρόνο για να λάβει υπόψη της τα προβλήματα της διατύπωσης, των “τρόπων”, της τυπολογίας της (τι σημαίνει ένα κείμενο “σοβαρό” ή “κωμικό” ή “αντικειμενικό” ή “πειστικό” κτλ.).

Μέρος αυτών των ερωτημάτων, που για πολύ καιρό είχαν αφεθεί στη φιλοσοφία, στους ειδικούς του θεάτρου, ακόμη και στην ψυχανάλυση, αποτελεί και η ειρωνεία, η οποία για αρκετό διάστημα είχε περιοριστεί στη μελέτη των προφορικών λόγων. Στο δοκίμιο του Philippe Hamon “Η Ειρωνεία στη Λογοτεχνία”, πρόκειται να ξαναπιάσουμε το ερώτημα της ειρωνείας μελετώντας το μέσα στη λογοτεχνική του ιδιαιτερότητα, υπενθυμίζοντας δηλαδή τις επιδεικτικές του ρίζες (το είδος του επαίνου και της μομφής) και εξετάζοντας πώς εκφράζεται μέσα σε κείμενα με στόχους αισθητικούς, γραπτούς, άρα σε αναβαλλόμενα και σε απόντα περιεχόμενα.

 

 

* Ο Δημήτρης Τσοκανάς είναι φιλόλογος

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top