Fractal

«Τίποτα δεν χαρίζεται και μόνο οι αδύναμοι μένουν ικανοποιημένοι από αυτό που υπάρχει»

Γράφει η Κωνσταντίνα Μόσχου // *

 

Pierre Ducrozet «Η ανακάλυψη των σωμάτων», μετάφραση: Δημήτρης Δημακόπουλος, Εκδόσεις Πόλις

 

Κάποια βιβλία έχουν τη δύναμη να παρασέρνουν τον αναγνώστη σε σκέψεις, να τον αφήνουν να εμπεδώσει πληροφορίες και συναισθήματα, για να το ξαναγράψουν μέσα στο μυαλό τους σαν να ήταν οι ίδιοι συγγραφείς. Αυτή την ικανή ώθηση δίνει το βιβλίο του Ducrozet, κάτι σαν απότομη γροθιά στο στήθος ενός σώματος, ένα μικρό σοκ κι αμέσως μετά αλλεπάλληλα μεγαλύτερα. Ανακαλύπτεις λοιπόν ότι το βιβλίο του 21ου αιώνα μπορεί να γραφεί και με διαφορετικούς τρόπους, ακόμα και με προτάσεις που τελειώνουν με ένα δεν, χωρίς τελεία. Ξεχωριστός και δύσκολος τρόπος γραφής από έναν βραβευμένο συγγραφέα με επιρροές από φιλοσόφους και μυθιστοριογράφους, με πλούσιο βιογραφικό ως βιβλιοπώλης, μεταφραστής, καθηγητής και αρθρογράφος.

«Η ανακάλυψη των σωμάτων» θυμίζει αρκετά το «1984» του Όργουελ, με τη διαφορά ότι, ενώ πατά γερά σε μια φουτουριστική κοινωνία, σύντομα συνειδητοποιείς ότι η εποχή στην οποία αναφέρεται είναι η σημερινή. Η διαπίστωση μέσα από το κείμενο ότι το σώμα μας, το ανθρώπινο σώμα, δεν είναι παρά ένα δίκτυο στοιχείων συνδεδεμένων μεταξύ τους, με αιμοφόρα αγγεία αντί για καλώδια, με ηλεκτρισμό και αέναη κίνηση, όμοιο με το δίκτυο που ενώνει υπολογιστές, και άρα πρόσφορο ώστε να αναπτυχθεί και να ζήσει μηχανικά, είναι ο βασικός άξονας γύρω από τον οποίο κινείται το μυθιστόρημα.

Η επιδίωξη του συγγραφέα ήταν να γράψει ένα θρίλερ δομημένο πάνω στον αρχέγονο φόβο του ανθρώπου για τον θάνατο και τη φθορά, και όσα ο σύγχρονος κόσμος εφευρίσκει προκειμένου να αποφύγει τη φυσική κατάληξη, ακόμα και με αθέμιτα μέσα. Σκληρότητα, συναίσθημα, ποίηση και ρεαλισμός πορεύονται σε ίσα μέρη στο βιβλίο, καθώς ο κεντρικός χαρακτήρας του Άλβαρο συνειδητοποιεί τη λάθος κατεύθυνση, ως την τελική επανάστασή του, σε σχέση με τον σημερινό πολιτισμό, σε έναν κόσμο διαρκώς συνδεδεμένο με υπολογιστές και κινητά, με γνώση σερβιρισμένη χωρίς δικλείδες ασφαλείας στο διαδίκτυο, και κινδυνεύοντας να χάσει το σώμα του και την επαφή με τη πραγματικότητα.

Ουσιαστικά, η περιπέτεια του καθηγητή πληροφορικής Άλβαρο Μπελτράν ξεκινά όταν διώκεται από τις αρχές του Μεξικού, έπειτα από τη συμμετοχή του στα επεισόδια της πόλης Ιγουάλα που στοίχισαν τη ζωή 43 φοιτητών του πανεπιστημίου Αγιοτσινάπα. Για να επιβιώσει, κατευθύνεται προς τις Η.Π.Α. περπατώντας επί εβδομάδες. Μη έχοντας επιλογές και παρά την ευφυΐα του, ο παράνομος τρόπος ζωής τον κερδίζει, κοιμάται στους δρόμους, κλέβει, παρανομεί, παίρνει ναρκωτικά, ώσπου καταφέρνει να περάσει τα σύνορα.

Φτάνοντας στο Λος Άντζελες, παρακολουθεί μια διάλεξη από έναν κορυφαίο της βιοτεχνολογίας, τον Πάρκερ Χέιζ, που ερευνά τρόπους καθυστέρησης της γήρανσης και την αθανασία μέσα από την επιστήμη. Όταν ο Άλβαρο του ζητά να δουλέψει για κείνον, ο Πάρκερ τον προσλαμβάνει πληρώνοντάς τον αδρά, όχι ως ιδιοφυία στην πληροφορική, αλλά ως πειραματόζωο: «Η νέα επανάσταση έχει αρχίσει, είναι η επανάσταση του ανθρώπου. Το Ίντερνετ δεν αλλάζει την επικοινωνία. Το Ίντερνετ αλλάζει τον άνθρωπο. Στο ερευνητικό αυτό ίδρυμα, μελετάμε ταυτόχρονα το σώμα, το δίκτυο και τις νανοτεχνολογίες: αυτοί οι τομείς είναι μέρος της επερχόμενης μεγάλης σύγκλισης».

Κατά πόσο μπορεί να αντισταθεί ο κεντρικός χαρακτήρας Άλβαρο, όταν όλα είναι εξαγοράσιμα; Δίπλα του θα σταθούν προκειμένου να επαναστατήσουν στη δυναμική των νέων ανακαλύψεων, η ερευνήτρια επιστήμονας Αντέλ, χακεράδες-σύγχρονοι πειρατές, και ο Βέρνερ Φέρενμπαχ, αρχικά οραματιστής αλλά αργότερα πολέμιος του Ίντερνετ: «Οι υπολογιστές που είναι συνδεδεμένοι μεταξύ τους βρίσκονται όλοι στο ίδιο ιεραρχικό επίπεδο και μπορούν όλοι τους να δημιουργήσουν πληροφορίες, περιεχόμενο· κανένας δεν είναι ανώτερος από τους άλλους. Είναι το αποκορύφωμα της δημοκρατίας, με όλες τις φρικαλεότητες που αυτό μπορεί να συνεπάγεται: ο κάθε μαλάκας έχει το ίδιο βάρος και την ίδια σπουδαιότητα με έναν γέρο σοφό. Είναι φρίκη, είναι αίσχος, αλλά έτσι είναι».

Στο κατόπι τους, για τις παράνομες πράξεις τους και για μία απόπειρα φόνου, οι δύο αστυνομικοί της μυθοπλασίας, η Κάτυ Φλόρες και ο Κάρλος Μενέντες, ενώ παρελαύνουν μέσα από τις σελίδες υπαρκτά πρόσωπα, όπως ο Έλον Μασκ, ο ιδρυτής της SpaceX που θα εποικήσει τον Άρη, ο Λάρυ Πέιτζ και ο Σεργκέι Μπριν, οι ιδρυτές της Google, o Μαρκ Ζάκενμπεργκ του Facebook, η Λιν Ντιάο, εμπνευσμένη από την ευφυή Ταϊλανδέζα προγραμματίστρια Audrey Tang.

Σε αρκετά σημεία, το εκλεπτυσμένο χιούμορ του συγγραφέα περιέχει σαρκασμό για τα κακώς κείμενα της κοινωνίας μέσα στην οποία προσπαθούν να επιβιώσουν οι ήρωες. Δεν είναι τυχαίο ότι τοποθετεί στη θέση του πειραματόζωου έναν φυγά Μεξικάνο, κι ας είναι ένας ευφυής χάκερ, ούτε βέβαια ότι η γυναίκα που θα τον σώσει είναι η επιστήμονας που θα τον κατέστρεφε χρησιμοποιώντας τα ίδια του τα κύτταρα: «Η Αντέλ αγαπάει έντονα, η αγάπη της δεν είναι για καρτ ποστάλ. Αυτό περιπλέκει τα πράγματα, οι άντρες προτιμούν να τους αγαπά κανείς ήρεμα, το βρίσκουν ευχάριστο να έχουν μια γυναίκα πρόθυμη, δροσερή, μια ερωμένη με πείρα, αλλά δεν τους αρέσει να τους πρήζουν υπερβολικά με αισθηματικές σαχλαμάρες, έχουν άλλες δουλειές (να κατακτήσουν τον κόσμο, να φάνε πατατάκια)».

Το βιβλίο αποτελεί από μόνο του έναν άθλο, καταφέρνοντας να ανακαλύψει από την αρχή την ανθρώπινη υπόσταση, μέσα από φιλοσοφικές αναζητήσεις και ερωτήματα, λυρισμό και σκληρότητα, πληροφορίες που δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα –σίγουρα δεν είναι ένα φουτουριστικό κείμενο, τα γεγονότα που περιγράφονται συμβαίνουν δυστυχώς σε ένα μεγάλο μέρος τους, με πρόσθετη μυθοπλασία που ίσως και να μην είναι μυθοπλασία.

 

Pierre Ducrozet

 

Σε αρκετά σημεία, ο αναγνώστης πιθανόν να σταματήσει για να πάρει μια ανάσα –δεν είναι εύκολο να το διαβάσεις, ανακαλύπτοντας μαζί με το σώμα σου και τον «θαυμαστό καινούργιο κόσμο» στον οποίο υπάρχουμε και εξελισσόμαστε. Εξαιρετικά ευφυές εύρημα, όταν ο συγγραφέας επιχειρεί να αποδείξει πόσο συνδεδεμένα είναι όλα μεταξύ τους στο σύμπαν, έτσι ώστε να υπάρχει αρμονία. Είτε αναφέρεται στο σώμα μας, είτε στο διαδίκτυο, είτε στην τέχνη, ουσιαστικά δίνει την ιδιαίτερη οπτική του, που όμως είναι αληθινή: «Η τέχνη δεν έχει αρχή και τέλος, δεν έχει καθορισμένα θέματα και πρόσωπα, δεν πηγαίνει από το σημείο Α στο σημείο Β, αναπτύσσεται ελεύθερα, σαν καρκίνωμα, σαν πλοκάμι, σαν αγριόχορτο, πηγαίνει όπου θέλει εκείνη. Πρέπει να είναι ελεύθερη, μοντέρνα, τρελή· είναι κι αυτή ένα δίκτυο».

Έτσι και το βιβλίο είναι κατακερματισμένο σε ιστορίες που γίνονται μία, και τίποτα δεν λειτουργεί ανεξάρτητα, σαν ένα δίκτυο, ζοφερή εικόνα της σημερινής κοινωνίας και των επιπτώσεων που έχει σε αυτήν η τεχνολογική ανάπτυξη. Εξαιρετικές βέβαια οι σημειώσεις του μεταφραστή Δημήτρη Δημακόπουλου, στο τέλος του μυθιστορήματος, που μου έδωσαν λαβή να ανατρέξω και σε άλλες πηγές θέλοντας να μάθω περισσότερα για τους αληθινούς χαρακτήρες και γεγονότα του βιβλίου.

Ο συγγραφέας σε σημείωμά του στο τέλος του μυθιστορήματος, καταλήγει πολύ σωστά στη διαπίστωση «για τη δύναμη της λογοτεχνίας: όπως και το αλκοόλ, σε κάνει να προσπαθείς να δώσεις απαντήσεις σε ερωτήματα που δεν σου έθεσε κανένας». Για την ελευθερία, για τον θάνατο, για τον σύγχρονο κόσμο, για την ποίηση, για τον καινούργιο άνθρωπο, για τους τρελούς επιστήμονες, για τη βία, για τα βλαστοκύτταρα, για το ίντερνετ, για το χάος, για το άγνωστο σώμα μας, και για την επίσης άγνωστη ψυχή μας. Και αφού όλη η μνήμη του κόσμου βρίσκεται στο δίκτυο, πιθανόν αυτό το βιβλίο να μας κάνει να σκεφτούμε και να αναθεωρήσουμε τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε αυτά τα ερωτήματα, προτού η αληθινή μνήμη χαθεί.

 

 

 

* Η Κωνσταντίνα Μόσχου γεννήθηκε στην Αθήνα και εργάστηκε ως συντάκτρια στον έντυπο ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, ως κειμενογράφος διαφημιστικών και συνεργάτιδα σε βιβλία έρευνας. Τα τελευταία χρόνια αρθρογραφεί για θέματα πολιτισμού και για το βιβλίο, σε ιστοσελίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Ασχολείται με τα περισσότερα είδη του γραπτού λόγου, έχοντας ως συγγραφέας στο ενεργητικό της αρκετά μυθιστορήματα, διηγήματα, παιδικά, ποιήματα, θεατρικά και δοκίμια. Από το 2008 έως σήμερα έχουν εκδοθεί εφτά βιβλία της (Ο θησαυρός του Ποσειδώνα, Η πόλη της Υδράηρας, Όσο υπάρχει Ανατολή, Λέμον πάι, Σταχτόνερο, Οι κυρίες με τα τιρκουάζ και Γεράκια στο κλουβί), καθώς και τέσσερα συλλογικά (Αγάπησα τον δολοφόνο μου, Όλα για τη ζωή μου, Θρύλοι του σύμπαντος IV και Ο τόπος πρόδωσε τον ένοχο).

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top