Fractal

Ο σουρεαλισμός είναι απλώς η αφορμή, το σημείο εκκίνησης

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπούρας // *

 

Κωστούλα Μάκη, «Η Αλίκη μετά», Μετρονόμος, Αθήνα, Ιανουάριος 2021, σελ. 76

 

Κάτω από αυτό το δίπτυχο κομψοτέχνημα υποφώσκει η βασική ιδεολογική και ειδολογική λογοτεχνική σύμβαση πως «η ζωή είναι ένα όνειρο», δοξασμένη όχι μόνο χάρη στο ομώνυμο έργο του Καλντερόν, αλλά και χάρη στη σαιξπηρική ποιητική δραματουργία, χάρη στο έργο του σχετικιστή Πιραντέλλο κι όλων εκείνων των φωτισμένων πνευμάτων που φρόντισαν εγκαίρως να σπάσουνε τα στεγανά προκειμένου να ανασάνει το καταταλαιπωρημένο Πανανθρώπινο Υποσυνείδητο. Η φυγή στο όνειρο είναι στη βάση όχι μόνον του σουρεαλιστικού κινήματος, αλλά και του λεγομένου «θεάτρου του Παραλόγου» και κάθε μορφής Τέχνης που σέβεται τον εαυτό της.

Θα χαρακτήριζα το δοκιμιακό αυτό έργο ως: λογοτεχνικό εγχείρημα χωροχρονικής αναστροφής, η οποία δεν συνιστά κβαντική υπέρβαση, δεν ακολουθεί τους όρους και τα προστάγματα της θετικής ψυχολογίας, δεν αποσκοπεί στην δημιουργία θετικής ενέργειας κι απεχθάνεται τον οπτιμισμό «όπως ο διάβολος το λιβάνι».

Πέρα όμως από μανιχαϊστικούς διχασμούς και διπολικές διαφοροποιήσεις παντός είδους, μέσα από αυτό το πόνημα η έμπειρη ψυχολόγος και ικανή κειμενολάτρης Κωστούλα Μάκη επιχειρεί την ανάδειξη κάθε διαφοροποιητικής πολυχρωμίας που μας επιτρέπει να ελπίζουμε σε έναν περισσότερο ανεκτό κόσμο που θα μας προσφέρει περισσότερους βαθμούς ελευθερίας.

Εκτός από τα τριάντα πέντε σύντομα αφηγήματα, που μπορούν να διαβαστούν ανακατωτά και λειτουργούν σαν ψηφίδες ενός άλλου κάθε φορά παζλ, τα τρία θεωρητικά κείμενά της στο «Επίμετρο» δίνουν μια άλλη διάσταση στο ονειρικό εγχείρημα και το αγκυρώνουν στέρεα στο συγκεκριμένο χωροχρονικό συνεχές. Η συγχρονικότητα αυτής της ερμηνευτικής θεώρησης συναντά την διαχρονικότητα ενός κειμένου γραμμένου το 1865. «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» του ανατρεπτικού μέσα από το κρυπτικό έργο του διανοητή Lewis Carroll είναι απλώς η αφορμή, το επιλεγμένο και ευεπίφορον πεδίον όπου η σύγχρονη αγωνίστρια θα αναπτύξει τον γραπτό συλλογισμό της. Βεβαίως, το πρωτότυπο ενδείκνυται για κάθε ανάλυση, αφού είναι «ανοικτό», όπως επισημαίνει η ίδια η επιστήμων ερευνήτρια. Επιμένω στον όρο «μελέτη», γιατί η Κωστούλα Μάκη ερευνά μέσα από τα δεδομένα των πασίγνωστων λογοτεχνικών μοτίβων, τα σύμβολα που αναδύονται και καταβυθίζονται σταδιακά στο Συλλογικό Ασυνείδητο προκειμένου να εμφανιστούν ξανά σε άλλα χωροχρονικά πλαίσια.

Οι προθέσεις της είναι σαφείς και στα αφηγηματικά και στα δοκιμιακά κείμενά της: η αμφισβήτηση της συνεκτικότητας του εαυτού, η κβαντική υπέρβαση κάθε κατεστημένης αντίληψης για την «πραγματικότητα», το σπάσιμο κάθε λογικού στεγανού που θα εμποδίσει την πτήση του ανθρώπου προς το Αληθινό.

Γράφει: «Τα κείμενα που βρίσκονται σε αυτό το βιβλίο είναι η δική μου οικειοποίηση της Αλίκης στο εδώ και τώρα, στην Ελλάδα του 2020, μέσα από τις συνομιλίες της Αλίκης με τον εαυτό μου. Εκτός από την Αλίκη, συναντώ στις ιστορίες που φτιάχνονται με τον Τρελοκαπελά, την γάτα του Τσεσάιρ, τα τραπουλόχαρτα, την κάμπια και την κακιά ντάμα κούπα. Απέναντι σε όσους νόμιζα ότι πήγαιναν να μου πάρουν το κεφάλι, η Αλίκη και οι σύντροφοί της μου δημιουργούσαν προστατευτικά δίχτυα ασφαλείας» (σελ. 52).

Και πιο κάτω, στο δεύτερο δοκίμιο με τίτλο «Από την Αλίκη στις Αλίκες» λέει: «Στο βιβλίο μου, λοιπόν, προτάσσεται ο κριτικός αναστοχασμός για ζητήματα ταυτότητας, για το πώς μπορεί ο καθένας να ανταπεξέλθει σε έναν κόσμο που συνεχώς αλλάζει» (σελ. 62). Και συνεχίζει: «Η “μη ωριμότητα” της Αλίκης σε πολλές περιστάσεις αγγίζει τα όρια της αφέλειας. Είναι αυτή, όμως, που γίνεται η μεγάλη της ικανότητα: να παραμένει ανοιχτή στον κόσμο και στο τυχαίο» (σελ. 63).

Η υψηλή διακειμενικότητα και οι αμεσότατες παραπομπές σε οικεία λογοτεχνικά και νοητικά μοτίβα επ’ ουδενί δεν καθιστά το κείμενο “literatura erudita”. Πρόκειται μάλλον για μια συνδημιουργική ανάπλαση του πρωτογενούς μύθου από μία «επαρκή αναγνώστη» που επιχειρεί να αναλύσει την ταραγμένη εποχή της χρησιμοποιώντας παλαιά αλλά όχι θαμπωμένα κάτοπτρα.

Όσο για το περίφημο «μετά» του τίτλου, μόνο στην μετανεωτερικότητα δεν παραπέμπει, όσο κι αν το έργο αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «μεταμοντέρνο» σε μια πρώτη επιπόλαια προσέγγιση. Όμως η Κωστούλα Μάκη δεν αμφισβητεί τον πρωτότυπο μύθο, τον αναδομεί αποθαυμάζοντάς τον. Επιτυχημένη ανασύνθεση ενός απολύτως επίκαιρου προτύπου, που δεν θα μπορούσες να το πεις «ληγμένο». Σε καμία περίπτωση. Η σύγχρονη ερευνήτρια δικαιώνει την οξύνοια του ιδιόρρυθμου διανοητή που αμφισβητεί εμπράκτως (πλην πλαγίως) την βικτωριανή υποκρισία. Η φιλία του με πολλούς από της Προραφαηλίτες εξηγείται επαρκώς: «Το μυστήριο και ο ρομαντισμός στους πίνακες των ζωγράφων αυτών συγγενεύουν με τους κύκλους και την πορεία της Αλίκης» (σελ. 51).

Παρ’ όλο που η συγγραφέας ως κριτικός αναλύει το έργο της, το πρότερο λογοτέχνημα παραμένει «κρυπτικό» κατά τη γνώμη μου. Ανακάλυψα δεκαπέντε κλειδιά για την αποκωδικοποίηση αυτού του αλγορίθμου, με τις πολλές μεταβλητές με τον τείνοντα στο άπειρο βαθμό απροσδιοριστίας. Τα «κλειδιά» αποκρυπτογράφησης βρίσκονται στις σελίδες 16, 21, 23, 25, 27, 28, 29, 31, 36, 40, 41, 44, 45, 46, 48. Σας προ(σ)καλώ να τα ανακαλύψετε.

 

Κωστούλα Μάκη

 

Το λακωνικότερο από αυτά τα αφηγήματα είναι αυτόχρημα ποιητικό και δημιουργεί την τελική ανατροπή με την τεχνική της αντίθεσης. Τυπώθηκε στη σελίδα 38 και φέρει τον τίτλο «Σεμινάριο τοπικής ιστορίας»: «Τα φύλλα της μουριάς / μεγαλώνουν / σκιερά / το μεσημέρι».

Ο έμμεσος διδακτισμός και η αμεσότατη ρητορεία δεν ακυρώνουν αλλά ενισχύουν την αναγνωστική απόλαυση.

Εύστοχες φράσεις σαν σουρεαλιστικά γνωμικά, όπως στη σελίδα 12: «Ο χρόνος είναι πρόσωπο» επιτείνουν την αισθητική ιχνηλάτηση του αγνώστου μέλλοντος μέσα από το χαοτικό παρόν μας.

Ο σουρεαλισμός είναι απλώς η αφορμή, το σημείο εκκίνησης.

Ενδιαφέρουσα ιδιόλεκτος με λέξεις προσεκτικά επιλεγμένες, όπως: «παρεξηγημένη ναρκισσίστρια» (σελ. 18), «χρυσαλιφούρφουρα» (σελ. 19), «τεμνόμενη σύμπτωση» (σελ. 42), «μουσειολογία της μνήμης» (σελ. 40), «τριμέγιστη ανοησία του χρόνου η γραμμική ακινησία» (σελ. 23), κ.ά.

Σπάνιοι αγγλισμοί, αρμονικά όμως ενταγμένοι στον λόγο (όπως στην σελίδα 27).

Αναδομημένη σύνταξη, σχεδόν παλαιοποιητική (σσ. 39, 54).

Γενικά, οι ενέργειες σε αυτό το άκρως πρωτοποριακό κείμενο είναι αναμεμειγμένες, αντιμανιχαϊστικές, αντι-σχετικιστικές ακόμα. Η αμφισβήτηση είναι τόσο υπέρ-πραγματιστική που υπερβαίνει κάθε αίσθηση «θεάτρου των ιδεών» ή «του παραλόγου». Καμία αυτοαναφορικότητα. Κανένα «δράμα του εγώ – ich drama». Επιτέλους. Γιατί βαρεθήκαμε από τόσες καλοτυπωμένες αυτοψυχαναλυτικές εγχειρήσεις, επιχειρήσεις, επιδείξεις. Εδώ ο λόγος είναι ουσιώδης και ουσιαστικός. Η Αλίκη είναι τόσο εξωκοσμική όσο και οικεία συνάμα, όπως όλα τα παραμυθένια πρόσωπα που γίνονται σύμβολα, παγκόσμια και διαχρονικά.

 

 

* O Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας είναι Επισκέπτης Καθηγητής Θεατρικής Κριτικής στο ΕΚΠΑ (www.konstantinosbouras.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top