Fractal

Διήγημα: “Helmo”

Γράφει ο Κωνσταντίνος Σύρρης //

 

 

 

 

HELMO

 

Κάθε νύχτα οι ίδιες σκέψεις. Με ποιον τρόπο θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά; Τι έπρεπε να γίνει για να επανέλθει στο προσκήνιο; Απάντηση δεν έβρισκε. Γυρόφερνε στο κρεβάτι. Άλλαζε στάση, μήπως κλείσει για λίγο τα μάτια του. Τίποτε.

Μετά από λίγο σηκωνόταν και πήγαινε αργά προς την κουζίνα. Άνοιγε πάντα το ίδιο ντουλάπι, αυτό πάνω από τον φούρνο. Σχεδόν μηχανική η κίνηση. Έβγαζε το πρώτο μπουκάλι που έπιανε, γέμιζε ένα ποτήρι περίπου μέχρι τη μέση και καθόταν σε μια πολυθρόνα που είχε πάρει από το πατρικό του σπίτι, μετά τον θάνατο της μητέρας του. Οι ίδιες κινήσεις, μήνες τώρα. Κάτι σαν τελετουργικό. Δεν ήταν σίγουρος αν ήταν ένα βήμα πριν τον αλκοολισμό ή βρισκόταν ήδη μέσα στο πρόβλημα. Εξάλλου, δεν τον απασχολούσε κάτι τέτοιο τώρα.

«Τι πρέπει να αλλάξω…» αναρωτιόταν, κοιτώντας για ώρα το ταβάνι και τα φώτα του πολύβουου δρόμου έξω. Παρατήρησε τη λάμπα. «Γιατί το φως μαζεύει τόσα μυγάκια και πετούμενα; Φως πρέπει να γίνω. Να μαζεύονται γύρω μου οι άνθρωποι, όπως αυτά τα ζιζάνια γύρω από το φως. Να μοιράζομαι τις σκέψεις μου μαζί τους, να δίνω και να παίρνω μέσα από το έργο μου. Φως πρέπει να γίνω. Να ακούω και να ακούγομαι…» Αυτό του έλειπε εδώ και καιρό. Η επαφή με τον κόσμο και η επαφή με το κοινό.

Και με όλες αυτές τις σκέψεις, κάθε βράδυ, τον έπαιρνε ο ύπνος ξημερώματα. Πάει δύο μήνες τώρα αυτή η κατάσταση. Ο κόσμος που κάποτε τον γνώριζε και τον αναγνώριζε, έχει τώρα δύο χρόνια να τον διαβάσει. Έπρεπε κάτι να αλλάξει. Το είχε πάρει πλέον απόφαση. Το σημερινό βράδυ δεν θα ήταν άλλο ένα στη μακροχρόνια ταλαιπωρία. Θα άλλαζε ρότα, θα άλλαζε στόχο.

Κάθισε από νωρίς στο δρύινο γραφείο του, άνοιξε τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και κοίταζε τον κέρσορα να αναβοσβήνει για αρκετή ώρα. Φτάνει με τα διηγήματα, σκέφτηκε. Ίσως ένα μυθιστόρημα να είναι το αντίδοτο στο αδιέξοδο. Ο Ισπανικός εμφύλιος αποτελούσε αγαπημένο του θέμα. Ήθελε εδώ και χρόνια να ασχοληθεί με εκείνη την περίοδο. Και έτσι ξεκίνησε:

Ο ήρωας του ήταν ήταν ο δεκαεννιάχρονος Λουίς Ιριαθόρ, από την Γκέρνικα της Βασκονίας. Πρωτότοκος γιος αγροτικής οικογένειας, ο Λουίς έσπευσε να καταταγεί στις δυνάμεις των Δημοκρατικών όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος της Ισπανίας, στις 17 Ιουλίου 1936. Άφησε πίσω του γονείς και δύο μικρότερα αδέρφια για να πολεμήσει τον αδίστακτο στρατό του Φράνκο. Μάταια προσπάθησε να τον αποτρέψει η μητέρα του. Ο Λουίς είχε πάρει την απόφαση του να εγκαταλείψει την Γκέρνικα και κατετάγη οικειοθελώς στις 22 Σεπτεμβρίου του 1936.

Στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών, ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος εκπαιδεύεται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και εκεί δημιουργεί πολλές φιλίες, πολλούς συνοδοιπόρους στο δύσκολο έργο της αντίστασης στον δικτάτορα Φράνκο, στα στρατεύματά του και στους συμμάχους του που μήνα με τον μήνα αυξάνονταν. Από όλους αυτούς που γνώρισε, ο Λουίς ανέπτυξε στενή φιλία με τον Μιγκέλ από το Οβιέδο της Αστουρίας, ένα ξερακιανό αμούστακο παιδαρέλι που κάπνιζε και έβριζε πολύ, αλλά είχε εξαιρετική ψυχή. Όποιος τον γνώριζε τον παρεξηγούσε, δεν αργούσε όμως να καταλάβει ότι όλη αυτή η συμπεριφορά δεν ήταν παρά η άμυνα του Μιγκέλ για να καλύψει εσωτερικές αδυναμίες και κενά. Δεν ήταν πλασμένος για να πολεμήσει ο Μιγκέλ. Μπήκε στον Δημοκρατικό στρατό επειδή, αν δεν το έκανε αυτός, θα το έκανε ο πατέρας του. Παρά την ηλικία του, ο γερο-Φερνάντο δεν υπολόγιζε τίποτα. Έπρεπε όμως να προσέχει την άρρωστη γυναίκα του και μάνα του Μιγκέλ (ήταν μοναχοπαίδι) και σκέφτηκε να μπει ο ίδιος στο Δημοκρατικό στρατό για να καλύψει την απουσία του πατέρα του.

Λουίς και Μιγκέλ γνωρίστηκαν, λοιπόν, στη φάση της εκπαίδευσης και από τότε “έδεσαν” όπως λέμε. Συμμετείχαν σε πολλές αντιστασιακές δράσεις μαζί, συνήθως εκτελώντας εντολές, παρά παίρνοντας πρωτοβουλίες.

“Αυτές θα τις περιγράψω αναλυτικά….” σκέφτηκε. «Το κοινό διψάει για απλούς, καθημερινούς ανθρώπους, που γίνονται «μικροί» ήρωες σε ειδικές συνθήκες». Δεν είχε άδικο…

Και συνέχισε. Περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τις κινήσεις του Δημοκρατικού στρατού και ειδικότερα των δύο νέων, που εξελίχθηκαν σε πρόσωπα κλειδιά για τον «ανταρτοπόλεμο» απέναντι στους φασίστες του Φράνκο. Η δράση συνέπαιρνε τον αναγνώστη. Η αγωνία για τη ζωή των δύο νέων κορυφωνόταν σχεδόν σε κάθε κεφάλαιο του νέου του μυθιστορήματος. Το έργο «κάλπαζε» και το ένιωθε. Αυτό ήταν το σημαντικότερο. Ένιωθε ότι η υπόθεση του έργου του πατάει γερά, τραβάει το ενδιαφέρον. Όλα, όμως, πήγαιναν κατ’ ευχή για τους δύο νέους, όπως συνέθετε την ιστορία. Δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί αυτό. Και αποφάσισε να το διακόψει…

Στις 26 Απριλίου 1937 η πόλη Γκέρνικα δέχεται επίθεση από τη γερμανική και την ιταλική αεροπορία που είχαν συμμαχήσει με τον Φράνκο. Η Γκέρνικα ισοπεδώνεται (και εμπνέει τον Πάμπλο Πικάσο με το δράμα της). Ελάχιστοι οι επιζώντες από το μακελειό. Η οικογένεια του Λουίς καταπλακώνεται μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Γονείς και δύο μικρότερα αδέρφια βρίσκουν τραγικό θάνατο και θάβονται δύο μέρες αργότερα από τον συντετριμμένο Λουίς στον λοφίσκο, λίγο πιο μακριά από το σπίτι τους, με την παρουσία ενός ιερέα και του Μιγκέλ, που δεν σταμάτησε να κλαίει εκείνο το βράδυ βουβά.

Αυτό ήταν. Η ζωή του Λουίς έγινε πλέον μία κόλαση και ο ίδιος μετατράπηκε από εκείνη τη μέρα και μετά σε μία δολοφονική μηχανή. Ακόμα και ο κολλητός του ο Μιγκέλ δεν τον αναγνώριζε πλέον. Σε κάθε αντίπαλο στρατιώτη, σε κάθε υποστηρικτή του Φράνκο, ο εικοσάχρονος Λουίς έβλεπε τον δολοφόνο της οικογένειάς του. Όλη μέρα σχεδίαζε επιθέσεις και κατέστρωνε σχέδια. Έσπερνε τον τρόμο σε χωριά και περιοχές της Γαλικίας, ακόμα και σε απλούς πολίτες που θεωρούσε ότι βοηθούσαν τον καθεστωτικόο στρατό.

Ο Μιγκέλ όμως δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει σε αυτό το παραλήρημα, σε αυτήν την παράνοια. Τού ζήτησε κάποια νύχτα να σταματήσει να βουτάει με τόση ευκολία τα χέρια του στο αίμα. Ο Λουίς εξοργίστηκε και μόνο που το ξεστόμισε. Οι δύο φίλοι μετά από 20 μήνες κοινής πορείας, χώρισαν. Δεν κράτησαν κακία ο ένας στον άλλον. Τους συνέδεαν τόσα πολλά άλλωστε που θα ήταν άδικο για τη φιλία τους….

“Ας πούμε ότι απλά τούς έκανε ο πόλεμος διαφορετικούς…” σκέφτηκε. Και είχε δίκιο. Σε αλλάζει ο πόλεμος, προς το χειρότερο, προς το καλύτερο, προς το διαφορετικό. Έψαχνε όμως το φινάλε που θα κάνει το μυθιστόρημα του να ξεχωρίσει.

Αυτό που θα εκτόξευε τη λογοτεχνική λίμπιντο του αναγνώστη και θα του επανέφερε τη λογοτεχνική φήμη που αποζητούσε. Και το βρήκε. Τουλάχιστον έτσι ήλπιζε.

Ένα χρόνο περίπου μετά, στις 2 Ιανουαρίου 1939, οι γερμανοί της Λεγεώνας του Κόνδωρα επιτίθενται σε ένα χωριό της Καταλονίας, το Χερέρ. Δέκα χιλιόμετρα από την Καταλανική πόλη Ζιρόνα. Το χωριό παραδίδεται στις φλόγες. Οι κάτοικοι του εκτελούνται ή απανθρακώνονται στα σπίτια τους. Ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίστηκαν, γυναίκες, παιδιά, γέροντες κάηκαν ζωντανοί. Ο πόλεμος στη χειρότερη μορφή του. Αναγνωρίστηκαν από τα αρμόδια κλιμάκια και τους συγγενείς, μετά κόπων και βασάνων, όλοι. Όλοι εκτός από ένα πτώμα, σε κάκιστη κατάσταση. Ένα κάρβουνο σε ανθρώπινη μορφή. Δεν το αναζήτησε κανείς. Μήνες ολόκληρους δεν μπορούσε να γίνει η ταυτοποίηση του.

Ο Μιγκέλ μάταια προσπαθούσε να μάθει νέα για τον Λουίς. Δεν είχε καλό προαίσθημα. Ρωτώντας αριστερά και δεξιά για μεγάλο διάστημα έμαθε ότι επί μήνες “χτυπούσε” τον στρατό του Φράνκο σε περιοχές της Καταλονίας, χρησιμοποιώντας κάθε δυνατό μέσο. Μετά από λίγο καιρό όμως ο Μιγκέλ άκουσε για το ολοκαύτωμα του Χερέρ. Φοβήθηκε για τον φίλο του. Ήξερε ότι σε εκείνα τα χωριά ο Λουίς δεν άφηνε φρανκικο κουνούπι να επιβιώσει. Τα κομμάτια του παζλ δυστυχώς ταίριαζαν στο μυαλό του. Είχε καιρό να μάθει νέα από τον Λουίς και υπάρχει και ένα πτώμα που δεν αναγνωρίζεται σε ένα σανατόριο της Βαρκελώνης.

Πήγε στη Βαρκελώνη, όπου είχαν το μοναδικό αταυτοποίητο πτώμα του Χερέρ. Τον οδήγησαν μέσα από κάτι γκρίζους και γυμνούς διαδρόμους σε ένα κρύο δωμάτιο. Άνοιξαν ένα πλατύ κιβώτιο, σαν γιγαντιαίο συρτάρι και του είπαν να κοιτάξει μέσα. Η μυρωδιά του καμμένου απλωνόταν στον χώρο. Με δυσκολία κοίταξε. Δεν κατάλαβε πολλά, δεν αναγνώρισε σχεδόν τίποτα εκτός από….ένα δαχτυλίδι που φορούσε πάντα ο Λουίς, δώρο από τον πατέρα του. Είχε χαράξει επάνω τα αρχικά των ονομάτων όλης της οικογένειας σχηματίζοντας την ακατανόητη λέξη ΗΕLMO (Hernandez, Elena, Luis, Manuel, Oratio)…

«Λουίς Ιριαθόρ…» ψέλλισε. «Αυτός είναι» και έφερε με τη μία στο μυαλό την εικόνα και τον ήχο του γέλιου του, κάθε φορά που έλεγε ανέκδοτα για τους Ισπανούς.

Τον κοίταξαν αυστηρά. «Είσαι σίγουρος;» τον ρώτησαν. «Παλεύουμε μήνες, τώρα»

Έγνεψε καταφατικά και αποχώρησε. Στο ραδιόφωνο ο εκφωνητής των ειδήσεων ανακοίνωνε περιχαρής το τέλος του πολέμου…

Η Ισπανία “έπεσε” στα χέρια του Φράνκο αλλά ευτυχώς ο Λουίς δεν το εζησε αυτό.

Είναι ευτυχισμένος με την υπόλοιπη οικογένεια εκεί ψηλά, σκέφτηκε ο Μιγκέλ και έσφιξε τη γροθιά του κοιτάζοντας προς τον ουρανό.

Έβαλε την τελευταία τελεία και έσβησε το τελευταίο τσιγάρο του. Αυτό ήταν. Είτε πάει καλά, είτε όχι, το πρώτο του ιστορικό μυθιστόρημα είναι γεγονός και αυτό δεν αλλάζει. Κοίταξε έξω το φως του δρόμου που είχε μαζέψει ακόμα περισσότερα πετούμενα.

Η νύχτα ήταν ζεστή. Κοντοζύγωνε Ιούλιος….

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top