Fractal

Άλυτες σχέσεις

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Χρήστος Αστερίου «Η θεραπεία των αναμνήσεων», εκδ. Πόλις

 

«Τώρα, στα χρόνια της μέσης ηλικίας, δεν κοιτάζω το μέλλον με την ανυπομονησία του πρωτάρη. Ξέρω πως όσες απαντήσεις ψάχνω βρίσκονται στο παρελθόν, ανάμεσα στα ερείπια που άφησε ο χρόνος πίσω του. Όλο αυτό το διάστημα κέρδισα πολλά κι έχασα περισσότερα. Φυσικό επακόλουθο, αφού για μια σειρά απώλειες η ζωή δεν αποζημιώνει όπως ίσως θα περίμενε κανείς: για τον χαμένο ενθουσιασμό  προσφέρει απλώς μια δόση σύνεσης, για τον παλιό καλό δυναμισμό κάμποση ψυχραιμία.»  

 

Ο Χρήστος Αστερίου με το βιβλίο του «Η θεραπεία των αναμνήσεων» επιχειρεί ένα ταξίδι εξιχνίασης σε βάθος, της ύπαρξης του ήρωά του, Μιχάλη Μπουζιάνη, ενός πρώην κωμικού ηθοποιού της stand up comedy και στη συνέχεια επιτυχημένου συγγραφέα χιουμοριστικών διηγημάτων. Ο Μπουζιάνης στην επώδυνη μέση ηλικία, μετά την προσωπική του Οδύσσεια, βρίσκεται αντιμέτωπος με την εγκατάλειψη της συζύγου του Λώρας, με το συγγραφικό μπλοκάρισμα της λευκής σελίδας και εν τέλει με τον θάνατο του πατέρα του, με τον οποίο για χρόνια τους χώριζε μια έρημος αδιαφορίας.

Στο ζήτημα της μοναξιάς δίνει τη “λύση” η Αντιγόνη, μια νεαρή φοιτήτριά του στο Κολούμπια, όπου ο Μπουζιάνης κλήθηκε να διδάξει για ένα εξάμηνο. Στα επόμενα δύο η καλοστημένη “φάρσα” που του επεφύλαξε ο πατέρας του, μετά τον θάνατό του.

Εξ αιτίας της ο Μπουζιάνης αποδύεται σε μια διεξοδική αναζήτηση του άγνωστου παρελθόντος του απόμακρου – ψυχρού πατέρα, για να ανακαλύψει αφ’ ενός ότι η γραμμή του αίματος είναι αδιάσπαστη και αφ’ ετέρου ότι εκείνος δεν ήταν, παρά κάποιος άλλος.

    

«Τον Οκτώβριο του 2015 έχασα τον έλεγχο κατά τη διάρκεια μιας εκδήλωσης που είχε οργανώσει ο Μπάρι ΄Επστάιν, στην οποία δέχτηκα να συμμετάσχω, αν και γνώριζα πως τίποτα στο τέλος δεν θα πήγαινε καλά».

    

Έτσι ξεκινάει το πρώτο, από τα τρία μέρη του αξιόλογου αυτού μυθιστορήματος, με τίτλο «Το χρονικό μιας πτώσης». Πράγματι ο ήρωας καταρρέει μπροστά στο κοινό, έχοντας βιώσει μία σφοδρή κρίση μέσης ηλικίας που τον οδήγησε στο ποτό και την αμφισβήτηση των δεξιοτήτων του.

Η γραφή του Αστερίου παραπέμπει ποιοτικά σε σύγχρονους διακεκριμένους Αμερικανούς συγγραφείς, των οποίων τον αέρα δείχνει να έχει ενσωμάτωσει στην τεχνική του, χωρίς να στερείται προσωπικού στυλ. Οι περιγραφές τόπων – ανθρωπίνων σχέσεων θυμίζουν Πωλ Όστερ σε κάποια από τα γνωστά του έργα που αναφέρονται στη Νέα Υόρκη, ενώ οι αναφορές στη σχέση του με τη φοιτήτρια φέρνει στο νου τον Ροθ στο “The dying animal”. (Η μνεία έχει σκοπό την επισήμανση και μόνον της ποιότητας γραφής)

Οι ενδελεχείς περιγραφές τόπων, τοπίων, κοινωνικοπολιτικών συμπεριφορών αναδεικνύουν τη σοβαρή μελέτη του συγγραφέα πάνω στον τομέα ενδιαφέροντός του. Είναι αξιοσημείωτο, ότι μέσα σε ένα εξάμηνο διαμονής του στη Ν. Υόρκη, ο Αστερίου, κατάφερε να διεισδύσει τόσο βαθιά στον τρόπο ζωής των Ιρλανδών, Ελλήνων και Εβραίων μεταναστών πρώτης και δεύτερης γενιάς που κατοικούσαν  στα Ουάσινγκτον Χάιτς της Ν. Υόρκης, πριν από την επέλευση των αφροαμερικανών. Η αφήγησή του αναδεικνύει τη διεξοδική πληροφόρηση και εμπέδωση του υλικού του όσον αφορά τα πολιτιστικά δρώμενα, όπως και κάθε στοιχείο ζωής που αφορά τον Αμερικανό πολίτη από το δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα μέχρι πρόσφατα.

Ο Μάικ Μπουζιάνης έχει διπλή εθνική ταυτότητα. Έλληνας από πατέρα και Ιρλανδός από μητέρα. Η απόφασή του ν’ ασχοληθεί με κάτι καλλιτεχνικό προσκρούει στην αδιαλλαξία των γονιών του, που τον οδηγεί από νεαρή ηλικία εκτός της οικογενειακής εστίας.

Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με τη “βιογραφία” μέσης ηλικίας του ήρωα με επίμονες, εξαιρετικά διατυπωμένες αναφορές στη μουσική, τη Λογοτεχνία και τον εκδοτικό χώρο και κυρίως στην ψυχολογική κατάσταση του ήρωα και τις συνέπειές της, μέχρι του σημείου επανεκκίνησής του, χάρη στη νεαρή Αντιγόνη. Φόντο της αφήγησης η ειρωνεία, η σάτιρα, ο αυτοσαρκασμός, με το χιούμορ υπό εξαφάνιση (παρά την σχετική επαγγελματική ενασχόληση του υποκειμένου), και τον φόβο παρόντα.

«Ο φόβος μήπως διαλύσω τα πάντα με μία αδέξια κίνηση με 

κρατούσε δέσμιο της κατάστασης, αφού δεν ήθελα να τη χάσω κι έτσι ανέβαλα συνεχώς ν’ ανοίξω κουβέντα. Από την άλλη, η πιθανότητα ενός ακόμα ναυαγίου πριν καλά καλά ξεπεράσω τη Λώρα με πίεζε να ξεκαθαρίσω τα πράγματα. Έπρεπε να προφυλαχθώ συναισθηματικά μέχρι να φτάσει η ώρα που θα ανοίγαμε τα χαρτιά μας ο ένας στον άλλο».

 

Χρήστος Αστερίου

 

Στο δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο «Σημειώσεις για τη ζωή μου» ο Αστερίου δίνει μια διεξοδική εικόνα του ήρωά του από γεννήσεως.

«Οι φίλοι με φώναζαν “Μάικ ο ΄Ελληνας”, ή απλώς και μόνο “Στακ” επειδή το μυαλό μου κολλούσε πριν ολοκληρώσω τις φράσεις. Πολλές φορές έμενα μετέωρος περιμένοντας την επόμενη λέξη που δεν κατάφερνα τελικά να προφέρω».

Αυτή τη χαρακτηριστική δυσλεξία ο Μπουζιάνης, που ήρθε στον σκληρό αυτό κόσμο το 1958, κατάφερε επιτυχώς να την ενσωματώσει στη δουλειά του, έτσι ώστε από μειονέκτημα να αποβεί προσωπικό χάρισμα.

Ο συγγραφέας αναφέρεται γλαφυρά στη ζωή των μεταναστών εκείνης της περιόδου, στην αρχή πραγμάτωσης του αμερικανικού ονείρου και στην αποδόμησή του, στα πρόσωπα που περιβάλλουν τον ήρωά του, κοντινά, συγγενικά, γειτονικά, στην εφηβεία του και τις πρώτες σεξουαλικές ανησυχίες, στις κακές επιδόσεις του στο σχολείο, στην άρνησή να σπουδάσει και τις επιπτώσεις που είχε η απόφασή του στις σχέσεις με τους γονείς του.

 

«Μέσα μου εμπεδώθηκε ένα αίσθημα αβεβαιότητας που κλόνισε τις εφηβικές αντιλήψεις μου για τη ζωή. Για πολλά χρόνια είχα την εντύπωση ότι πολύ σύντομα μια καταστροφή θα γκρέμιζε τον κόσμο – τον κόσμο, έτσι όπως εγώ τουλάχιστον πίστευα ότι ήταν φτιαγμένος».

 

Αναφερόμενος στη μητέρα του: «Με τη μητέρα μου διατηρούσαμε μια σχέση χωρίς διακυμάνσεις, χωρίς χαμηλά και υψηλά βαρομετρικά, χωρίς ιδιαίτερη τρυφερότητα αλλά και μεγάλους καυγάδες. Ήταν τυπική στα μητρικά της καθήκοντα. […] Πείστηκα ότι η ουδετερότητα λειτουργούσε για κείνη σαν άμυνα, όπως για μένα λειτουργούσε πολλές φορές το χιούμορ».

 

Και στον πατέρα του: «Ήταν Φθινόπωρο του 1977. Είχα φύγει από το σπίτι σε μια κίνηση χειραφέτησης και ζούσα με ελάχιστα χρήματα από  δω κι από κει. Ύστερα από ένα ακόμη επεισόδιο με τον πατέρα μου, ο οποίος σε μια έκρηξη θυμού με είχε αρπάξει από το πέτο απειλώντας να με πετάξει έξω αν συνέχιζα να ζω “σαν αλήτης, χωρίς στόχο και προορισμό”, είχα αποφασίσει να διακόψω κάθε επαφή με την οικογένεια. Ποτέ μου δεν ξέχασα την εικόνα του αδερφού μου και της μητέρας μου να παρακολουθούν αμέτοχοι, και ποτέ, όσα χρόνια κι αν πέρασαν , δεν κατάφερα να τους συγχωρήσω γι’ αυτό.»

  

Στο τρίτο κεφάλαιο με τίτλο «Η θεραπεία των αναμνήσεων» η συναισθηματική θερμοκρασία ανεβαίνει. Τρεις καρδιακές ανακοπές του πατέρα Μπουζιάνη, μετά μια περίοδο αβέβαιης ανάρρωσης και στη συνέχεια πλήρους πτώσης, φέρνουν τον γιο κοντά του.

«Στο ανατομικό κρεβάτι, το ισχνό σαρκίο του πατέρα μου, ντυμένο με πιτζάμες και ελαφρώς ανασηκωμένο στο μαξιλάρι, μου προκάλεσε στιγμιαίο σοκ.

[…] Οι βολβοί των ματιών που στριφογύριζαν στις κόγχες στράφηκαν προς το μέρος μου χωρίς το υπόλοιπο πρόσωπο να συσπαστεί. Υπό κανονικές συνθήκες θα το έβαζα στα πόδια, αλλά μόλις τα βλέμματά μας συναντήθηκαν, παρέλυσα».

  

Η συγκλονιστική εικόνα επανεκκινεί την έμπνευση που οδηγεί σε μία ελεγειακή αφήγηση, ένα βιβλίο του ήρωα μέσα στο βιβλίο του συγγραφέα. Ο Μιχάλης Μπουζιάνης απευθύνεται στον πατέρα του, με ένα κείμενο που διοχετεύει στον αναγνώστη αισθητική απόλαυση και αβίαστη συγκίνηση. Μία εκ βαθέων εξομολόγηση των συναισθημάτων του, συνοδευόμενη από έμμεση συγχώρεση μετά την αναγνώριση των ίδιων σφαλμάτων στα οποία και ο ίδιος είχε ενδώσει ακολουθώνταςτη γραμμή του αίματος”. 

    

«Όσο εφευρετική φαντασία κι αν είχαμε δεν θα μπορούσαμε ποτέ να προβλέψουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες θα συναντιόμασταν μετά από τόσα χρόνια: εσύ κατάκοιτος στα τελευταία στάδια της αρρώστιας, χωρίς όρεξη  και δυνάμεις να εναντιωθείς σε οτιδήποτε, κι εγώ σε μια ηλικία που κατακτάω με δυσκολία ό,τι ως τώρα ήταν αυτονόητο.»

 

«Τώρα, στα χρόνια της μέσης ηλικίας, δεν κοιτάζω το μέλλον με την ανυπομονησία του πρωτάρη. Ξέρω πως όσες απαντήσεις ψάχνω βρίσκονται στο παρελθόν ανάμεσα στα ερείπια που άφησε ο χρόνος πίσω του».  

 

Ο πατέρας Μπουζιάνης κληροδοτεί στον γιο ένα κουτί, μέσα στο οποίο βρίσκονται τρεις φωτογραφίες των νιάτων του μαζί με κάποιους φίλους και κάποια “αντικείμενα” που πείθουν ότι η ψυχρότητα ήταν η μάσκα κάτω από την οποία υπήρχε ο άλλος εαυτός του. Ποιός όμως ήταν ο Νικ Μπουζιάνης και γιατί τελικά έστρεψε την έρευνα του γιου του στην εκτροπή του ενδιαφέροντος αναζήτησης του παρελθόντος του, από κάποιο σημείο και μετά, οδηγώντας τον μέσω του αλτσχάιμερ στην θεραπεία των αναμνήσεων; Τελικά έστησε μία φάρσα ο γέρο-Μπουζιάνης στον κωμικό γιό του;

 

Το βιβλίο του Χρήστου Αστερίου, είναι ένα αξιόλογο βιβλίο. Το κείμενό του πολυεπίπεδο, διυλίζει ζητήματα δεσμών της οικογένειας, σχέσης πατέρα – γιου, ελευθερίας των επιλογών απέναντι στους εθνοτικούς και κοινωνικούς καταναγκασμούς,  φθοράς του χρόνου και της μνήμης. Ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος η αναφορά στην σύγχρονη κατάρα του Αλτσχάιμερ. Ο Αστερίου, αναφέρεται διεξοδικά στα διαχρονικά προβλήματα των μεταναστών, στην επίδραση της τεχνολογίας στις ζωές των ανθρώπων, εντάσσοντας στη ροή του μύθου του, μουσικές της εποχής αλλά και γνωστές σημαντικές προσωπικότητες. Η δομή του κειμένου του πρωτότυπη, εξαιρετική η αφηγηματική του γλώσσα, αξιοσημείωτο το βάθος καταβύθισης στην ψυχοσύνθεση των ηρώων, πολύ καλά ενταγμένη στο κείμενο η έκθεση του υλικού έρευνάς του. Ο ιδιαίτερος τρόπος γραφής του Χρήστου Αστερίου, με το χιούμορ υποδόριο φόντο στην ιστορία του, καταφέρνει να μετατρέψει την κοινοτοπία (δεδομένου ότι τα θέματα είναι πολυφορεμένα στα λογοτεχνικά δρώμενα) σε ενδιαφέρουσα πρωτότυπη αναγνωστική εμπειρία, αισθητικής απόλαυσης και συναισθηματικού βάθους!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top