Fractal

Η ευθεία γραμμή του αίματος

Γράφει η Φωτεινή Χρηστίδου //

 

Χρήστος Αστερίου «Η θεραπεία των αναμνήσεων», Εκδόσεις Πόλις, σελ. 296

 

Η έλξη που ασκεί στον αναγνώστη ο τίτλος «Η θεραπεία των αναμνήσεων» είναι τόσο έντονη ώστε να μοιάζουν περιττές ιδιαίτερες συστάσεις για την ανάγνωση του βιβλίου.

Μότο του μυθιστορήματος είναι η φράση-οξύμωρο του Σάμιουελ Μπέκετ: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο αστείο από τη δυστυχία».

Το βιβλίο δομείται σε τρία μέρη και τον Επίλογο. Στο πρώτο μέρος με τίτλο «Το χρονικό μιας πτώσης» ο αφηγητής-πρωταγωνιστής Μάικ Μπουζιάνης αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τα γεγονότα της ζωής του στην καμπή της μέσης ηλικίας. Ο Μάικ, μετανάστης δεύτερης γενιάς, ελληνοϊρλανδικής καταγωγής, από Έλληνα πατέρα και Ιρλανδή μητέρα, κάτοικος Νέας Υόρκης, βιώνει μια δραματική κρίση ηλικίας που επιτείνεται από το χωρισμό με τη σύζυγό του Λώρα, αλλά και μια παρατεταμένη περίοδο δυστοκίας στη συγγραφή. Μετά από μια ικανοποιητική καριέρα ως standup comedian, απέκτησε αναγνώριση και δημοφιλία ως συγγραφέας κωμικής λογοτεχνίας. Επώδυνες κρίσεις πανικού τον οδηγούν σε κατάρρευση, καταφέρνει όμως με τη βοήθεια γιατρών και την υποστήριξη φίλων να ορθοποδήσει και να ανακάμψει παίρνοντας θέση διδάσκοντα στο πανεπιστήμιο Κολούμπια. Ανάμεσα στους φοιτητές και τις φοιτήτριές του ξεχωρίζει η Αντιγόνη, επίσης ελληνικής καταγωγής, με την οποία συνδέεται ερωτικά. Τα νέα δεδομένα στην επαγγελματική και την αισθηματική του ζωή τον βοηθούν να βρει πάλι τον εαυτό του. Σχεδιάζει τη συγγραφή ενός νέου βιβλίου, όχι πια με κωμικό περιεχόμενο, όπως πριν, αλλά απομνημονευμάτων.

«Το κωμικό ξεπηδάει πάντα από την μπαναλιτέ της καθημερινής μου ζωής. Το χιούμορ απελευθερώνει, συνδέεται με το άνοιγμα του εαυτού μας. Πρόκειται όντως για ένα είδος ξεσπάσματος. Για μένα, ωστόσο, έπαιξε πολύ συχνά τον αντίθετο ρόλο. Το χρησιμοποιούσα σε διάφορες περιπτώσεις σαν άμυνα. Το άπλωνα σαν δίχτυ γύρω μου για να προφυλαχτώ, για να μην αντιμετωπίσω την πραγματικότητα. Ήταν καταφύγιο, καμουφλάζ, πώς να το πω… Γιατί πίσω απ’ όλο αυτό κρύβεται φυσικά…κρύβεται και βέβαια…ε, κρύβεται αρκετός πόνος.» Σελ.77

Το δεύτερο μέρος με τίτλο  «Σημειώσεις για τη ζωή μου» είναι το συντομότερο και εξιστορεί την παιδική και εφηβική ηλικία του αφηγητή. Όπως είναι φυσικό, ιδιαίτερη μνεία γίνεται για την οικογένειά του ήρωα, τους γονείς και τον μικρότερο αδελφό του, τους συγγενείς και φίλους που τον επηρέασαν και γενικά τα γεγονότα, τις συνθήκες και τα πρόσωπα που διαμόρφωσαν το χαρακτήρα του. Στο επίκεντρο βρίσκεται η αντιπαράθεση του αφηγητή-πρωταγωνιστή με τον πατέρα του που φτάνει στην τελική τους σύγκρουση και κορυφώνεται με την απόφαση του Μάικ να εγκαταλείψει την οικογενειακή στέγη και να αυτονομηθεί. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει είναι μεγάλες. Αναζητώντας ταυτότητα και επαγγελματικό προσανατολισμό, καταλήγει να εκμεταλλευτεί το ταλέντο του στο χιούμορ και να κερδίζει τη ζωή του ως standup comedian.

«Ήταν φθινόπωρο του 1977. Είχα φύγει από το σπίτι σε μια κίνηση χειραφέτησης, και ζούσα με ελάχιστα χρήματα από δω κι από κει. Ύστερα από ένα ακόμη επεισόδιο με τον πατέρα μου, ο οποίος σε μια έκρηξη θυμού με είχε αρπάξει από το πέτο απειλώντας να με πετάξει έξω αν συνέχιζα να ζω σαν αλήτης, χωρίς στόχους και προορισμό, είχα αποφασίσει να διακόψω κάθε επαφή με την οικογένεια. Ποτέ μου δεν ξέχασα την εικόνα του αδερφού και της μητέρας μου να παρακολουθούν αμέτοχοι, και ποτέ, όσα χρόνια κι αν πέρασαν, δεν κατάφερα να τους συγχωρήσω γι’ αυτό.» Σελ. 170

Το τρίτο, και πιο δυνατό, μέρος του βιβλίου με τίτλο «Η θεραπεία των αναμνήσεων», μετά την περιπλάνηση του ήρωα στην νεανική του ηλικία, επαναφέρει τον αναγνώστη  στο αφηγηματικό παρόν. Ένα τηλεφώνημα από τον αδελφό του ήρωα, με τον οποίο οι επαφές είναι πολύ αραιές, πληροφορεί τον Μάικ για την επιδείνωση της υγείας του πατέρα τους. Ο Νίκος Μπουζιάνης, μετά από αλλεπάλληλα καρδιακά επεισόδια και ένα δύσκολο χειρουργείο προ πενταετίας, είναι πια καθηλωμένος στο κρεβάτι και ζητάει επίμονα να τον συναντήσει. Πατέρας και γιος δεν έχουν επικοινωνήσει για δεκαετίες. Ακολουθεί μια περίοδος τακτικών επισκέψεων του Μάικ στο σπίτι του πατέρα του, μια περίοδος που δίνει στον ήρωα την ευκαιρία να αναστοχαστεί πάνω σε όσα συνέβησαν στο παρελθόν, να κρίνει με περισσότερη σύνεση πρόσωπα και καταστάσεις, να συγχωρήσει.

«Οι άνθρωποι καλούνται ν΄ αναπτύξουν δεξιότητες και για το πιο ταπεινό επάγγελμα, ενώ την ίδια στιγμή τεκνοποιούν χωρίς περιορισμούς. Δεν είναι παράλογο όταν χρειάζεσαι ολόκληρο οπλοστάσιο συναισθημάτων κι ένα μεγάλο απόθεμα υπομονής, που μόνο λίγοι διαθέτουν πραγματικά; Αποτυχημένος πατέρας κι εγώ ο ίδιος, σε φαντάζομαι με δύο παιδιά στην αγκαλιά ν’ αντικρίζεις αμήχανος το μέλλον. Είχες τελειώσει, σκεφτόσουν με τις υποχρεώσεις απέναντι στην ανθρωπότητα. Χωρίς τις απαραίτητες γνώσεις κι ανεπίδεκτος μαθήσεως, θεώρησες πως αποστολή σου ήταν πια μόνο η δουλειά .» Σελ. 200

 

Χρήστος Αστερίου

 

Ο πατέρας Μπουζιάνης πεθαίνει ένα ξημέρωμα Κυριακής και μετά την καθιερωμένη τελετή ο Μάικ πληροφορείται από την νοσοκόμα που τον φρόντιζε πως ο πατέρας του της είχε ζητήσει να του παραδώσει μετά το θάνατό του ένα κουτί. Το κουτί περιείχε τις πρώτες εκδόσεις όλων των βιβλίων του, μάλιστα με υπογραμμίσεις και σχολιασμό στα περιθώρια, και ένα φάκελο με τρεις πολυκαιρισμένες φωτογραφίες. Οι φωτογραφίες αυτές, μόνο σε μία αναγνώρισε ο Μάικ τον πατέρα του σε νεαρή ηλικία, σηματοδότησαν την απαρχή μιας αναζήτησης που οδήγησε στη σταδιακή συναρμολόγηση των κομματιών που φώτισαν την άγνωστη ζωή του πατέρα (Μπουζιάνη;) και αποκάλυψαν την πραγματική του ταυτότητα. Με την επίσκεψή του στην Αθήνα, ο Μάικ πείσθηκε από την Αντιγόνη, αλλά και από συγκυρίες, να ξετυλίξει το νήμα μιας ζωής, στα μέσα της δεκαετίας του 50, που ούτε καν είχε υποπτευθεί.

«Αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια, όταν η ζωή μου έφτανε στα πρόθυρα της κατάρρευσης και τα στηρίγματά της γκρεμίζονταν σαν ξύλινα στρατιωτάκια σε παράταξη προκαλώντας μου αισθήματα πικρίας και θλίψης, θα έπρεπε να αντιδρώ με τον τρόπο ενός κωμικού: να στέκομαι πάνω από τα συντρίμμια και να ξεσπάω σ’ ένα ασταμάτητο καρναβαλικό γέλιο που θα ξόρκιζε το κακό και θα με διατηρούσε αλώβητο. Δεν ξέρω γιατί δεν τα κατάφερα. Ίσως επειδή σπατάλησα τις δυνάμεις μου για να κάνω τους άλλους να γελούν, μένοντας στο τέλος χωρίς απόθεμα όταν χρειαζόταν να γελάσω κι εγώ. Ίσως, ακόμα, επειδή το κωμικό μου ταλέντο πήγαζε από μια βαθιά μελαγχολία που στάθηκε αδύνατον να αντιμετωπίσω όταν μετά από τόσα χρόνια βρέθηκα μαζί της πρόσωπο με πρόσωπο. Τι κρίμα! Θα γλεντούσα τη δυστυχία μου μ’ ένα γάργαρο ξεκάρδισμα ξεπερνώντας μονομιάς το διαζύγιο, τους πανικούς, το συγγραφικό μπλοκάρισμα, ακόμα και την περιπέτεια στην οποία με είχε μπλέξει ο πατέρας μου, μόνο και μόνο για να μου αποκαλύψει πως ήταν στην πραγματικότητα ένας άλλος.» Σελ.263

Ο σύντομος Επίλογος αναφέρεται στην έκδοση του βιβλίου του Μάικ με τίτλο ‘’Σημειώσεις για τη ζωή μου» και αφιέρωση ‘’Στη μνήμη του πατέρα μου’’. Στην παρουσίασή του, σε στενό κύκλο, ο Ανδρέας, αδελφός του Μάικ, δηλώνει συγκινημένος με την αφιέρωση, την οποία προφανώς δεν περίμενε. Και ο Μάικ του εξηγεί:  « Έχεις ακούσει για τη θεραπεία με αναμνήσεις; Είναι μια θεραπεία για ασθενείς με Αλτσχάιμερ. Κάθε είδους αναμνήσεις βοηθούν τις τραγικές αυτές φιγούρες να θυμηθούν. Τι γίνεται όμως με όλους εμάς που ακόμα θυμόμαστε; Με όσους διατηρούμε αναμνήσεις, σε κάποιο ποσοστό δυσάρεστες; Κάπως θα έπρεπε να θεραπεύσουμε κι αυτές, δεν συμφωνείς; Όχι θεραπεία με αναμνήσεις λοιπόν, αλλά μια θεραπεία των αναμνήσεων, να τι ακριβώς χρειαζόμουν. Έτσι προέκυψε το βιβλίο… Μοιάζαμε με τον πατέρα. Μου πήρε χρόνο να το καταλάβω. Η ευθεία γραμμή του αίματος. Όσο κι αν θέλει κανείς να ξεφύγει, δεν είναι δυνατό…» Σελ. 294

Το μυθιστόρημα του Χρήστου Αστερίου είναι ένα γοητευτικό ανάγνωσμα. Περιεχόμενο και μορφή αλληλοϋποστηρίζονται άψογα. Με ρέουσα γλώσσα και θαυμαστή οικονομία στα εκφραστικά μέσα ο συγγραφέας ξετυλίγει μια ιστορία με κεντρικά θέματα το χρόνο, τη λειτουργία της μνήμης, την αναζήτηση ταυτότητας, τη δύσκολη σχέση πατέρα-γιου. Με ρεαλισμό, ευαισθησία, συναισθήματα που προσπαθούν να είναι ελεγχόμενα, αλλά δεν τα καταφέρνουν πάντα, ο Αστερίου στοχάζεται πάνω σε ποικίλα θέματα. Κάποια απ’ αυτά είναι οι κρίσεις στις σχέσεις (οικογενειακές, ερωτικές) ή στο επάγγελμα – με τις συνακόλουθες ψυχοσωματικές επιπτώσεις- η χρήση των έξυπνων ψηφιακών μέσων, τα γηρατειά, οι εγκεφαλικές εκφυλιστικές ασθένειες, αλλά και η αυτοαναφορικότητα, ειδικά πάνω σε ζητήματα σχετικά με το χιούμορ και την έννοια του κωμικού, γεγονός που δικαιώνει την επιλογή του μότο: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο αστείο από τη δυστυχία».

Ευχάριστη έκπληξη της έκδοσης η φωτογραφία του εξωφύλλου, παραχώρηση του Institute of jazz Studies, Rutgers University. Απεικονίζει μέρος της πλατείας και των εξωστών του θεάτρου Κοτοπούλη /REX γεμάτα με ενθουσιώδεις θαυμαστές να παρακολουθούν τη συναυλία του Ντίζι Γκιλέσπι το 1956. Ανάμεσά τους ο πατέρας του Μάικ με την παρέα του.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top