Fractal

«Ένας μύθος δεν διεκδικεί σαφήνεια, αντιφάσκει, είναι διφορούμενος σαν τα ιερά πρόσωπα»

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

Anton Beraber «Η Μεγάλη Ιδέα», Μετάφραση: Αλεξάνδρα Κωσταράκου, Εκδόσεις Πόλις, σελ. 608

 

Ο Καπετάνιος είναι ο πρώτος που σέρνει τον χορό των μαρτύρων από τους οποίους ένας φοιτητής θα πάρει συνέντευξη, μελετώντας στην διατριβή του την ιστορία του Σαούλ Καλογιάννη. Πενήντα χρόνια έχουν ήδη περάσει από την Μικρασιατική Καταστροφή, όμως ο ζόφος, ο πόνος, ο ουτοπικός εφιάλτης αυτής της εκστρατείας και της αποτυχημένης Μεγάλης Ιδέας, δεν έχουν ξεχαστεί.

«Να πώς συνάντησα τον Σαούλ Καλογιάννη. Καθόταν με ακουμπισμένη την πλάτη στον τοίχο της φυλακής, απέναντι από την φωτιά που έσβηνε, και παρακολουθούσε στα σύννεφα τους κύκλους που διέγραφαν οι φωτοβολίδες τις οποίες εκτόξευαν τα δύο στρατόπεδα…. Σήμερα δεν θυμάμαι πια για τι μίλησε εκείνη τη νύχτα: θυμάμαι όμως τη φωνή του, τον τρόπο που μιλούσε, κόβοντας τις λέξεις απ’ το βιβλίο που ξεδίπλωνε μέσα του, μ’ έναν παράξενο τρόπο, δοκιμάζοντας ένα σωρό συνδυασμούς»,

λέει ο μάρτυρας και αφηγείται μια ιστορία, ίσα για να ισχυροποιήσει στο τέλος την προσωπική του άποψη: τον Καλογιάννη δεν τον ήξερε και τόσο καλά, σχεδόν καθόλου. Ο θυμός και ο φόβος όμως που ένιωσε κατά τη διάρκεια εκείνου του πολέμου, ήταν ακόμα ζωντανοί.

Ο επόμενος που μιλά, ο Σωκράτης, δίνει μια εικόνα Καλογιάννη διαλλακτικού και με πειθώ αλλά κακού στρατιώτη και τρελού προδότη για τους συντρόφους τους οποίους αρχικά, μ’ έναν δικό του βίαιο τρόπο, σώζει.

Ακολουθούν κι άλλες αντικρουόμενες μαρτυρίες – όλες από ανθρώπους που φαίνεται να έχουν «δαγκώσει» τον λωτό της λησμονιάς και της μεθυστικής μελαγχολίας – για τον άγγελο και δαίμονα Καλογιάννη, τον χαρισματικό και απρόβλεπτο, να περιπλανιέται στον χώρο και τον χρόνο, από τα πέρατα της Ανατολής ως τις ακτές του Νέου Κόσμου. Η έρευνα συναντά διαρκώς εμπόδια που μοιάζουν ανυπέρβλητα, ώσπου ο φοιτητής καταλήγει στην φυλακή της χούντας των συνταγματαρχών, όπου αποδεικνύεται πως όλες οι μαρτυρίες που ως τότε είχε συλλέξει μάλλον δεν ήταν αληθείς, πως ο Καλογιάννης δεν είναι τίποτα περισσότερο από επινόηση κάποιου άρρωστου μυαλού.

«Θέλησα να βροντοφωνάξω, όπως και οι άλλοι, την αθωότητά μου και πως είχε γίνει λάθος, αλλά θες επειδή κατάλαβα πόσο άχρηστη θα ήταν η κραυγή μου, θες επειδή η συμπεριφορά τους απέναντί μου δημιούργησε βαθιά μέσα μου, δίχως να το καταλάβω, ένα προαίσθημα ενοχής, δεν τόλμησα… Δεν ήμουν πραγματικά έκπληκτος. Σίγουρα, τις πρώτες ημέρες, πέρασα από όλη την κλίμακα των συναισθημάτων που χαρακτηρίζουν τους έγκλειστους, αυτές τις μελαγχολίες που η σκοτεινιά μέσα στο μπουντρούμι και η μυρωδιά της απολυμαντικής σκόνης τις ενισχύουν, χωρίς ποτέ να τις συγκεκριμενοποιούν. Έκανα σκέψεις, μα την πίστη μου, πολύ κοινότοπες, που τις θεωρούσα δικές μου, αλλά τις οποίες αναμφίβολα, τις είχα διαβάσει σε κάθε είδους εργασίες γύρω από το θέμα…»

Με την βοήθεια του Αλέξανδρου που παριστάνει τον δικηγόρο, ο φοιτητής δραπετεύει και βγαίνει στην παρανομία με ψεύτικη ταυτότητα. Κι ύστερα, θα βρεθεί στα βουνά που ακόμα εκπνέουν αναμνήσεις από τον Εμφύλιο, στα ταραγμένα Βαλκάνια και στην εξορία. Ο μύθος του Καλογιάννη διαρκώς παρών, πότε στην Χάιφα, το Κότορι, την Ιταλία, ή περπατώντας επάνω στο νερό, πάντα με την ίδια μανία να «εξαφανίζεται», πότε μεγάλος πολεμιστής και ηγέτης, άντρας άξιος θαυμασμού, πότε στρατηγός ή αποσχηματισμένος ιερέας ή αγγελιοφόρος της βασίλισσας της Αγγλίας. Αμέτρητες εκδοχές να ξεσηκώνουν, να εμπνέουν, να θλίβουν. Ο ήρωας στοιχειώνει τον φοιτητή, αυτός ο νεότερος Οδυσσέας – ταξιδευτής που υπάρχει και δεν υπάρχει, του γεννά αναρωτήσεις, αμφιβολίες, απογοήτευση αλλά και πείσμα.

«Το πανεπιστήμιο μου είχε αναθέσει την εργασία αλλά θα το απογοητεύσω, γιατί οι μαρτυρίες είναι στην πλειοψηφία τους παλιές και μεροληπτικές, και όλες τους σημαδεμένες από την φαντασίωση, από την αυταπάτη ότι κάποιοι βίοι είναι εξαιρετικοί: κακό αμιγώς μυθιστορηματικό απέναντι στο οποίο κάθε σοβαρός ερευνητής πρέπει να είναι επιφυλακτικός. Να το αρνηθείς, να το αποφύγεις, αλλά τι μένει τελικά; Σπαράγματα, θραύσματα αποσυναρμολογημένα, τόσο δυσαρμονικά που φαίνονται αλαζονικά…. Αύριο, μεθαύριο, τρέχα γύρευε πότε, η Ιστορία θα προτείνει, δίνοντας μία από αυτές τις τυφλές εντολές, μια διδακτική ανάγνωση, ένα σαφές ηθικό δίδαγμα για τα σχολικά εγχειρίδια…»

 

Anton Beraber

 

Ύστερα από έναν πραγματικά εμπνευσμένο συγγραφικό άθλο, ήταν σχεδόν αναμενόμενο πως και το τέλος θα είναι φτιαγμένο από συγκλονιστικές ανατροπές. Ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται κατά τη γνώμη μου στην εξαιρετική μετάφραση της Αλεξάνδρας Κωσταράκου αλλά και στην – όπως πάντα προσεγμένη έκδοση του οίκου «ΠΟΛΙΣ».

Με φράσεις αξιοθαύμαστα ποιητικές που μαγνητίζουν, αυτό το εντυπωσιακό πρώτο μυθιστόρημα του Μπεραμπέρ, πραγματικά ξεχωρίζει. Όχι μόνο για την εμφανέστατη αγάπη και την βαθύτατη γνώση του συγγραφέα για την Ελλάδα, όχι για τα ομηρικά ονόματα που δίνει στους στρατιώτες που προσπαθούν να φτάσουν στο «βόρειο νησί», μια σύγχρονη Ιθάκη χωρίς όνομα, ούτε για τις συχνές  αναφορές σε στίχους των ομηρικών επών και τις ομηρικές προσφωνήσεις. Η πλούσια, εύθραυστη γλώσσα του έργου, το ύφος, το αυταπόδεικτα πρωτότυπο όραμα του συγγραφέα, καθιστούν το βιβλίο ένα εξαίσιο δείγμα πραγματικής λογοτεχνίας που, όπως ο ίδιος λέει, «ξαναδίνει στο έπος την ικανότητα να ερμηνεύει τον σημερινό κόσμο».

Αυτό που περισσότερο ενδιαφέρει τον Μπεραμπέρ, δεν είναι τόσο η τύχη του ήρωα. Το αν πραγματικά υπήρξε ή όχι, λίγη σημασία έχει όταν στέκεται απέναντι στα θέματα που διαχειρίζεται όπως οι ανθρώπινες αξίες, η ανάγκη του καθένα για περιπλάνηση, η αναζήτηση της προσωπικής Ιθάκης αλλά και η λαχτάρα του νόστου. Πράγματι, αυτά είναι τα σημαντικότερα, αφού

«Ένας μύθος δεν διεκδικεί σαφήνεια, αντιφάσκει, είναι διφορούμενος σαν τα ιερά πρόσωπα».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top