Fractal

Κριτική για τη θεατρική παράσταση: “H γυναίκα της Ζάκυνθος”

Γράφει η Χρύσα Νικολάκη // *

 

 

Το βιβλικό ύφος του Σολωμικού έργου μεταφέρεται στη σκηνή θαυμάσια σ’ ένα δύσκολο μονόλογο , από την εξαιρετική Κατερίνα Γκατζόγια. Οι απαιτήσεις του έργου είναι μεγάλες, όμως η πρωταγωνίστρια με προσήλωση και μαεστρία μπαίνει βαθιά στο ρόλο του κεντρικού αφηγητή, του Διονύσιου Σολωμού, αλλά και της κεντρικής του ηρωίδας, της Γυναίκας της Ζάκυνθος. Η γλώσσα είναι διατηρημένη σε πολλά σημεία αυτούσια, δεν φαίνεται στιγμή να δυσκολεύει την πρωταγωνίστρια, αντιθέτως υιοθετείται από εκείνη σαν μητρική της. Η Γκατζόγια άλλοτε σε ρόλο αγγελικό και άλλοτε σε ρόλο διαβολικό, συνεχώς μεταλλάσσεται, και αυτή της η μετάβαση από τη μια ψυχοσύνθεση στην άλλη είναι το μεγάλο στοίχημα με το κοινό της , που κατορθώνει να κερδίσει. Η γλώσσα με ζακυνθινούς ιδιωματισμούς υψώνεται σε πολύ απαιτητικό έργο, στο οποίο, η ηθοποιός με επιτυχία ανταποκρίνεται.

 

 

Με λυρισμό και με ρεαλισμό, το κείμενο μας μεταφέρει το κοινωνικοπολιτικό πνεύμα της εποχής, με μια επαναστατημένη Ελλάδα της υπαίθρου αλλά και της πόλης . Αυτές οι χωροταξικές εναλλαγές πλαισιώνονται υπέροχα από το απέριττο σκηνοθετικό πλαίσιο, όπου τον τελικό λόγο έχει η ίδια η ηθοποιός. Ο σχεδιασμός των ρούχων από τον Αριστείδη Πατσόγλου είναι λιτός και ιδιαίτερα προσαρμοσμένος για τις ανάγκες του έργου. Πίσω από τον μακρύ , ανοιχτόχρωμο τήβεννο, με τα αγγελικά φτερά, κρύβεται ο μαύρος μανδύας του πένθους. Με τη βοήθεια των φωτισμών κάνει αντικατοπτρισμό ο σχηματισμός των φτερών στο πίσω μέρος του τοίχου δημιουργώντας την οπτική των δαιμονικών φτερών.

Το βαθύ θεολογικό, μεταφυσικό πλέγμα εξυφαίνεται μυσταγωγικά από τον σκηνοθέτη, Δήμο Αβδελιώδη, ο οποίος με τα λιτά, μα επιβλητικά του στοιχεία, μας μεταφέρει στο επίκεντρο της ιστορίας.

Το σατυρικό, φανταστικό σκέλος του έργου, όπου ο Διάβολος ενσαρκωμένος παίζει ιδιαίτερο ρόλο, αποδίδεται εξαίσια από την Γκατζόγια, καθώς ενσκήπτει με σεβασμό πάνω στο πρωτότυπο κείμενο. Μας μεταφέρει μιμητικά εξαίσια με τις εκφράσεις του σώματος της και του προσώπου της τόσο τη νοοτροπία των αριστοκρατών των Επτανήσων που φοβόντουσαν στο βάθος της ψυχής τους την απώλεια του πλούτου τους με την επικείμενη ένωση τους με την Κ. Ελλάδα (βάση του Συντάγματος του 1822). Αυτό το ηθικοπνευματικό βάθος που αποπνέει το Σολωμικό κείμενο εντυπώνεται στην παράσταση , πετυχαίνοντας τη δραματικότητα του πρωτότυπου πάνω στη σκηνή.

 

 

Η Γκατζόγια, άλλοτε ως Ιερομόναχος Διονύσιος, κι άλλοτε ως Γυναίκα της Ζάκυθος, ως ορατή ή ως αόρατη, μας μεταφέρει νοερά στη Ζακυνθινή Πολιτεία και συγκινησιακά μας προβάλει όλο το μίσος των κατακτητών προς την κατακτημένη Ελλάδα.

Εδώ, οι εναλλαγές στην ψυχική διάθεση της ηρωίδας μας, το φως και το σκοτάδι , μας παραπέμπουν στο αριστούργημα του Στίβενσον «Δόκτωρ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ», όπου οι δυο προσωπικότητες μοιράζονται το ίδιο σώμα και παλεύουν να εξοντώσουν η μία την άλλη. Ο Ιερομόναχος Διονύσιος, αφού σηκώσει τη βαριά πέτρα που σκεπάζει την ψυχή της Γυναικός της Ζάκυθος, ανοίγει τον τάφο και ανασταίνει τον νεκρό άνθρωπο ελευθερώνοντας την φυλακισμένη ψυχή από τη σκοτεινή φυλακή της.

Καθαρτήριο είναι το τέλος της παράστασης με τη μελλοντική τιμωρία της γυναίκας αυτής , όπου ως άλλη Κασσάνδρα, χάνει την πειθώ της. Στην προκειμένη περίπτωση τρελαίνεται και εξουδετερώνεται. Η Γκατζόγια, φορώντας τη μάσκα του «κακού» μπαίνει μες στο σκοτάδι και βγαίνει νικήτρια στο φως της χριστιανικής αγάπης. Καταφέρνει, ως ιέρεια επί σκηνής στο θέατρο της Αρχαίας Δωδώνης να μεταφέρει το πνεύμα της

Γυναικός της Ζάκυθος και να εξαγνίσει το νου από την άβυσσο της ψυχικής οδύνης.

Γιατί μόνο το φως καθαίρει την ψυχή.

 

 

 

 

* Η Χρύσα Νικολάκη είναι Κριτικός Θεάτρου/Λογοτεχνίας

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top