Fractal

Μετεβλήθη εντός μου, ο ρυθμός του κόσμου

Γράφει η Νάντια Τράτα //

 

«H χορτοφάγος» της Χαν Γκανγκ, Μετάφραση: Αμαλία Τζιώτη, Εκδόσεις Καστανιώτη

 

Ένα όνειρο. Βίαιο, ματωμένο, σκληρό, απωθητικό. Μετά από αυτό, η ηρωίδα Γιόνγκ-Χιε αποφασίζει να σταματήσει να τρώει κρέας. Σταδιακά θα πάψει να τρέφεται. Τουλάχιστον όχι όπως θα περίμενε κανείς, όχι όπως κάνουν οι περισσότεροι από εμάς. Το παράξενο και παράδοξο αυτό γεγονός την απομακρύνει από έναν, ούτως ή άλλως, ψυχρό σύζυγο, από την οικογένειά της, από την κοινωνία συνολικά. Ένα δράμα τριών πράξεων, αποτελούμενο από τρεις ξεχωριστές νουβέλες παραπλανά τον αναγνώστη ήδη από τον τίτλο του, καθώς η μυθοπλασία ουδόλως αφορά στις διατροφικές συνήθειες και μόνο της ηρωίδας. Ξεβολεύει με τη θεματολογία του, γοητεύει με τον τρόπο γραφής του, ξεσηκώνει και οδηγεί τον αναγνώστη σε μία εσωτερική αναζήτηση απαντήσεων σε πανανθρώπινα ερωτήματα.

Το έργο «Η χορτοφάγος» της Χαν Γκανγκ, στην εξαιρετική μετάφραση της Αμαλίας Τζιώτη, είναι ένα αριστούργημα συγγραφικής δεξιοτεχνίας, βαθιά ουμανιστικό, με μία θεματολογία που ξαφνιάζει με την πρωτοτυπία της απόδοσής της, τη δύναμη που κρύβεται μέσα στη λεπτοδουλεμένη απλότητα, τη φυσικότητα με την οποία η αφηγηματική ροή καταφέρνει να συνδυάσει αντίρροπες δυνάμεις, σκοτάδι, φως, επιθυμία και καταπίεση, βία ψυχική και σωματική, διαύγεια και τρέλα, η διαφορετικότητα, η αυτοδιάθεση, οι κοινωνικές συμβάσεις, για να αναφέρουμε ενδεικτικά ορισμένους θεματικούς άξονες πάνω στους οποίους κινείται το μυθιστόρημα αυτό.

Η συγγραφέας Χαν Γκανγκ γεννήθηκε το 1970 στη Ν. Κορέα στην πόλη Gwangju και σε ηλικία 10 ετών μετακόμισαν οικογενειακώς στη Σεούλ. Τόσο ο πατέρας της όσο o αδελφός της ασχολούνται επίσης με τη συγγραφή. Σπούδασε Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Yonsei και ξεκίνησε την καριέρα της με ποιήματα και μικρές ιστορίες. Το έργο της έχει λάβει πλείστα λογοτεχνικά βραβεία. Σήμερα διδάσκει δημιουργική γραφή στο Ινστιτούτο Τεχνών της Σεούλ και ετοιμάζει το επόμενο μυθιστόρημά της για το οποίο αναφέρει πως «δεν βιάζεται να το ολοκληρώσει».

Ειδικά για το έργο της «Η χορτοφάγος» αξίζει να αναφέρουμε ότι γράφτηκε το 2007 και κέρδισε το σημαντικό διεθνές λογοτεχνικό βραβείο Μan Booker International Prize to 2016 (αφότου μεταφράστηκε στα αγγλικά), ενώ έχει συνολικά μεταφραστεί σε τριάντα γλώσσες (συμπεριλαμβανόμενης της ελληνικής). Γυρίστηκε σε ταινία το 2010 και συμμετείχε στο  Busan International Film Festival και στο Sundance Film Festival. Τα βασικότερα ερωτήματα που επανέρχονται στο έργο της Χαν Γκανγκ, η οποία, όπως η ίδια συχνά αναφέρει, κουβαλά μία έμμεση ενοχή λόγω της συμπτωματικής αναχώρησής τους οικογενειακώς από την πόλη Gwangju λίγο πριν ξεσπάσει η εξέγερση ενάντια στο στρατιωτικό καθεστώς στις 18 Μαϊου 1980, με πολυάριθμα θύματα, παραμένουν η ανθρώπινη βία, η αθωότητα, η κατανόηση ή μη του άλλου, το ανθρώπινο σώμα ως το τελευταίο μας καταφύγιο ή και ως προπύργιο αντίστασης, για να αναφέρουμε μόνο μερικά.

Στο πρώτο τμήμα του βιβλίου, η Γιόνγκ-Χιε βιώνει τα αποτελέσματα του εφιάλτη της. Η επιθυμία της να σταματήσει να τρώει και να μαγειρεύει κρέας μπερδεύουν το σύζυγό της, τον μετακινούν από την αδιατάρακτη, γραμμική ζωή του και, για πρώτη φορά, τα γεγονότα δεν αφορούν τον ίδιο αλλά μία, αδιάφορη, έως τότε, σύζυγο, στην οποία δεν μπορεί να συγχωρέσει ότι κυκλοφορεί χωρίς στηθόδεσμο, εκθέτοντας τον ίδιο, όχι τον εαυτό της, κατά τη διάρκεια ενός ημι-επαγγελματικού δείπνου. Μία οικογενειακή συνάντηση καταλήγει σε δράμα όταν μετά από πιέσεις ψυχολογικές και σωματικές, η Γιόνγκ-Χιε καταλήγει να στρέφεται κατά του εαυτού της. Κανείς δεν αντιδρά. Μεταφέρεται σε ίδρυμα και σταδιακά εγκαταλείπεται, οικειοθελώς αλλά και από το σύζυγό της σε μία κατάσταση χωρίς επιστροφή.

Στο δεύτερο τμήμα του βιβλίου, τα γεγονότα συμβαίνουν δύο χρόνια μετά από την απόπειρα αυτοχειρίας της. Η Γιόνγκ-Χιε έχει βγει από την κλινική, ζει μόνη της και άθελά της, το εύθραυστο σώμα της, με φανερά τα σημάδια της αδυναμίας, της εξάντλησης, της αϋπνίας, γίνεται αντικείμενο πόθου από το σύζυγο της αδελφής της, ζωγράφο, μάλλον αποτυχημένο. Διάχυτος ερωτισμός, παραδοξότητα, φετιχισμός, επιθυμία και άρνηση, ελευθερία και καταπίεση, λουλούδια ζωγραφισμένα πάνω στο σώμα, χρώματα ζωηρά, μεθυστικά, οδηγούν μία νύχτα σε ένωση δύο σωμάτων. Όταν η αδελφή της Γιονγκ-Χιε μαθαίνει τι έχει συμβεί, οι δύο πρωταγωνιστές της νύχτας, για διαφορετικό λόγο ο καθένας, προσπαθούν να θέσουν ένα τέλος.

Στο τρίτο μέρος του βιβλίου, η Ιν-Χιε, η μεγάλη αδελφή της Γιόνγκ-Χιε, πρώην σύζυγος του εξαφανισμένου πλέον εραστή της μίας νύχτας, μητέρα ενός μικρού αγοριού και ιδιοκτήτρια καταστήματος καλλυντικών, έχει αναλάβει τη φροντίδα της, τρία χρόνια μετά από το προηγούμενο συμβάν, κλείνοντάς την, λόγω οικονομικών ζητημάτων, σε ένα δημόσιο ίδρυμα. Την επισκέπτεται σε τακτά χρονικά διαστήματα, γίνεται μάρτυρας τόσο της εσωτερικής της μεταστροφής όσο και των πρακτικών που εφαρμόζονται σε τέτοιου είδους ιδρύματα. Αυτή τη φορά, λίγο πριν το τέλος, θα πάρει θέση. Τύψεις, ενοχές, το βάρος των ευθυνών, η αναζήτηση της αλήθειας, η δικαιοσύνη, τι θα μπορούσε να έχει γίνει διαφορετικά, η αποδοχή του άλλου όπως είναι, αδελφική αγάπη, είναι ορισμένα από τα όσα πραγματεύεται το τελευταίο αυτό μέρος του βιβλίου.

 

Χαν Γκανγκ

 

Με μία βαθιά ευαισθησία και εσωτερικότητα αλλά και μία αφηγηματική δύναμη που ξεπηδά με τόλμη, σχεδόν ξαφνιάζοντας τον αναγνώστη, αποκαλύπτεται μέσα από ένα μοτίβο πρωτόγνωρο, η ηρωίδα Γιόνγκ-Χιε, ένα πρόσωπο σχεδόν χωρίς φωνή. Σε όλη τη διάρκεια του έργου ελάχιστες φορές καταγράφουμε τον εσωτερικό μονόλογό της ή κάποιες φράσεις-σπαράγματα. Ποια είναι, τι σκέφτεται, τι επιθυμεί, γιατί φέρεται όπως φέρεται, όλα αυτά θα απαντηθούν με έμμεσο τρόπο. Κάθε ένα από τα τρία τμήματα του βιβλίου έχει και έναν ξεχωριστό αφηγητή ο οποίος βλέπει την ηρωίδα μέσα από τη δική του οπτική: στο πρώτο τμήμα του βιβλίου, μιλά σε πρώτο πρόσωπο ο αποξενωμένος σύζυγός της Γιόνγκ-Χιε, στο δεύτερο μέρος η πυρετώδης αφήγηση, γεμάτη από μία ορμητική σωματικότητα και μία ονειρική καταγραφή της πραγματικότητας, προέρχεται από τον σύζυγο της Ιν-Χιε, ενώ στο τελευταίο τμήμα, η μεγάλη αδελφή, αφηγείται την ιστορία της με μία βαθιά τρυφερότητα, περνώντας από την άρνηση, στο θυμό και, τέλος, στην συγχώρεση, την προσπάθεια προσέγγισης ακόμη και χωρίς κατανόηση και την αποδοχή.

Οι άνδρες-ήρωες του βιβλίου, όλοι τους είναι ατελείς: από τον αδιάφορο, απαθή, γραμμικό σύζυγο, περνάμε στον πατέρα, εκπρόσωπο μίας άλλης εποχής, παντελώς ξένο σε οτιδήποτε ξεφεύγει από την κανονικότητα και καταλήγουμε στον σύζυγο της αδελφής της Γιόνγκ-Χιε, ο οποίος σε μία κατάσταση παροξυσμού θέλγεται γεμάτος έξαψη από τη σκέψη και μόνο μίας μογγολικής κηλίδας. Θεωρώ ότι η ηρωίδα που περισσότερο αγάπησε η συγγραφέας είναι η μεγάλη αδελφή, η Ιν-Χιε, αυτή που παρότι υπέφερε από τη διπλή προδοσία, εκούσια ή ακούσια, εξακολουθεί να προσπαθεί να ταϊσει την αδελφή της με τροφή φυτοφαγική, συνεχίζει να προσπαθεί να τη φροντίσει με κάθε μέσο, ακόμη και παραμερίζοντας τις ευθύνες της ως μητέρας, δεν παραιτείται ακόμη και αν δεν μπορεί να κατανοήσει την αδελφή της μέσα στην παράνοιά της, παραμένει δίπλα της έως το τέλος, κάλλιστα μπορούμε να πούμε πως το τελευταίο μέρος του βιβλίου είναι ένας ύμνος στην αδελφική αγάπη.

Έργο πολυεπίπεδο, πολλαπλών αναγνώσεων, δεν χαρίζεται εύκολα στον αναγνώστη. Γεμάτο γωνίες, αγκυλώνει, ξεβολεύει, ταρακουνά, ενώ, ταυτόχρονα, είναι πλημμυρισμένο από εξόχως αντιφατικές έννοιες όπως η συζυγία ως απουσία αγάπης,  η οικογένεια ως θεσμός χωρίς δεσμούς, η κοινωνία ως πλαίσιο προκαθορισμένων συμπεριφορών, τα ιδρύματα ως χώροι φροντίδας χωρίς ενδιαφέρον ουσιαστικό αλλά με διεκπεραιωτικές, συχνά, δραστηριότητες. Σε μία πρώτη ανάγνωση, η ηρωίδα αρνείται να φάει κρέας ως ένδειξη άρνησης συμμετοχής στην ανθρώπινη βία, παραιτείται από την ανθρώπινη φύση της, για να μεταμορφωθεί, να αναγεννηθεί σε κάτι διαφορετικό, ειρηνικό και άκακο, ουσιαστικά οδηγούμενη στο θάνατό της. Τίποτε δεν είναι όπως φαίνεται, κάθε λέξη, κάθε ήχος, κάθε εικόνα, κάθε σιωπή, κάθε βλέμμα είναι επιμελώς τοποθετημένα στη θέση τους, οι εικόνες είναι είτε σκοτεινές, αιματοβαμμένες, τρομακτικές, είτε γεμάτες φως, λουλούδια, σχήματα, γοητεία και έλξη.

Λέξη προς λέξη, φράση προς φράση, «Η χορτοφάγος» είναι μία αναγνωστική εμπειρία που έρχεται με σφοδρότητα και απογειώνει την καθημερινότητά μας. Δεν επιθυμεί η συγγραφέας να δώσει απαντήσεις, με περισσή μαεστρία όμως προκαλεί τον αναγνώστη να δει τον κόσμο μέσα από μία αφήγηση ξεχωριστού ενδιαφέροντος που  κρύβει μέσα στις σελίδες  του υλικά βαθιάς ζύμωσης που μας αποκαλύπτονται σταδιακά και μας υπενθυμίζουν με τρόπο καφκικό ότι για να αλλάξουμε τον κόσμο πρέπει πρώτα να αλλάξουμε εμείς.

Αλλόκοτο αλλά την ίδια στιγμή αφοπλιστικό, αισθησιακό, ωμό, βίαιο αλλά ταυτόχρονα, τρυφερό, αισθαντικό, ανθρώπινο, με θέματα που ανεπαίσθητα διαφαίνονται, σαν χαμηλός καρδιακός παλμός, όπως η σεξουαλική καταπίεση, οι διατροφικές διαταραχές, η ιδρυματοποίηση, η ψυχική ασθένεια, η αντιμετώπιση ως «παρία» όλων όσων μας φαίνονται διαφορετικοί, το φυσικό περιβάλλον ως απόλυτο καταφύγιο, το ανθρώπινο σώμα ως το τελευταίο σύνορο φθαρτότητας, πέρα και πάνω από εθνογραφικές ή κοινωνιολογικές επιδράσεις, «Η χορτοφάγος» είναι ένα μυθιστόρημα παγκόσμιο, συγκλονιστικό, σωτηριακό, κατά μία έννοια. Αρκεί να θέλει κανείς ή να μπορεί να σωθεί.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top