Fractal

«Γρίφοι για την Αθήνα»: μια γοητευτική εκπαιδευτική πρόταση, μια συναρπαστική ιστορική περιήγηση

Γράφει η Γιούλη Χρονοπούλου // *

 

Τόνια Καφετζάκη: «Γρίφοι για την Αθήνα», ΠΙΟΠ, 2021

 

Η Τόνια Καφετζάκη είναι μια εξαίρετη εκπαιδευτικός και ιστορικός, μια χαρισματική ξεναγός (ξεχωριστές οι περιηγήσεις της στην Αθήνα για μαθητές και εκπαιδευτικούς) και μια καταξιωμένη αθηναιογράφος. Η αγάπη της και οι γνώσεις της για την Αθήνα συνδυάστηκαν εδώ, όπως και η ίδια επισημαίνει στον  πρόλογό της, με την αφοσίωσή της στο εκπαιδευτικό λειτούργημα και τους μαθητές της, καταλήγοντας σ’ ένα θαυμαστό αποτέλεσμα.

Το βιβλίο «Γρίφοι για την Αθήνα», που εντυπωσιάζει και ως έκδοση, με την καλαισθησία και την ποιότητά της, όπως και την πολύ πετυχημένη και βοηθητική εικονογράφηση του Παναγιώτη Πανταζή, με περίπου 55 σχέδια, είναι ένα πολύτιμο βιβλίο για όλους. Κι αν ίσως απευθύνεται σε εφήβους, ασφαλώς αποτελεί ένα πολύ ευχάριστο και χρήσιμο ανάγνωσμα για κάθε ενήλικα, καθώς προσφέρει πλούσιο πληροφοριακό υλικό με ανάλαφρο και φυσικό τρόπο, όντας ταυτόχρονα και ένα έξοχο αφήγημα, που διακρίνεται από πολλές αρετές. Συνδυάζει ιστορία, μυθολογία, παιδαγωγική και λογοτεχνία, εντάσσοντας τα διάφορα πραγματολογικά στοιχεία σ’ ένα πολύ ενδιαφέρον αφηγηματικό πλαίσιο. Παράλληλα, συνιστά μια καινοτόμα, υποδειγματική και γοητευτική εκπαιδευτική πρόταση.

Κατ’ αρχάς, πρόκειται για ένα ευφυές βιβλίο, αφού στηρίζεται σε μια πρωτότυπη σύλληψη, μια περιπέτεια βασισμένη σε 9 + 1 συναρπαστικούς γρίφους (ο ένας είναι ο γρίφος – ομπρέλα), τους οποίους έχει επινοήσει η συγγραφέας και μας καλούν να ανακαλύψουμε κάθε φορά τα σημεία της Αθήνας στα οποία αναφέρονται, διατρέχοντας το ιστορικό κέντρο της πόλης στον χώρο και τον χρόνο. Η ίδια η έμπνευση των γρίφων, αλλά και η διατύπωσή τους, με την ποιητικότητα, αλλά και την ισορροπία ανάμεσα στο αποκρυφικό και αινιγματικό από τη μια, και στο λογικό και απτό από την άλλη, εντυπωσιάζει.

Παρακολουθούμε μια τετραμελή ομάδα 15χρονων μαθητών (τρία αγόρια και ένα κορίτσι), που αναλαμβάνει μια πρωτότυπη εργασία στο πλαίσιο του ομίλου «Αθηναϊκοί περίπατοι»: να επιλύσει τους γρίφους για την Αθήνα που αναφέραμε, αναζητώντας τα πήλινα όστρακα που η καθηγήτριά τους, η κ. Κλειώ Σχοινά (το alter ego της Τόνιας Καφετζάκη, με το εμβληματικό όνομα της Μούσας της Ιστορίας) έχει κρύψει σε διάφορα σημεία του ιστορικού κέντρου της πόλης. Τα όστρακα, που αντιστοιχούν σε γράμματα, και στο τέλος σχηματίζουν μια φράση που αποτελεί το επιστέγασμα και την ανταμοιβή της προσπάθειας, εικονοποιούν με τον τρόπο τους τη θραυσματική (όπως την ονομάζει και η συγγραφέας) εικόνα της Αθήνας.

Παρακολουθώντας όλα τα στάδια της αναζήτησης, τους προβληματισμούς, τις σκέψεις, την αγωνία των παιδιών, αλλά και την προετοιμασία τους, τη μελέτη, την αυτοψία, τα βήματά τους στα διάφορα σημεία της πόλης, πέραν του ότι συλλέγουμε γνώσεις, ταυτόχρονα παρατηρούμε και τέσσερις χαρακτήρες, τέσσερα διαφορετικά πρόσωπα, με τις ιδιαιτερότητες και τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά τους, αλλά και με τις μεταξύ τους σχέσεις, που συμβάλλουν με τον τρόπο τους στην επίλυση των γρίφων. Η Μυρτώ, ο Άγγελος, ο Σταύρος και ο Νικόλας γίνονται τα αγαπημένα μας παιδιά καθώς διατρέχουμε το βιβλίο, όλα υπεύθυνα, τα τρία πρώτα πιο κοντά στο τυπικό του καλού μαθητή, ο Άγγελος και ο Σταύρος μάλιστα (πραγματικά ονόματα πραγματικών παιδιών), που χαρακτηρίζονται από συνέπεια και φιλομάθεια, η Μυρτώ εξίσου επιμελής, οργανωτική, συχνά σε ρόλο αρχηγού, ο Νικόλας, από την άλλη, πιο αμελής ή ίσως πιο ανέμελος, λιγότερο συστηματικός, ωστόσο πολύ εύστροφος και εύστοχος, αλλά και συνεπής σε ό, τι (αν και μικρότερου βάρους) αναλαμβάνει, βοηθά επίσης από την πλευρά του στο κυνήγι του θησαυρού (όπως τα ίδια τα παιδιά έχουν ονομάσει την εργασία τους) – για τον καθένα υπάρχει ρόλος και χώρος. Παρακολουθούμε ακόμη κι ένα υπό εξέλιξη ειδύλλιο ανάμεσα στον Άγγελο και τη Μυρτώ, που τροφοδοτείται κι αυτό από την ίδια την περιπέτεια της έρευνας. Τα παιδιά, μελετώντας τις σημειώσεις τους, αναζητώντας περαιτέρω πηγές στο διαδίκτυο, αλλά καταφεύγοντας και σε μια αναπάντεχη, μα άκρως καλοδεχούμενη και εποικοδομητική βοήθεια δύο ξεχωριστών ηλικιωμένων, συνταξιούχων φιλολόγων και κατοίκων της Πλάκας, του κυρίου Δημήτριου και του κυρίου Κωνσταντίνου, ανακαλύπτουν σιγά-σιγά τα πολλά και συναρπαστικά μυστικά της πόλης και λύνουν τα γοητευτικά της μυστήρια. Η παρουσία των δύο πρώην εκπαιδευτικών, που αποτελεί και έναν φόρο τιμής στο επάγγελμα, παραπέμπει και στο ρόλο του βοηθού/συμπαραστάτη στις αφηγηματικές λειτουργίες του παραμυθιού του Βλάντιμιρ Προπ (Vladimir Propp), σ’ ένα πλαίσιο αναζήτησης ενός «μαγικού» αντικειμένου, μολονότι εδώ δεν έχουμε ανταγωνιστές και εξαπατήσεις ούτε απαγορεύσεις ή εμπόδια, αλλά έχουμε δυσκολίες και δοκιμασίες, λύση, αναγνώριση και έπαθλο.

Αξιοσημείωτη είναι η διαφορετική χρήση της γλώσσας από πλευράς των παιδιών σε σχέση με τη χρήση της από τους δύο ηλικιωμένους, που μιλούν λογιότερα, αποτελώντας πάντως δυο πολύ ευχάριστους και συμπαθείς χαρακτήρες. Η σχέση μεταξύ των παιδιών, τα πειράγματά τους, οι αντιδράσεις τους αποδίδονται με απόλυτη αληθοφάνεια, φυσικότητα και χαρακτηριστική προφορικότητα. Η γραφή της Τόνιας Καφετζάκη διαπνέεται και από λεπτό χιούμορ.

Ο Νικόλας, που είναι ο πιο αυθόρμητος, μας διασκεδάζει με τον τρόπο που αντιδρά κάνοντας, ωστόσο, εύστοχες παρατηρήσεις. Όταν αναζητούν το ναό του εργατικού θεού, σχολιάζει: «Υπάρχει τέτοιος; Απ’ ό,τι ξέρω, μια χαρά περνούσαν οι θεοί. Ξάπλες κι έρωτες. Δε νομίζω να δούλευε κανείς τους» ή παρομοιάζει τη Στοά του Αττάλου και τα μαγαζιά της με «κάτι σα μωλ της αρχαιότητας» Ο Σταύρος αστειεύεται εύστοχα όταν μιλώντας για την Αθηναϊκή δημοκρατία και το επίτευγμά της «να μην ξεχωρίζεις το ιδιωτικό από το δημόσιο συμφέρον», λέει: «Πώς γίνεται σήμερα; Καμία σχέση».

 

Τόνια Καφετζάκη

 

Γενικότερα, η γραφή διακρίνεται από ζωντάνια, παραστατικότητα, ρέοντα λόγο και φυσικό ύφος. Ανάμεσα στις πληροφορίες και τις αναζητήσεις διεισδύουν όμορφες, νεανικές ανάσες… «Εμείς συνεχίζουμε τη βόλτα μας στην Πλάκα;» ρώτησε η Μυρτώ τον Άγγελο. «Είναι τόσο όμορφη ώρα!». «Υπέροχη ιδέα!», συμφώνησε πανευτυχής εκείνος. Όταν οι άλλοι απομακρύνθηκαν, ο Άγγελος τόλμησε να πιάσει το χέρι της Μυρτώς. Κι εκείνη …δεν το τράβηξε.

Η Τόνια Καφετζάκη, μέσα από την ίδια τη δράση των Αθηναϊκών περιπάτων και αντίστοιχα από το βιβλίο (αφού η έμπνευση για το βιβλίο υπήρξε η πενταετής και πολύ επιτυχημένη δραστηριότητα του Ομίλου που λειτουργούσε στο Γυμνάσιο της Ευαγγελικής) κατακτά όλα τα προτάγματα της σύγχρονης παιδαγωγικής. Ο μαθητής τίθεται στο κέντρο της μαθησιακής διαδικασίας, αναλαμβάνει ρόλο ενεργητικό και μαθαίνει πώς να μαθαίνει. Και καθώς η μάθηση γίνεται διερευνητική και ανακαλυπτική,  κι ακόμη βιωματική και αυθεντική (αφού η εκπαιδευτική διαδικασία ασκείται σε πραγματικές και όχι προσομοιωμένες συνθήκες), αφομοιώνει αποδεδειγμένα πολύ περισσότερα απ’ όσα του προσφέρει το απλό μάθημα. Εφαρμόζεται υποδειγματικά ο εποικοδομισμός (εκκίνηση από τις υπάρχουσες γνώσεις και σταδιακή κατάκτηση / οικοδόμηση των καινούργιων), ενώ η ομαδοσυνεργατική μέθοδος βρίσκεται στο απώγειό της, εφόσον όχι μόνο τα παιδιά συνεργάζονται, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται, κατανέμουν τα καθήκοντα σύμφωνα με τις κλίσεις και τις επιθυμίες τους, αναπτύσσουν ισχυρούς δεσμούς και εξελίσσονται. Γιατί, όπως προβλέπεται και από τη σύγχρονη διδακτική, τα παιδιά δεν αποκομίζουν μόνο γνώσεις, αλλά αναπτύσσουν δεξιότητες και επιπλέον καλλιεργούν αξίες και στάσεις. Εν προκειμένω, ασκούνται στην επικοινωνία, την επίλυση προβλήματος, την παρατηρητικότητα και τη συνεργασία. Μαθαίνουν, ειδικότερα, να αφουγκράζονται τα απομεινάρια, να ανακαλύπτουν κατάλοιπα ζωής, να ακούν τη μουσική του παρελθόντος, να σέβονται τα προϋπάρχοντα στρώματα και τους ανθρώπους που έζησαν εδώ πριν από πολλά ή πάρα πολλά χρόνια, να εκτιμούν την πολιτιστική κληρονομιά, να ενδιαφέρονται για το παρελθόν, αλλά να βλέπουν και με άλλο, πιο διεισδυτικό βλέμμα, το παρόν, να γίνονται σταδιακά συνειδητοί πολίτες, να κρίνουν και να συγκρίνουν, να προβληματίζονται, να τιμούν τις γνώμες και τις γνώσεις των άλλων, να παραδέχονται τους μεγαλύτερους και να τους φέρονται με σεβασμό.

Αυτή η ισχυρή παιδαγωγική έδραση του βιβλίου το καθιστά ιδιαίτερα πειστικό, αποτελώντας μια πολύ αξιόλογη και ελκυστική παιδαγωγική πρόταση, καθότι συνδυάζει τη γνώση με την ψυχαγωγία και το βίωμα. Επίσης, διδάσκει, μ’ έναν τρόπο, την ανάγκη να επιδεικνύεται εμπιστοσύνη προς τα παιδιά, που συχνά έχει φανεί ότι  ξεπερνούν τις προσδοκίες μας και παρακάμπτουν τις επιφυλάξεις μας.

Φυσικά, ταυτόχρονα, διαφαίνεται και ο ρόλος του εκπαιδευτικού, που μολονότι δεν είναι στο κέντρο, η καθοδήγησή του είναι παρούσα και η έμπνευση, αλλά και η στήριξη που παρέχει διαρκής. Η κ. Σχοινά εμφανίζεται «ζωντανά» ελάχιστα, όμως διαπερνά όλη τη δράση και τη σκέψη των παιδιών, υπάρχει στις σημειώσεις, στις αφομοιωμένες γνώσεις, στις αναφορές τους, στις μνήμες από το μάθημα και τους περιπάτους, στην έντεχνη δημιουργία ενός ευνοϊκού μαθησιακού περιβάλλοντος, στην όλη πολύπτυχη οργάνωση, στην ενορχήστρωση μιας πραγματικά πολυφωνικής συμφωνίας, που έχει προετοιμαστεί με επιμέλεια σε όλα τα επίπεδα. Ο εκπαιδευτικός είναι ίσως αόρατος, αλλά πανταχού παρών. Και εντέλει παίρνει ό,τι δίνει, αφού και στην περίπτωση της μαθητοκεντρικής μάθησης δεν κάνει εκπτώσεις χρόνου και κόπου. Γιατί, είναι και γι’ αυτόν τον λόγο που πετυχαίνει το σχέδιο, κι έτσι εξηγείται η αποτελεσματικότητα των παιδιών, που, από την άλλη, δεν έχουν επιλεγεί τυχαία – αφού και η ανάθεση των εργασιών πρέπει να γίνεται ανάλογα με τις δυνατότητές τους.

Την ίδια ώρα, το περιεχόμενο του βιβλίου είναι η αφορμή για μας τους αναγνώστες, να διασχίσουμε τον χώρο και τον χρόνο, να μεταφερθούμε σε 9 κύριους χώρους της  Αθήνας και να τους ανακαλύψουμε: στην Ακρόπολη, στον Περίπατο και τις κλιτύες, στους απέναντι λόφους, στην αρχαία αγορά, στον Κεραμεικό, στη διαδρομή από τη Βιβλιοθήκη του Αδριανού στο Ολυμπιείο, στις βυζαντινές εκκλησίες της Αθήνας, στα ίχνη της Οθωμανικής Αθήνας, στις γειτονιές της Πλάκας.

Γιατί, μαζί με τα παιδιά, αντιμετωπίζουμε κι εμείς τα -συχνά δυσεπίλυτα- αινίγματα, αναμετρούμαστε με τις γνώσεις μας, που πιθανότατα τις βρίσκουμε ελλιπείς, μολονότι έχουμε περπατήσει δεκάδες φορές σε πλείστα από τα μέρη που επισημαίνονται, αλλά συνήθως βιαστικά ή αδιάφορα.

Χάρη στην έντεχνη εξιστόρηση ζωντανεύει μπροστά μας η ιστορία, από την αρχαιότητα μέχρι τα πρόσφατα χρόνια, αναβιώνει η ζωή των προγενέστερων ανθρώπων, αυτό ακριβώς το στοιχείο που κάνει την Ιστορία σαγηνευτική. Το ενδιαφέρον είναι ότι η Τόνια Καφετζάκη δεν εστιάζει μόνο ή τόσο στις πιο προβεβλημένες και κεντρικές λεωφόρους της Ιστορίας, αλλά κινείται και σε αρκετούς υποφωτισμένους, παράπλευρους δρόμους και σε εναλλακτικά μονοπάτια.

Έτσι, όλος ο γρίφος της Ακρόπολης είναι δομημένος πάνω στο ρόλο και τις δραστηριότητες των γυναικών στον χώρο σε διάφορους χρόνους [«ακολουθώντας τα βήματα των κοριτσιών» ορίζει ο γρίφος, κάνοντας λόγο -ανάμεσα σε πολλά άλλα- για «το σπίτι με τις μικρές υφάντρες» (το Αρρηφόριο, όπου κλείνονταν τα μικρά κορίτσια για να υφάνουν το πέπλο των Παναθηναίων) και «το σχολειό των κοριτσιών» (το αλληλοδιδακτικό σχολείο θηλέων, που είχε λειτουργήσει στην Ακρόπολη κατά την Επανάσταση)] – κι αυτό, προφανώς, είναι ανατρεπτικό. Ή αναδεικνύονται σχετικά υποβαθμισμένες πτυχές της ιστορίας, όπως η επιδρομή των Ερούλων τον 3ο αιώνα μ.Χ., που, όπως διαπιστώνει και ο Νικόλας, «δεν άφησαν τίποτα όρθιο», ενώ μαθαίνουμε, επίσης, για τα παράδοξα «κουφικά» στις εκκλησίες, τα διακοσμητικά με κουφική αραβική γραφή, μια «δυσανάγνωστη» αραβική επίδραση.

Συνειδητοποιούμε, επίσης, τα διαδοχικά στρώματα της πόλης. Για παράδειγμα, «η εκκλησιά με τον αρχαίο χρόνο» είναι η Γογροεπήκοος στην πλατεία Μητροπόλεως, χτισμένη πάνω στον αρχαίο ναό της θεάς του τοκετού, της Ειλείθυιας, με ενσωματωμένα πλήθος αρχαία ανάγλυφα, μεταξύ αυτών και τη ζωφόρο με τις επίσημες αττικές γιορτές, ένα αρχαίο ημερολόγιο.

Κατανοούμε, ακόμη, τη διαδρομή των λέξεων, όπως το Μητρώον, που ήταν ναός αφιερωμένος στη μητέρα των θεών, τη Ρέα, αλλά και το ληξιαρχείο της πόλης, εξ ου και η σύγχρονη χρήση της λέξης.

Αναρωτιόμαστε, μαζί με τη Μυρτώ, για την εξαφάνιση των ιχνών της Οθωμανικής Αθήνας: «Σκεφτόμασταν», λέει η Μυρτώ, «ότι είναι κρίμα που χάθηκαν τόσα κομμάτια της ιστορίας της πόλης, ανάμεσά τους και οθωμανικά μνημεία. Δεν είναι λάθος που κατεδαφίστηκε ο Μεντρεσές;». «Παρατήρησα», λέει παρακάτω, «ότι δεν συναντήσαμε καθόλου βρύσες, κρήνες, παρότι συχνά διαβάσαμε γι’ αυτές», για να λάβει την απάντηση από τον κύριο Δημήτριο, που ενθουσιάστηκε με την ευαίσθητη παρατήρησή της, ότι, όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα, έπρεπε να προβάλει το αρχαίο παρελθόν και το ευρωπαϊκό παρόν. Ό, τι θύμιζε μεσαίωνα ή ανατολή καταστρεφόταν. Βρύση δεν σώζεται καμιά, παρά μόνο μια μαρμάρινη επιγραφή μιας κρήνης στην οδό Μνησικλέους. Το ίδιο καταστροφικοί, μάλιστα, υπήρξαν οι Αθηναίοι και με τις βυζαντινές εκκλησίες.

Κι ακόμα, μελαγχολούμε μαζί με τα παιδιά δίπλα στις παλιές όχθες του Ιλισσού, στη διαπίστωση ότι, εκτός από τα κτίσματα, τραυματίστηκε ανεπανόρθωτα και η φύση της Αθήνας, με την απώλεια των ποταμών της να είναι ίσως η πιο σκληρή.

Εν κατακλείδι, το βιβλίο λειτουργεί σε δύο επίπεδα. Το πρώτο είναι η λειτουργία του ως αναγνώσματος, επίπεδο στο οποίο η συγγραφέας καταφέρνει να μας ικανοποιήσει απόλυτα με τη συνεπή της αφήγηση και την όμορφη γραφή της, να μας προσφέρει πληθώρα πολύτιμων πληροφοριών, αλλά και να μας συγκινήσει, να μας ευαισθητοποιήσει, να μας προβληματίσει και να μας κάνει να βλέπουμε την πόλη με το μυαλό και την καρδιά.

Το δεύτερο είναι η λειτουργία του στο πεδίο (τόσο το εκπαιδευτικό όσο και το πραγματικό), αφού εντέλει υπερβαίνουμε την ανάγνωση, αφενός για να αντλήσουμε ιδέες (αν είμαστε εκπαιδευτικοί, να εφαρμόσουμε την πρότασή της ή μέρος αυτής), αφετέρου για να κινητοποιηθούμε, να περπατήσουμε στους δρόμους της πόλης και να ανακαλύψουμε οι ίδιοι, βιωματικά πια, την κρυφή και κρυμμένη Αθήνα.

Και ευγνωμονούμε την Τόνια Καφετζάκη γι’ αυτό.

 

 

* Η Γιούλη Χρονοπούλου είναι Δρ. φιλολογίας και Συντονίστρια Εκπαιδευτικού Έργου Φιλολόγων

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top