Fractal

Ιωσήφ Μπρόντσκι «Γράμμα στο στρατηγό “Ζ”»

Μετάφραση – απόδοση: Ρανελέ Ριζίκοβα //

 

 

 

«Ο πόλεμος, εκλαμπρότατε, είναι μια μπλόφα

Σήμερα – ρέντα, αύριο –  ζόφα …»

 

Άσμα για την πολιορκία της Λα Ροσέλ

 

Στρατηγέ! Σκατά – το δικό μας χαρτί.

Πάω πάσο. Ο Βοράς δεν είναι εδώ, μα στον πόλο.

Και ο ισημερινός είναι πιο φαρδύς απ΄του παντελονιού σας γραμμή.

Επειδή, στρατηγέ, είναι στο Νότο, το μέτωπο όλο.

Και σε τέτοια απόσταση η κάθε διαταγή

στον ασύρματο μετατρέπεται σε μπούγκι-γούγκι και σόλο.

 

Στρατηγέ! Η ανακατωσούρα σε μπουρδέλο έχει τραπεί.

Η έλλειψη δρόμων δεν αφήνει να φτάσουν τα εφόδια δεύρο.

Και να αλλαχτούν τα σεντόνια που έχουν γίνει σκληρά σαν γυαλί.

Αυτό, αν θέλετε, μου τη δίνει στα νεύρα.

Ποτέ άλλοτε δεν έχει λερωθεί

τόσο πολύ ο βωμός της Μινέρβα.

 

Στρατηγέ! Καθόμαστε τόσον καιρό μες στη λάσπη

που ο βασιλιάς των σκουληκιών έχει λυσσάξει για εν δυνάμει τροφή.

Και ο κούκος σωπαίνει. Ωστόσο, Θεός φυλάξοι,

να τον ακούσουμε να λαλεί.

Και επειδή ο εχθρός δε λέει για επίθεση τις δυνάμεις να παρατάξει,

θαρρώ ότι πρέπει να πούμε μερσί.

 

Οι κάννες των κανονιών μας έχουν χωθεί μες στη γη,

οι μπάλες έχουν γίνει χλαπάτσες. Κα μόνο οι σαλπιγκτές,

βγάζοντας από τις θήκες τις σάλπιγγές τους με ηδονή

σαν τους μανιώδους μαλάκες και μπανιστές

τις τρίβουν με τις ώρες τόσο που στην τελική

εκείνες αρχίζουν να βγάζουν κραυγές.

 

Οι αξιωματικοί τριγυρνούν ενάντια στον κανονισμό

με παντελόνια και αμπέχονα σε άλλο χρώμα.

Οι στρατιώτες στους θάμνους σε μέρος ζεστό

επιδίδονται σε ντροπιαστικές πράξεις επάνω στο χώμα.

Και ερυθιά, υποστέλλοντας λάβαρο πορφυρό

ο δικός μας λοχίας έχοντας γίνει στουπί και λιώμα.

 

Στρατηγέ! Ακόμα και αν η πιθανότητα νίκης ήταν μικρή,

είχα δώσει μάχες πάντα και παντού, ανελλιπώς.

Δεν χρειαζόμουν άλλο αστέρι-αστρί

εκτός απ’ εκείνο που ‘χετε στο πηλήκιό σας εμπρός.

Μα τώρα νιώθω σαν σε κείνο το παραμύθι για το καρφί:

που στον τοίχο το ‘χουν καρφώσει παίρνοντάς του κεφάλι και φως.

 

 

 

 

Στρατηγέ! Δυστυχώς η ζωή είναι γλυκιά.

Για να μην ψάχνεις για πειστικές αποδείξεις περί άλλης,

θα χρειαστεί να πιείς μονοκοπανιά

το ποτήριόν σου μες σ’ αυτές τις φτωχικές συστάδες της πάλης:

η ζωή ενδεχομένως δεν είναι τόσο μακριά,

ώστε τα χειρότερα εις τας καλένδες να αναβάλλεις.

 

Στρατηγέ! Μόνο οι ψυχές έχουν ανάγκη σωμάτων. Μην υποπέσεις

σε αμφιβολία: οι ψυχές ως γνωστόν, δεν έχουν κακία.

Δε μας έφερε η στρατηγική τέχνη σ’ αυτές τις θέσεις,

μα της αδελφοσύνης η ιερή επιθυμία.

Καλύτερα να επεμβαίνεις σε ξένες υποθέσεις,

άμα στις δικές σου δε βρίσκεις άκρη καμία.

 

Στρατηγέ! Και τώρα έχω ρίγη και πυρετό.

Δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο: από φόβο, από ντροπή,

από έλλειψη γυναικών τάχα; Ή όλα είναι ένα παιχνίδι στο μυαλό;

Δε με βοηθούν μήτε γιατροσόφια μήτε γιατροί.

Επειδή, μάλλον, ο μάγειράς σας, από μαρασμό

τη ζάχαρη με τ’ αλάτι μπερδεύει σερί.

 

Στρατηγέ! Είναι η εκδίκηση σαν τη λοξή οργιά.

Φοβάμαι πως σε αδιέξοδο έχουμε καταλήξει.

Οι λόγχες μας γεμίζουν σκουριά.

Από μόνη της της λόγχης η νύξη

δεν εγγυάται την ύπαρξη στόχου με σιγουριά,

ούτε θα προχωρήσει πιο πέρα από μας η σκιά.

 

Στρατηγέ! Δεν έχετε να κάνετε με έναν δειλό.

Δείτε τον φάκελό μου, ελέγξτε πηγές.

Δεν με πτοεί ούτε το βόλι τυφλό.

Δεν φοβάμαι μήτε εχθρούς μήτε διαβολές.

Ας μου κοτσάρουν στην πλάτη τον άσσο καρό.

– ζητάω να παραιτηθώ δίχως αναβολές!

 

Δε θέλω να πεθάνω, Στρατηγέ!

για χάρη δύο – τριών βασιλέων

που δεν έχω αντικρίσει ποτέ

(το θέμα δεν είναι οι παρωπίδες, μα οι σκονισμένες περσίδες).

Εντούτοις μου είναι εξίσου ή εις διπλούν απεχθές

το να ζω για αυτούς σαν χαμαιλέων.

 

Στρατηγέ! Έχω μπουχτίσει με το ψωμοτύρι.

Βαριέμαι την σταυροφορία μέχρι αηδίας.

Βαριέμαι την ίδια θέα στο δικό μου παραθύρι:

λόχμες, βουνά και ρυάκια της απελπισίας.

Άμα ο κόσμος μόνο προς τα έξω έχει εξερευνηθεί,

κρίμα σ’ αυτούς που από μέσα έχουν ταλαιπωρηθεί.

 

Στρατηγέ! Αν εγκαταλείψω τις επάλξεις, θαρρώ,

η απουσία μου δε θα γίνει διόλου αισθητή.

Δε θα προκαλέσει μεγάλο κακό:

δεν είμαι σολίστας, μα είμαι σαν ξένος στην μπάντα αυτή.

Το επιστόμιο απ’ τη φλογέρα αφαιρώ,

Στο αμπέχονό μου βάζω φωτιά και το σπαθί μου τσακίζω στα δυό.

 

Δε φαίνεται το πουλί, μα το ακούς να λαλεί.

Ο ελεύθερος σκοπευτής από του πνεύματος την απραγία

είτε της γυναικός του επιστολή είτε τη διαταγή

καβάλα επά στο κλαδί διαβάζει με απληστία.

Και ο δικός μας ζωγράφος από την άκρατη πλήξη

σχεδιάζει ένα κανόνι με την κάννη στραμμένη στα ύψη.

 

Στρατηγέ! Θα σας δικαιώσει μονάχα ο καιρός.

Τα μετερίζια σας, τις ενέδρες, τις νίκες, τους σχηματισμούς

στις ακαδημίες θα θαυμάζουν με ευλάβεια διαρκώς.

Οι δικές σας μάχες θα ανοίγουν τους οφθαλμούς,

τους ορίζοντες και την κεντρική αορτή γενικώς,

σάμπως πίνακες της νεκράς φύσης την όρεξη σε χοντρούς.

 

Στρατηγέ! Πρέπει να σας πω

ότι μοιάζετε με έναν λέοντα πτερωτό

στημένο μπροστά σε κάποια θύρα. Επειδή δυστυχώς

δεν υπάρχετε μες στη φύση.

Όχι, δεν είστε χτυπημένο φύλλο ή νεκρός,

δεν υπάρχετε καν μες στην τράπουλα αν κάποιος σας ζητήσει.

 

Στρατηγέ! Την υπόθεσή μου να σας γνωρίσω επιθυμώ.

Ας με περάσουν από στρατοδικείο! Ακόμα

το άθροισμα των ταλαιπωριών ισούται με τον παραλογισμό.

Είθε ο παραλογισμός να έχει σώμα!

Και ας γίνει το δικό του το αγγείο ορατό

χάρη σε κάτι μαύρο επάνω σε κάτι λευκό.

 

Στρατηγέ, ακόμα ένα να σας πω:

Στρατηγέ! Σας πήρα για ρίμα στη λέξη

«πέθανε» –  και τι απέγινα εγώ;

Μα ο Θεός δεν πρόλαβε να ξεδιαλέξει

την ήρα από το σιτάρι και τώρα εδώ

θα ήταν ψέμα να την χρησιμοποιώ.

 

Στην αλάνα όπου τη νύχτα φέγγουν παντού

δυο φανάρια και σαπίζουν βαγόνια θωρακισμένα με ασπίδες

βγάζοντας από πάνω μου τη στολή γελωτοποιού

και αφαιρώντας τις επωμίδες

παγώνω συλλαμβάνοντας επάνω μου ένα βλέμμα φακού

ή της Μέδουσας μάτι με φίδια για βλεφαρίδες.

 

Νύχτα. Τις σκέψεις μου απασχολεί αυτή την ώρα

μια γυναίκα που είναι μέσα έξω καλλονή.

Αυτό που μου συμβαίνει τώρα

είναι πιο κάτω απ’ τον ουρανό, μα πιο πάνω απ’ τη σκεπή.

Αυτό που μου συμβαίνει τώρα

δεν έχει στόχο να σας προσβάλει επ’ ουδενί.

 

Στρατηγέ! Δεν υπάρχετε και εγώ

απευθύνομαι, ως συνήθως, σε κουφούς

σε κείνο το κενό

του οποίου οι άκρες είναι άκρες μιας ερήμου αχανούς,

της οποίας στον χάρτη που μπορούσαμε να δούμε κι εγώ

κι εσείς, δεν υπάρχει ίχνος παραμικρό.

 

Στρατηγέ! Αν τελικά μ’ ακούτε να λέω κάτι,

πάει να πει ότι η έρημος κρύβει καλά

μια κάποια όαση μέσα, σαγηνεύοντας τον αναβάτη

και ο αναβάτης είμαι ‘γω φυσικά

σπιρουνιάζω το άτι,

το άτι όμως, στρατηγέ, δεν προχωρεί πουθενά.

 

Μαχόμενος πάντα σαν λιοντάρι Στρατηγέ!

αφήνω πάνω στη σημαία έναν λεκέ.

Στρατηγέ! Ακόμα και το χαρτόσπιτο μοιάζει αχούρι.

Σας γράφω αναφορά, ρουφάω απ’ το φλασκί για γούρι.

Για αυτούς που έχουν επιζήσει της μεγαλύτερης μπλόφας που είναι ζωή

η τελευταία αφήνει ένα κομμάτι χαρτί.

 

Φθινόπωρο 1968

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top