Fractal

Μικρή, γόνιμη μνήμη

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος //

 

Σημείωμα για την νουβέλα της Τζούλιας Γκανάσου με τίτλο «Γόνιμες Μέρες» από τις εκδόσεις Γκοβόστη

 

«μπαμπά,

Να φτιάξουμε

Μια μηχανή

Που να με κάνει

Να μπαίνω στα

Μάτια σου;»

«Γόνιμες Μέρες»

Τζούλια Γκανάσου

 

Ο Γιώργος Σεφέρης μιλά για τους τόπους που άφησε το κορμί του. Έπειτα προβαίνει σε ιερές παραδοχές, αναγνωρίζοντας πως τούτος εδώ ο άνθρωπος, σε κάθε του ηλικία, δεν συνιστά παρά ένα βρέφος. Μεγαλώνει κάθε μέρα με μυρωδιές και γεύσεις και μια ολόκληρη κινησιολογία που παλιώνει μαζί του. Οι γραμμές των πραγμάτων γίνονται θολές, σβήνουν όπως ακριβώς μια φωτιά σβήνει το περίγραμμα των πιο δικών μας πραγμάτων. Η μνήμη που κινείται λαθραία πλέκει την αιωνιότητα με όσα χάσαμε. Γυρολόγοι, πορτοφολάδες, Άραβες έμποροι, εσύ και εγώ παιδιά μες στην ονειρική ανασφάλεια μιας σβησμένης εποχής. Τίποτε δεν θα μας σώσει και όλα τα τραγούδια, όλα τα στερνά λόγια φαντάζουν σκετς παλιομοδίτικα. Δεν απομένει πια άλλος δρόμος από την επιστροφή στις μικρές, στρυμωγμένες μας ζωές που διαθέτουν όλα τα μυστικά κλειδιά της ζωής μας. Αλλοτινοί μεταξουργοί που υφάναμε τις βιογραφίες μας τώρα γυρνούμε γυμνοί μες σε σελίδες και αναμνήσεις.

Αυτός είναι ο δρόμος που χαράζουν οι Γόνιμες Μέρες της Τζούλιας Γκανάσου. Η νεαρή συγγραφέας που μας συγκλόνισε πριν από χρόνια με τους Γονυπετείς της αρθρώνει μια γλώσσα μνημειακή, μια διάλεκτο της ψυχής, γαντζωμένη από την σκέψη και τα γεγονότα. Ο ήρωας του βιβλίου που φθάνει στα ράφια των βιβλιοπωλείων από τις εκδόσεις Γκοβόστη συντάσσει τις λέξεις του με μια ορθογραφία προσωπική. Η μεταλλική καρδιά του καιρού του που εμφανίζεται με υπομνήσεις, φωτισμένη λοξά τώρα βρίσκει και πάλι τις σάρκες της. Κινδυνεύει να γίνει βορά στα σιδερένια εγχειρίδια που λυμαίνονται το παρόν μας. Εδώ δεν κατοικούν οι ρυθμοί και τα εμπνευσμένα ερείπια που συνήθως ντύνουν το φόντο της ελληνικής μυθιστοριογραφίας. Στις σελίδες των Γόνιμων Ημερών θα συναντήσεις αθώα παιδιά, ωραίες προσωπογραφίες, την βία της ψυχής όταν αποχωρίζεται ετούτον εδώ τον κόσμο. Η Τζούλια Γκανάσου επιλέγει σαν λάιτ μότιφ, εκείνη την επαναλαμβανόμενη μελωδία της μνήμης. Πρόσωπα και πράγματα περιδιαβαίνουν την καρδιά του ήρωα, την στιγμή που κάθε του ανάμνηση μετατρέπεται σε νόμισμα σκληρό και σε υπενθύμιση. Χαμένος μες στην αυτιστική χειρονομία της επιβίωσης, χνάρι κάθε καιρού και εγκώμιο πληγωμένο αρνείται την ψευδαίσθηση του ύφους και ασπάζεται όσα κουβαλούν οι μνήμες. Σε κάποια γωνιά του νου, σαλεύουν οι αλλοτινές σκιές, βυθίζονται σε αυτόν τον κόσμο και πάλι αποτραβιούνται με μαγικές, ψυχικές παλίρροιες μες στο περίκλειστο σύμπαν τους. Οικιακά σκεύη, βωμοί που τίποτε δεν σήμαιναν εκείνο τον καιρό, τοιχογραφίες, προσωπογραφίες, αντικείμενα, φιλιά, αποχαιρετισμοί, πλάνες, χρόνια αγαθά και σκοτεινά που δεν μετριούνται στοιβάζονται στις σελίδες αυτού του ιδιότυπου μονολόγου. Η κάμερα της Γκανάσου παρακολουθεί τις σκηνές που φθείρονται δίχως ερείσματα πια, στήνει μια ολόκληρη εικονογραφία από φαινόμενα αισθητικά που διαμορφώνουν οριστικά την μνήμη μας. Τα πρόσωπα φαντάζουν ανεκδοτολογικές αναφορές, η μνήμη γίνεται αβεβαιότητα, αρένα, βαναυσότητα, η τρυφερή ανυπαρξία και η σαρκοφάγος του Γιώργου Ιωάννου που κρύβει δρόμους και πόλεις και μορφές.

 

Τζούλια Γκανάσου

 

Σε κάποια μελέτη για το τρομερό τέλος που βρήκε την Πομπηία ο συγγραφέας αναφέρει. Ο φόβος του θανάτου σβήνει μες στα θαύματα, την ηδυπάθεια, τους θρύλους, την σαρκική ανθρωπότητα. Στην περίπτωση των Γόνιμων ημερών αυτός ο ίδιος, αναλλοίωτος τρόμος παραμένει εν ισχύ, μα τούτη την φορά αφορά την ίδια την μνήμη. Αυτή τροφοδοτεί τον εσωτερικό μονόλογο της Γκανάσου που κινείται προς όλες τις κατευθύνσεις του χρόνου. Ένας κόσμος που λαθροζεί, που αποτραβιέται και σπανίζει και επανέρχεται απίστευτα δυναμικός κάτω από το βάρος τούτης της ζωής μονολογεί μες στις Γόνιμες εκείνες μέρες. Με ένα μάτι βαρύ μα θαμπερό η συγγραφέας αντικρίζει την μνήμη, σαν να πρόκειται για κάποια πόλη στο βάθος ενός χάρτη σκοτεινού, ηλεκτροφωτισμένη πολιτεία, μια νυχτερινή Βαβυλώνα απίστευτα προσωπική. Κάτω από την απόσταση που συνιστά μια συγκαλυμμένη παρουσία ο ήρωας αυτού του μυθιστορήματος που ανανεώνει ένα ορισμένο, μυθιστορηματικό είδος αναμετράται με εκείνο το δήθεν τακτοποιημένο που μας ακολουθεί. Ο χρόνος που εγκαταλείπει τα ανθρώπινα λύνει την ψυχή από την αυστηρότητά του, την αφήνει να μετρηθεί με πράγματα ποιητικά, με αποσπάσματα και ψηφίδες. Εκείνος ο καινούριος, γενναίος κόσμος που κάποτε μας συστήθηκε με τρόπο αποσπασματικό κερδίζει ξανά την θέση μες στην ανάμνηση. Οι πόλεις και τα φιλιά και οι αισθήσεις εκπίπτουν και απομένει μονάχα ο χρόνος που στεφανώνει τις παλιές μας ζωές, τις αθησαύριστες. Εντός του νου ανάβουν όλες οι λάμπες, κάποιος ρίχνει όλο τον παλιό παράδεισο στο τραπέζι, θυμάται. Όνειρα και ζωές, φύλλα του ίδιου βιβλίου που ξεφυλλίζονται αργά μες στο μυθιστόρημα της Γκανάσου, πυκνώνουν εκείνο το όνειρο που είπαμε ζωή μας βιωμένη. Εκείνος που παλεύει να θυμηθεί, μονάχα εκείνος γνωρίζει πως η ανάμνηση δεν συνιστά παρά έναν κρυφό, νοσταλγικό αποχαιρετισμό και τίποτε περισσότερο, έναν φόρο τιμής, το είδος της αμίαντης αθωότητας που μες στην κλασσική της εκδοχή φαντάζει πια αδιανόητη και μακρινή. Εδάφια ενός βιβλίου αθροίζονται στις σελίδες των Γόνιμων Ημερών την ώρα που ο κόσμος της Γκανάσου υπάρχει μονάχα για να καταλήξει σε κάποιο βιβλίο. Ένας κόσμος μη κατοικήσιμος, μια υποψία μεταφυσικής όταν το ζητούμενο της ευτυχίας έχει πια εκπνεύσει.

Οι Γόνιμες Μέρες της Τζούλιας Γκανάσου από τις εκδόσεις Γκοβόστη συνιστούν ένα είδος λογοτεχνίας που εύκολα συναντά το προσωπικό. Επιστρατεύοντας κώδικες και κλειδιά μας ψιθυρίζει αδιάκοπα όσα κάποτε ο κόσμος θέλησε να μας πει. Αν και οι θεολόγοι κέρδισαν το δικαίωμα να ορίζουν την αιωνιότητα, την μνήμη που γράφει τις σελίδες του βιβλίου την αποδίδει στα πρόσωπα και τα πράγματα ενός κάποιου καιρού. Και δεν είναι καθόλου λίγο να ξαναζεί κανείς για χάρη όλων εκείνων των θαυμάτων που ανήκουν κιόλας σε μια άλλη σφαίρα. Ο παλιός κόσμος γκρεμίζει τις όχθες του και χύνεται μες στην τωρινή μας πραγματικότητα δίχως καμιά ελπίδα ανταπόδοσης. Μες στο νου κυοφορούνται τα πέτρινα πια φαντάσματα, οι προφητείες που δεν πιστέψαμε, όσα λανθάνοντα ζουν μες στις εποχές. Η σκηνή της λαϊκής ιστορίας μεταφράζει δογματικά και μονοσήμαντα την ύπαρξή μας την ίδια ώρα που το παρόν κρατά τόσο πολύ. Σαν ηλιοτρόπια στρέφουμε το πρόσωπό μας σε ότι ποτέ μας όρισε και η πραγματεία της εσωτερικής μας φωνής, η γεωγραφία της ψυχής μας συνθέτουν εκείνη την αφαίρεση που σήμερα μας συνοψίζει. Ο Ερνέστο Σαμπάτο, ο Αργεντίνος συγγραφέας που τόσο λάτρεψε ο Μπόρχες σημειώνει πως ο απλός άνθρωπος, δεν είναι μόνο απλός λόγος, μήτε απλό ένστικτο. Τον αποτελεί μια μνήμη που καθορίζει ταυτότητες και αντιφάσεις.

Όσοι τυχεροί έχουν ήδη διαβάσει τα προηγούμενα βιβλία της Τζούλιας Γκανάσου θα βρουν με βεβαιότητα εκείνο το στοιχείο της άδολης μεταφυσικής που γίνεται κλασσική μες στις μοιραίες και ατέλειωτες ερμηνείες της δημιουργού. Πρόκειται για αυτόν ακριβώς τον ιδιοφυή χειρισμό της μνήμης που βρίσκει εφαρμογή στο μυθιστόρημα των εκδόσεων Γκοβόστη. Είναι η μνήμη ένα δόγμα που μεταφράζει την τωρινή μας ζωή και η Τζούλια Γκανάσου, επιδέξια καθώς ονειρεύεται, κάνει κομμάτια την αντικειμενικότητα, εισάγοντας ένα σχεδόν ολοκαίνουριο, μυθιστοριογραφικό είδος μες στον εκδοτικό πλουραλισμό της εποχής μας. Μες στο κοιμισμένο κτήνος ένας άγγελος ξυπνά και ο Μπωντλαίρ δικαιώνεται για μια ακόμη φορά μες στους αιώνες.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top