Fractal

«Στα δάχτυλά μας, στίχοι που έχουν αισχυλική καταγωγή»

Γράφει ο Χρίστος Δ. Αντωνίου //

 

 

 

Γιώργος Βέης «Βράχια», εκδ. Ύψιλον

 

Οι παρουσιάσεις και τα κριτικά σημειώματα στο διαδίκτυο για την πρόσφατη 14η ποιητική συλλογή Βράχια του Γιώργου Βέη έχουν ήδη ξεπεράσει, απ’ όσο ξέρω, τις 20 κι αυτό από μόνο του αποτελεί μαρτυρία για την ποιότητα αυτών των ποιημάτων. Τελευταίος λοιπόν και καταϊδρωμένος δεν ξέρω πώς θα μπορούσα να συνεισφέρω σ’ αυτή την προσπάθεια κριτικής αποτίμησης αυτής της συλλογής. Δεν θα ήθελα όμως και να απουσιάσω μη συμμετέχοντας έστω και με λίγα σχόλια σ’ αυτό τον κριτικό Μαραθώνιο.

 

  1. 1.Ο Γιώργος Βέης δημιουργεί λιτή ποίηση με καθημερινές πεζές λέξεις που με την κατάλληλη ποιητική του επενέργεια μεταπλάθονται σε ποιητικό λόγο. Το αντίστοιχο θα λέγαμε συμβαίνει στα πεζά κείμενα των ταξιδιωτικών του. Ενώ δηλαδή χρησιμοποιεί νομίμως πεζό λόγο, σε πάμπολλα σημεία του κειμένου οι λέξεις σηκώνουν κεφάλι κι αρχίζουν έναν άλλο βηματισμό, αποκολλώνται από το έδαφος, ίπτανται, καθώς ο καιροφυλακτών ποιητής  τις έχει εντωμεταξύ εφοδιάσει με φτερά. Άλλωστε και ο ίδιος έχει πολλές φορές ομολογήσει ότι είναι οπαδός της ενιαίας γραφής. Όσο για το νόημα του ποιήματος, αυτό προχωράει σιγά σιγά κοντά στο βυθό, σαν υποβρύχιο, συνήθως δυσδιάκριτο.
  2. Η γραφή του Βέη είναι τολμηρή καθώς επιλέγει απρόσμενες μεταβάσεις από στίχο σε στίχο. Αυτό δίνει μια υπερρεαλιστική αίσθηση, η οποία όμως δεν επιβεβαιώνεται επαρκώς καθώς εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς την ψυχοσύνθεση του διπλωμάτη ποιητή που δεν μένει σε κάποια ιστορικά σχήματα αλλά διαλέγεται με όλα τα λογοτεχνικά ρεύματα. Είναι, θα τολμούσα να πω, μάλλον σολωμικός που πρώτα σκέφτεται και εν συνεχεία ή ταυτόχρονα ποιεί. Άρα χρησιμοποιεί λογική με την οποία τιθασεύει κάθε φορά το πόνημά του: «…ψελλίζει απειλή, αλλά ακούγεται ωσαννά/ως εάν γαυγίζει θρόμβους/ένα τικ από παλιά αρτηρία» («Προοπτική»). Παρόλη ωστόσο τη λογική επεξεργασία ένας λεπταίσθητος λυρισμός ξεπηδά από τις ρωγμές του νου: «…το αεράκι που κατεβαίνει από την πλευρά του Ταΰγετου/ θέλει τώρα να τον σηκώσει/ό,τι απέμεινε απ’ αυτόν/έλυτρα κουρελάκια μισόλογα» («Η γονιμότητα του παρελθόντος»). Η γραφή του πάντως αποκτά ιδιάζον ύφος, πολύ προσωπικό, βεηκό, ώστε τα ποιήματά του να είναι αναγνωρίσιμα σε κάθε περίπτωση.
  3. Το ποίημα γεννιέται πάντοτε ταυτόχρονα με το ερέθισμα. Τα γεγονότα δεν προλαβαίνουν να μας συστηθούν, γιατί ήδη τα έχει προλάβει η γραφίδα του ποιητή. Δεν πρόκειται βεβαίως, όπως άλλωστε ειπώθηκε και στα παραπάνω, για αυτόματη γρήγορη γραφή. Κάτι άλλο συμβαίνει: ο ποιητής βρίσκεται επί ποδός, ξάγρυπνος « τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματ(α)», κυνηγός των ποιητικών συλλήψεων από τις οποίες άλλωστε εξοικονομεί τον άρτον τον επιούσιον, και έτοιμος, καθώς περνούν τα διαβατάρικα πουλιά, τα πυροβολεί. Κρατάει μάλιστα στο ένα χέρι το όπλο του και στ’ άλλο το μαγικό ραβδί του για να μετασχηματίζει την πραγματικότητα σε μεταφυσική. Κι αυτός είναι ο τρόπος του για να βιώνει τη σκληρή πραγματικότητα μετασημαίνοντάς την ποιητικά: Αυτό το μειλίχιο φως/δεν είναι παγίδα της θεάς/μήτε του πελάγου το δέλεαρ/αυτό ειδικά το φως/αγγίζεται, θέλγεται/βγαίνοντας στο μπαλκόνι/το ακούς κιόλας/κυματίζει σαν στοργή/όχι, δεν είναι πλάνη/θέλει απλώς να σε φέρει/όσο πιο κοντά γίνεται/στο παν («Ηραίον Σάμου»).

(Αυτοί ειδικά οι στίχοι με τον ρυθμό τους μου φέρνουν στο νου την πρώτη στροφή από τη «Ρουκέτα του Γιώργου Σεφέρη: Δεν είναι ούτε η θάλασσα/δεν είναι ούτε ο κόσμος/το γαλάζιο αυτό φως/στα δάχτυλά μας, στίχοι που έχουν αισχυλική καταγωγή. Το λέω αυτό γιατί διαισθάνομαι ότι «το φως» της βεηκής ποίησης καθώς «αγγίζεται» συγγενεύει με το σεφερικό φως που «δεν το εξηγεί κανείς, το βλέπει» Βλ. Δοκιμές, Β’, Μια σκηνοθεσία για την «Κίχλη», σ.56 ).

  1. Ο ποιητής προσπαθεί να ταυτιστεί με το «όντως ον» των φυσικών πραγμάτων, καταστάσεων και αισθημάτων διεισδύοντας στο βάθος τους με κυβιστικό τρόπο, όπως σωστά επεσήμανε ήδη κι ο Μπάμπης Δερμιτζάκης. Δεν μένει στην επιφάνεια των φαινομένων αλλά καταδύεται στο βάθος τους, γιατί εκεί βρίσκεται η αλήθεια, «εν βυθώ», όπως αποκάλυψε τόσο νωρίς ο φυσικός φιλόσοφος Δημόκριτος. Και η αλήθεια του Βέη είναι παραπλήσια με εκείνη του Παρμενίδη ότι «Εν το παν», ότι όλα αποτελούν μιαν ενότητα και, τηρουμένων των αναλογιών ανάμεσα στη φιλοσοφία και την ποίηση, ότι όλα αποτελούν μιαν πολιτιστική ενότητα που στο κέντρο της βρίσκεται ο άνθρωπος. Και παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία αυτής της ολότητας φαίνονται και είναι αυθύπαρκτα και αντίθετα, ο ποιητικός λόγος του Βέη αναδεικνύει ηρακλειτικά την αρμονική συνύπαρξή τους: Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς/η αγορά, η θέα,/η αγωνία του χρήματος/η μυσταγωγία του θέρους/η σύγχυση που λέγεται ζωή/στεγάζεται εδώ/αδελφωμένα τα ενάντια/να τα μαζεύει όλα κοντά στην πείρα/ο ρόδακας («Φεσάκι με παράδες και συρταρωτό ρόδακα»).

Και είναι από τους πλέον κατάλληλους για να  υποστηρίξει αυτή τη συνύπαρξη, γιατί το ένιωσε στα κατάβαθα της ψυχής του καθώς έζησε την ολότητα αυτή ζώντας 35 και πλέον χρόνια σε όλες τις ηπείρους του πλανήτη μας. Απ’ αυτή άλλωστε την παγκόσμια εμπειρία ξεπήδησαν τα ταξιδιωτικά του βιβλία, στα οποία καταξιώνεται ο ανθρώπινος πολιτισμός ως ολότητα.

  1. Τελευταίο σχόλιο: Είναι εντυπωσιακή η έντονη παρουσία της φύσης ως χλωρίδας και πανίδας σ’ αυτή τη συλλογή. Το φυσικό και ανθρωπολογικό ταυτόχρονα τοπίο σχηματίζεται με ωραιότατα δέντρα, φυτά και λουλούδια: πικέες, κρανιές, λιόπρινα, σημύδες, ξινομηλιές, γλυσίνες, φτελιές, έλατα, πορτοκαλιές, ιτιές, υάκινθοι, κυκλάμινα κ.ά. Κι ανάμεσά τους κελαηδούν και φτερουγίζουν πουλιά: κορυδαλλοί, κρασοπούλια, κίσσες, συκοφάγοι, σουσουράδες, γλάροι κ.ά. Και πολλά ζώα: κάστορες, χελώνες, άλογα, σκύλοι κ.ά. Η αναφορά μου σ’ αυτά τα στοιχεία είναι εντελώς επιφανειακή καθώς δεν προχωρώ στην ερμηνεία του ανθρωπολογικού χαρακτήρα όλων αυτών των στοιχείων της φύσης. Θα αναφέρω μόνο ότι όλα αυτά τα στοιχεία βρίσκονται σε μία διαλεκτική σχέση μεταξύ τους, για να ενισχύσουν την έννοια του ενιαίου σύμπαντος κι εκείνη της κοινωνικής δικαιοσύνης. Θα τελειώσω με λίγους στίχους σχετικούς με τα παραπάνω:

…έρχεται, λέει το πρωί, ο κορυδαλλός/να συντρίψει τα έργα των τρελών ανθρώπων/λέει η τρίλια τρελή από πάθημα/διότι εκεί που δείχνουν όλα ατιμώρητα…εκεί χτυπάει δυνατά η καρδιά/η οργή του αδικημένου.

(Πολύ εύστοχα η Ανθούλα Δανιήλ επισημαίνει ότι αυτή «η οργή της βιασμένης φύσης από τους τρελούς ανθρώπους και της τρίλιας το πάθημα» εκφράζεται με λέξεις «σοφά επιλεγμένες που τρέχουν πάνω στο κυλιόμενο “ρ”. Στη δεύτερη μάλιστα στροφή είναι δεκατρείς φορές  αυτό το “ρ” που ρολάρει με τη συνυποδηλωτική επιμονή της επανάληψής του»).

 

Γιώργος Βέης

 

Κι ακόμη:

Δεν θα τα φορέσουμε ποτέ,/ λέει ο αέρας στο ψηλότερο έλατο/ στην κορυφή της Πάρνηθας/δεν θα σ’ αφήσω ποτέ, συνεχίζει/κανείς δεν θα μας αναγκάσει/να κρύψουμε λόγια, θα χτυπιέμαι πάνω σου πάντα/δύναμη τρελή θα σου φέρνω/θα έρχομαι/για να σε πάρω στο τέλος μαζί μου/στον κόσμο («Τα δαχτυλίδια των αρραβώνων»).

Αλλά δεν τελειώνει κανείς εύκολα με τα 53 ποιήματα αυτής της συλλογής. Θα ήθελα όμως ο αναγνώστης να δώσει ιδιαίτερη προσοχή σε ορισμένα ποιήματα και να μοιραστεί μαζί μου τη χαρά της ανάγνωσής τους: «Προαύλισμα», «Η επίσκεψη», «Ξεκαθάρισμα λογαριασμών», «Στη γέρικη φτελιά», «Ασημένια βραχιόλια», «Ηραίον Σάμου» και οπωσδήποτε το ποίημα «Αρμενία», που αναφέρεται στη γενοκτονία των Αρμενίων (1915) και που τα γεγονότα της περιόδου που διανύουμε το κάνουν πολύ επίκαιρο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top