Fractal

Γιώργης Παυλόπουλος: «Τα Αντικλείδια»

Γράφει η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου // *

 

 

Ο μεταπολεμικός Γιώργης Παυλόπουλος (1924-2008) ευτύχησε να έχει λαμπρή ποιητική πορεία. Η άμεση, λιτή, επικοινωνιακή γλώσσα του κατέκτησε περίοπτη θέση στα ελληνικά γράμματα. Με τον χαμηλόφωνο και έξοχα αφηγηματικό ποιητικό του λόγο, μίλησε για τα ζοφερά μεταπολεμικά χρόνια, για την Κατοχή και την Αντίσταση, για τον Εμφύλιο του αδελφοκτόνου αίματος, για τον Έρωτα και τον θάνατο. Τα θέματά του είναι μικρά πένθη για τους νεκρούς αντάρτες και μεγάλες ελεγείες για το αδικαίωτο όραμα της Αριστεράς. Μας είχε πει ο ίδιος: «Περιμέναμε μια δικαίωση των αγώνων της Αντίστασης στο γενικό σκοτάδι που ερχόταν και το βλέπαμε εκείνα τα χρόνια. Πάντα απειλεί ένα σκοτάδι τον κόσμο. Σήμερα δεν βλέπω από πουθενά φως».

 

Η ποίησή του διακρίνεται για τη χρήση του καθημερινού λεξιλογίου, την κυριαρχία των κύριων προτάσεων, την αισθαντική/ τρυφερή/ θερμή/ διάχυτα μελαγχολική/ ευανάγνωστη/ διαυγή/ πολυσήμαντη/ βιωματική/ αφηγηματική γραφή, την φιλοσοφική αναζήτηση, την αυτοαναφορικότητα, τον πεζολογικό τόνο, τη συμβολιστική και υπαινικτική γραφή, τη λιτότητα και τη φυσικότητα του λόγου, καθώς και το κουβεντιαστό ύφος. Τα βιβλία του και τα ποιήματά του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες και ο ίδιος συμμετείχε σε συνέδρια και παρουσιάσεις ποιητών στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ήταν ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Ο Παυλόπουλος έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: Το κατώγι (1971), Το σακί (1980), Τα αντικλείδια (1988), Τριάντα τρία χαϊκού (1990), Λίγος άμμος (1997), Ποιήματα 1943-1997 (2001),Πού είναι τα πουλιά (2004) και Να μην τους ξεχάσω (2008).

 

Ἡ Ποίηση εἶναι μιά πόρτα ἀνοιχτή.

Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν

τίποτα καί προσπερνοῦνε. Ὃμως μερικοί

κάτι βλέπουν, τό μάτι τους ἁρπάζει κάτι

καί μαγεμένοι πηγαίνουνε να μποῦν.

Ἡ πόρτα τότε κλείνει. Χτυπᾶνε μά κανείς

δέν τούς ἀνοίγει. Ψάχνουνε γιά τό κλειδί.

Κανείς δεν ξέρει ποιός τό ἒχει. Ἀκόμη

καί τή ζωή τους κάποτε χαλᾶνε μάταια

γυρεύοντας τό μυστικό νά τήν ἀνοίξουν.

Φτιάχνουν ἀντικλείδια. Προσπαθοῦν.

Ἡ πόρτα δέν ἀνοίγει πιά. Δέν ἂνοιξε ποτέ

γιά ὃσους μπόρεσαν νά ἰδοῦν στό βάθος.

Ἲσως τά ποιήματα πού γράφτηκαν

ἀπό τότε πού ὑπάρχει ὁ κόσμος

εἶναι μιά ἀτέλειωτη ἀρμαθιά ἀντικλείδια

γιά ν΄ἀνοίξουμε τήν πόρτα τῆς Ποίησης.

 

Μά ἡ Ποίηση εἶναι μιά πόρτα ἀνοιχτή.

 

 

Η συλλογή Τα Αντικλείδια

Η συλλογή δημοσιεύτηκε το 1988 και περιέχει ποιήματα ποιητικής, τα περισσότερα από τα οποία δημιουργούν στον αναγνώστη την αίσθηση του ανικανοποίητου και του φευγαλέου, του προσιτού και του οικείου, που γίνεται μακρινό και δύσβατο. O Mαρωνίτης σημείωνε πως σε κάποια από τα ποιήματα της συλλογής, «μπαίνει κάποιο φως ελπίδας, καθώς εδώ το ποίημα κυνηγά ως το τέλος την ποίηση κι η ποίηση το ποίημα». Με άλλα λόγια, η συλλογή έχει ως θέμα «τον ονειρικό αγώνα του ποιητή με το ποίημα».

 

Ειδολογική κατηγοριοποίηση

Τα Αντικλείδια αποτελούν μια παραβολή, μια αλληγορία για το μαγικό κόσμο της ποίησης και αφηγούνται τις ανά τους αιώνες «δοκιμές για να ορισθεί το άπιαστο είδωλο της ποίησης και το φάντασμα του ενός ποιήματος».

Εύλογα, λοιπόν, συμπεραίνει κανείς πως ειδολογικά η σύνθεση εντάσσεται στα Ποιήματα ποιητικής. Έτσι, ονομάζονται τα αναστοχαστικά ποιήματα, στα οποία οι ποιητές στρέφουν το βλέμμα τους στην ίδια τους την τέχνη, στα εκφραστικά τους μέσα και στον τρόπο με τον οποίο δομείται ο λόγος τους. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για προγραμματικά ποιήματα, τα οποία συνδυάζουν την καλλιτεχνική πρόθεση με την αισθητική αποτίμηση: ο ποιητής λειτουργεί ταυτόχρονα ως καλλιτέχνης και ως κριτικός. Ο Γ. Π. Σαββίδης ορίζει τα ποιήματα ποιητικής ως τα ποιήματα που έχουν άμεσα ή έμμεσα ως αντικείμενο την ποιητική πράξη ή γενικότερα την καλλιτεχνική δημιουργία, τις προϋποθέσεις της, τις ατομικές και κοινωνικές συνθήκες και τις συνέπειές της. Έτσι, ο αναγνώστης εισέρχεται στο εκάστοτε ποιητικό εργαστήρι και αφουγκράζεται τον διάλογο που ανοίγουν οι ποιητές με την ίδια την τέχνη τους. Το γεγονός αυτό τοποθετεί στο κέντρο του ενδιαφέροντος τον δημιουργό ως λειτουργό και την τέχνη του ως πράξη ευθύνης.

Ο Παυλόπουλος σε συνέντευξή του δήλωνε πως «η ποιητική δημιουργία είναι μια πράξη ερωτική και συνάμα μια υπέρτατη δοκιμασία, παλεύοντας στο μεταίχμιο της ζωής και θανάτου να φτάσεις στην αλήθεια της τέχνης σου. Η στιγμή αυτής της αλήθειας είναι απατηλή και πρόσκαιρη όπως η στιγμή κάθε ευτυχίας. Γρήγορα ξαναρχίζεις, πέφτοντας πάλι στην ίδια κατάσταση. Και η μόνη φιλοδοξία σου είναι, να μην καταλάβει ποτέ κανείς την αγωνία σου όταν έγραφες το έργο σου, να μην φανεί ποτέ μέσα στο έργο το παραμικρό σημάδι αυτής της αγωνίας. Τα πράγματα που αγγίζουν σε βάθος, τη ζωή μας, όπως η Ποίηση, μπορεί να ειπωθούν μονάχα μέσα από τις προσωπικές εμπειρίες μας. Δεν ορίζονται μέσα από θεωρίες και αφηρημένες έννοιες. Νομίζω ότι δεν υπάρχει κανένας ορισμός για την Ποίηση. Ωστόσο ας μου επιτραπεί να την φαντάζομαι και να την ονειρεύομαι σαν μια πόρτα ανοιχτή». Όπως χαρακτηριστικά τόνιζε, «ο ποιητής δεν μπορεί να ανατρέψει τα πράγματα του κόσμου. Οι ποιητές είναι δυστυχισμένα πλάσματα που παλεύουν μέρα νύχτα να εκφράσουν το ανέκφραστο και το πιο δύσκολο. O ποιητής είναι αφοσιωμένος στη ζωή, διότι είναι πλάσμα αγάπης. Δεν μπορεί να γράψει αν δεν αγαπήσει τη Φύση, τους Συνανθρώπους του, τη Ζωή την ίδια. Τα ποιήματα δεν γράφονται με μίσος. Μπορεί να εκφράσουν το μίσος πολλές φορές, αλλά δεν γράφονται με μίσος αλλά με αγάπη και με πίστη στον άνθρωπο. Οι αποδέκτες της ποίησης μπορούν να συγκινηθούν, να μαγευτούν και να προσεγγίσουν μια Αλήθεια μέσα από έναν ποιητή».

Το ποίημα Τα αντικλείδια αποτελεί ποίημα για την ποίηση, καθώς σε αυτό ο ποιητής θέτει πολλά ερωτήματα που σχετίζονται με το ρόλο, τη θέση, το νόημα και την ουσία της ποιητικής τέχνης. Είναι ένα ποίημα, το οποίο σαφώς αναφέρεται στον ορισμό και το χαρακτήρα της ποίησης, στη θέση της τέχνης αυτής στην υλιστική εποχή μας, στις δυσκολίες που πρέπει να υπερνικήσει κάθε ποιητής, αλλά και στα στοιχεία που μαγεύουν αυτούς που προσεγγίζουν τον κόσμο της ποίησης και καταβάλλουν ατέρμονες προσπάθειες, ώστε να τον κατακτήσουν ολοκληρωτικά.

Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, ο ποιητής φρόντισε να περικλείσει μέσα στο ποίημα τα «αντικλείδια» για να ξεκλειδώσουμε τα σύμβολα και να κατανοήσουμε το μύθο. Σ’ ένα δεύτερο, όμως, επίπεδο, το ποίημα δεν προσφέρεται για εύκολες απαντήσεις στα ερωτήματα για τη φύση της ποίησης, που απασχολούν και τον ίδιο τον ποιητή.

 

Ο τίτλος

Ο τίτλος παραμένει μυστηριακός μέχρι το επιμύθιο. Αξιοσημείωτη είναι η διάκριση ανάμεσα στα πολλά αντικλείδια και στο ένα δυσεύρετο κλειδί της ποίησης.

 

Νοηματικές ενότητες

Το ποίημα δομείται στο σχήμα κύκλου και ακολουθεί το αφηγηματικό σχήμα του παραμυθιού: μύθος-επιμύθιο. Έτσι, το ποίημα μπορεί να διακριθεί σε δύο ενότητες:

στ. 1-13: ορισμός της ποίησης

στ. 14-18: ορισμός των ποιημάτων

 

Γραμματολογικές Συνιστώσες

Διαβάζοντας Τα Αντικλείδια συλλογιζόμαστε τι κρύβει αυτή η πόρτα που μοιάζει ανοιχτή, αλλά δεν αφήνει κανένα να δρασκελίσει; Τι υπάρχει πίσω της, που ασκεί τόση γοητεία; Τι είναι αυτό που οι ποιητές από καταβολής του κόσμου αναζητούν και, σύμφωνα με τον ποιητή, δε θα το βρουν ποτέ; Και τα αντικλείδια; Τι καταφέρνουν; Τι ξεκλειδώνουν αυτά; «Το ποίημα αυτό», δήλωνε σε συνέντευξή του ο Παυλόπουλος, «προσφέρεται για πολλές εκδοχές. Εγώ ποτέ δεν αναλύω. Αφήνω την περαιτέρω έρευνα για τον αναγνώστη». Ουσιαστικά, πρόκειται για έναν μύθο για την ποίηση και αφηγείται μία επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες απόπειρα να παραβιασθεί η ανοιχτή της πόρτα. Το πρόσωπο που αφηγείται έχει καθολική εποπτεία στον χώρο που είναι ο κόσμος και στον χρόνο που είναι από τότε που υπάρχει ο κόσμος. Με άλλα λόγια, Τα Αντικλείδια αποτελούν μια αλληγορική αφήγηση συναρτώμενη από εικόνες εναργείς που κινούνται διαλεκτικά μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, με θέμα την ουσία της ποίησης, τους ποιητές και τα ποιήματα.

 

Ερμηνευτική προσέγγιση

 

Ἡ Ποίηση εἶναι μιά πόρτα ἀνοιχτή.

Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν

τίποτα καί προσπερνοῦνε. Ὃμως μερικοί

κάτι βλέπουν, τό μάτι τους ἁρπάζει κάτι

καί μαγεμένοι πηγαίνουνε να μποῦν.

Ἡ πόρτα τότε κλείνει. Χτυπᾶνε μά κανείς

δέν τούς ἀνοίγει. Ψάχνουνε γιά τό κλειδί.

Κανείς δεν ξέρει ποιός τό ἒχει. Ἀκόμη

καί τή ζωή τους κάποτε χαλᾶνε μάταια

γυρεύοντας τό μυστικό νά τήν ἀνοίξουν.

 

Ἡ Ποίηση εἶναι μιά πόρτα ἀνοιχτή: Στην αρχή του ποιήματος ο ποιητής προβαίνει σε μια απόπειρα απρόοπτου ορισμού της ποίησης, με μια οικεία και καθημερινή εικόνα, που μοιάζει με κατάθεση ενορατικής εμπειρίας. Η Ποίηση παρουσιάζεται σαν πόρτα ανοιχτή, δηλαδή ως χώρος προσιτός στον καθένα, ως πόρτα μέσα από την οποία βλέπουμε όλοι αυτό που θέλουμε να δούμε. Η πόρτα αυτή συνδέει τον ορατό με τον αόρατο κόσμο, τον υλιστικά ευδαιμονικό και χρησιμοθηρικό με τον πνευματικό, της ομορφιάς, της καρδιάς. Η ανοιχτή πόρτα δηλώνει ότι ο καθένας μπορεί να καταπιαστεί με την ποίηση, αρκεί να δει στη ζωή του «μια μαύρη έναστρη νύχτα για να ξυπνήσει ο κόσμος του αόρατου, της ψυχής, κατά τον Σικελιανό. Πού όμως οδηγεί η πόρτα; Οι απαντήσεις ποικίλλουν: στο βασίλειο της ποίησης, στα έγκατα της καρδιάς, στον σκοτεινό επέκεινα κόσμο, κ.ά. Σε συνέντευξή του, ο Παυλόπουλος υποστήριζε: «Η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή ως τη στιγμή που θα κοιτάξεις μέσα και πηγαίνεις να μπεις. Την ίδια ακριβώς στιγμή η πόρτα κλείνει. Έκτοτε, αυτό που είδες και δεν είδες, αυτό που μόλις πρόφτασες να ιδείς και χάθηκε από τα μάτια σου θα σε προκαλεί για κάτι απροσδιόριστο και μαγικό. Θέλεις ν’ ανοίξεις πάλι την πόρτα, θέλεις να ξαναϊδείς, όμως κλειδί δεν υπάρχει. Πηγαίνεις λοιπόν και μαθαίνεις την τέχνη του κλειδαρά. Φτιάχνοντας αντικλείδια, ελπίζεις ότι βρίσκεσαι όλο και πιο κοντά στο μυστικό της πόρτας. Θα λέγαμε ότι βρίσκεσαι όλο και πιο κοντά στο ποιητικό σου όραμα, πως τα αντικλείδια σου είναι τα ποιήματα που φτιάχνεις, για να αποκαλύψεις κάτι που παραμένει πάντα απατηλό και φευγαλέο. Όπως μέσα στα όνειρα. Έτσι θέλω να πιστεύω για τον εαυτό μου, ότι ανήκω και στην Συντεχνία των κλειδαράδων και στην Εταιρεία των Συγγραφέων. Εν τούτοις κάποιοι έχουν την ψευδαίσθηση ότι η ποίηση είναι μια πόρτα συνεχώς ανοιχτή, απ’ όπου μπορούν να μπαίνουν και να βγαίνουν άνετα. Μα αυτοί είναι οι μόνοι απ’ τους οποίους δεν κινδυνεύει να εκλείψει η τέχνη των κλειδαράδων».

 

Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν/ τίποτα καί προσπερνοῦνε […]: Η διάκριση που κάνει ο ποιητής ανάμεσα σε αυτούς που κοιτάζουν πρόχειρα, επιπόλαια και επιδερμικά και αυτούς που πραγματικά βλέπουν, έχει να κάνει με την ιδιαίτερη φύση της ποιητικής τέχνης, η οποία απαιτεί από τον αναγνώστη μια αυξημένη ευαισθησία κι ένα ουσιαστικό ενδιαφέρον για να μπορέσει πραγματικά να εκτιμήσει όσα έχει να του προσφέρει μια τόσο εκλεπτυσμένη μορφή τέχνης. Η ποίηση δεν είναι προσιτή σε όλους υπό την έννοια ότι δεν είναι πάντοτε εύκολο σ’ έναν αμύητο αναγνώστη να κατανοήσει και να αισθανθεί πλήρως την ομορφιά του ποιητικού λόγου, αλλά και τις πνευματικές ανησυχίες που επιχειρεί να εκφράσει ο ποιητής. Είναι άλλωστε σύνηθες για κάποιους ποιητές να διατυπώνουν κεκαλυμμένα τα μηνύματα του ποιητικού τους λόγου, γεγονός που δυσχεραίνει την κατανόηση του έργου τους και αποθαρρύνει τους αναγνώστες που δεν είναι διατεθειμένοι να αφιερώσουν χρόνο στην πρόσληψη της ποίησης. Επομένως, εκείνοι που προσπερνούν χωρίς να δουν κάτι είναι οι άνθρωποι που δεν εκτιμούν τη μαγεία της ποιητικής τέχνης, καθώς δεν έχουν τη διάθεση ή την δυνατότητα να ασχοληθούν σε βάθος με μια τέχνη που συχνά αντιστέκεται στην επιφανειακή προσέγγιση και δε χαρίζει εύκολα τα μυστικά της δώρα. Διαφορετικά, οι πολλοί που προσπερνούν είναι η συγκαιρινή εποχή, η υλιστική κοινωνία, που χαρακτηρίζεται από την εγωπάθεια, εσωστροφή, ενδοσκόπηση, κερδοσκοπία, την ευζωία, τον ατομικισμό, ωφελιμισμό και αισθησιασμό. Σύμφωνα με τον Ελύτη, όταν υπερτροφεί ο υλικός πολιτισμός, ο πνευματικός καταδικάζεται. Στον αντίποδα, οι μερικοί, οι λίγοι που νιώθουν τη δύναμη του ποιητικού λόγου είναι είτε οι αναγνώστες που αγαπούν την τέχνη αυτή είτε οι ίδιοι οι υπηρέτες της ποιητικής τέχνης, οι οποίοι είναι πρόθυμοι να αφιερώσουν τη ζωή τους σε μια προσπάθεια να κατακτήσουν τα μυστικά της τέχνης τους. Και είναι λίγοι εκείνοι που πραγματικά βλέπουν μέσα από την πόρτα της ποίησης, καθώς πρόκειται για μια τέχνη που απαιτεί πολύ χρόνο και πολλή προσπάθεια για να μπορέσει κάποιος να εξοικειωθεί με τις ιδιαίτερες εκφάνσεις της και να εκτιμήσει πλήρως την αξία της. Και είναι ακόμη λιγότεροι εκείνοι που θα επιλέξουν να την υπηρετήσουν ως δημιουργοί, καθώς είναι μια τέχνη που δύσκολα θα προσφέρει στο δημιουργό της την αίσθηση της επιτυχίας και της δικαίωσης, μιας και ο δρόμος που οδηγεί στην αλήθεια της είναι απαιτητικός και απρόσιτος.

 

Όμως μερικοί/ κάτι βλέπουν, τό μάτι τους ἁρπάζει κάτι/ καί μαγεμένοι πηγαίνουνε να μποῦν: Οι μερικοί, οι εκλεχτοί, που αντιδιαστέλλονται στους πολλούς, μαγεύονται από τη φευγαλέα ματιά τους στο μαγικό κόσμο της ποίησης. Οι λίγοι μπορεί να συναρπάζονται από τη μαγεία των λέξεων, από την πρόκληση να αποδώσουν με τα υλικά τους την ουσία της, από το πείραμα της σύνθεσης ποίησης με εικόνες, ιδέες και αξίες. Κατά καιρούς, οι ίδιοι οι δημιουργοί έδωσαν απαντήσεις για το τι βλέπουν στις ματιές τους «από την πόρτα της ποίησης»: μια πράξη εμπιστοσύνης, την ομορφιά και το φως, τη μεταμορφωτική επέμβαση μέσα στην πραγματικότητα, το μυστήριο, την οδό προς το άγνωστο μέρος του εαυτού μας, την υπέρβαση του εαυτού μας, τη μοναξιά και την αλληλεγγύη, το συναίσθημα και τη δράση, τη γνώση του εαυτού μας και του κόσμου, της ανθρωπότητας, τα μυστικά της φύσεις, κ.ά. Οι ματιές ποικίλλουν και ο κάθε δημιουργός βλέπει αυτό που θέλει να δει.

 

Ἡ πόρτα τότε κλείνει. Χτυπᾶνε μά κανείς/ δέν τούς ἀνοίγει. Ψάχνουνε γιά τό κλειδί: Η τραγικότητα της ενασχόλησης με την ποίηση και η άκαρπη επαναλαμβανόμενη δοκιμασία του ποιητή. Οι επίδοξοι ποιητές αρχίζουν έναν μάταιο, δραματικό, εσωτερικό αγώνα, που προϋποθέτει καταβολή μόχθου, ώστε να βρεθεί το κλειδί της πόρτας. Κατά την Τ. Καραγεωργίου, η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή όσο δεν θέλουμε να την διαβούμε. Όταν, όμως, θελήσουμε, κλείνει. Αναζητούμε την μαγεία της ποίησης και μόλις θελήσουμε να γίνουμε κοινωνοί της, η πόρτα κλείνει. Επομένως, ο ποιητής είναι ένας εξόριστος από τον κόσμο της ποιητικής μαγείας. Η πόρτα που κλείνει πριν διαβεί ο ποιητής το βασίλειο της ποίησης συμβολίζει τις δυσκολίες, τα εμπόδια με τα οποία έρχεται ο ποιητής αντιμέτωπος και τα οποία απελπισμένα προσπαθεί να προσπελάσει. Είναι οι κατά Σικελιανό ορθοί φραγμοί που πρέπει να γκρεμιστούν με όπλο την αισιοδοξία. Οι φραγμοί αυτοί μπορεί να είναι η αυθαίρετη, μηχανική, μνημονική, διαιρετική και λογοκρατική ερμηνεία της διανόησης, η νάρκωση και η αδρανοποίηση του πνεύματος λόγω της κυριαρχίας της συμβατικής εκπαίδευσης, η εμπειρική, ωφελιμιστική, χρησιμοθηρική, κερδοσκοπική αποτίμηση της ζωής, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και οι επικρατούσες ιδεολογίες, η αδυναμία εστίασης στην ουσία του πράγματος, κ.ά. Το κλειδί της ποίησης μπορεί να: (α) είναι η σύλληψη της κοσμικής πραγματικότητας, της αιώνιας, άφθαρτης αλήθειας που διαχέεται σ’ όλη την πλάση. Γι’ αυτό ο ποιητής καλείται να αναπτύξει και να κερδίσει τη ζωή και τη συνείδηση της ζωής ως ενιαία και άρτια αποτίμηση της κοσμικής ψυχής και της ψυχής του. (β) Είναι η εύρεση του μαγικού εκείνου μέρους, όπου χορεύει κανείς άχαρα και τραγουδά λυπητερά. Είναι η εύρεση του αρχέγονου χορού και του τραγουδιού. (γ) Είναι ο άνθρωπος.

 

Κανείς δεν ξέρει ποιός τό ἒχει. Ἀκόμη/ καί τή ζωή τους κάποτε χαλᾶνε μάταια/ γυρεύοντας τό μυστικό νά τήν ἀνοίξουν: Κατά τον Παυλόπουλο, η Ποίηση είναι πράξη ερωτική και συνάμα πράξη απόγνωσης, μια υπέρτατη δοκιμασία, παλεύοντας στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου. Πέρα από την αισθητική απόλαυση, η ποιητική δημιουργία αναζητά την Αλήθεια. Από τη στιγμή που ο ποιητής γνώρισε έστω και με μια φευγαλέα ματιά το μαγικό κόσμο της ποίησης, η ζωή του έχει πια μόνο ένα σκοπό: την κατανόηση των μυστικών της, του «μυστηρίου» της, όπως ισχυρίζεται και ο Ελύτης. Μάλιστα, όταν αυτός ο σκοπός επιφορτιστεί από την ίδια τη φύση του ποιητή με μια ευθύνη, τότε συχνά του γονατίζει από το μόχθο ή του ματώνει ως τα μύχια, την ψυχή.

 

Φτιάχνουν ἀντικλείδια. Προσπαθοῦν.

Ἡ πόρτα δέν ἀνοίγει πιά. Δέν ἂνοιξε ποτέ

γιά ὃσους μπόρεσαν νά ἰδοῦν στό βάθος.

Ἲσως τά ποιήματα πού γράφτηκαν

ἀπό τότε πού ὑπάρχει ὁ κόσμος

εἶναι μιά ἀτέλειωτη ἀρμαθιά ἀντικλείδια

γιά ν΄ἀνοίξουμε τήν πόρτα τῆς Ποίησης.

 

Οι ποιητές που δεν δύνανται να βρουν το κλειδί της ποίησης ή του περάσματος στο βασίλειό της, απογοητευμένοι, αλλά και πείσμονες αρχίζουν την κατασκευή των δικών τους αντικλειδιών (= ποιήματα), δοκιμάζοντάς τα συνεχώς στην πόρτα της Ποίησης, μήπως και κάποιο απ’ αυτά καταφέρει να παραβιάσει τον κόσμο της. Το κάθε ποίημα, λοιπόν, που γράφεται αποτελεί και ένα φιλόδοξο αντικλείδι, που δοκιμάζεται στην κλειδαριά της ποίησης. Μάταια, όμως, η Πόρτα δεν ανοίγει. Αυτό το αποδεικνύουν τα αμέτρητα ποιήματα που έχουν γραφτεί. Οι δοκιμές για να οριστεί το φευγαλέο της ποίησης είναι ατομικές, μοναχικές απόπειρες λύτρωσης, που είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Κάποιες απ’ αυτές είναι προϊόντα ιδεολογιών ή δεν έχουν τη σωστή βαρύτητα του ρεαλισμού και της μαγείας. Στους στίχους αυτούς η αντίφαση είναι καθαρά φαινομενική, καθώς επί της ουσίας η πόρτα είναι κλειστή κυρίως για τους ανθρώπους που μπορούν να δουν στο βάθος και μπορούν να αντιληφθούν την αξία της ποιητικής τέχνης, μιας και οι άνθρωποι αυτοί μπορούν παράλληλα να κατανοήσουν τη δυσκολία που υπάρχει στο να δημιουργήσει κανείς ένα αξιόλογο ποιητικό έργο. Όσοι κοιτάζουν μέσα από την πόρτα της ποίησης και δε βλέπουν τίποτα, δεν είναι σε θέση να συνειδητοποιήσουν τη μαγεία της ποίησης και τη δυσκολία που υπάρχει στο να μπορέσει κάποιος να συνθέσει ένα πραγματικά αξιόλογο ποιητικό έργο. Όσοι κοιτάζουν χωρίς να βλέπουν, δεν πρόκειται καν να συνειδητοποιήσουν ότι στην πραγματικότητα η πόρτα της ποίησης είναι κλειστή γιατί δεν πρόκειται ποτέ να επιχειρήσουν να την ανοίξουν, δεν πρόκειται δηλαδή ποτέ να επιχειρήσουν να γράψουν ποίηση. Όσοι όμως βλέπουν μέσα από την πόρτα της ποίησης και κατανοούν την αξία της, το πιθανότερο είναι ότι θα προσπαθήσουν να εισαχθούν βαθύτερα στον κόσμο της ποίησης δημιουργώντας και οι ίδιοι ποιητικό έργο και τότε θα αντιληφθούν ακόμη καλύτερα την αξία της ποίησης καθώς θα διαπιστώσουν ότι η ποιητική δημιουργία δεν είναι εύκολη ούτε και δεδομένη. Για κάποιους μάλιστα ακόμη και το γεγονός ότι θα αφιερώσουν όλη τους τη ζωή στην ποίηση δε θα σταθεί αρκετό να τους επιτρέψει να ανοίξουν την πόρτα της τέχνης αυτής. Η Ποίηση είναι με κεφαλαίο γράμμα και αποτελεί ιερό, ιδανικό, απρόσιτο στόχο. Η ουσία της παραμένει χιμαιρική.

 

 

Μά ἡ Ποίηση εἶναι μιά πόρτα ἀνοιχτή: Το ποίημα τελειώνει με σχήμα κύκλου, έτσι όπως άρχισε. Η μόνη διαφορά ανάμεσα στους στίχους είναι ότι ο ορισμός του τελευταίου στίχου ξεκινά με τη λέξη «μα», που δηλώνει ότι μια νέα προσπάθεια μπορεί να ξεκινήσει. Το σχήμα του κύκλου συμβολίζει την αέναη, την ασταμάτητη προσπάθεια των ποιητών να κατακτήσουν τη βαθύτερη ουσία του κόσμου της ποίησης και το φαύλο κύκλο, στον οποίο βρίσκονται οι ποιητές κάθε φορά που ελπίζουν ότι με κάθε ποιητική τους δημιουργία θα κατανοήσουν την αξία και θα βρουν τρόπο να διεισδύσουν στον ποιητικό κόσμο που προαναφέρθηκε. Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή˙ η πρόσκληση ανανεώνεται˙ η περιπέτεια δεν έχει τέλος. Η πόρτα θα ξανακλείσει, αλλά θα παραμένει ανοιχτή. Αντίφαση λογική, όχι όμως ποιητική, ούτε φιλοσοφική. Η πόρτα παραμένει ανοιχτή μέχρι κάποιος να προχωρήσει για λίγο το βήμα του στην έκταση της γης και παιδί να αντικρίσει για πρώτη φορά την πρώτη μαύρη έναστρη νύχτα, κατά τον Σικελιανό. Τότε θα στρέψει αναπόφευκτα το βήμα του προς της πόρτα της ποίησης. Αυτή θα κλείσει αφήνοντάς τον μαγεμένο να δοκιμάζει με την αρμαθιά αντικλειδιών… Αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι το ίδιο το ποίημα γίνεται ένα ακόμα αντικλείδι για να παραβιαστεί η πόρτα της ποίησης. Έτσι, το σχήμα κύκλου αιτιολογείται καθώς η ίδια η σύνθεση έγινε φορέας, ενσωματώθηκε στην εμπειρία που περιέγραψε. Ο ποιητής παγιδεύει τον αναγνώστη του σ’ έναν αέναο κύκλο, όπου η αρχή συμπίπτει με το τέλος και το τέλος με την αρχή, θέλοντας να δηλώσει την άρρηκτη σχέση μεταξύ των πραγμάτων, αλλά και τη συνύπαρξη αντιφάσεων σε κάθε κατάσταση της ζωής. Ο καταληκτικός στίχος ξεχωρίζει τυπογραφικά από το υπόλοιπο σώμα του ποιήματος. Είναι το «επιμύθιον» των παλιών μυθικών-αλληγορικών αφηγήσεων: η Ποίηση είναι μια διαρκής πρόσκληση και πρόκληση, μια ατέρμονη περιπέτεια.

 

Στοιχεία τεχνικής

 

Τρόπος ανάπτυξης του θέματος: Το ποίημα ξεκινά με τον ορισμό της ποίησης ως «πόρτα ανοιχτή». Η συνέχεια, ωστόσο, αναιρεί τον αρχικό ορισμό, καθώς δεν προσφέρονται στον αναγνώστη εύκολες απαντήσεις στα ερωτήματα που ανακύπτουν σχετικά με τη φύση της ποίησης, όπως για παράδειγμα: αν η ποίηση είναι ανοιχτή τότε πώς κλείνει, αν είναι πόρτα, πού οδηγεί, τι βλέπει κανείς μέσα απ’ αυτή και μαγεύεται, γιατί η πόρτα άπαξ και κλείσει δεν ανοίγει, πού βρίσκεται το κλειδί, πώς φτιάχνονται αντικλείδια χωρίς να υπάρχει κλειδί, κ.ά.

 

Στοιχεία της αφήγησης: Η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου είναι κυρίως αφηγηματική καθώς η συνήθης τάση του ποιητή είναι να περνά το μήνυμά του μέσα από την οπτική γωνία ενός αφηγητή που μας διηγείται την ιστορία του ή μια ιστορία. Τα ποιήματά του, επομένως, αποτελούν σύντομες διηγήσεις, όπου συναντάει κανείς μια υποτυπώδη πλοκή και αρκετά ενδιαφέρουσες ανατροπές. Τις ιστορίες του μάλιστα ο ποιητής της παρουσιάζει συνήθως υπό τη μορφή εικόνων ή κινηματογραφικών πλάνων, φροντίζοντας να μας καθοδηγεί κάθε φορά στη δημιουργία της κατάλληλης εικόνας, ώστε να δούμε το ξεδίπλωμα της ιστορίας όπως ο ίδιος το έχει πλάσει στη σκέψη του. Είναι ενδιαφέρον παράλληλα το γεγονός ότι ο Παυλόπουλος δεν επιδιώκει να μεταφέρει την ιστορία του με τη χρήση ενός αμιγώς λυρικού λεξιλογίου, απεναντίας προτιμά τις απλές καθημερινές λέξεις, δημιουργώντας έτσι μια αίσθηση οικειότητας στον αναγνώστη. Στα Αντικλείδια συναντάμε στίχους όπως: «κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι», στους οποίους κυριαρχεί η καθημερινή φράση και το ύφος είναι περισσότερο πεζολογικό παρά ποιητικό. Σημασία, άλλωστε, για τον ποιητή έχει να περάσει το μήνυμά του και όχι να εντυπωσιάσει τον αναγνώστη με τη λεξιλογική του εμβρίθεια και τη δυνατότητά του να χειρίζεται τον ποιητικό λόγο. Ο Παυλόπουλος ανήκει στους ποιητές που δε νιώθουν την ανάγκη να μεγαλουργήσουν σε λυρικό επίπεδο, καθώς πιστεύουν ότι εκείνο που έχουν να μοιραστούν με τους αναγνώστες τους, σε επίπεδο περιεχομένου, είναι σαφώς σημαντικότερο. Για το λόγο αυτό η ιστορία του ποιήματος μας δίνεται με λιτό τρόπο, σχεδόν σαν να μας μιλά ο ποιητής και επικεντρώνεται περισσότερο στην ουσία του μεταφερόμενου μηνύματος. Στο συγκεκριμένο ποίημα η ιστορία που μας παρουσιάζεται αναφέρεται στις προσπάθειες που γίνονται διαχρονικά από τους ποιητές να ανοίξουν την πόρτα της ποίησης για να μπορέσουν να εισέλθουν στον ποιητικό κόσμο που τόση μαγεία έχει να προσφέρει στους μυημένους. Οι προσπάθειες αυτές έχουν ξεκινήσει από τότε που υπάρχει ο κόσμος μα δεν είναι επιτυχείς καθώς η πόρτα της ποίησης είναι κλειστή. Η ιστορία αυτή μας δίνεται από έναν αφηγητή που έχει συνολική εποπτεία τόσο του χώρου όσο και του χρόνου των προσπαθειών που έχουν γίνει και συνεχίζουν να γίνονται για να ανοιχτεί η πόρτα της ποίησης. Η γνώση του αφηγητή σχετικά με την αξία της ποίησης και τις τόσες προσπάθειες που γίνονται από τους ποιητές για να μπορέσουν να κατακτήσουν τα μυστικά της ποιητικής τέχνης, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το πρόσωπο που αφηγείται δεν μπορεί παρά να έχει ασχοληθεί σε μεγάλο βαθμό με την ποίηση και πιθανότατα να είναι και ο ίδιος ένας ποιητής. Ενδεικτικό, ως προς την άμεση σχέση του αφηγητή με την ποιητική δημιουργία, είναι το γεγονός ότι συμπεριλαμβάνει τον εαυτό του σε αυτούς που προσπαθούν να ανοίξουν την πόρτα της ποίησης: «Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν / από τότε που υπάρχει ο κόσμος / είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια/ για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.» Ο αφηγητής μιλώντας για τις διαχρονικές προσπάθειες των ποιητών δε λέει για να ανοίξουν την πόρτα της Ποίησης, αλλά επιλέγει να πει για να ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης, εντάσσοντας και τον εαυτό του σε αυτούς που επιχειρούν ή έστω ενδιαφέρονται πάρα πολύ για το άνοιγμα της σημαντικής αυτής πόρτας. Άλλωστε ο τρόπος με τον οποίο μιλά για τις αγωνιώδεις προσπάθειες των ποιητών να δημιουργήσουν το κατάλληλο αντικλείδι, αποκαλύπτει μια εναργέστερη εμπλοκή με την προσπάθεια αυτή και μια ιδιαίτερη γνώση της αφοσίωσης και της αποφασιστικότητας που χαρακτηρίζει όσους υπηρετούν την ποιητική τέχνη. Ο αφηγητής, λοιπόν, δεν ταυτίζεται με το δημιουργό της σύνθεσης. Είναι ένα αόριστο, ένα πλαστό πρόσωπο, που παρακολουθεί την εξέλιξη της ποίησης από τη γένεση του κόσμου έως τη στιγμή συγγραφής του ποιήματος. Η αφήγηση δεν αφορά ένα συγκεκριμένο συμβάν, αλλά μια επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες απόπειρα να παραβιασθεί η ανοιχτή πόρτα της ποίησης. Η αφηγηματική φωνή δεν εμφανίζεται ως υποκείμενο. Έτσι, η σύνθεση κερδίζει σε εγκυρότητα και αντικειμενικότητα, καθώς το πρόσωπο που αφηγείται διαθέτει μια συνολική εποπτεία στο χωροχρόνο.

 

Η ποιητική αφήγηση: Το ποίημα περιέχει ποιητική αφήγηση με παντογνώστη αφηγητή, που γνωρίζει τη βαθύτερη ουσία της ποίησης και τις ποιητικές απόπειρες. Αφηγείται έναν αλληγορικό ποιητικό μύθο σε γ΄ ενικό (τριτοπρόσωπη ποιητική αφήγηση). Από την παντογνωσία ξεφεύγει μόνο στο στίχο 17, όπου με το α΄ πρόσωπο καταθέτει τη δική του εμπειρία στην ατέρμονη και δραματική αναζήτηση του μυστικού της ποίησης.

 

Χωρόχρονο: Ο ποιητικός μύθος τοποθετείται σ’ ένα χώρο μαγικό, μυστηριακό και σε χρόνο προαιώνιο, «από τότε που υπάρχει ο κόσμος».

 

Η τεχνική της αντίφασης/ αντίθεσης: Η πόρτα της ποίησης είναι ανοιχτή, αλλά κλείνει για τους λίγους και δεν ανοίγει. Οι πολλοί δεν βλέπουν τίποτα, οι λίγοι κάτι. Δεν υπάρχει κλειδί για την πόρτα, αν και υπάρχει μια αρμαθιά αντικλείδια. Ο αγώνας για ξεκλείδωμα είναι μάταιος, αλλά γοητευτικός. Όσοι προσπαθούν με αντικλείδια να ανοίξουν την Πόρτα της Ποίησης γράφοντας ποιήματα, δε θα τα καταφέρουν ποτέ, αφού η πόρτα είναι ανοιχτή.

 

Στοιχεία παραμυθιού: Πρόκειται για έναν ποιητικό μύθο με μαγικό και μυστηριώδες περιεχόμενο, που κάνει λόγο για το μυστικό κλειδί και τα αντικλείδια. Το ποίημα περιέχει την αναζήτηση ενός άπιαστου και ανεξιχνίαστου θησαυρού και καταλήγει στο επιμύθιο. Ωστόσο, η σύνθεση δεν έχει το αστραφτερό τέλος των παραμυθιών. Η πόρτα δεν ανοίγει ως εκ θαύματος. Ο ποιητικός μύθος προσομοιάζει με κυκλικό παραμύθι, που δύναται να αφηγηθεί κανείς επ’ άπειρον, αφού το τέλος συμπίπτει με την αρχή.

 

Οι κύριες προτάσεις και η αισθητική τους λειτουργίαΟ ποιητικός λόγος του Παυλόπουλου στα Αντικλείδια χαρακτηρίζεται από μια συνεχή εναλλαγή αυτοτελών νοημάτων που του προσδίδουν ένα γοργό ρυθμό αφήγησης. Η κυριαρχία των κύριων προτάσεων, επομένως, ενισχύει την προσπάθεια του ποιητή να διατυπώσει με σαφήνεια και απλότητα το μήνυμά του. Ο ποιητής δεν επιθυμεί να αποκρύψει τη σκέψη του ούτε να δυσκολέψει τον αναγνώστη μέσα από δυσνόητες κι ελλειπτικές διατυπώσεις, γι’ αυτό και επιλέγει την εκφραστική καθαρότητα που του προσφέρουν οι κύριες προτάσεις. Άλλωστε, η απλότητα του ποιητικού του λόγου δε σημαίνει παράλληλα και απλότητα στις σκέψεις που διατυπώνει κι αυτό είναι που κάνει τα ποιήματά του τόσο ενδιαφέροντα. Ο Παυλόπουλος δημιουργεί με λιτά εκφραστικά μέσα τα ποιητικά του αινίγματα που καλούν τον αναγνώστη σε μια καίρια πνευματική αναζήτηση απαντήσεων. Οι κύριες προτάσεις με τη νοηματική τους σαφήνεια επιτρέπουν στον αναγνώστη να εισχωρήσει στο αφηγηματικό ξεδίπλωμα του ποιήματος και να εμπλακεί στην αναζήτηση του ποιητή. Δημιουργούν, παράλληλα, μια αίσθηση οικειότητας καθώς ο λόγος του ποιητή ακούγεται απλός και καθημερινός, χωρίς την ποιητικότητα εκείνη που κάποτε δυσχεραίνει την κατανόηση του νοήματος και αποθαρρύνει τους αναγνώστες.

 

Εκφραστικοί τρόποι: Ο Παυλόπουλος επιλέγει τη διαμόρφωση του ποιητικού του λόγου με τα πλέον σαφή και λιτά εκφραστικά μέσα. Η κυριαρχία των κύριων προτάσεων, η χρήση καθημερινών εκφράσεων και παράλληλα η σχεδόν πλήρης έλλειψη επιθέτων και σχημάτων λόγου προσφέρουν στην ποίηση του Παυλόπουλου μια εκπληκτική σαφήνεια. Ο αναγνώστης έρχεται σ’ επαφή μ’ ένα λόγο πολύ κοντά στην καθημερινή ομιλία που του επιτρέπει την άμεση πρόσληψη του μεταφερόμενου μηνύματος, παρά το γεγονός ότι στην πραγματικότητα η προσέγγιση του ποιητικού νοήματος προσκρούει στην αινιγματική παρουσίαση της ποίησης. Ο Παυλόπουλος συχνά στην ποίησή του αναδεικνύει τις αντιφάσεις που ενυπάρχουν ακόμη και σε έννοιες ή καταστάσεις που φαινομενικά δείχνουν ξεκάθαρες, ενώ παράλληλα αρέσκεται στην παρουσίαση δραματοποιημένων ιστοριών που καταλήγουν σε μια διλημματική ή και αινιγματική προσέγγιση. Στα Αντικλείδια η πόρτα της ποίησης είναι ανοιχτή μα παράλληλα απροσπέλαστη καθώς στην πραγματικότητα δεν άνοιξε ποτέ. Ο βασικός προβληματισμός του ποιήματος, παρά το γεγονός ότι παρέχεται στον αναγνώστη με σαφή και λιτό τρόπο, παραμένει δυσεπίλυτος, καθώς πράγματι η πόρτα της ποίησης, δηλαδή η γνώση της ποιητικής τέχνης δεν είναι εύκολο να κατακτηθεί, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η ποίηση δεν είναι πάντοτε διαθέσιμη ως μέσο έκφρασης για κάθε πιθανό ενδιαφερόμενο. Η ατμόσφαιρα είναι μυστηριακή και μυθική και με αλληγορίες, εικόνες και μεταφορές οδηγεί σε σκηνοθετικούς χειρισμούς (= θέμα, πρόσωπα, χωρόχρονο, δράση-αντίδραση, πλοκή, σκηνές), μέσω των οποίων υποβάλλονται στον αναγνώστη ερωτήματα.

 

Σχήμα του κύκλου: Ο ποιητής ξεκινά με την παραδοχή ότι η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή, θέλοντας να δηλώσει τη διαρκή παρουσία της στη ζωή μας. Η ποίηση είναι πάντοτε στη διάθεσή μας είτε για να μας συγκινήσει μέσω της δημιουργίας κάποιου άλλου ανθρώπου είτε για να αποτελέσει το δικό μας μέσο έκφρασης. Βέβαια, όπως μας εξηγεί ο ποιητής, λίγοι είναι αυτοί που θα κοιτάξουν μέσα από την πόρτα της ποίησης και πραγματικά θα δουν τι έχει να τους προσφέρει. Όσοι όμως αντικρίσουν τα θέλγητρα της ποίησης θα συνειδητοποιήσουν ότι η πόρτα της ποίησης είναι κλειστή και δεν μπορεί να ανοίξει καθώς κανείς δε γνωρίζει που βρίσκεται το κλειδί. Όσοι πραγματικά νιώσουν τη δύναμη και την αξία της ποίησης, συνειδητοποιούν παράλληλα το πόσο δύσκολο είναι να κατακτήσει κανείς την τέχνη αυτή και παρόλο που πολλοί από αυτούς αφιερώνουν ολόκληρη τη ζωή τους στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν το ιδανικό ποίημα που θα αποτελέσει το αντικλείδι που θα τους επιτρέψει να εισέλθουν στον κόσμο της ποίησης, τελικά αντιλαμβάνονται ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Ο αρχικός στίχος του ποιήματος με το κάλεσμα της ανοιχτής πόρτας δίνει την ευκαιρία στους ανθρώπους να δουν τη μαγεία της ποίησης, ενώ το κλείσιμο της πόρτας στη συνέχεια τους ωθεί σε μια διαρκή προσπάθεια ποιητικής δημιουργίας ώστε να ανοίξουν εκ νέου τη μαγική αυτή πόρτα. Η διαπίστωση ότι κανείς δεν κατόρθωσε να φτιάξει το αντικλείδι που θα μπορούσε να ανοίξει την πόρτα, παρά τις προσπάθειες των ποιητών από την αρχή του κόσμου, οδηγεί σε μια ματαίωση του διαχρονικού αυτού δημιουργικού ταξιδιού και θέτει ένα τέλος που μοιάζει αμετάκλητο. Ο ποιητής όμως επανέρχεται στο τέλος του ποιήματος με το ίδιο κάλεσμα: «Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.», για να δώσει το κέλευσμα μιας νέας αρχής. Η ποιητική δημιουργία είναι μια αέναη διαδικασία που δεν μπορεί να παύσει ή να ματαιωθεί, καθώς η ποίηση δεν είναι παρά το συνονθύλευμα όλων εκείνων των ποιητικών προσπαθειών που γίνονται ανά τα χρόνια από τους επίδοξους δημιουργούς. Το σχήμα κύκλου επομένως λειτουργεί ως έναυσμα για την εκκίνηση ή τη συνέχιση της προσπάθειας, μιας και η ποίηση μπορεί να αποτελεί έναν δύσκολο ή σχεδόν απίθανο στόχο, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα πρέπει οι ποιητές να εγκαταλείπουν τις προσπάθειές τους. Ο Παυλόπουλος άλλωστε αναφέρει: «Δεν μπορείς να εξηγήσεις πώς γίνεται ένα ποίημα. Ένα ποίημα προετοιμάζεται μέσα σου από τα παιδικά σου ακόμα χρόνια. Ένα άλλο προαισθάνεσαι να σε περιμένει στο στρίψιμο του δρόμου. Και πράγματι σε περιμένει. Ένα άλλο που δεν θα το γράψεις ποτέ, ξέρεις ότι θα το σκέφτεσαι ως την ώρα του θανάτου σου. Το ποίημα έρχεται και φεύγει, ξαναγυρίζει, ξαναφεύγει, ξαναγυρίζει. Μπορεί να περάσουν χρόνια ή μια ολόκληρη ζωή, παλεύοντας να πιάσεις τον ίσκιο ενός πουλιού». Για τον πραγματικό ποιητή η ενασχόληση με την ποίηση είναι μια διαδικασία χωρίς τέλος, που μπορεί να καταλήξει στη δημιουργία λίγων ή πολλών ποιημάτων, αλλά πάντοτε θα σημαδεύεται από την αδυναμία του ποιητή να φτάσει στην αποτύπωση εκείνου του ποιήματος που τον κατατρέχει για χρόνια και το οποίο θα αποτελούσε την ιδανική αποτύπωση των σκέψεών του. Η πόρτα της ποίησης είναι άλλωστε κλειστή.

 

Τα γνωρίσματα της ποιητικής γραφής του Παυλόπουλου

Η ποίηση του Γιώργη Παυλόπουλου είναι φτιαγμένη με απλά υλικά, ο ποιητής αυτός δεν επιδίδεται σε λυρικά λεκτικά παιχνίδια, προτιμά να περάσει με τους στίχους του ένα μήνυμα, όσο απλό κι αν είναι αυτό ή να δημιουργήσει ένα μικρό αίνιγμα για τον αναγνώστη. Ο Παυλόπουλος είναι λιτός στη γραφή του καθώς γνωρίζει καλά πως ακόμη και με τις πιο απλές λέξεις μπορούν δημιουργηθούν αξιόλογα ποιήματα, αρκεί το περιεχόμενο του ποιήματος να είναι ικανό να διεγείρει τη φαντασία και τη σκέψη του αναγνώστη. Στα Αντικλείδια ο Παυλόπουλος μας προσφέρει τα πλέον χαρακτηριστικά στοιχεία της γραφής του, λιτότητα στην έκφραση, φυσικότητα του ποιητικού λόγου, κυριαρχία του πεζολογικού τόνου και μια παραστατική απόδοση της σκέψης του που επιτυγχάνεται μέσω του συμβολισμού. Παράλληλα, ο ποιητής επιδίδεται σε μια αγαπημένη του τακτική η οποία συνίσταται στη δημιουργία ενός αντιφατικού συνδυασμού που παγιδεύει τη σκέψη του αναγνώστη σε μια κυκλική πορεία όπου δεν υπάρχει μια σαφής διέξοδος. Η πόρτα της ποίησης είναι ανοιχτή, αλλά μάταια θα επιχειρήσει κανείς να τη διαβεί καθώς τελικά είναι -και πάντοτε ήταν- κλειστή. Ο ποιητής αρέσκεται στο να προβάλλει τις εύλογες αντιφάσεις της ζωής και τη τέχνης μέσα από τέτοιους παράδοξους συνδυασμούς. Χαρακτηριστικό ως προς αυτό το στοιχείο είναι και το υπέροχο ποίημά του «Το παιδί και οι ληστές».

 

Συμπερασματικά Σχόλια

Η ποιητική δημιουργία παρουσιάζεται στο συγκεκριμένο ποίημα ως μια ατέρμονη προσπάθεια να συλλάβει κανείς την «αλήθεια» της Ποίησης. Ο Παυλόπουλος κατανοεί ότι η ενασχόληση με την ποίηση δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στη δημιουργία αξιόλογου ποιητικού έργου και δε διασφαλίζει την κατάκτηση των μυστικών της ποιητικής τέχνης. Για κάθε ποιητή η αναμέτρηση με την τέχνη του είναι ένας δύσκολος και αδιάκοπος αγώνας που συνήθως απαιτεί την πλήρη αφοσίωσή του, χωρίς ποτέ να είναι εγγυημένο το θετικό αποτέλεσμα. Ακόμη κι αν ένας ποιητής κατορθώσει να καθιερωθεί ως άξιος τεχνίτης του λόγου, αυτό δε σημαίνει ότι μπορεί ποτέ να πάψει η συνεχής προσπάθειά του να οδηγήσει την τέχνη του σε υψηλότερα επίπεδα. Είναι, άλλωστε, δύσκολο για έναν ποιητή να θεωρήσει ότι έχει πραγματικά κατακτήσει την ποιητική τέχνη, καθώς πάντοτε θα έχει την αίσθηση ότι υπάρχει κάποια διάσταση της ποίησης που του διαφεύγει. Η αλήθεια της ποίησης γίνεται αντιληπτή με διαφορετικό τρόπο από κάθε ποιητή αλλά και από κάθε αναγνώστη, γεγονός που καθιστά τη δημιουργία ουσιαστικής και διαχρονικής ποίησης ακόμη δυσκολότερη. Οι ποιητές επομένως μπαίνουν σε μια αέναη διαδικασία δοκιμών, ίσως και απογοητεύσεων, προσπαθώντας να αποτυπώσουν με λέξεις ένα όραμα, ένα συναίσθημα, μια ιδέα, που αισθάνονται ότι θα τους χαρίσει την ποιητική δικαίωση που αποζητούν. Ο ίδιος ο Παυλόπουλος πίστευε ότι πάντοτε θα υπάρχει το ιδανικό εκείνο ποίημα που δε θα κατορθώσει ποτέ να το γράψει έστω κι αν προσπαθεί μια ολόκληρη ζωή. Η αγωνία μάλιστα αυτή του ποιητή είναι διατυπωμένη σε διάφορα ποιήματά του. Στα Αντικλείδια ο Παυλόπουλος ασχολείται με αυτή ακριβώς την ιδέα, ότι οι ποιητές ακόμη κι αν πασχίζουν μια ολόκληρη ζωή, δε θα μπορέσουν ποτέ να κατακτήσουν πραγματικά την αληθινή ουσία της ποίησης. Μπορεί να έχουν ήδη γραφτεί άπειρα ποιήματα, αλλά όλα αυτά δεν είναι παρά προσπάθειες, ατελείς δοκιμές, των ποιητών να προσεγγίσουν μία τέχνη που παραμένει πάντοτε φευγαλέα και απρόσιτη. Για να αποδώσει μάλιστα την αγωνία του ο ποιητής συνθέτει μια ευφάνταστη αλληγορία, στην οποία η ποίηση παρουσιάζεται ως μια πόρτα, που είναι ανοιχτή για όσους θέλουν να δουν τη μαγεία της ποίησης, μα κλείνει για όσους πραγματικά νιώσουν τη δύναμη της ποίησης και θελήσουν να μπουν μέσα. Η απουσία του κλειδιού της πόρτας της ποίησης και οι μάταιες προσπάθειες των ποιητών να δημιουργήσουν ένα αντικλείδι, που θα τους επιτρέψει να την ανοίξουν, δίνουν τη συνέχεια της αλληγορίας, η οποία καταλήγει στην απροσδόκητη ανατροπή ότι εν τέλει η πόρτα είναι ανοιχτή. Η αινιγματική κατάληξη του ποιήματος έρχεται να αναθαρρήσει τους επίδοξους ποιητές, οι οποίοι δε θα πρέπει να απογοητεύονται από την αδυναμία των προκατόχων τους να δημιουργήσουν το μαγικό αντικλείδι, καθώς η πόρτα της ποίησης παραμένει ανοιχτή. Με την αλληγορία αυτή, όπου η αλήθεια της ποίησης παρομοιάζεται με μία πόρτα, ο Παυλόπουλος αισθητοποιεί την εναγώνια και διαχρονική προσπάθεια των ποιητών να κατακτήσουν την ποίηση.

Η προσπάθεια των επίδοξων ποιητών να δημιουργήσουν το αντικλείδι που θα ανοίξει την πόρτα της ποίησης, μπορεί να κρατήσει μια ολόκληρη ζωή και να μη φτάσει ποτέ στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Παρά την αφοσίωση κάποιων ανθρώπων στην τέχνη της ποιήσεως και παρά το γεγονός ότι έχουν τις καλύτερες των προθέσεων, είναι πιθανό να μην μπορέσουν ποτέ να δημιουργήσουν αξιόλογα ποιήματα. Παρόλο που η ποιητική τέχνη απαιτεί αφοσίωση και συχνά άφθονο χρόνο για να οδηγηθεί σε αξιοθαύμαστα επίπεδα, αυτό δε σημαίνει ότι όποιος είναι διατεθειμένος να αφιερώσει χρόνο από τη ζωή του θα φτάσει την τέχνη του σε ικανοποιητικά επίπεδα. Είναι πολλοί οι ποιητές που παρά τις προσπάθειές τους δεν μπόρεσαν ποτέ να γράψουν κάποιο αξιόλογο ποίημα και δεν κατόρθωσαν ποτέ να ξεφύγουν από τη μετριότητα, γεγονός που ωθεί τον Παυλόπουλο να σχολιάσει ότι κάποτε κάποια χαλάνε μάταια τη ζωή τους γυρεύοντας το μυστικό που θα τους επιτρέψει να ανοίξουν την πόρτα της ποίησης. Είναι σίγουρα απίστευτη η απογοήτευση ενός ανθρώπου που έχει δαπανήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σ’ ένα σκοπό να μην τον κατακτά ποτέ, αλλά αυτό είναι και το στοιχείο που καθιστά την ποιητική τέχνη -την τέχνη εν γένει- τόσο ιδιαίτερη. Δεν υπάρχει ποτέ καμία εγγύηση και διαβεβαίωση ότι θα επιβραβευτεί κάποιος για τις προσπάθειές του. Είναι ανοικτό το ενδεχόμενο να παραμείνει στο επίπεδο της μετριότητας και να μη γευτεί ποτέ τη χαρά της επίτευξης και της αξιόλογης δημιουργίας.

Στα Αντικλείδια γίνεται σαφής η πρόθεση του ποιητή να προβληματίσει τον αναγνώστη επισημαίνοντας τη διττή φύση της ποίησης, η οποία αν και είναι πάντοτε διαθέσιμη ως μέσο έκφρασης δεν είναι ποτέ προσβάσιμη, υπό την έννοια ότι είναι δύσκολο να κατακτηθεί η τέχνη αυτή. Εύκολα διακρίνει κανείς στην ποίηση του Παυλόπουλου την επίδραση του καβαφικού κόσμου, τόσο στη χρήση των συμβόλων όσο και στην πεζολογική έκφανση του ποιητικού λόγου. Ο Παυλόπουλος δημιουργεί, όπως και ο Καβάφης, ποίηση με πεζολογικά εκφραστικά μέσα, καθώς σκοπός του ποιητή δεν είναι η δημιουργία λυρικών εικόνων ή η απόλαυση του λεκτικού πλούτου και των ηχητικά καλαίσθητων συνδυασμών. Σκοπός του είναι η απόδοση ενός μηνύματος που ο ποιητής θεωρεί σημαντικό για τον αναγνώστη. Διαβάζοντας τα Αντικλείδια έχουμε την αίσθηση πως ακούμε τον ποιητή να μας απευθύνει το λόγο, να μας εξηγεί τις θέσεις του σχετικά με την ποίηση και να μοιράζεται μαζί μας τους προβληματισμούς του. Το ποίημα κινείται στα όρια του καθημερινού λόγου, όχι γιατί ο ποιητής δεν μπορεί να στηρίξει μια λυρικότερη έκφραση, αλλά γιατί επιθυμεί κυρίως να ακουστεί η σκέψη του χωρίς να καλύπτεται από περιττούς λεκτικούς ακκισμούς. Η ποίηση, άλλωστε, σύμφωνα με τον Καβάφη, μπορεί να γεννηθεί ακόμη και μέσα από μια διατύπωση σχεδόν αντιποιητική. Η απλότητα του Παυλόπουλου δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως απλότητα του μεταδιδόμενου μηνύματος, καθώς οι προβληματισμοί του συχνά προχωρούν πέρα από το προφανές και το εύλογο, δυσκολεύοντας έτσι τις επιφανειακές προσεγγίσεις.

 

 

 

* Η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου είναι πτυχιούχος Φιλολογίας και πρωτεύσασα του Πανεπιστημίου Πατρών, κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος με τίτλο «Σύγχρονες προσεγγίσεις στη γλώσσα και στα κείμενα» και Πιστοποιητικού Συμπληρωματικής Εκπαίδευσης του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα  «Μαθησιακές δυσκολίες – δυσλεξία». Η πτυχιακής της εργασία «Ζητήματα ποιητικής και ιδεολογίας στο έργο του Ηλία Βενέζη και της Αιολικής Σχολής» βρίσκεται στο ΕΛΙΑ και η διπλωματική της διατριβή «Μακεδονικές Ημέρες: η διαμόρφωση του νεωτερικού λόγου στην πρωτεύουσα του βορρά και οι μεσοπολεμικές πνευματικές αναζητήσεις» στο http://nemertes.lis.upatras.gr. Το 2010 ταξινόμησε μαζί με την Άννα Κατσιγιάννη το αρχείο της Νένης Ευθυμιάδη. Έκτοτε εργάζεται ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, ενώ παράλληλα αρθρογραφεί σε εφημερίδες και εκπαιδευτικά portal.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top