Fractal

✔️ Γιάννης Ρίτσος- Η Σονάτα του σεληνόφωτος. “Μια αγαπητική ανάγνωση” *

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

 

Δεν είναι τυχαίο που ο ποιητής προτάσσει του ποιητικού μονολόγου ένα παρενθετικό κείμενο με σκηνικές οδηγίες: Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ΄ ένα, νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ’ τα δυο παράθυρο μπαίνει ένα αμείλιχτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δυο – τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Η Γυναίκα με τα Μαύρα μιλάει στον Νέο”.

 

 

 

Και διευκρινίζει ο ίδιος, Το ποίημα γράφτηκε τον Ιούνη και τυπώθηκε τον Δεκέμβρη του 1956”, εποχή κατά την οποία μια μερίδα του ελληνικού λαού τελούσε υπό διωγμό και τα ξερονήσια του Αιγαίου ήταν γεμάτα εξορίστους και στις φυλακές σάπιζαν πολιτικοί κρατούμενοι. Έτσι ο Ρίτσος ένας ποιητής βαθύτατα ευαισθητοποιημένος, ένας στρατευμένος ποιητής από πεποίθηση, δεν είναι δυνατό τον καιρό εκείνο των μύριων δοκιμασιών των προοδευτικών ανθρώπων, που και ο ίδιος υπήρξε μέτοχος, να γράφει ποίηση μόνο ερωτική. Είναι αστείο να τον ενδιέφερε η ρομαντική μόνο πλευρά του μονολόγου μιας ηλικιωμένης ανέραστης γυναίκας μπροστά σε έναν ωραίο, αλλά διάφορο νεαρό. Τα πρόσωπα αυτά και η ατμόσφαιρα του σκηνικού, όπως την περιγράφει ο ίδιος ο ποιητής, είναι τα “τραγικά προσωπεία” (1) της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου.

 

Το ποίημα αυτό ακολουθεί τα βήματα της “σονάτας του σεληνόφωτος” του Μπετόβεν, στην oποία ανήκει και ο τίτλος. Και εκεί παραπέμπει. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Τα προσωπεία αλλάζουν. Ο Μπετόβεν έγραψε τη “σονάτα του σεληνόφωτος”, μουσική πένθιμη, επηρεασμένος από ένα τραγικό γεγονός, την εκτέλεση ενός νέου, μια νύχτα με πανσέληνο, κατά τη διάρκεια του γαλλοπρωσικού πολέμου.

 

Και η σονάτα του σεληνόφωτος του Γιάννη Ρίτσου δεν είναι παρά μια πένθιμη σύνθεση, μια πένθιμη λιτανεία από το σκοτάδι της θλίψης, της λύπης και των στεναγμών προς το φως της νέας μέρα των ανθρώπων της πολιτείας, της μαχόμενης ζωντανής πραγματικότητας των ανθρώπων, “που ορκίζονται στο ψωμί και στη γροθιά τους”. Διαφορετικά δεν έχει νόημα η σύνδεσή της, με την ομώνυμη μουσική σύνθεση του μεγάλου μουσικοσυνθέτη. Έχω την αίσθηση πως αυτό σημαίνουν οι διευκρινίσεις που κάνει ο  ίδιος ο ποιητής στο κείμενο, το οποίο κλείνει το σκηνικό της σονάτας, όπου, μεταξύ άλλων γράφει: “Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μια πολύ γνωστή μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα , η “Σονάτα του σεληνόφωτος”, μόνο το πρώτο μέρος της” [16].

Ο ποιητής στήνει το σκηνικό του μέσα στο σαλόνι παλιού αρχοντικού όπου το σεληνόφως μπαίνει από δυο παράθυρα, σαν από δύο άδεια μάτια κρανίου. Ενώ η γυναίκα με τα μαύρα απευθύνεται στον νέο άντρα, χωρίς ανταπόκριση, συνεχίζοντας ένα μακρύ άγονο μονόλογο, που κατά διαστήματα “κόβεται” από την απεγνωσμένη και γεμάτη κούραση παράκληση με την οποία και αρχίζει το ποίημα:

 

“Άφησέ με νάρθω μαζί σου”

 

Μιλάει ασταμάτητα χωρίς να παίρνει απάντηση. Ο νέος μπορεί να είναι πλάσμα της φαντασίας της, μπορεί να είναι παρών απών. Ή να μην της δίνει σημασία· ή  να βιάζεται να φύγει· ή να μην θέλει να τον ακολουθήσει. Δεν του λέει “πάρε με μαζί σου”, που σημαίνει πως κι εκείνος θα είχε κάποιο ρόλο στο παιγνίδι της φαντασίας. Της αρκεί να της επιτρέψει να πάει μαζί του. Και τον παρακαλεί· κι αυτή η δραματική φράση γίνεται πιο τραγική, απεγνωσμένη κραυγή καθώς επαναλαμβάνεται στερεότυπα ύστερ’ από κάθε της σημαντική αναφορά, από κάθε ερμηνευτικό σχόλιο στα πεπραγμένα της που ανήκουν πλέον στον βιωμένο χρόνο της, ουσία και περιεχόμενο ζωής για την ίδια· αδιάφορα για τον νέο άντρα, για τον νέο άνθρωπο, του οποίου η προσοχή είναι στραμμένη προς το Μέλλον, προς τη ζωή που ανοίγεται μπροστά του.

Εκείνη βλέπει τον κόσμο που έρχεται μέσα από ένα πλέγμα εικόνων και βιωμάτων του δικού της παρελθόντος, του δικού της κόσμου, του δικού της χρόνου. Και θέλει να πάει μ’ αυτά τα κουρασμένα πόδια, μ’ αυτό το παλιωμένο βλέμμα, μ’ αυτή την αποκαμωμένη, την αποστεωμένη θέληση και διάθεση. Ζητάει με σπαραγμό, “Άφησέ με νάρθω μαζί σου”, ενώ εξακολουθεί να μένει προσκολλημένη στο παρελθόν της, μιλάει μέσα από αυτό, χωρίς να ξέρει και η ίδια τι θέλει τι ζητάει από αυτόν. Είναι τόσο δεμένη με ό, τι συνιστά τον κόσμο και τη μνήμη της που ο κόσμος των πραγμάτων γύρω της την αγγίζει ως το μυαλό, καθώς με το φεγγάρι”οι σκιές μεγαλώνουν” και είναι πιο τρομαχτικά, φέρνουν στη μνήμη πράγματα που πονούν,  έστω κι αν “το φεγγάρι/ θα κάνει χρυσά τα μαλλιά της”. Γι’ αυτό θέλει να τρέξει πίσω του, να βγει από το περιβάλλον της,  μα κουβαλάει μαζί της τη φθορά και την παρακμή, θέλει να βγει στο ξέφωτο, να δει με τα δικά του μάτια τον κόσμο, να χαρεί την πολιτεία από ψηλά, πασαλειμμένη με χρυσόσκονη από το φεγγαρόφωτο, με άλλο πρόσωπο, να ζήσει σε μια άλλη διάσταση τον χρόνο της, με την προοπτική μιας αλλαγής· ας είναι και ψευδαίσθηση.  Μια αλλαγή σκηνικού. Να πετάξει , ν’ αναπνεύσει καθαρό αέρα, ν’ απαλλαγεί από τη μούχλα των περασμένων, να γίνει διάφανη, να περάσει σε μια άλλη σφαίρα, μπας κι αλλάξει η μοίρα της. Ο καημός της είναι μεγάλος. Ομολογεί πικρά:

 

      “… η λύπη μου

       είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μουτ” [10]

Το πένθος της είναι και εσωτερικό. Κι έχει επενδύσει πολλά σε μια έξοδο μαζί του.

Ο νέος φαίνεται να μην  της δίνει σημασία. Είτε δεν ακούει είτε αδιαφορεί. Μπορεί και να την απωθεί, να την περιφρονεί να την ειρωνεύεται, να γελάει σαρκαστικά με την κατάντια της, με τον εξευτελισμό της, να παίζει, να διασκεδάζει με τον πόνο και τη λύπη της, με τη δυστυχία της. Μέσα ς’ αυτό το αρχοντικό της παρακμής όλα τη θλίβουν, της προκαλούν τον οίκτο ή την αποστροφή. Όλα την πονούν, την πληγώνουν. Και το σπίτι το ίδιο σαν να τη διώχνει. Εκεί τίποτα δεν έχει μείνει απείραχτο. Και η ίδια είναι μια θλιβερή, μια λυπημένη φιγούρα, ένα πένθιμο μεγαλείο, μια πένθιμη, μαυροφορεμένη διάθεση, μια πένθιμη μουσική.

 

Ο νέος δείχνει ανύπαρχτος. Ίσως να είναι κουφός, τυφλός, σκληρός, αδιάφορος. Ίσως δεν είναι αυτό που εκείνη χρειάζεται. Μάλλον προτιμάει την πένθιμη καθημερινότητά της. Μιλάει με τόση αγάπη για τον κόσμο που έχει βιώσει και για ό, τι την περιβάλλει. Θέλει μόνο λιγάκι να βγει σε μια άλλη διάσταση, να αρπάξει κάποιες ζωντανές εικόνες από τον έξω κόσμο. Αυτό όμως μοιάζει τέχνασμα, μοιάζει δόλωμα το δραματικό “άφησέ με νάρθω μαζί σου”. Εκείνο που πραγματικά θέλει είναι να τον αγγίξει, να νιώσει πάνω της τη ζεστασιά του νεανικού κορμιού του, να κρατήσει στη μνήμη των κυττάρων του δικού της κορμιού κάτι ζεστό και τρυφερό, μια υπόσχεση και μια ελπίδα ζωής από τη σύντομη επαφή μαζί του. Το ξέρει πως δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Ανήκει στον δικό της κόσμο. Που δεν μπορεί και δεν θέλει να τον απαρνηθεί, που είναι σάρκα της, που την πονάει:

 

“… Ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω

έχοντας στ΄ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα απ’ το

τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου

κι ακόμα μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά

συνοικιακά παράθυρα…” [11]

 

Είναι σίγουρη πως ο νέος θα φύγει, μαζί με τη γελούμενη νιότη, που έριξε στο άνοιγμά της προς τα έξω το σεληνόφως. Της φτάνει ν΄ αγγίξει και μόνο το σακάκι του, ας είναι και “τυχαίο άγγιγμα”.

Στην αδιαφορία και στη συνεχιζόμενη βουβή απροθυμία του νέου να ενδώσει στις παρακλήσεις της, εκείνη ανοίγεται περισσότερο, μιλάει για πράγματα, που δεν φαίνονται: για τη σχέση της με τον θεό, για τις επιδόσεις της στη μουσική, την ποίηση , τον έρωτα, τη φθορά, τους νεκρούς της, τον ίδιο τον θάνατο. Και πολλοί και νέοι και ωραίοι, πιο ωραίοι από αυτόν, και την πολιόρκησαν και την αγάπησαν. Άντρες λαίμαργοι για το κορμί της, έφηβοι με ωραία, γυμνασμένα σώματα. Κι όμως ποτέ δεν είχε ενδώσει στις προκλήσεις τους. Κι ας υπήρχαν όλες οι προϋποθέσεις, που θα της επέτρεπαν να χαρεί όχι έναν αλά πολλούς εξαίσιους έρωτες μαζί τους. Και τους απώθησε· Μόνο ο θαυμασμός τους της απόμεινε. Και μη θαρρεί πως ζητάει τώρα από αυτόν τον έρωτα. Δεν είναι καιρός. Ας μάθει όμως κι αυτός πως όλα είναι παροδικά, εφήμερα, όλα περνούν, όλα τελειώνουν. Τίποτα δεν είναι σταθερό.

Και πιο πολύ η νιότη και η ομορφιά του σώματος. Είναι τόσο ωραία όλα όσα φέρνει μαζί της η ομορφιά κι η νιότη κι ο έρωτας, όσο και πρόσκαιρα. Το ξέρει. Ξέρει και δεν επιθυμεί να αναμετρηθεί μαζί του στα ερωτικά. Απλά, επειδή έχει κουραστεί μέσα στο σπίτι με τις μνήμες, με τη σοβατισμένη αξιοπρέπεια, με τα ωραία, τα αιώνια ποιήματά της, δεν της αρκούν. Μερικές φορές το σπίτι γίνεται αφόρητο, όλα είναι σάπια στη συνείδησή της, τόσο εύθραυστα, τόσο ετοιμόρροπα, που κι αυτά δεν την αντέχουν να μένει έτσι άπραγη και να θυμάται. Έτσι να κάνει να κουνηθεί κι όλος αυτός ο αποθησαυρισμένος μέσα της και γύρω της κόσμος θα σωριαστεί συντρίμμια. Και τίποτ’ άλλο δεν θα μείνει εκτός από λίγους στίχους της, που:

 

“…θα μείνουν λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο

πέρ’  από τη ζωή μου και τη ζωή σου, πέρα πολύ…”

 

διαγράφοντας έτσι και τα όρια και τη διάσταση της ποίησής του ο ποιητής μας. Και με επίγνωση της προσφοράς και της αξίας του.

 

Η Γυναίκα με τα μαύρα- ο ποιητής θεώρησε αναγκαίο να δώσει το πορτρέτο της ηρωίδας του, για να μην θεωρηθεί πως πρόκειται για έναν ερωτικό απόλογο, δοσμένο με ρομαντική διάθεση- συνοδευμένη από τις μνήμες και τους προσφιλείς νεκρούς της, έμπειρη, πάντα στρέφοντας προς τα πίσω, προσπαθεί με λόγια παραπλανητικά, με χορτασμένα λόγια, να μάθει στον νέο πως όλα πάνω του είναι ετοιμόρροπα, όπως και μέσα στο αρχοντικό της· πως τίποτα δεν μένει αγέραστο, εκτός από την επιθυμία. Η τύχη όλων των θνητών είναι κοινή. Και με τον τρόπο της τον παρακινεί να χαρεί μαζί της την όμορφη, φεγγαρόφωτη βραδιά, αφήνοντάς την μόνο να πάει μαζί του, συντονίζοντας τα βήματά της με τα δικά του· να βγει σ’ έναν εξώστη της ζωής, από όπου θα έχει την ευκαιρία να απολαύσει από τη δική του θέση, με τα δικά του μάτια, με τη δική του διάθεση τη ζωή που ανοίγεται μπροστά του φεγγαρόλουστη, τη νιότη που άφησε να της ξεφύγει μέσα από τα χέρια της, κρατώντας για τον εαυτό της μια στείρα αξιοπρέπεια, μια άγονη ηθική, μια υπολογισμένη ίσως αγνότητα, μια αποστεωμένη λογική.

Οι συχνές παρακλήσεις της με τον στερεότυπο στίχο:

 

…Άφησέ με νάρθω μαζί σου…

 

που είναι και ο αρκτικός στίχος της ποιητικής σονάτας, εκτός από τον σπαραγμό και την αγωνία της, εκφράζει και την αμετάκλητη επιθυμία της και κάποια, ίσως ακόμα αδιόρατη, απόφασή της να αποτινάξει από πάνω της τη φθορά και τα πένθη του βιωμένου χρόνου της, αφήνοντας πίσω της ό, τι αγάπησε, ό, τι αποτελεί τη μικρή, βασανιστική, λυπημένη και τόσο προσφιλή, τη μικρή οικουμένη της.

Αν και ξέρει πολύ καλά πως:

“… Καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα,

μονάχος στη δόξα και στο θάνατο…”[10],

ωστόσο, αυτή η γνώση σε τίποτα δεν ωφελεί. Τίποτα δεν αλλάζει στον κόσμο των σιωπηλών πραγμάτων της πένθιμης αναγκαιότητας που την περιβάλλει. Σημασία έχει να μπορέσει να σπάσει τον κλοιό, τους τοίχους που υψώνονται γύρω της και να βγει λίγο έξω. Ο νέος ο υποτιθέμενος ακροατής της, είναι η ελπίδα για μια έξοδο από την καθημερινή της κούραση, η μόνη διέξοδος.

 

 

Η φωνή της ήπια, κουρασμένη απόμακρη, σέρνεται στη σιωπή της κάμαρας το ίδιο βαριά όπως και η διάθεση της “… γριάς αρκούδας…” που κι ας μην έχει πια κουράγιο για τίποτα, πορεύεται σιωπηλά πίσω από το αλυσοδεμένο πεπρωμένο της, ευχαριστώντας τη ζωή και τη μοίρα, την αλυσοδεμένη ανάσα της, ακολουθώντας τον αρκουδιάρη της. Κι όπως η ταλαιπωρημένη, η ανήμπορη, η κουρασμένη, η πονεμένη αρκούδα με τα σημάδια του εξευτελισμού και του γήρατος στο σάπιο, το ετοιμόρροπο κορμί της, η ταπεινωμένη, η ανίσχυρη αρκούδα, έτσι και η ίδια δεν εννοεί να παραιτηθεί. Κι όσο αυτό το γέρικο σπίτι που είναι το ίδιο το δέρμα της και την πιέζει,με τη βουβαμάρα και τη θλίψη που στάζει από παντού, από όλες τις ρωγμές της μνήμης, τόσο πιο πολύ νιώθει πως δεν τη χωράει πια. Κάτι πάει ν΄αλλάξει γύρω και μέσα της. Αυτή η λωρίδα σεληνόφωτος που επιχρύσωσε τη μοναξιά της, άνοιξε ένα πέρασμα της θέλησής της προς τα έξω.

Προς τον κόσμο της δράσης και της δημιουργίας, του αγώνα και του μόχθου. Ένιωσε πιο διαπεραστική την υγρασία στο κορμί της και στο κορμί του. Και πόσο κοστίζει μια πράξη που αντιμάχεται τους άτεγκτους νόμους του όποιου κατεστημένου. Κι ο νέος απέναντί της, με την αδιάφορη, την αινιγματική, την απάνθρωπη στάση του, ένα άλλου είδους κατεστημένο μέσα στη μοναξιά και την ερημική, τη χιλιοτρυπημένη και χιλιομπαλωμένη σιωπηλή αξιοπρέπεια, την πένθιμη εγκράτεια, την αποσαθρωμένη προσδοκία της για μια έξοδό της με το πιο απαραίτητο από τα προσφιλή της αντικείμενα, τους εναγκαλισμούς των μυρίων αποχωρισμών,  που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ:

 

“… Τα μαντήλια μου, τα στραβοπατημένα μου παπούτσια,  τη μαύρη

τσάντα μου, τα ποιήματά μου…” [15]

 

Να βγει, να ξεφύγει από τα νύχια του θανάτου, που διαδέχεται και ακολουθεί τη φθορά.  Π¨ου παραμονεύει σε κάθε πτυχή της σκέψης και της σιωπής της, σε κάθε απεγνωσμένη κίνηση· σε κάθε αδέξιο και φοβισμένο  βήμα της- γι’ αυτό και τα στραβοπατημένα της παπούτσια – το αβέβαιο και άτολμο βήμα της.

 

Αλλά όταν διαπιστώνει πως κι ο νέος δεν είναι δυνατόν να της προσφέρει αυτό  που στ’ αλήθεια επιθυμεί ή και η ίδια δεν ξέρει τι ακριβώς περιμένει από αυτόν κι από μια τυχάρπαστη έξοδο· ή πως και μια τέτοια ενέργεια δεν θα ήταν παρά μια σπασμωδική κίνηση την τελευταία στιγμή πριν τη χαριστική βολή: την πανικόβλητη φυγή του νέου, ξαναβρίσκει τον εαυτό της. Η φωνή της αλλάζει χρώμα, η διάθεσή της γαντζώνεται στην αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό της. Λέει αδιάφορα, σχεδόν περιφρονητικά:

 

“...Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Όχι, δε θάρθω. Καληνύχτα”.[15].

 

Πέντε κοφτές, καίριες προτάσεις φτάνουν για να συνοψίσει όσα αποκόμισε από την προσπάθειά της να επικοινωνήσει με τον νέο. Σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Η αντίδρασή της είναι μια αξιοπρεπής, κατά την κρίση της, επιστροφή στον εαυτό της. Τι είχε, τι έχασε

Μεταθέτει χρονικά την έξοδό της χωρίς την παρουσία του νέου:

 

“… Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί επιτέλους, πρέπει να βγω από αυτό το τσακισμένο σπίτι…”  [15-16].

 

 

 

 

Με τους στίχους αυτούς, αφ’ ενός αποκαθιστά τις σχέσεις της με τον αναγνώστη, θεατή, ακροατή, δεν υπάρχει λόγος και δεν αφήνει περιθώρια για οίκτο,  αφ’ ετέρου, δίνει την εντύπωση  πως ο νέος πισωγύρισε, ενέδωσε στις παρακλήσεις της.  Όμως τίποτε από αυτά δεν έχει συμβεί. Και καθώς το φεγγάρι δύει μέσα στα αδιάφορα μάτια του κόσμου που την περιφρονεί μοιάζει με:

 

      “…μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου…”[15],

 

που μένει αδιάφορος στον πόνο και στη δυστυχία. Που πηγαίνει κατηφορίζοντας, αφήνοντας πίσω του τον χαλασμένο κόσμο, “την εποχή μιας παρακμής”, [16].

 

Πιθανώς, το ανάλαφρο, ελεύθερο βήμα του, το σαρκαστικό του γέλιο, το χαρούμενο, το απελευθερωμένο του σφύριγμα, τη βοήθησαν να πετάξει από πάνω της το πένθιμο φορτίο της μοναξιάς και των ερειπίων που της φόρτωσε ο βιωμένος χρόνος. Και να συνειδητοποιήσει πως η πολιτεία δεν είναι χώρος μουσειακός, και δεν προσφέρεται για νυχτερινούς ρομαντικούς περιπάτους,  για θέα από κάποιο ξέφωτο. Είναι χώρος ζωντανός.

 

Άξαφνα όλα ωχριούν, χάνονται. Ο τόνος της φωνής της αλλάζει, το ίδιο και το σκηνικό και η διάθεσή της, και ο σκοπός της εξόδου της είναι άλλος, δεν είναι το φεγγάρι, είναι να δει “λιγάκι πολιτεία”:

 

…Την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια, την πολιτεία

του μεροκάματου,

την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της,

την πολιτεία που όλους μας αντέχει στη ράχη της

με τις μικρότητές μα, τις κακίες, τις έχτρες μας,

με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τα γερατειά μας

ν’ ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας.

Μήτε τα βήματά του. Μήτε τα δικά της βήματα. Μήτε τα βήματα του Θεού…”[16]\

 

λέει απευθυνόμενη ξανά στον νέο. Δεν την ενδιαφέρει πια. Και με μια “Καληνύχτα”, τελειώνει η Σονάτα του σεληνόφωτος. Και μένουμε με την εντύπωση πως ακούμε κι εμείς τα βήματα αυτής της κουρασμένης πολιτείας, ωστόσο, που αντιστέκεται και διεκδικεί με όποιο κόστος τα δικαιώματά της, της ανυπόταχτης, της ανυποχώρητης πολιτείας.

 

Σ’ αυτούς τους έξι  ακροτελευταίους, απλούς, καταλυτικούς  στίχους που τίθενται ως σφραγίδα, και μαζί, ανατρεπτικούς στίχους, συνοψίζονται οι στόχοι και η αφετηρία του ποιητή που καλλιέργησε και προήγαγε το ελληνικό στοιχείο κι έδωσε τη δική του διάσταση στον απλό, βαθυστόχαστο, αδαπάνητο, ελληνικό λόγο, τον καθημερινό, αλλά και τον επίσημο, τον πανάρχαιο.

 

[Η πολιτεία, η μαχόμενη Ελλάδα, ο πολύπαθος λαός της, το αγωνιζόμενο Έθνος, ο άνθρωπος, αυτά έχουν αξία και γι’ αυτά αξίζει να ζει κανείς. Όλα τ’ άλλα είναι παρεπόμενα. Το παρελθόν, με ό, τι πήρε μαζί του ανήκει στην Ιστορία. Αυτήν αφορούν τα πεπραγμένα. Η παρωχημένη πραγματικότητα είναι αυτή που είναι και τίποτα δεν αλλάζει. Η ποίηση υπηρετεί τον άνθρωπο. Και αποσκοπεί στην ανύψωση του πνευματικού, αλλά και του βιοτικού επιπέδου. Και διδάσκει πως:

 

Η ζωή τραβάει την ανηφόρα

με σημαίες και με τραγούδια”,

 

η Ρωμιοσύνη δεν πεθαίνει, ορθώνεται και προχωράει. Η ζωή, λοιπόν, η Πολιτεία και οι ατέλειωτοι αγώνες της είναι εδώ και τώρα. Και δεν έχει νόημα ν’ ανασκαλεύει κανείς τις στάχτες, ψάχνοντας στ’ αποκαΐδια για το νόημα της ζωής. Φτάνει να κοιτάξει κατάματα τη ζωή και την πραγματικότητα που τον περιβάλλει και να γίνει συνειδητό μέλος της κοινωνίας όπου ανήκει και του ανήκει.

Ο Γιάννης Ρίτσος δεν είναι δημιουργός υψηλών τόνων, δεν είναι ποιητής ηχηρών σχημάτων. Είναι ταπεινός μέσα στη μεγαλοσύνη του, αγνός δουλευτής του ελληνικού λόγου,  έμπειρος καλλιεργητής της ποιητικής αμπέλου μέσα πάντα στο καθαρό ελληνικό τοπίο, με στοιχεία σπλάχνα να της λαλιάς που ακούγεται ς’ αυτήν εδώ τη λουρίδα της γης από αρχαιοτάτων χρόνων.

Είναι γνήσιος, βγαλμένος μέσα από τα σπλάχνα της ελληνικής φυλής, καθαρός σαν τη θάλασσα που περιβάλλει τον τόπο που τον γέννησε και τον ανάστησε. Ατόφιος σαν τον βράχο της “Μονομβάσιας” του. Και η ποίησή του είναι ζωντανός άρτος και ομιλητικό νερό. Είναι ποιητής των χαμηλών τόνων, των συμβόλων, της μουσικής των ήχων και των μικρών πραγμάτων, του ταπεινού, όλων των ποιητικών στοιχείων που συνιστούν την ουσία της ζωής και το περιεχόμενο μιας οικουμενικής ποίησης, της ποίησής του.

 

Η “Γυναίκα με τα μαύρα” δεν είναι άλλη από την ποιητική του ψυχή, είναι η ίδια, η βαρυπενθούσα ψυχή του ποιητή. Είναι ο ίδιος ο ποιητής περιβεβλημένος το πένθος των αιώνων του Ελληνισμού, που διαλέγεται με το νέο πνεύμα, που ξεπηδάει μέσα από τα ερείπια της παρακμής της εποχής μας. Ένα πνεύμα που προπορεύεται του αιώνα, ο σπερματικός λόγος της ποίησής του, μιας ποίησης βαθύτατα ανθρώπινης, ελληνικής, ως τα μύχιά της, υπαρξιακής ως τα κατάβαθά της.

 

Η “Γυναίκα με τα μαύρα” δεν μιλάει για δόξες, για περασμένα μεγαλεία, ο σκοπός της δεν είναι αυτός, αλλά για κάτι άλλο απλό, ουσιαστικό, για τη ζωή που έφυγε, για τη νιότη που θάφτηκε κάτω από τα ερείπια. Δεν επιβάλλεται με την ξεπεσμένη αρχοντιά της,  με τα βελούδα και τα πολύτιμα αντικείμενα του παλιού αρχοντικού της, αλλά με τη λογική της φθοράς, με τον πόνο των σιωπηλών πραγμάτων, των εξευτελισμένων αντικειμένων που την περιβάλλουν, που φαίνεται να μην  αντιπροσωπεύουν τίποτε πια γι’ αυτήν. Προβάλλει μέσα από τις ρωγμές της διάτρητης ιστορίας  του παλιού σπιτιού, μέσα από τα χαλάσματα της μνήμης και τις οπές της σιωπής, από όπου βρίσκει δρόμο να περάσει το σεληνόφως ίσα ίσα για να την κάνει να συνειδητοποιήσει την οδυνηρή της θέση, να δει επιχρυσωμένες τις πληγές της, να γίνει πιο σκληρός ο καημός κι ο πόνος των πραγμάτων για τον απολεσθέντα παράδεισο της ψυχής της.  Όμως και το ίδιο το φεγγάρι, όπως το βλέπει μέσα από τη χαραμάδα της σιωπής και τη ρωγμή της θλίψης της δεν είναι παρά “μια τρύπα στο κρανίου του κόσμου”, στίχος    που μας υποβάλλει τον πραγματικό στόχο του ποιητή.

 

[ Ο Γιάννης Ρίτσος, αντίθετα από τον Κάλβο, τον Παλαμά και τον Σικελιανό που χρησιμοποιούν υψηλούς τόνους, αντίθετα κι από τον Ελύτη που παίζει με το φως και τ χρώμα και κινείται σε ανοιχτούς χώρους, αντίθετα κι από τον Σεφέρη που δημιουργεί σε ένα άλλο επίπεδο, σ’ ένα επίπεδο λογιοσύνης και σε μια ατμόσφαιρα μουντή, κουβαλώντας ένα ωραίο κρύο πνεύμα βόρειας, νοθευμένης παρακμής, ο ποιητής του Επιτάφιου, της Ρωμιοσύνης, του Πρωινού άστρου, του Τραγουδιού της αδερφής μου,  τω ν 18 λιανοτράγουδων της πικρής πατρίδας, της Σονάτας του σεληνόφωτος και τόσων άλλων ποιητικών συνθέσεων, είναι ο ποιητής που έρχεται μέσα από τα σπλάχνα του ελληνικού λαού, που αξιοποίησε στην ποίησή του ό, τι ελληνικό  με μια βαθειά λατρεία και θρησκευτική πίστη. Ακόμα και στα ευκαιριακά, τα εντελώς επικαιρικά, που είναι πολλά και ίσως δεν προσφέρουν κάτι παραπάνω στο οικοδόμημα της ποίησής του – και στα “στρατευμένα” του ποιήματα, δεν ξεφεύγει από τον άνθρωπο και τους αγώνες του για επιβίωση και για μια καλύτερη ζωή.

 

 

 

 

Η ποίηση του Ρίτσου είναι γεμάτη απαλούς τόνους, ζυμωμένη με χώμα, αίμα και ιδρώτα, ανθρώπινο πόνο, μοναξιά και μόχθο. Έχει τη σύνεση και τη σοφία του κατασταλαγμένου, του έμπειρου τεχνίτη. Μιλάει με παραβολές θέλοντας να κάνει πιο ευανάγνωστο αυτό που θέλει να πει, να το φέρει στα μέτρα του ταπεινού, του απλού ανθρώπου, του φτωχού αγωνιστή, του μεροκαματιάρη, χρησιμοποιεί τα “τραγικά προσωπεία”.

Ο Γιάννης Ρίτσος είναι ριζωμένος στη γη του, δεμένος άρρηκτα με τους ανθρώπους της, με την ιστορία και τον πολιτισμό της, με τα ήθη και τα έθιμά της, με τη θρησκεία της, με τους θρύλους, τους μύθους και τις παραδόσεις της, τους αγώνες και τα μαρτύριά της, τα πάθη και τις δοκιμασίες, τη δόξα και την παρακμή της, την οποί, ωστόσο δεν την αποδέχεται και δεν την αμφισβητεί. Τη χρησιμοποιεί ως μέσο για να δώσει έμφαση στην πρόοδο και την ανανέωση, την αποδοκιμάζει εύστοχα με το να αντιπαραθέτει το αγωνιστικό πνεύμα, τη νέα ζωή, τη νέα γενιά που δεν εννοεί να συμβιβαστεί με τα κάθε λογής κατεστημένα. Προβάλλει τα νιάτα, τον έρωτα, τη δίψα για ζωή, τη σφίζουζα πνοή “της πολιτείας με τα ροζιασμένα χέρια, της πολιτείας του μεροκάματου/ της πολιτείας που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της.

 

Ο Ρίτσος δεν εκφράζει εποχές παρακμής, όπως ο Καβάφης και ο Σεφέρης που θρηνούν τον χαμό των ιδανικών τους. Που κουβαλούν μια πατρίδα κουρασμένη “που πηγαίνει κλαίγοντας χωρίς να ξέρει κανείς γιατί” (Σεφέρης), κι ένα πνεύμα παθιασμένο για έρωτα που είτε είναι αρρωστημένος είτε ανεκπλήρωτος. Ο Ρίτσος εκφράζει και είναι ταυτισμένος με μια πατρίδα ζωντανή, μαχόμενη που τη βοηθάει με το έργο του να ορθοποδήσει και να σταθεί στα πόδια της μ’ ένα λαό περήφανο που αψηφάει τον κίνδυνο και προχωράει τραγουδώντας. Είναι ο ποιητής που κατάφερε αμπώχνοντας τα γερατειά, δαμάζοντας μια ζωή την ύπουλη αρρώστια με τη δύναμη της αδυναμίας του, να μείνει νέος με ξάστερο νου και Ωραίος ως Έλλην, “θεός εναλίγκιος άντην”, όπως ο ομηρικός Οδυσσέας. Και ωραίος να βαδίσει προς τον θάνατο και να αναμετρηθεί μαζί του μόνος και δυνατός και ωραίος, όπως μόνος βάδισε προς τη δόξα και τον έρωτα κάθε ιδανικού του.

 

 

* Η εργασία, “Μια αγαπητική ανάγνωση” της “Σονάτας του σεληνόφωτος”, γράφτηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο (2-15 Δεκεμβρίου 1994) και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Ελίτροχος” τ. 4+5 τον χειμώνα του 94-95, στο “αφιέρωμα στον Γιάννη Ρίτσο”. Αναδημοσιεύεται ελαφρώς ανανεωμένη σε σημεία. 

 

 Παλαιό Φάληρο, 15 Αυγούστου 2020 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top