Fractal

ΚΡΙΤΙΚΑ ΦΥΛΛΑ (31). Γιάννης Ευθυμιάδης. Ένας ποιητής του λυρικού κανόνα.

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός //

 

 

 

 

Α] ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΈΡΓΑ: Ο ποιητής Γιάννης Ευθυμιάδης γεννήθηκε το 1969 στον Πειραιά. Σπούδασε κλασική φιλολογία, έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο αρχαίο, ελληνικό δράμα και εργάζεται στην Ιδιωτική Εκπαίδευση. Έχει το χάρισμα να είναι ποιητής και εικαστικός. Απόφοιτος του Α΄ Εργαστηρίου Χαρακτικής της Α.Σ.Κ.Τ. του καθηγητή Γιάννη Γουρζή, έχει κάνει τις εξής εκθέσεις: «Θηρογένεια Ι» στο Μέγαρο Γκύζη στα Φηρά της Σαντορίνης το 2018, «Θηρογένεια ΙΙ» στη Δημοτική Πινακοθήκη Πειραιά το 2019 και «Palimpsest Motherland» στο Ελληνικό Κέντρο του Λονδίνου το 2020, όπου το εικαστικό έργο ταυτίστηκε άριστα με την ποιητική γλώσσα. Έχει εκδώσει ως τώρα επτά βιβλία ποίησης: Στίγμα, ιδιωτική έκδοση 2004, Καινός διαιρέτης, Νεφέλη 2007, Γράμματα στον Πρίγκιπα, Μικρή Άρκτος 2010, 27 ή ο άνθρωπος που πέφτει, Μικρή Άρκτος 2012, Πάνω στο σώμα σου, Μικρή Άρκτος 2014,  Πατρείδα, Ίκαρος 2018) και Αλκίνοος, Νεφέλη 2021 καθώς και ένα λογοτεχνικό δοκίμιο (12 κείμενα συνομιλίας με το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη, Καλλιγράφος 2014), ενώ φέτος εκδόθηκε (σε ηλεκτρονική έκδοση από τη Νεφέλη) το σκηνικό ποίημα Αχιλλέας στον Άδη και σύντομα αναμένεται η ποιητική συλλογή Το οικείο σκοτάδι από τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Ο Γιάννης Ευθυμιάδης έχει μεταφράσει Άγγλους και Αμερικανούς ποιητές. Ποιήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες, έχουν μελοποιηθεί και δισκογραφηθεί σε CD ο κύκλος ποιημάτων  Το κρύσταλλο του κόσμου σε στίχους δικούς του, μουσική του Γιώργου Καγιαλίκου και ερμηνεία Bικτωρίας Ταγκούλη (Μετρονόμος 2016) και αποσπάσματα από το ποίημα Αλκίνοος και πάλι σε μουσική Γιώργου Καγιαλίκου και σε ερμηνεία Βασίλη Γισδάκη, Μετρονόμος 2021. Ως εκπαιδευτικός, έχει εκδώσει φιλολογικά βιβλία για τη Μέση Εκπαίδευση, και είναι συνεργάτης σε λογοτεχνικά, έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.

 

 

 

Β]. 27 Ή Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΕΦΤΕΙ, Μικρή Άρκτος 2012 (με σχέδια του εικαστικού Χαρίτωνα Μπεκιάρη). Εσύ διαβάζοντας όσα γράφω ιχνηλατείς ξανά πάνω στον δικό μου μετεωρισμό / Μπαίνεις στις ίδιες λέξεις, όπως μπαίνουν τόσες χιλιάδες άνθρωποι μέσα στην  ίδια θάλασσα / Κι όπως όταν κολυμπάς στην Κρήτη το νερό ενώνει μ’ αυτόν που κολυμπάει στη Μαγιόρκα. Ο Γιάννης Ευθυμιάδης αντιμετωπίζει την Ποίηση πολύ σοβαρά. Καταγίνεται με την απόδοση μιας πραγματικότητας μεστής ποικίλων συναισθημάτων, κάτι που λείπει από τη σημερινή εγχώρια ποίηση, που έχει εξοστρακίσει την εκδήλωση του συναισθήματος. Για πολλούς, η ατραπός αυτή σίγουρα κρύβει τον κίνδυνο μην καταντήσει ο στίχος, με τις συναισθηματικές μεταπτώσεις, εξωραϊστικός και βαρύγδουπα μονολιθικός, ένα διαρκές μουρμούρισμα που φαντάζει με την επανάληψη ως μία ακατάσχετη διαμαρτυρία με έντονο διδακτισμό, που παρασύρει μονόπλευρα τον αναγνώστη. Κι όμως· η εντρύφηση του ποιητή σε παραδοσιακά σχήματα της παλαιάς και της νέας ποίησής μας (δεκαπεντασύλλαβος της δημοτικής μας μούσας,  ποίηση των Ασλάνογλου και Ελύτη, κ.α) με αξιοζήλευτη μελέτη εμπλέκει τους επηρεασμούς αυτούς αριστοτεχνικά, καταφέρνοντας να μας δώσει μία γλώσσα πρωτότυπη και άκρως δημιουργική. Η ποίησή του βρίσκει μοναδική διέξοδο μέσα στην πολυφωνία της έκφρασης των ομοτέχνων του, για να περιγράψει κι αυτός την Απώλεια παραστατικά και αυθεντικά. Ο Ευθυμιάδης, από αυτό το έργο, έχει ήδη αποκτήσει την Προσωπική του Φωνή, κάτι πολύ δύσκολο μέσα στον καταιγισμό του εγκεφαλισμού της σύγχρονης ποίησης μας, που δεν κάνει άλλο παρά να ναρκισσεύεται σε μία γλώσσα ξερή και άκαμπτη. Στη συλλογή 27 ή ο άνθρωπος που πέφτει (27 αφηγηματικά ποιήματα, 27 στίχων το καθένα και κάθε στίχος φτιαγμένος από 27συλλαβές), συνδυάζονται η Εικόνα, η Σκέψη και το Συναίσθημα. Το έργο αφορά την Πτώση του Σύγχρονου Ανθρώπου ως θύματος του  πολιτισμού που ο ίδιος δημιούργησε. Εδώ ο άνθρωπος πληρώνει ξεχωριστά και συνολικά την αλαζονεία του με τη ρίψη του στο ίδιο το Κενό. (Φυσικά, ο άγνωστος άντρας δεν ρίχτηκε στο κενό επειδή φοβήθηκε… Ρίχτηκε επειδή τον ανάγκασε ο πολιτισμός που δημιούργησε ο ίδιος ο άνθρωπος και που χρησιμοποιήθηκε εναντίον του ανθρώπου). Η συλλογή, γραμμένη σε απαράμιλλους στίχους, μας κάνει να αναρωτηθούμε για τον ρόλο μας στον καινούργιο αιώνα απέναντι σε μια ηθική, που μας αφορά, και ιδίως τη στάση μας τόσο στη φύση όσο και στον συνάνθρωπο. Και όσο για το τίμημα, είναι η ίδια η φρίκη της καταστροφής. Η φωτογραφία που δημοσιεύουμε είναι του φωτορεπόρτερ του Associated Press, Ρίτσαρντ Ντρου, που, αν και φωτογράφος μόδας, απαθανάτισε εκείνη ακριβώς τη μέρα της 11.9.2001 μια σειρά από στιγμιότυπα της διπλής τρομοκρατικής επίθεσης στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης.  Η φωτογραφία του άνδρα που πέφτει στο κενό έγινε την άλλη ημέρα εξώφυλλο στους New York Times. Ο τίτλος «The Falling Man» του δόθηκε το 2003 από ένα άρθρο στο περιοδικό Esquire. Μέχρι σήμερα η ταυτότητα του ανθρώπου αυτού δεν έχει εξακριβωθεί. Πίστευαν αρχικά πως εργαζόταν στο εστιατόριο «Windows of the World» του Βόρειου Πύργου. Στη συλλογή ο άνθρωπος, Θύτης και Θύμα μαζί, τολμά να μαρτυρήσει: Πέφτω απ’ το ύψος που μου χτίσατε – μετέωρος, γυμνός από τον φόβο της αιφνίδιας πτώσης… Επειδή όμως η καταστροφή είναι συνολική, οι καλλιτέχνες οφείλουν να μιλήσουν παραστατικά γι’ αυτήν, γιατί, μέσα από το Συνολικό θα προκύψουν αδιάσειστες αλήθειες για την επικράτηση και την επιβίωση του Ανθρωπισμού στις μελλούμενες γενιές, που πάντα αφορά το Μεμονωμένο, τον Απλό Πολίτη, ο οποίος υποκύπτει ως αποδέκτης του ίδιου του Κακού. Το μήνυμα της συλλογής 27 ή ο άνθρωπος που πέφτει σαφώς αποβαίνει αιώνιο ως το μόνο αληθινό. Ο όλεθρος μπορεί να προκαλέσει άλλη μια φορά Συλλογισμό για την αποστολή μας και τη στάση μας σε τούτη τη μικρή γη που, ευτυχώς, ακόμη μας χωράει και μας ανέχεται.

 

Γ]. ΠΑΤΡΕΙΔΑ, ΙΚΑΡΟΣ 2018, (σε εξώφυλλο Γιάννη Γουρζή). Σε είδα λυπημένη και με τραύματα,/πατρίδα μου, κι ας λέγαν που ήταν θαύματα… Φορές φορές τη χώρα μου τη λέω και Πατρείδα. Αναμφίβολα, η ποιητική αυτή σύνθεση αποτελεί μια σοβαρή κατάθεση, είναι ίσως από τα πιο σημαντικά κείμενα της πρόσφατης λογοτεχνίας μας. Ο Ευθυμιάδης μας χαρίζει, εμπνεόμενος από τα ιερά κείμενα των Γραφών και Ποιητών που μελέτησε, ένα βιβλίο σε τέσσερις πράξεις: 1] Το Ομότιτλο Εισαγωγικό για να δηλώσει τη σχέση του με την Πατρείδα, 2] Η Εβδομάδα των βυθών, 3] Ρέκβιεμ και 4] Η επανάσταση θα ’ρθει από βαθύ σκοτάδι. Κατ’ αρχάς, ο τίτλος της συλλογής είναι καθαρά ευρηματικός. Στη λέξη Πατρείδα (σύνθετη από το πατρίδα και είδα) υπάρχει η παθογένεια της χώρας του ποιητή. Ο Ευθυμιάδης μιλάει ως αγανακτισμένος προφήτης που η Ποίηση τον αναγκάζει να μιλήσει συνθέτοντας μια ολόκληρη συλλογή. Στο 1] στο  Ομότιτλο Εισαγωγικό μέρος το πρώτο ποίημα αρχίζει με στίχο-ερώτηση και ό,τι ακολουθεί από τις σελίδες 11-25 είναι ένα εκτενές σχόλιο, χαλαρό μερικές φορές, όπως απαιτείται για τη σύλληψη του θέματος. Ποιος οργισμένος ουρανός μας γύρισε την πλάτη; Όλη η παθογένεια της πατρίδας σκιαγραφείται με μοναδικούς στίχους που αναφέρονται στη θάλασσα, στα παιδιά, στον ήλιο, στην αντίθεση φως-σκοτάδι και, κατ’ επέκταση, στην Ελληνική Μυθολογία. Στη χώρα μου κυλάει μόνο βρόμικο μελάνι.  Στη χώρα μου φοβούνται τα παιδιά να δουν κατάματα τον ήλιο. Φορές φορές τη χώρα μου τη λέω Πατρείδα. Θα πω για μένα είναι Πατρείδα όσα αγαπάω και είδα. Και ό,τι βλέπει είναι καταρρακωμένο και χρειάζεται όσο τίποτε ανάσταση. Στο 2] στην Εβδομάδα των βυθών (= των Παθών) τα ποιήματα έχουν για τίτλους τα ονόματα της εβδομάδας. Εδώ περιγράφεται η καταβύθιση της ψυχής που προηγείται του πνιγμού, ίσαμε ν’ αγγίξει τον βυθό στην Κυριακή του αβλέμονα,[1] πριν την κορύφωση στο Σάββατο της αβύσσου, όπου μιλάει ζωντανά το άδικο. Το επταήμερο[2] των ποιημάτων αποτελεί ένα εξπρεσιονιστικό άσμα, διανθισμένο με πρόσωπα από την Καινή Διαθήκη (Άννας, Καϊάφας, Βαρραβάς, Ιησούς) ίσαμε το τέλος και την εμφάνιση του Αγγέλου, ο οποίος αναφωνεί: δικό σας λάθος η σανίδα σωτηρίας  / αρχή πορείας για ένα θάνατο αιώνιο ξεκινά, για να καταλήξει: μόνη αχτίδα ο Ερχόμενος. Το 3] Ρέκβιεμ[3] παραδίδεται σε σπουδαία τέχνη μέσα από ποιητικές εκκλήσεις του θείου και παρακλήσεις. Επτά ποιήματα που φέρουν τίτλους από τον Υμνητικό Κανόνα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, όπως Kyrie, Domine Jesu Christe, Dies Irae, Benedictus, Agnus Dei, Lux Aeterna, In Paradisum. Όλες οι ιδιότητες του θεανθρώπου αναφέρονται ως ικανές να ανασύρουν από την πτώση της Κόλασης τα πάντα. Ο Παράδεισος όμως εδώ δεν έχει την ομορφιά και τη γαλήνη που ξέρουμε. Διαθέτει κοσμική θέα, με λόγχες και καζάνια. Ο τελευταίος στίχος της ενότητας, Κύριε, μόλις, δώσ’ μου, έναν Παράδεισο, κι ας είναι σκοτεινός το μεσημέρι, αποτελεί αποδοχή ή αναγνώριση της ίδιας της ζωής ως στίβου, όπου το αίσιο και το αντίξοο ανταλλάσσουν το ένα το άλλο – αρχή στην οποία βασίζεται η άποψη των αρχαίων περί θεών που διαθέτουν τον ίδιο χαρακτήρα με τους ανθρώπους, εκτεθειμένοι με την ίδια δυναμική στο καλό και στο κακό. Στο 4] Η επανάσταση θα ’ρθει από βαθύ σκοτάδι, καταγράφεται παραστατικά σε επτά μέρη (Η Γέννηση, ο Τάφος, το Μέλλον, Η Καθυστέρηση της Ενσάρκωσης του Ερχόμενου) που θα λύσει την κακοδαιμονία, ενώ στα μέρη V, VI, VII, αποδίδεται η ανθρωπογεωγραφία και η φύση της απόλυτης παρακμής με εξαιρετικούς σημασίας στίχους. Σίγουρα, μόνο όταν χαθεί κάτι ολότελα, μπορεί να ξαναγεννηθεί. Ζώντας ο ποιητής μέσα στον αφιλόξενο κόσμο, μπορεί και ομολογεί στο τέλος μια ευχή παράκλησης που κλείνει τη σύνθεση-προσευχή Πατρείδα: Ένα σημείο δώσ’ μου, Κύριε, να πορευτώ γαλήνιος στον αιώνα, στίχος που, κλείνοντας τη συλλογή, αντηχεί στ’ αφτιά μας με όλη εκείνη τη δυσκολία της ουράνιας ανταπόδοσης του ανθρώπου που γνωρίζει πως θα τα βγάλει πέρα ολομόναχος ύστερα από κάματο πολλών ετών.

 

Δ]. ΑΛΚΙΝΟΟΣ, ΝΕΦΕΛΗ 2021: (Ποίημα, 24 δεκάστιχων στροφών). Σε συνέντευξη στο Athens Voice της 27.7.2021, ο Γιάννης Ευθυμιάδης αναφέρει, ορίζοντάς το ολοκληρωμένα κι εύστοχα: «Ο “Αλκίνοος” είναι ένα συνθετικό ποίημα που γραφόταν τα τελευταία επτά χρόνια. Το έργο αυτό το χαρακτηρίζω ως ένα μεγάλο ερωτικό τραγούδι, οπότε υπό την έννοια αυτή, πράγματι συνομιλεί με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των Σαιξπηρικών σονέτων. Ο λόγος είναι άλλοτε αβρός, έντονα λυρικός, άλλοτε δραματικός, υπάρχουν φορές που η ερωτική παραφορά γίνεται ξέσπασμα κι άλλοτε που το συναίσθημα κι η έκφραση του παίρνει τη μορφή εσωτερικού μονολόγου. Στο ποίημα αυτό θέλησα να υπάρχει μετρημένη δομή και έρρυθμος στίχος. Ναι, η παρατήρηση σου είναι πολύ ουσιαστική. Εργάστηκα, χωρίς να το έχω αντιληφθεί, με τα υλικά των σονέτων. Το υπαγορεύει η πρόθεση να εκφραστεί το  γλυκόπικρο ερωτικό συναίσθημα. Το έργο είναι ένας θεατρικός μονόλογος, ένα σκηνικό ποίημα που περιγράφει την Ερωτική Απώλεια. Στίχοι αισθαντικοί, άκρως συναισθηματικοί διαδέχονται ο ένας τον άλλον σαν μαρτυρία μιας κατάστασης που διαιωνίζεται. Το ερωτικό σώμα του νέου αποκτά την ωραιότητα του αγάλματος, ενώ τη φθορά την έχει ο αφηγούμενος με γένι υπόλευκο. Ρωτούν τα μάτια μου, τ’ αυτιά μου τεταμένα, έχοντας λησμονήσει τ’ όνομά σου / Βαριά ηχώ από τα σπλάχνα σου ανεβαίνει σαν λάβα από ηφαίστειο ταριχευμένου πάθους. Αν στα Σαιξπηρικά Σοννέτα υπάρχει συγκρατημός, εδώ υπάρχει ελευθερία στις λέξεις και εκφράσεις, ώστε σε πολλά σημεία ο λόγος να αποβαίνει ανατριχιαστικός, κάτι που αποκτάται με περίσσιο κόπο επεξεργασίας από αληθινό και γνήσιο ταλέντο. Όλο το ποίημα με την επιβολή της ερωτικής παραφοράς αποτελεί μια προσπάθεια να βγει κάποιος από την κόλαση στο φως του λυτρωμού, ξεφεύγοντας από την περιδίνηση των εικόνων, που αποτυπώνει ζωντανά ο έρωτας για ένα σιωπηλό, βουβό σώμα ενός νέου που κείτεται μπρούμυτα με το κεφάλι ακουμπισμένο στις παλάμες. Σίγουρα ο ανικανοποίητος έρωτας που αφορά το Εγώ είναι εξομολογητικός, κι αυτή η δραματική ομολογουμένως ένταση της γλώσσας όλο και γιγαντώνεται μπροστά στη σιωπηλή ομορφιά του νέου, στην παγίδα κάθε ερωτισμού που επιβάλλουν τα βάσανα του έρωτα. Έτσι όπως λάμπουν οι γλουτοί σου στο σκοτάδι σκέφτομαι τόσα αγάλματα που αντίκρισα / Σε ημίφωτες γωνίες μουσείων που τα χαϊδεύουν προβολείς ή άλλοτε λουσμένα φως σε ύπαιθρο. Δεν γνωρίζω αν στην ελληνική λογοτεχνία διαβάσαμε ποτέ κάτι αντίστοιχο με τέτοιο σπαραγμό: Λάμπεις και γέρνει πάλι η νύχτα, σαν να περίμενε το θείο σου κορμί να το ξαπλώσει / Κι όπως τα πιο εξαίσια μυρισμένα χρώματα μοιάζουν να παραδίνονται κι απόψε στο σκοτάδι. Πιο κάτω, το κείμενο γίνεται ένα ανατριχιαστικό άγγιγμα: Όπως βυθίζεται το σώμα μου στο σώμα σου, όπως ρουφώ με χίλια μάτια τη ματιά σου, / Σαλεύουν άγρια ερπετά χιλιάδες δάχτυλα, δάγκωμα έχιδνας γλυκό ξεχύνω στο φιλί σου / Δαγκώνω αχνά τη σάρκα σου, μαυλίζω του ονείρου σου το απόσταγμα, σαν κυνηγού σημάδι. Σίγουρα, μια τέτοια αγάπη δεν μπορεί να βρει ανταπόκριση. Γίνεται ιδανική κι αιώνια, γι’ αυτό είναι μονομερής. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από τη σελίδα 9 μέχρι και το τέλος αυτής της σύνθεσης, στη σελίδα 17, ο ερωτικός λόγος απογειώνεται με τρόπο μοναδικό, χωρίς τίποτε να διαταράσσει τον ρυθμό και, το κυριότερο, να παραβιάζει τη γλώσσα. Αυτές οι σελίδες ευωδιάζουν από μια ιδανική συγκίνηση, αδιάλειπτη, η οποία αιωρείται και μετά το τέλος της ανάγνωσης, λες και η αφήγηση αντηχεί με τρόπο πρωτάκουστο και μοναδικό στη σκυφτή και κοινή ζωή μας. Κι όσο για το τέλος, πριν ο ηλικιωμένος με τον νέο χαθούν οι δυο τους σε μια φωτεινή ρωγμή στον μαύρο τοίχο, σφιχτά ενωμένοι, ο Ευθυμιάδης τολμά να ομολογήσει: Αυτή λοιπόν, την ύστατή μου ώρα, τα δώρα που κρύβονταν βαθιά μες στο μυαλό μου / Αξιώθηκα να νιώσω το κορμί μου κι ένιωσα την ορμή μου, το προαιώνιο χάρισμα του νου. Ο νους εδώ είναι η σύνθεση του ποιήματος.

 

Ε΄ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ: Χωρίς αμφιβολία, ο Ευθυμιάδης είναι ικανός για σπουδαία πράγματα. Η γραφή του λάμπει και ξεχωρίζει ανάμεσα στον ορυμαγδό των βιβλίων που εκδίδονται κάθε τόσο με ποιήματα τεχνηέντως κατασκευασμένα από έναν νου χαμένο σε πρωτογενή ευφάνταστα ονειρικά σχήματα. Εδώ, υπάρχει λόγος ταπεινός και ολοκληρωμένος, αυτός της ψυχής, που μιλάει άμεσα σε αυτούς που γνωρίζουν την αληθινή, γνήσια ποίηση. Και η αληθινή δεν είναι βέβαια η ψυχρή, αλλά η συγκινησιακή, που μεταδίδεται στον αναγνώστη και τον κάνει να νιώσει, και όχι να χαθεί σε υποθετικές σκέψεις και ανυπέρβλητα νοήματα. Όπως σημειώθηκε πριν, ο Ευθυμιάδης φιλοτεχνεί τα βιβλία του βασιζόμενος στην Παιδεία της Παράδοσης, όπως αυτή του Δημοτικού μας Τραγουδιού και στη σύγχρονη ματιά των Ελλήνων Ποιητών που τον γοήτευσαν, καταφέρνοντας με αυτά τα έργα να αποκτήσει προσωπικό στίγμα. Είναι ποίηση ψαγμένη και όχι αυτοματοποιημένη, και φυσικά εξελιγμένη με τα υλικά μιας άρτιας γλώσσας και στοχευόμενου ρυθμού. Το μοντέρνο σχήμα που επιχειρεί ο Ευθυμιάδης δεν προκύπτει από επηρμένη, βεβιασμένη ανάγκη, αλλά από έντονο βίωμα, που τον οδηγεί να εκφραστεί ταπεινά και ολοκληρωμένα, αποδεικνύοντας πως οι ομότεχνοί του (sic), ειδικά αυτοί που λυμαίνονται τη δημοσιότητα, διαπλεκόμενοι συνεχώς σε σχέσεις υποτελείς, και υφαίνοντας συλλογές με μπερδεμένο το νήμα της ποίησης, στα χέρια τους σχηματίζεται μια τεθλασμένη γραμμή, αδιέξοδη, ενώ στα χέρια του Ευθυμιάδη, παραμένει, θαρρείς, πεισματικά ευθεία για να επικοινωνεί αυτός ο πολύτιμος ιστός με το ίδιο το φως του σύμπαντος που τα πάντα διευθετεί και διανέμει.

 

Απρίλιος 2022 

 

 

_________________

[1]Αβλέμονας: αβλέμονας < αρχαίο ελληνικό επίθετο *ἀ-βλέμμων  που αναφέρεται σε βυθό (ο μη ορατός βυθός), από  α- στερ. +  βλέμμα  (Μπαμπινιώτης) αβλέμονας < ευλίμενος (Μενάρδος), που μετά από την ποσοτική μεταβολή των φωνηέντων κατέληξε ως αυλέμονας (Κουτελάκης). Αβλέμονας (ναυτικός όρος): ρηχάδα, (ρηχά νερά, η άμπωτη, η παλίρροια), κατάλληλος βυθός για  αγκυροβολίααγκυροβόλιο καταφυγής, βυθός με αρκετό βάθος, άπατα και (μεταφορικά): η πολύ μεγάλη κατανάλωση φαγητού, ο αγλέορας, ο άμπακος, ο περίδρομος.

[2] «Ο αριθμός επτά επιτρέπει όλα σε τα όντα να υπάρχουν. Είναι ένας διανομέας της ζωής, της κίνησης και αποφασιστικός στην αλληλεπίδραση κάθε μορφής ύπαρξης (Ιπποκράτης). Υπάρχουν πολλές μελέτες που εξετάστηκαν από την  Αριθμολογία για έναν πολύ συγκεκριμένο αριθμό, το 7. Στην πραγματικότητα, από την αρχαιότητα (Βαβυλωνία, Αίγυπτος) οι αριθμοί χρησιμοποιήθηκαν για  ερμηνεύουν την πραγματικότητα και να προβλέψουν τη μοίρα του ανθρώπου. Επομένως, σύμφωνα με την Αριθμολογία που λέει πως, όταν κάποιος σκέφτεται το 7, δεν πρέπει να τον θεωρεί ως πρώτο αριθμό, ούτε ως αποτέλεσμα του αθροίσματος μεταξύ 3 και 4, αλλά να τον θεωρηθεί ως ο αριθμό της ολότητας. Επομένως, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το 7 έχει γίνει σύμβολο διαφόρων εννοιών. Ήδη για τους αρχαίους, ήταν ο κατ’ εξοχήν αριθμός  αντιπροσωπεύει κάθε μορφή ανακάλυψης και νέας γνώσης. Θρησκεία:  7 ημέρες κατά τις οποίες ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και το σύμπαν (συμπεριλαμβανομένης και της έβδομης ημέρας που ο Θεός ξεκουράστηκε), 7 αρετές και θανατηφόρες αμαρτίες,  7 βιβλία στη Βίβλο, 7 όπλα του εβραϊκού κηροπηγίου menorah, 7 είναι ο αριθμός απόκτησης πληρότητας στο Βουδισμό, 7 δώρα του Αγίου Πνεύματος, 7 ουρανοί που δημιουργήθηκαν από τον Θεό σύμφωνα με το Κοράνι. Φιλοσοφία: 7 σοφοί Έλληνες φιλόσοφοι, 7 θαύματα του αρχαίου και του σύγχρονου κόσμου, 7 βασιλείς της Ρώμης. 7 για τους Πυθαγόρειους ήταν το σύμβολο της ολότητας και του χώρου. Τέχνη, Φύση, Λαογραφία, Αστρολογία: 7 φιλελεύθερες τέχνες, 7 πλανήτες αστρολογίας, 7 χρώματα του ουράνιου τόξου, 7 ημέρες της εβδομάδας, 7 σεληνιακοί κύκλοι, 7 μουσικές νότες, 7 τσάκρα (χαρακτηριστικά σημεία του ανθρωπίνου σώματος), 7 χρόνια κακής τύχης όταν σπάει ένας καθρέφτης, κ.ο.κ.

[3] Με την ονομασία  Ρέκβιεμ  (εκ του λατινικού Requiem) ονομάζεται στην καθομιλουμένη η  νεκρώσιμη ακολουθία της Καθολικής Εκκλησίας, της οποίας το εισοδικό  αρχίζει με την παρακλητική φράση: «Requiem aeternam dona eis Domine» (Ἀνάπαυσιν αἰώνιον δὸς αὐτοῖς, Κύριε). Η ορθή και επίσημη ονομασία της νεκρώσιμης ακολουθίας, όπως φαίνεται και στα οικεία λειτουργικά βιβλία της Kαθολικής Εκκλησίας, είναι Λειτουργία υπέρ τεθνεώτων (Missa pro defunctis).

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top