Fractal

Θεραπεύοντας τις αναμνήσεις

Γράφει η Φωτεινή Χρηστίδου //

 

Τζένη Μανάκη «Για την Ελίζα», εκδ. Ωκεανίδα, σελ. 318

 

Κεντρική ηρωίδα στο μυθιστόρημα της Τζένης Μανάκη «Για την Ελίζα» είναι η Λούνα, εβραϊκής καταγωγής από την μητέρα της Ελίζα, αγγλίδα από τον πατέρα της Τζέραρντ, γεννημένη και μεγαλωμένη στη Θεσσαλονίκη,  φοιτήτρια Νομικής. Η Λούνα περνάει μεγάλο μέρος της παιδικής της ηλικίας και όλη την εφηβεία της μέχρι τα φοιτητικά της χρόνια στο καταθλιπτικό περιβάλλον του πατρικού σπιτιού της μητέρας της Ελίζας. Η Ελίζα, όπως και όλη της η οικογένεια, υπήρξε θύμα της ναζιστικής θηριωδίας. Επιβιβάστηκε νεαρή κοπέλα στα τρένα του θανάτου που την μετέφεραν, όπως δεκάδες χιλιάδες ομοεθνών της, σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Έχασε τους γονείς της, κακοποιήθηκε σωματικά και ψυχικά, έζησε την κόλαση του στρατοπέδου, κατάφερε όμως να επιβιώσει, να διασωθεί και κάποια στιγμή να επιστρέψει στη γενέτειρά της. Στο ταξίδι της επιστροφής της γνωρίζει τον μελλοντικό της σύζυγο Τζέραρντ, παντρεύονται και αποκτούν την Λούνα. Οι βασανιστικές μνήμες όμως είναι διαρκώς παρούσες για την Ελίζα και υποβοηθούμενες από κάποιες μοιραίες συμπτώσεις, αλλά και την επιπόλαιη συμπεριφορά του Τζέραρντ, την οδηγούν σε εμμονικό παραλογισμό ως προς την αληθινή ταυτότητα του συζύγου της. Ο Τζέραρντ φεύγει, μετά την αποτυχημένη απόπειρα της γυναίκας του να τον σκοτώσει και η Ελίζα απομονώνεται στον περιχαρακωμένο κόσμο της αφιερώνοντας χρόνο στο γράψιμο, χωρίς να επιτρέπει σε άλλον την πρόσβαση στα γραπτά της. Τι γίνεται όμως με την Λούνα; Πώς επηρεάζει τον ψυχισμό της η σκηνή με την Ελίζα να στοχεύει και να πυροβολεί τον πατέρα της; Πώς διαμορφώνεται η σχέση της με την ενοχική, απόκοσμη μητέρα της τα επόμενα χρόνια; Πώς βιώνει την απουσία του πατέρα; Θα καταφέρει κάποτε να επουλώσει τα βαθιά τραύματα του ταραγμένου οικογενειακού της βίου και να χαράξει μια πορεία προς την ευτυχία που τόσο λαχταρά, ή τα γεγονότα που σημάδεψαν τα παιδικά της χρόνια και τη νεότητά της  θ’ αποδειχτούν αναπόδραστα;

Ερωτήματα που απαντώνται στις σελίδες του βιβλίου, μάλιστα με τρόπο που εξάπτει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ώστε να μένει αδιάπτωτο μέχρι το τέλος, χάρη στη σφιχτοδεμένη πλοκή και την περιπετειώδη λύση της. Το μυθιστόρημα είναι πολυπρόσωπο, καθώς τους τρεις προαναφερθέντες ήρωες περιβάλλει πληθώρα άλλων που εκπροσωπούν διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, επαγγελματικές ιδιότητες, πολιτικές ιδεολογίες και φυσικά χαρακτήρες. Η αφήγηση συνδυάζει πρώτο και τρίτο πρόσωπο. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι της Ελίζας στο πρώτο κεφάλαιο και στα γραπτά της, που ανακαλύπτει μετά θάνατον  η κόρη της, και βέβαια της ίδιας της Λούνα. Με αξιοθαύμαστη  δεξιοτεχνία η συγγραφέας χειρίζεται ποικιλία αφηγηματικών τεχνικών. Εγκιβωτισμοί,  εσωτερικοί μονόλογοι, ανάδρομες αφηγήσεις και οι εναλλαγές του χρόνου που συνεπάγονται οι μεταβάσεις από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα, αποτελούν τα μεγάλα συγγραφικά ατού της Τζένης Μανάκη σε συνδυασμό με το λεπτό ύφος.

Το μυθιστόρημα, πέρα από τη σύνθεση των γεγονότων που προωθούν την εξέλιξη του μύθου, επιδιώκει κατά κύριο λόγο να διεισδύσει στην ψυχολογία των ηρώων. Όλες οι αποχρώσεις των συναισθημάτων της θλίψης, του πόνου, της απόγνωσης, της προσμονής,  της διάψευσης, της προσδοκίας, της επιθυμίας, της ανακούφισης, της χαράς, αποδίδονται στη λεπτομέρειά τους πολλές φορές σε συνάρτηση με ανάλογες περιγραφές του φυσικού περιβάλλοντος. Η συγγραφέας έχει εντρυφήσει στον συναισθηματικό κόσμο των ηρώων της και τον αποδίδει με τρόπο ρεαλιστικό, με αποτέλεσμα οι ήρωες να αποκτούν σάρκα και οστά στη συνείδηση του αναγνώστη.

 

Τζένη Μανάκη

 

Στα πλεονεκτήματα του βιβλίου συγκαταλέγω επίσης τον κοσμοπολιτισμό, ( η αφήγηση τοποθετείται κατά βάση στη Θεσσαλονίκη, αλλά επεκτείνεται και σε πόλεις του εξωτερικού, όπως Παρίσι, Μόναχο, Ζυρίχη, Μπράιτον, κ.ά. ) και τα πολυάριθμα διακείμενα και παραθέματα, απόρροια της λογοτεχνικής σκευής της συγγραφέως.

Καταληκτικά, θα έλεγα πως το μυθιστόρημα της Τζένης Μανάκη «Για την Ελίζα» επικεντρώνεται αφενός στα φρικτά, άσβηστα αποτυπώματα της μνήμης στο νου και τις καρδιές  όσων υπέφεραν κατά τη διάρκεια του μεγάλου πολέμου την οδύνη των διώξεων, των εξευτελισμών, των απωλειών, των πειραματισμών, των εξολοθρεύσεων, όπως άσβηστοι, αδιάψευστοι μάρτυρες παρέμειναν στη σάρκα τους οι  αριθμοί που αντικατέστησαν τα ονοματεπώνυμά τους. Κανένας από αυτούς που γύρισαν δεν αναγνώριζε πια τον πρότερο εαυτό του, όπως και κανείς από όσους τους γνώριζαν από πριν δεν ήταν σε θέση να τους αναγνωρίσει μετά την επιστροφή παρά μόνον, ίσως, εξωτερικά. Αφετέρου, ανιχνεύει τις βαριές συνέπειες που είχε για τα πρόσωπα του περιβάλλοντός τους (σύζυγοι, απόγονοι, κοντινοί συγγενείς) η συμβίωση με τα θύματα.

Η Ελίζα υπήρξε θύμα της αποτρόπαιης μνήμης. Η Λούνα, φορέας των τραυμάτων της μετα-μνήμης, έτσι όπως αναπόφευκτα της μεταβιβάστηκαν μέσω της μητέρας της. Η Ελίζα φεύγει από τη ζωή δηλητηριασμένη ψυχικά και πνευματικά.  Η Λούνα, μετά από μετεωρισμούς, παλινδρομήσεις και δοκιμασίες αποφασίζει ν’ αφήσει πίσω της το παρελθόν και επιδίδεται στην επίπονη προσπάθεια να θεραπεύσει τις τοξικές αναμνήσεις της με συμπαραστάτη και σύμμαχο τον έρωτα.

 

 

Παραθέτω μερικά αποσπάσματα:

Έβγαινα σπάνια έξω, γιατί πάντα την είχα στο νου μου, έτσι όπως υπέφερε, κι ας ήμουν σίγουρη ότι δεν πρόσεχε την παρουσία μου. Αισθανόμουν αιχμάλωτη στην οικογενειακή τραγωδία που δεν έλεγε να ρίξει αυλαία. Είχα τάξει στον εαυτό μου να ελευθερωθώ και θα το έκανα! Θα έλυνα με κάθε τρόπο τα δεσμά της θλίψης που με περιτριγύριζε από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Είχε σκουριάσει μέσα μου η εικόνα των γονιών μου. Φοβόμουν ν’ ανοιχτώ σε κάποια σχέση. Όλοι νόμιζαν ότι το έκανα από περηφάνια, όμως εγώ το απέφευγα από τον τρόμο μιας πιθανής αποτυχίας, δεν ήθελα να καταντήσω ένα σακί γεμάτο μίσος. Σελ. 76

Πράγματα που ξεχνάς ή που θέλεις να ξεχάσεις αναδύονται από το παρελθόν, εισβάλλουν βίαια στο παρόν και το ανατρέπουν. Έφερα στο νου την μάνα μου και το μίσος της για εκείνον και για κάποια λίγα φαρμακερά δευτερόλεπτα το συμμερίστηκα. Ένιωσα θύμα παρελθοντικών καταστάσεων, χαμένων στην ομίχλη της μνήμης να με παγιδεύουν ξανά στα δίχτυα τους και ν’ αδυνατώ να ξεφύγω. Σελ. 134

Κοίταζα έξω από το τζάμι καθώς σκεφτόμουν πόσο εύθραυστες είναι οι σχέσεις, πώς μια λέξη που δεν έπρεπε να ειπωθεί, μια κίνηση που δεν έπρεπε να γίνει κατορθώνουν να δηλητηριάσουν  χρόνων έρωτα, αγάπης, απαντοχής. Όλα -ξενύχτια, γλέντια, αστεία που σε κάνουν να γελάς μέχρι δακρύων, μεθύσια που καταλήγουν σε παθιασμένους έρωτες, κοινές αγωνίες για το μέλλον- σβήνουν όπως τα ονόματα των εραστών πάνω στην άμμο από την παλίρροια. Σελ. 237

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top