Fractal

Για την αγάπη του παππού μου

Γράφει η Ασημίνα Ξηρογιάννη //

 

«Ο δικός μου ο παππούς», Μάκης Τσίτας , εικονογράφηση: Λίλα Καλογερή, εκδ. Πατάκη, σελ. 2019

 

Οι παππούδες και οι γιαγιάδες διαδραματίζουν έναν σημαντικό ρόλο μέσα στην ελληνική οικογένεια. Συχνά ο ρόλος τους είναι αντιστικτικός με αυτόν των γονέων. Συνήθως οι γονείς που εργάζονται αφήνουν τα παιδιά τους στους δικούς τους γονείς, οι οποίοι έχουν τον δικό τους μοναδικό τρόπο για να τα κερδίσουν. Θα ανεχθούν τις αταξίες τους, θα τους κάνουν τα χατίρια, θα τους πάρουν πράγματα και καλούδια, θα τους επιτρέψουν να φάνε μια σοκολάτα παραπάνω. Εδώ υπάρχει σύγκρουση εξουσιών. Τα πράγματα είναι καθαρά και ξάστερα. Σπάνια παππούς ή γιαγιά να είναι αυστηρότεροι από τον μπαμπά ή μαμά. Γι αυτό και τα εγγόνια τους λατρεύουν και τρέχουν σε αυτούς όταν έχουν κάτι που τους απασχολεί. Κατά την παροιμία «του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μου» οι παππούδες παρουσιάζονται ιδιαίτερα αφοσιωμένοι απέναντι στα εγγόνια και μάλιστα το θεωρούν χρέος τους να τους παραστέκονται και να τους βοηθούν, βοηθώντας συνάμα και το αντρόγυνο που είναι απασχολημένο με τον καθημερινό αγώνα για την επιβίωση.

Η Λίλα Καλογερή λοιπόν δικαίως δημιουργεί εικόνες πολύ τρυφερές, καλοσχεδιασμένες και εκφραστικές μέσα στο βιβλίο του Μάκη Τσίτα με τίτλο «Ο δικός μου ο παππούς». Ο εγγονός μας μιλά για τον δικό του ξεχωριστό παππού με τον οποίο περνά μοναδικές στιγμές. Ένας κόσμος ολόκληρος. Συναισθήματα που ρέουν ακατάπαυστα και πηγάζουν από την παιδική ψυχούλα. Πόσα πράγματα μαθαίνει το παιδί από τον έμπειρο ηλικιωμένο. Πόσα συναρπαστικά, καινούργια, αξιοπερίεργα πράγματα! Ο παππούς είναι γεμάτος αυτιά για ό,τι έχει να του πει ο εγγονός του: τους φίλους του, το γάτο ή το λιονταράκι του. Επίσης, είναι πάντα πρόθυμος να του λύσει όλες του τις απορίες (π.χ.Πόσα χρόνια ζει ένας μυρμηγκοφάγος, αν ο μπαμπάς του έτρωγε τις φακές ή τις μπάμιες πιο πολύ, αν το σωστό είναι «χιονοστιφάβα» ή «χιονοστιθάβα») Αλλά και απορίες που είναι λιγότερο συνηθισμένες, όπως: «Τι όνειρα βλέπουν οι κροκόδειλοι»;

Ο παππούς είναι και κείνος ευτυχισμένος αφού έχει τη συντροφιά του, μια ευχάριστη και αστεία συντροφιά. Τoυ δίνεται η ευκαιρία να μιλήσει για τις αναμνήσεις του, τα παιδικά του χρόνια, τις χώρες που ταξίδεψε. Του αρέσει να διαβάζει παραμύθια στον εγγονό του, αλλάζοντας το ηχόχρωμα της φωνής του ανάλογα με το ρόλο που υποδύεται. Ο παππούς έχει τον τρόπο να κάνει τον εγγονό του να χαμογελάσει όταν είναι στεναχωρημένος, να του φτιάξει το κέφι όταν είναι βαριεστημένος. Το παιδί λέει «σ’ αγαπώ» στον παππού του, και του δίνει ένα μεγάλο φιλί, εκφράζοντας την μεγάλη του ευγνωμοσύνη. Επειδή τα παιδιά ξέρουν να διακρίνουν, νιώθουν και έχουν τον τρόπο τους να εξωτερικεύουν τα συναισθήματά τους.

 

Μάκης Τσίτας

 

Στο τέλος, το βιβλίο κλείνει με δραστηριότητες σχετικές με το θέμα του βιβλίου. Στην μια ζητά από τα παιδιά να γράψουν ή να ζωγραφίσουν τι έμαθαν από τον παππού τους. Στην άλλη τους ζητά να φτιάξουν το δικό τους γενεαλογικό δέντρο. Κάθε άνθρωπος και ένας δεσμός. Κάθε δεσμός και μια ιστορία.

Ας μου επιτραπεί να μιλήσω πιο προσωπικά κλείνοντας τούτο το κείμενο. Διαβάζοντας το βιβλίο μοιραία μου ήρθαν στο μυαλό εικόνες από τα δικά μου παιδικά χρόνια από το σπίτι του παππού μου στην Αίγινα. Το ειδικό μας δέσιμο και η θλίψη μου όταν έφυγε από τη ζωή που πάντα με ακολουθεί, ακριβώς γι’ αυτό: γιατί περνούσα μαζί του τόσο όμορφα όσο και ο μικρός ήρωας του βιβλίου του Μάκη Τσίτα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top