Fractal

«Για την Ελίζα»

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

«Για την Ελίζα» της Τζένης Μανάκη, Εκδόσεις Ωκεανίδα

 

Ένα μικρό απόσπασμα από την «Αβάσταχτη ελαφρότητα του Είναι» στην εισαγωγή, ήδη προοικονομεί βαρύ φορτίο για τις σελίδες που έπονται. Έτσι τουλάχιστον ερμηνεύω την επιλογή της συγγραφέως και δεν διαψεύδομαι. Από την πρώτη κιόλας γραμμή, η αγωνία της ηρωίδας για την κόρη της Λούνα, ζωγραφίζεται με μεγάλη ευκρίνεια:

 

«Προσπαθούσα με όση δύναμη ψυχής μού απόμεινε, να μην χάσω τη βεβαιότητα ότι θα μιλήσει. Απεχθανόμουν να ταυτίζω την αφωνία της με την αποτροπιαστική πράξη μιας νέας Μήδειας που σκότωσε τη φωνή μαζί με την ψυχή του παιδιού της».

 

Η εβραία Ελίζα, θύμα της θηριώδους κτηνωδίας των ναζιστών, επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη μετά τον εγκλεισμό της σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μέσα στο τρένο της επιστροφής, γνωρίζει τον Άγγλο Τζέραρντ τον οποίο συναντά και πάλι τυχαία στην Θεσσαλονίκη μετά από καιρό. Η σχέση τους εξελίσσεται σε παράφορο έρωτα και ο γάμος και η γέννηση της κόρης τους δεν αργεί. Η Ελίζα  ωστόσο, σύντομα ανακαλύπτει στοιχεία που την οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα ότι ο άντρας της είναι στην πραγματικότητα Γερμανός και μάλιστα φιλοναζιστής. Επάνω στον παραλογισμό της επιχειρεί να τον σκοτώσει μπροστά στα μάτια της έντρομης Λούνα. Όταν την ίδια περίπου περίοδο, η πρώην αρραβωνιαστικιά του Τζέραρντ κάνει και πάλι τη εμφάνισή της, ο γάμος της Ελίζας καταρρέει μαζί με τον ψυχισμό της. Γιατί, όπως η Τζένη Μανάκη γράφει, «… το παρελθόν βρίσκει πάντα τρόπο να επιστρέφει κάθε φορά που κλονίζεται  το παρόν».

Οι σελίδες ρέουν αβίαστα και όταν προετοιμάζεσαι να μάθεις την αποτρόπαια ιστορία της Ελίζας που θεωρείς κεντρική ηρωίδα, έρχεται αιφνίδια μια έξυπνη ανατροπή, η πρώτη από τις πολλές του βιβλίου. Ξεκινά το επόμενο κεφάλαιο με τίτλο Λούνα, θεωρείς ότι πρόκειται για έναν εγκιβωτισμό του παρόντος στη διήγηση του παρελθόντος η οποία δείχνει να αρμενίζει σε ακόμη πιο θολά νερά την βάρκα της αφήγησης, μετατρέπεται από τριτοπρόσωπη σε πρωτοπρόσωπη και αποτυπώνει  έτσι μια ακόμη πιο σκληρή και άμεση πραγματικότητα. Αποδεικνύεται τέχνασμα. Όχι, δεν είναι η Ελίζα η κεντρική ηρωίδα, όχι, δεν διηγείται τη ζωή της. Η κόρη της Λούνα είναι που επιχειρεί να γνωρίσει ουσιαστικά την μητέρα της μέσα από τα γραπτά που της άφησε και προσπαθεί να ξεδιαλύνει τη βαριά κληρονομιά και τα τραύματα ενός πολέμου που δεν έζησε αλλά φορτώθηκαν στους νεανικούς της ώμους, για να μπορέσει να προχωρήσει στην προσωπική της ζωή.

Με χειρουργική ακρίβεια, η συγγραφέας ανατέμνει χαρακτήρες και συμπεριφορές φτάνοντας ως το μεδούλι τους. Ήρωες που εύκολα παίρνουν σάρκα και οστά εξαιτίας του απόλυτα ρεαλιστικού τρόπου με τον οποίο αποδίδονται. Τέλεια η απόδοση ακόμη και αυτών που ονομάζονται  “δευτερεύοντες ήρωες”, στα πρόσωπα των οποίων « έχουν αποτυπωθεί τα σημάδια απ’ όλες τις ατελέσφορες ελπίδες, τις πίκρες, τις απογοητεύσεις, τις ήττες που είχαν υποστεί» με την ίδια σαφήνεια που χαρακτηρίζει και την κεντρική ηρωίδα.

 

«Μπροστά τους υποδυόμουν την θλιμμένη, έτσι τουλάχιστον η μάνα μου είχε μια πιο προστατευτική διάθεση απέναντί μου σε σύγκριση με την γενικά αδιάφορη συμπεριφορά της απέναντι σε όλους. Κατά βάθος πίστευα ότι μ’ αγαπούσε, απλά είχε ξεχάσει πώς να το εκδηλώνει, καθώς βυθιζόταν ολοένα και περισσότερο στις μνήμες της, λες και προσπαθούσε να λύσει τον γρίφο «γιατί σ’ εμένα». Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί είχε ενστερνιστεί την αντίληψη ότι η δυστυχία χτυπά την πόρτα μόνο των άλλων, ότι αυτή έπρεπε για κάποιο άγνωστο λόγο να είναι η εξαίρεση».

 

Τζένη Μανάκη

 

Κινηματογραφικές εικόνες, γρήγορη πλοκή πολύ σωστά δομημένη, κάθε σελίδα και μια καινούρια σκέψη, μια καινούρια αναρώτηση, με εξαιρετική χρήση της γλώσσας, πληθώρα εσωτερικών μονολόγων, μεταφορών και εναλλαγών του χρόνου. Με υποδόριο χιούμορ, όπου η ιστορία το αντέχει, η συγγραφέας καυτηριάζει τα κακώς κείμενα, τις βίαιες αντιπαραθέσεις, τα καλά κρυμμένα μυστικά της ανθρώπινης σκληρότητας σε όλες τις μορφές της, από την πλέον ακραία ως την πιο “απλή”, αυτή που καθημερινά απαντιέται. Ήρωες που «μαλώνουν με την αγάπη», αλληλοσπαράσσονται, οδηγούνται από τις ανοιχτές ουλές των τραυμάτων τους και αναζητούν δικαίωση, σ’ ένα βιβλίο του οποίου το λεπτοδουλεμένο ύφος σε ωθεί με αμείωτο ενδιαφέρον ως την τελευταία σελίδα. Για να το κλείσεις τελικά με ανάμεικτα συναισθήματα πικρίας και χαμόγελου, αλλά και την ελπιδοφόρα πεποίθηση πως η συγκολλητική ουσία στις ανθρώπινες σχέσεις παραμένει πάντα η ίδια: αγάπη και ενσυναίσθηση.

 

Δυο φράσεις του βιβλίου θεωρώ τον ιδανικό επίλογο, την ακριβέστερη περίληψη αλλά και το συμπέρασμα που έρχεται σαν επιστέγασμα της ιστορίας που εξελίχθηκε και ολοκληρώθηκε φτάνοντας στην κάθαρση της ηρωίδας. Με και χωρίς από μηχανής θεό:

 

«Τίποτα δεν γίνεται στην τύχη. Όλα έχουν μια βαθύτερη ρίζα, μια εξήγηση. Και πάντα ένα κακό έχει και την καλή του πλευρά».

 

«Τα θαύματα διατηρούν το δικαίωμα να επιβάλλουν τους δικούς τους κανόνες».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top