Fractal

Για κάποια παιδιά που ακόμα πεθαίνουν

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

Νέα Υόρκη. East 6th Street. Φωτογραφία της Helen M. Stummer (δεκαετία του ’80).

 

Όχι μόνο πρόσφατα, αλλά σε διαχρονική βάση, στις Ηνωμένες Πολιτείες της  Αμερικής παρατηρείται ένα ανεξέλεγκτο κύμα αστυνομικής βίας εναντίον κυρίως της κοινότητας των Αφροαμερικανών.  Πολλές δεκαετίες  πριν, το 1938, ο  εθνικός ποιητής των μαύρων, ο Λάνγκστον Χιουζ,  έγραψε το ποίημα «Τα παιδιά που πεθαίνουν» κάνοντας λόγο για τις ζωές των παιδιών που αξίζουν όλες, είτε είναι λευκές είτε μαύρες, για τις ζωές των παιδιών που σκοτώνονται χωρίς λύπη, χωρίς περίσκεψη, χωρίς αιδώ, απ’ τα διάφορα κέντρα εξουσίας, τους μεγάλους, τους πλούσιους,  για τα παιδιά που αναφέρονται λίγο υποκριτικά σε επιφυλλίδες κι αμέσως μετά ξεχνιούνται, όπως και τα νεκρά τους σώματα, σε φυλακισμένα μνήματα και τάφους. Στο ποίημα «Τα παιδιά που πεθαίνουν» (Kids Who Die), ο Χιουζ κάνει λόγο για όλους και για όλα! Τα  σημερινά και εκείνα που άφησαν το δικό τους στίγμα στις σελίδες της ιστορίας. Ο Άντζελο Χέρντον (Angelo Herndon, 1913-1997) στον οποίο αναφέρεται προς το τέλος του ποιήματος ο Χιουζ, υπήρξε Αφροαμερικανός συνδικαλιστής, που αγωνίστηκε για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας των μαύρων και γενικά όλων των εργατών, προσπαθώντας να τους οργανώσει συντεχνιακά στον Αμερικάνικο Νότο. Ο Καρλ Λίμπκνεχτ (Karl Leibknecht, 1871-1919), είναι ο γνωστός Γερμανός αγωνιστής, κομμουνιστής και αριστερός πολιτικός και σύντροφος της Ρόζα Λούξεμπουργκ.  Γράφει, λοιπόν, ο Λάνγκστον Χιουζ:

 

Μιλάω για τα παιδιά που πεθαίνουν,

Μαύρα και λευκά,

Για τα παιδιά που αναμφίβολα θα πεθάνουν.

Οι μεγάλοι και οι πλούσιοι θα ζήσουν ακόμα λίγο,

Όπως γίνεται πάντα,

Τρώγοντας αίμα και χρυσό,

Κι’ αφήνοντας παιδιά να πεθαίνουν.

 

Παιδιά που θα πεθάνουν στους βάλτους του Μισισιπή

Οργανώνοντας αγρολήπτες

Παιδιά που  θα πεθάνουν στους δρόμους του Σικάγου

Οργανώνοντας εργάτες

Παιδιά που θα πεθάνουν στους πορτοκαλεώνες της Καλιφόρνιας

Λέγοντας στους  άλλους να ενωθούν μαζί τους

Λευκούς και Φιλιππινέζους,

Νέγρους και Μεξικανούς,

Όλα τα παιδιά που πεθαίνουν

Σ’ όσους  δεν πιστεύουν στο ψέμα, και στις δωροδοκίες, και στην ευχαρίστηση,

Και σε μια απαίσια ειρήνη.

 

Φυσικά, οι σοφοί και πολυμαθείς

αυτοί που γράφουν κύρια άρθρα στις εφημερίδες

Κι’ οι κύριοι με τον τίτλο Δρ. μπροστά απ’ τα ονόματά τους,

Λευκοί και μαύροι,

Που κάνουν έρευνες και γράφουν βιβλία

Θα συνεχίσουν να υφαίνουν λέξεις, για να πνίξουν τα παιδιά που πεθαίνουν

Και τα ελεεινά δικαστήρια

Και οι δωροδοκημένοι αστυνόμοι

Και οι αιμοχαρείς στρατηγοί

Κι’ οι φιλοχρήματοι ιεροκήρυκες

Όλοι θα σηκώνουν τα χέρια τους ενάντια στα παιδιά που πεθαίνουν

Χτυπώντας τα με νόμους και  ρόπαλα, και ξιφολόγχες και  σφαίρες

Για να φοβίσουν τον κόσμο–

Γιατί τα παιδιά που πεθαίνουν είναι σαν  το σίδερο στο αίμα του λαού –

Οι μεγάλοι και οι πλούσιοι δεν θέλουν το λαό

Να γευτούν  το σίδερο των παιδιών που πεθαίνουν,

Δεν θέλουν ο λαός να μάθει τη δύναμή τους,

Να πιστέψουν έναν Άντζελο Χέρντον, ή έστω να ενωθούν μαζί τους

 

Ακούστε, παιδιά που πεθαίνετε –

Μπορεί, τώρα, να μη βρεθεί μνημείο για σας

Παρά μονάχα στις καρδιές μας

Μπορεί τα κορμιά σας να χαθούν σε κάποιο βάλτο

Ή σε κανένα τάφο σε φυλακή ή στο χωράφι κάποιου αγγειοπλάστη

Ή στα ποτάμια όπου θα πνιγείτε σαν τον  Λίμπκνεχτ

 

Μα η μέρα θα ’ρθει –

Να είστε σίγουροι μέσα σας ότι θα ’ρθει –

Όταν τα πόδια των διαδηλωτών στις πορείες

Θα ανεγείρουν  για χάρη σας ζωντανό μνημείο αγάπης

Και χαράς και γέλιου,

Και τα μαύρα και τα λευκά χέρια ενωθούν σε ένα,

Κι’ ένα  τραγούδι που θα φτάσει στον ουρανό –

Τραγούδι για τη ζωή που θριαμβεύει

Χάριν των παιδιών που πεθαίνουν.

 

 

 

‘Kids Who Die’

 

This is for the kids who die/Black and white/For kids will die certainly. /

The old and rich will live on awhile/As always/Eating blood and gold/Letting kids die.

 

Kids will die in the swamps of Mississippi/Organizing sharecroppers/Kids will die in the streets of Chicago/Organizing workers/Kids will die in the orange groves of California/Telling others to get together/Whites and Filipinos/Negroes and Mexicans/All kinds of kids will die/Who don’t believe in lies, and bribes, and contentment/And a lousy peace.

 

Of course, the wise and the learned/Who pen editorials in the papers/And the gentlemen with Dr. in front of their names/White and black/Who make surveys and write books/Will live on weaving words to smother the kids who die/And the sleazy courts/And the bribe-reaching police/And the blood-loving generals/And the money-loving preachers/Will all raise their hands against the kids who die/Beating them with laws and clubs and bayonets and bullets/To frighten the people —/For the kids who die are like iron in the blood of the people —/And the old and rich don’t want the people/To taste the iron of the kids who die/Don’t want the people to get wise to their own power/To believe an Angelo Herndon, or even get together

 

Listen, kids who die —/Maybe, now, there will be no monument for you/Except in our hearts/Maybe your bodies’ll be lost in a swamp/Or a prison grave, or the potter’s field/Or the rivers where you’re drowned like Leibknecht

 

But the day will come —/You are sure yourselves that it is coming —/When the marching feet of the masses/Will raise for you a living monument of love/And joy, and laughter/And black hands and white hands clasped as one/And a song that reaches the sky —/The song of the life triumphant/Through the kids who die.

 

 

«Τα παιδιά που πεθαίνουν» (Kids Who Die), είναι ένα δυνατό και απίστευτα συγκινητικό ποίημα που απεικονίζει το κοινωνικό κλίμα της δεκαετίας του 1930 στην Αμερική, μια περίοδο κατά την οποία ζει ο Αφροαμερικανός ποιητής Λάνγκστον Χιουζ (Langston Hughes, 1902-1967) και βιώνει τα δυσάρεστα κοινωνικά γεγονότα. Αυτό το ποίημα μπορεί να  παραπέμπει σε εκείνη τη συγκεκριμένη εποχή, αλλά δυστυχώς, και στις μέρες μας αποδεικνύεται τόσο οδυνηρό, αφού το κλίμα μίσους και φόβου, της ανεξέλεγκτης κακοποίησης και του επικείμενου θανάτου των μαύρων, νέων ειδικά, που απεικονίζει ο Χιουζ παίζεται ξεκάθαρα και στους τηλεοπτικούς δέκτες της δικής μας εποχής. Κι’ αν στην αρχή του ποιήματος η όλη διάθεση είναι σκοτεινή και ζοφερή, προς το τέλος αλλάζει θεαματικά. Η κατάθλιψη, ο φόβος και το άγχος, δίνουν τη θέση τους σε μια ελπίδα που βρίσκεται μπροστά. Σε μια εποχή στην οποία ο τρόπος που έζησαν και πέθαναν τα παιδιά, θα γίνει μνημείο από τους ζωντανούς. Ο Χιουζ πάλι ασχολείται με τα γνωστά και τόσο προσφιλή θέματα των φυλετικών διακρίσεων, της δύναμης της κοινωνικής ιεραρχίας και της ενότητας η οποία κάνει την εμφάνισή της στην τελική στροφή  του ποιήματος, όταν  δηλαδή η κοινωνία απαρνηθεί  την όποια ιεραρχική ρύθμιση του παρελθόντος και αναζητήσει πλέον ένα καινούργιο μέλλον. Ένα ποίημα που περιγράφει τις ζωές των χαμένων παιδιών που μια μέρα σίγουρα θα αναγνωριστούν. Αυτά είναι παιδιά απ’ όλο τον κόσμο που πέθαναν προσπαθώντας να ενώσουν τον κόσμο για να βελτιώσουν τη ζωή τους. Οι ηλικιωμένοι, οι πλούσιοι και εκείνοι που έχουν την εξουσία είναι μισητοί, σκληροί, βίαιοι και κάνουν ότι μπορούν για να υποβαθμίσουν και να εκμεταλλευτούν τα παιδιά. Αυτά μπορεί να μην έχουν μνημείο για τους θανάτους τους αυτή τη στιγμή, αλλά στο μέλλον ο κόσμος θα μάθει την αλήθεια της ζωής τους και θα μεταμορφώσει ανάλογα τη γνώμη του. Η επανάληψη, σε διάφορα σημεία,  λέξεων και φράσεων, χρησιμοποιείται συχνά για να δώσει έμφαση. Ο ποιητής επίτηδες χρησιμοποιεί τον συγκεκριμένο τίτλο του ποιήματος, αφού σκοπεύει να τραβήξει έξυπνα ευθύς εξ’ αρχής την προσοχή του αναγνώστη. Τα «παιδιά» δεν ανήκουν σε μια ενιαία εθνικότητα, προσθέτει αμέσως μετά, γιατί είναι μαύρα και λευκά. Στη συνέχεια, αρχίζει να απαριθμεί μερικούς από τους τρόπους και τα μέρη όπου αυτά τα παιδιά θα πεθάνουν, όπως οι βάλτοι του Μισισιπή την ώρα που οργανώνουν τους κολίγους και καλλιεργητές της γης των άλλων, θα συναντήσουν το θάνατο στους δρόμους του Σικάγου και στους πορτοκαλεώνες της Καλιφόρνιας. Όλοι σηκώνουν τα χέρια τους ενάντια στα παιδιά που πεθαίνουν. Είτε άνδρες είτε γυναίκες, προσπαθούν να στρέψουν το κοινό εναντίον αυτών των παιδιών και να διαμορφώσουν αρνητικά την εικόνα τους. Για παράδειγμα όλων αυτών, στο τέλος αναφέρεται στον αφροαμερικανικό Άντζελο Χέρντον που συνελήφθη επειδή προσπάθησε να οργανώσει μαύρους και λευκούς  βιομηχανικούς εργάτες στην Ατλάντα, τη δεκαετία του ’30, και καταδικάστηκε γι’ αυτό. Ο Χιουζ λέει ότι μπορεί τώρα να μην υπάρχει μνημείο γι’ όλα αυτά, αλλά υπάρχει μέσα στις καρδιές μας. Το ίδιο ισχύει και για τα  σώματά τους. Μπορεί να χάθηκαν στους βάλτους και όπου αλλού, αλλά μια μέρα θα ξεσηκωθούν. Θα φύγουν απ’ τα ποτάμια ή τους τάφους των φυλακών και θα έρθουν βαδίζοντας σε πορείες και διαμαρτυρόμενα για όλα τα κακώς κείμενα!

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top