Fractal

Η αναγνωστική μου ματιά στο μυθιστόρημα της Pauline Dreyfeus

Γράφει η Φωτεινή Χρηστίδου // *

 

Paulinine Dreyfus «Γεύμα στα οδοφράγματα», Μετάφραση: Ανδρέας Παππάς, εκδ. Πατάκη, σελ. 214

 

«Η ουτοπία αργά ή γρήγορα σπάει τα μούτρα της στην πραγματικότητα, όμως υπάρχει τίποτα πιο θλιβερό από μια ζωή χωρίς ουτοπία;»

Παρίσι, 22 Μαϊου 1968, Meurice, κι ο Λυσιέν Γκραπιέ, ρεσεψιονίστας του πολυτελούς, ιστορικού ξενοδοχείου, «αντιμετωπίζει για άλλη μια φορά, όπως τις τελευταίες δέκα μέρες, εξαγριωμένους πελάτες που τον ρωτούν, πότε θα σταματήσει αυτή η αναμπουμπούλα, λες και είναι αρχηγός της αστυνομίας ή πρωθυπουργός. Στα είκοσι χρόνια της υπηρεσίας του, ουδέποτε αντιμετώπισε τόση αγανάκτηση. Από τους εκατομμυριούχους, οι οποίοι αρνούνται να εγκαταλείψουν τη σουίτα τους για να μη βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο με αυτούς τους νεαρούς μαλλιάδες που θέλουν να ανατρέψουν τον καπιταλισμό. Από τους τουρίστες, που κάθονται άπραγοι, αφού και τα μουσεία απεργούν. Από τους πελάτες που αναρωτιούνται γιατί ο γκρουμ δεν άφησε τις εφημερίδες έξω από την πόρτα τους, όπως κάθε πρωί. Από τους Αμερικανούς δημοσιογράφους που έχουν έρθει να καλύψουν τη Διάσκεψη για την Ειρήνη στο Βιετνάμ, και που τώρα είναι όμηροι της γενικής απεργίας».

Η κατάσταση είναι ρευστή, ακόμη και η αρχαιότερη από καταβολής ξενοδοχείων φράση του αγανακτισμένου πελάτη
«Θέλω να μιλήσω στον διευθυντή» αποδεικνύεται κενή

περιεχομένου, καθώς το ξενοδοχείο έχει καταληφθεί από το προσωπικό! Ο Ρολάν Ντυτέτρ, μετρ ντ΄οτέλ στο Meurice και συνδικαλιστικός εκπρόσωπος του προσωπικού, κάθε πρωί καλεί γενική συνέλευση των εργαζομένων στην οποία ο διευθυντής δεν κλήθηκε ποτέ να συμμετάσχει. «Κάθιδρος εκείνος από την ανησυχία του, έξω από την πόρτα ενώ γινόταν η γενική συνέλευση του προσωπικού, ήξερε ότι τις αναφορές παραπόνων, το 1789, ακολούθησε η κατάληψη της Βαστίλης και ύστερα η γκιλοτίνα. Και, ως γνωστόν, η ιστορία μιας χώρας επαναλαμβάνεται».

Με ύφος ανάλαφρο και παιγνιώδες, με διάθεση χιουμοριστική, ειρωνεία που αγγίζει συχνά τα όρια του σαρκασμού και της καυστικότητας, η δημοσιογράφος και συγγραφέας Πολίν Ντρεφίς με το μυθιστόρημά της ΓΕΥΜΑ ΣΤΑ ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΑ αναφέρεται στον Γαλλικό Μάη, με τρόπο ασυνήθη ή, έστω, μη αναμενόμενο. Οι φοιτητικές διαμαρτυρίες, οι διαδηλώσεις, τα συνθήματα, οι φωτιές και τα οδοφράγματα αποτελούν το φόντο, το εξωτερικό σκηνικό του μυθιστορήματος, ενώ η πλοκή εκτυλίσσεται εντός του ξενοδοχείου Μeurice, στην οδό Ριβολί, με ήρωες το προσωπικό, τον έκπτωτο, λόγω αυτοδιαχείρισης, διευθυντή του ξενοδοχείου, τους επιφανείς, πάμπλουτους στην πλειοψηφία τους, πελάτες και τον 22άχρονο τότε συγγραφέα Πατρίκ Μοντιανό.

Τα δημόσια πρόσωπα που αναφέρει η συγγραφέας, όπως η Φλόρενς Γκουλντ, ο Σαλβαντόρ Νταλί, η Γκαλά, ο Ζαν Πολ Γκεττύ, ο Πολ Μοράν κ.ά. είναι ένοικοι του ξενοδοχείου ή προσκεκλημένοι στο γεύμα που έχει προγραμματιστεί να παρατεθεί στο ξενοδοχείο εκείνη τη μέρα, 22 Μαϊου, για την απονομή του λογοτεχνικού βραβείου Ροζέ Νιμιέ, προς τιμήν του εκλιπόντος συγγραφέα του κύκλου των Ουσάρων, σφοδρών πολέμιων των αριστερών ιδεών. Το βραβείο αποτελεί χορηγία της δισεκατομμυριούχου Αμερικανίδας Φλόρενς Γκουλντ και με ομόφωνη γνώμη της κριτικής επιτροπής θα απονεμηθεί στον πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα Πατρίκ Μοντιανό (βραβείο Νόμπελ 2014).

Παρά τον κίνδυνο ματαίωσής του λόγω απροθυμίας μελών του προσωπικού, έλλειψης εφοδιασμού, αδυναμίας πολλών προσκεκλημένων να παρευρεθούν εξαιτίας της γενικής απεργίας των μέσων μεταφοράς, έλλειψης βενζίνης και του κινδύνου των οδοφραγμάτων, το γεύμα πραγματοποιείται αν και με λιγότερους συνδαιτυμόνες και με διαφορετικό μενού από το προγραμματισμένο αρχικά. Στη λίστα των παρακαθημένων προστίθεται, από ανάγκη για κάλυψη των θέσεων, ένας άσημος επαρχιώτης, συνταξιούχος συμβολαιογράφος με σοβαρό πρόβλημα υγείας, που πραγματοποιεί το όνειρο της ζωής του, τις εβδομαδιαίες πολυτελείς διακοπές στην πρωτεύουσα. Εκτός από τα μέλη της επιτροπής είναι ο μόνος που έχει διαβάσει το βιβλίο του υπό βράβευση συγγραφέα κι απευθύνει στον ντροπαλό και αμήχανο Μοντιανό το ερώτημα: για ποιο λόγο ενδιαφέρεται τόσο πολύ για την εποχή του πολέμου και της γερμανικής κατοχής, μια εποχή που δεν έζησε; «Για μένα δεν υπάρχει παρόν και παρελθόν. Όλα είναι ένα. Έχω την παράξενη αίσθηση ότι η Κατοχή στο Παρίσι με έχει σημαδέψει… είναι η προπατορική μου νύχτα», απαντά εκείνος. «Αυτός ο νεαρός θέλει να θυμάται τα πάντα ενώ οι περισσότεροι παρευρισκόμενοι θα ήθελαν να τα λησμονήσουν». Όλοι τους είχαν πληρώσει το τίμημα της στάσης τους απέναντι στις δυνάμεις κατοχής: εγκλεισμός σε φυλακές, εξορία, δύσκολες εξηγήσεις ενώπιον των αντιστασιακών δυνάμεων κατά την απελευθέρωση… «γιατί επιμένει να σκαλίζει μια πληγή που μοιάζει έτοιμη να επουλωθεί επιτέλους»;

 

Paulinine Dreyfus

 

Η ξαφνική διακοπή ρεύματος και η ατμόσφαιρα των κηροπηγίων μεταφέρει τον Μοντιανό νοερά στην 24 η Αυγούστου 1944, όταν ο Γερμανός διοικητής του Παρισιού Ντίτριχ φον Χόλτιτς λαμβάνει στο Meurice, όπου έχει εγκατασταθεί, τη διαταγή του Χίτλερ να ισοπεδώσει με βόμβες τις παρισινές γειτονιές όπου μαίνεται ακόμη η αντίσταση. «Ο Χόλτιτς θεωρεί τη διαταγή εξοργιστική και παράλογη. Τελευταία στιγμή, αρνείται να την εφαρμόσει. Στο τέλος μιας νύχτας με αμφιβολίες και ερωτήματα, οι ηθικοί ενδοιασμοί υπερίσχυσαν. Το Παρίσι δεν θα πυρποληθεί».

Στο τέλος της μέρας «οι αρουραίοι ετοιμάζονται να γιορτάσουν άλλη μια νύχτα ελευθερίας». Άντρες και γυναίκες του προσωπικού που θέλησαν να ονειρευτούν με σύνθημα – Μάης είναι, ό τι θέλω κάνω – αντιλαμβάνονται πως σύντομα θα επιστρέψουν στην κανονικότητα «χωρίς να πικραθούν ή να μετανιώσουν γι’ αυτό το σύντομο διάστημα που έζησαν στο βασίλειο της ουτοπίας».

Η Πολίν Ντρεφίς στο μυθιστόρημά της αποκαλύπτει και σατιρίζει το ναρκισσισμό, τις προκλητικές εκκεντρικότητες καλλιτεχνών, τον οπορτουνισμό, τους ανταγωνισμούς, την ιδιοτέλεια κάποιων μελών της γαλλικής διανόησης, τη ματαιοδοξία, την κενότητα, την έλλειψη ηθικών φραγμών των εκπροσώπων της μπουρζουαζίας, την ανασφάλεια, την αμηχανία και την κατώτερη των περιστάσεων στάση των πολιτικών. Συμπαθέστερος των ηρώων αναδεικνύεται ο ταπεινός μικροαστός συμβολαιογράφος Αριστίντ Ομπουισόν, ο οποίος θέλγεται αρχικά από τον κόσμο των αριστοκρατών και των διασημοτήτων κι ευγνωμονεί την καλή του τύχη για τη συναναστροφή αυτή, τελικά όμως αξιολογεί περισσότερο τη γνωριμία του με τον φτωχό συγγραφέα. Το βιβλίο και η προσωπικότητα του Μοντιανό κινητοποιούν τη μνήμη του, δημιουργούν χώρο στο όνειρο και ενεργοποιούν τη θέλησή του για δράση. Αλλά και ο Μοντιανό, παρότι τόσο νέος, μαντεύει ότι οι καλοί αναγνώστες είναι ελάχιστοι κι επιστρέφει στο ξενοδοχείο για να συναντήσει αυτόν τον τύπο που έμοιαζε τόσο άρρωστος και που ήταν ο μόνος που τού ζήτησε να υπογράψει το αντίτυπό του. Το μυθιστόρημά του ‘’Ντόρα Μπρούντερ’’, που εκδόθηκε το 1997 στη Γαλλία, υποτίθεται πως είναι αποτέλεσμα της επικοινωνίας που έχει με τον Αριστίντ Ομπουισόν, που τού προμηθεύει το στόρι για την εξαφάνιση της δεκαπεντάχρονης Ντόρας στο κατεχόμενο Παρίσι το 1941.

 

 

* Η Φωτεινή Χρηστίδου είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Εργάστηκε στη Μέση εκπαίδευση ως φιλόλογος. Ασχολείται με τη φιλαναγνωσία ως μέλος λεσχών ανάγνωσης ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας και συντονίζει τη Λέσχη   ανάγνωσης »Συγγραφείς της Θεσσαλονίκης» στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Τριανδρίας Θεσσαλονίκης.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top