Fractal

Γιώργος Σεφέρης: Και πάλι η «Άρνηση» και πάλι το «λάθος!»

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //

 

 

 

 

Το ποίημα «Άρνηση» αγαπήθηκε, μελοποιήθηκε, τραγουδήθηκε και πάρα πολύ συζητήθηκε. Και τούτο γιατί μια άνω τελεία μπήκε εκεί που δημιούργησε πρόβλημα. Και μια λέξη «λάθος» ακολούθησε. Αν π.χ. η λέξη ήταν πριν από την άνω τελεία, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Θα είχαμε πάρει όλοι τη ζωή μας λάθος, και όλα θα ήταν σωστά στη θέση τους. Έλα όμως που ο ποιητής δεν θέλησε να μας κάνει τη χάρη και να χρεωθεί, για δική μας ευκολία, το «λάθος»!

Η Μάρω Δούκα είχε επισημάνει στο βιβλίο της Αρχαία Σκουριά, νομίζω, πως στη μελοποίηση του Μίκη Θεοδωράκη χάθηκε η άνω τελεία. Αυτό σημαίνει πως αυτή η άνω τελεία παίζει ρόλο. Ποιον; Ε! Να μας βάλει να ψάχνουμε. Επιφανείς φιλόλογοι αποφάνθηκαν ότι έτσι κι αλλιώς δεν έχει σημασία. Για τον  Σεφέρη όμως που σκέφτεται πολύ πριν γράψει, έχει και παρεέχει. Γιατί μπορεί, εν τέλει, το αποτέλεσμα να είναι το ίδιο, «κι αλλάξαμε ζωή», αλλά το ποιος έκανε το «λάθος» δεν απαντήθηκε, τουλάχιστον δεν απαντήθηκε επαρκώς, για να ξέρουμε σε ποιον θα το χρεώσουμε.

Το ποίημα είναι το πέμπτο της συλλογής Στροφή και ανήκει στην ενότητα «Κοχύλια, Σύννεφα», με μότο από τον Ερωτόκριτο «Μα όλα για μένα σφάλασι και πάσιν άνω-κάτω/ για με ξαναγεννήθηκε η φύση των πραμάτω». Γραμμένο στα 1929, μεταφέρει όλα όσα ο ποιητής αισθάνεται ότι ακυρώθηκαν ή η ζωή του αρνήθηκε με το γνωστό επιλογικό «κι αλλάξαμε ζωή».

Το ποίημα δομείται σε τρεις στροφές και σε κάθε στροφή το νόημα ανακόπτεται από μία άνω τελεία. Αυτό που απομένει αρνείται ό,τι προηγήθηκε:

 

Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβύστηκε η γραφή.

Mε τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος,
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.

 

1η στροφή: στο περιγιάλι, διψάσαμε > νερό γλυφό

2η στροφή: πάνω στην άμμο γράψαμε > φύσηξε, σβήστηκε

3η στροφή: Με τι … πήραμε τη ζωή μας > λάθος∙ αλλάξαμε

 

Σε κάθε στροφή λοιπόν υπάρχει κάτι που εξαρτάται από μας, αλλά ακυρώνεται από εξωγενείς παράγοντες. Εμείς «διψάσαμε», «επιθυμήσαμε», «μα το νερό γλυφό». Εμείς «γράψαμε», μα «σβήστηκε η γραφή». Η καταγραφή της άρνησης στην «δίψα» μας και στην «γραφή» μας γίνεται  μετά την άνω τελεία. Νερό και αέρας, στοιχεία θεμελιώδη για την ζωή, στοιχεία του φυσικού κόσμου μας, μας αρνήθηκαν.

Στην τρίτη στροφή η λέξη «λάθος» βρίσκεται μετά την επίμαχη άνω τελεία, οπότε το «λάθος» δεν φαίνεται να προκύπτει από τις πράξεις μας. Από ποιον τότε; Εξωγενείς οι παράγοντες, είναι οφθαλμοφανές. Δεν πήραμε εμείς τη ζωή μας λάθος (όσο και αν ο σίφουνας Μίκης Θεοδωράκης αυμπαρέσυρε τα πάντα στο τραγούδι του. Το ποίημα δεν θα έπρεπε  πλέον να έχει τον τίτλο «Άρνηση» αλλά «Λάθος» που μοιάζει για σωστό). Επομένως, το λάθος δεν είναι δικό μας. Το λάθος βρίσκεται έξω από μας, όμως καθορίζει τη ζωή μας και μας υποχρεώνει σε αλλαγή πορείας. Με διάθεση πικρή, ο Σεφέρης σχολιάζει: «Ποιος είναι αυτός που μ’ έχει αποκλείσει;…Τι έμεινε από τη δοκιμασία των τελευταίων χρόνων, όπου προσπαθούσα, μέσα σε μια κακοτοπιά γεμάτη τσακάλια και ψοφίμια, να κάνω ό,τι μπορούσα σύμφωνα με τη συνείδησή μου. Τι έμεινε; Η ικανοποίηση πως έκανα το χρέος μου όχι ολόκληρο, αλλά 50 ή 30 τα εκατό. Κανείς δεν μπορεί να κάνει ολόκληρο το χρέος του μέσα σ’ ένα κόσμο που αρνιέται. Η μοίρα με τοποθέτησε μέσα στον κόσμο της άρνησης. Καλύτερα όλα αυτά να λείπουν. Είμαι ο ξένος. Δεν είμαι τίποτε∙ δεν έχω τίποτε. Ίσως καλύτερα έτσι. Μπρος, θα ξαναρχίσουμε πάλι από την αρχή» γράφει στις Μέρες Δ΄,  27 Σεπτέμβρη 1941, σελ. 139. «Μας διώχνουνε τα πράγματα»», έλεγε ο Καρυωτάκης, τον οποίο έχει υπόψη ο Σεφέρης.

 

Με όλα λοιπόν, «καρδιά», «πνοή», «πόθους», «πάθος», «πήραμε τη ζωή μας», άνω τελεία και όχι «πήραμε τη ζωή μας λάθος», καθόλου λάθος δεν την πήραμε. Το «λάθος» είναι αλλού.

 

Είναι «λάθος» να νομίζουμε πως, επειδή κάναμε το χρέος μας και επειδή δώσαμε «καρδιά», «πνοή», «πόθους», «πάθος», γι’ αυτό και μόνο να νομίζουμε ότι όλα θα μας πάνε καλά. Δεν εξαρτάται από μας. Εμείς κάναμε αυτό που έπρεπε, χωρίς να ξέρουμε πού θα καταλήξει ή ποιος θα αποφασίσει. Σαν τους «ήρωες» που προχωρούν στα σκοτεινά»[1] κάνουμε ό,τι πρέπει, κάναμε ό,τι έπρεπε, αλλά …

 

Αν δούμε από την αρχή το ποίημα, θα αναγνωρίσουμε:

-την αθώα μας νιότη και την επιθυμία για πρόοδο

-την απόπειρα να καταγράψουμε το στόχο μας

– τα συναισθηματικά εφόδια για την πορεία μας.

Σ’ αυτά όλα έρχονται αντιμέτωποι:

 

 

Το γλυφό νερό που δεν πίνεται [2], η άμμος που ό,τι γράφεται πάνω της εύκολα σβήνεται, ο ωραίος μπάτης, ο άνεμος που παρασύρει τα έργα των ανθρώπων (gone with the wind). Να υποκρύπτεται εδώ η «Φθορά» του Καρυωτάκη; «Στην άμμο τα έργα στήνονται μεγάλα των  ανθρώπων και σαν παιδάκι τα γκρεμίζει ο Χρόνος με το πόδι»;

Και πιο πίσω, ο Αιών – παις του Ηράκλειτου που παίζει πεσσούς, ή μήπως η λαϊκή αντίληψη πως αν διατηρηθεί η γραφή στην άμμο, θα τελεσφορήσει η ευχή; Η άμμος είτε είναι στην έρημο είτε στην παραλία είναι υλικό ευμετάβολο και μεταμορφώσιμο, άρα ακατάλληλο για να διαρκέσει. Από την άλλη, εκείνη η «πατούσα που σύναξε σοφία στην άμμο» του Ελύτη μας προβληματίζει [3]. Μήπως, τότε εκεί βρίσκεται η σοφία; Στη συνειδητοποίηση της παροδικότητάς μας; Ότι «η ζωή είναι … μια σκόνη σ’ ένα σπυρί της άμμου κι ακόμα λιγότερο»;[4]  Ό,τι και αν ισχύει το θέμα είναι πως  λογαριάσαμε χωρίς τον ξενοδόχο, και ο ξενοδόχος μπορεί να είναι η Ζωή, η Ιστορία, οι κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, τα πρόσωπα που μας περιβάλλουν, τα «τσακάλια» και τα «ψοφίμια», τα επικαιρικά, τα απρόβλεπτα,  τα οποία δεν συγκινούνται από το ωραίο περιγιάλι και την ξανθή αμμουδιά, και μας είπαν ΟΧΙ, μας αρνήθηκαν; Αναγκαστικά η «ΑΡΝΗΣΗ» επιβάλλει έναν επαναπροσδιορισμό, αλλά και συνέχιση του ταξιδιού, έστω και από λιμάνι σε λιμάνι, όπως είναι φανερό σε όλο το μετέπειτα έργο του Σεφέρη.

 

Κι ο άνθρωπος τι είναι; Είναι αυτός που παρασύρεται από το ποτάμι της Ιστορίας:

 

«Φύλλα της φοινικιάς στη λάσπη»[5], «πλατανόφυλλο που παρασύρει ο χείμαρρος του ήλιου», «κλωνάρια της φριχτής ιτιάς» και «βούρλα» που «το ρέμα κίτρινο κατεβάζει»[6]. «άχερο στ’ αλώνι», όπως έγραφε το 1931 στο «Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο» Η Ζωή και η Ιστορία καθορίζουν την πορεία του ανθρώπου, όσο κι αν ο ίδιος αντιστέκεται. Σαν τον ήρωα της τραγωδίας, βρίσκεται εκεί για να πραγματωθεί ο μύθος, μόνο που στον Σεφέρη ο άνθρωπος δεν είναι τραγικός ήρωας αλλά Ελπήνορας, δηλαδή ασήμαντος, αδύναμος και άβουλος, «στης γης την πλάτη»[7]. Η προσωπική μας θέση, το προσωπικό μας όνειρο δεν μετράει. Είναι:

 

Οι στοχασμοί μας

σαν τις πευκοβελόνες της χθεσινής νεροποντής

στην πόρτα του σπιτιού μας μαζεμένοι κι άχρηστοι[8]

ή

Αν το θέλησα να μείνω μόνος, γύρεψα

τη μοναξιά, δε γύρεψα μια τέτοια απαντοχή,

το κομμάτιασμα της ψυχής μου στον ορίζοντα[9]

ή ακόμα

Ότι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια

που ήταν καινούρια το περασμένο καλοκαίρι

και γκρέμισαν με το αγέρα του φθινοπώρου…[10]

 

Τελικά δεν υπάρχει ελπίδα;

 

Υπάρχει. Από το αδιέξοδο και την διάψευση μάς βγάζει η άλλη, η  υποχρεωτική αλλαγή. Η ζωή πρέπει να συνεχιστεί με όποιο κόστος, αφού μας αλέσει στις μυλόπετρες. Έτσι κι εκείνο το «της» της β΄ στροφής, είναι πλέον σαφές ότι αναφέρεται, ας πούμε, στην αγαπημένη γυναίκα, αλλά πιο πίσω και πέρα από την αγαπημένη γυναίκα βρίσκεται η αγαπημένη ζωή που, δυο φορές στην τρίτη στροφή, έδειξε την ΑΡΝΗΣΗ της.

Ας δούμε και το «Πες της το μ’ ένα γιουκαλίλι»: Αχ να ‘ταν η ζωή μας ίσια /πώς θα την παίρναμε κατόπι (θα την ακολουθούσαμε)/ Μ’ αλλιώς η μοίρα το βουλήθη, πρέπει να στρίψει σε μια κόχη.

Η Μοίρα είναι η λέξη κλειδί και αυτή επιβάλλει την αλλαγή-στροφή. Δεν είναι στο χέρι μας η επιλογή.

Συνυπολογίζοντας τι έχει ζήσει ο Σεφέρης και πόσο συχνά απαντά η λέξη «Μοίρα» στο έργο του, νομίζω δεν μας αφήνει περιθώριο να έχουμε κάνει το λάθος εμείς…

 

 

 

——————————————————————————–

[1] Τελευταίο Σταθμός.

[2] Μυθιστόρημα ΙΘ΄, «Κι αν ο αγέρας φυσά δεν μας δροσίζει»

[3] Το Άξιον Εστί, «Το Δοξαστικόν».

[4] Μέρες Γ΄, 19 Δεκεμβρίου 1939

[5] Α΄ Σαντορίνη.

[6] Ο βασιλιάς της Ασίνης

[7] Οι Σύντροφοι στον Άδη.

[8] Μυθιστόρημα Ζ΄.

[9] Μυθιστόρημα Θ΄.

[10] Μυθιστόρημα ΙΖ΄.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top