Fractal

…πόσο κοπιαστιακό είναι να είσαι κακός (Μ. Μπρεχτ)

Γράφει η Μαρία Εμ. Μαραγκουδάκη //

 

«Γεννημένος Λούζερ» της Ειρήνης Δερμιτζάκη, Εκδόσεις Εύμαρος 2019

 

Επιλέγω να ξεκινήσω με τους στίχους γνωστού τραγουδιού της Κρήτης, «Πάντα θλιμμένη χαραυγή για μένα ξημερώνει, γιατί την ώρα που ξυπνώ κάθε χαρά τελειώνει...», στίχοι που χαρακτηρίζουν τη ζωή των βασικών ηρώων και επαναλαμβάνονται στο βιβλίο. Πρόκειται για ένα βιβλίο 320 σελίδων που διαβάζεται απνευστί. Ο τίτλος Γεννημένος Λούζερ, σηματοδοτεί εύστοχα το περιεχόμενο.  Ο Μανούσος είναι ο κεντρικός ήρωας, είναι ο διαφορετικός στην κλειστή κοινωνία ενός μικρού χωριού στην Ανατολική Κρήτη, κοντά στη Σητεία. Δεν είναι επιλογή του η διαφορετικότητα, γιατί απλά είναι Γεννημένος  Λούζερ και μάλιστα με «σφραγίδα πιστοποίησης», όπως ο ίδιος πιστεύει. Στέκομαι στον προσδιορισμό ‘γεννημένος’. Το γνωστό δίπολο ‘γεννιόμαστε ή γινόμαστε’ είναι εδώ. Το θέμα φυσικά είναι πολύπλοκο και με διιστάμενες απόψεις. Ο Μανούσος για τους γονείς του είναι ένα λάθος, ένα ατύχημα, γεννιέται και μεγαλώνει στο Σκορποχώρι, ένα φανταστικό χωριό της Κρήτης, όπως γράφει στο οπισθόφυλλο, παρενθετικά ενημερώνω πως γνωρίζω τέτοια «φανταστικά» χωριά. Ο ήρωάς μας συνεχίζει να γεννιέται και να γίνεται συνεχώς, με τα δύο αυτά ρήματα να αλληλοτροφοδοτούνται για να δημιουργήσουν ένα αενάως εξελισσόμενο ‘είναι’.

Στην προμετωπίδα διαβάζουμε:

«Το μυθιστόρημα που ακολουθεί είναι προϊόν μυθοπλα-

σίας και ουδεμία σχέση δεν θα έπρεπε να έχει με την

πραγματικότητα».

Διαβάζοντας στη συνέχεια το βιβλίο αναρωτήθηκα ποια είναι αυτή η πραγματικότητα. Η συγγραφέας αφηγείται:

«…Θα μπορούσε να πει κανείς πως το χωριό μου ήταν σαν όλα τα άλλα. Αλλά και εκείνο, όπως και κάθε κομμάτι της κοινωνίας, είχε να κάνει με το προς τα πού κοιτάζει κανείς και τι θέλει να δει…».

Με το βλέμμα του Μανούσου κοιτάζει και ο αναγνώστης το χωριό και βιώνει την καθημερινότητά του. Είναι ένα βλέμμα ακραία φοβισμένο, ακραία υποταγμένο. Ο Μανούσος όχι μόνο από το στενό του περιβάλλον, αλλά  από ένα ολόκληρο χωριό, έχει υποστεί αυτό που σήμερα ονομάζουμε bullying. «Κάποιοι με έδερναν με πρόγραμμα. Ο δάσκαλος κάθε που θα έβλεπε λάθος στις μαθηματικές μου πράξεις..[…].Ο δε παπα-Σπύρος είχε δικό του σύστημα για το ξύλο. Θα

έλεγα πως με έδερνε κάπως απροσδόκητα.[…] Ο πατέρας μου με έδερνε, πώς να το πω; Κάπως αδιάφορα. […] Τέλος, η γιαγιά μου η Κατίνα. Αυτή με έδερνε για παραδειγματισμό, με το μπαστούνι της σε πλάτη, πόδια και κεφάλι.». Όσο για τους συμμαθητές «Έσκιζαν τα βιβλία μου ή κατουρούσαν στα τετράδιά μου». Αυτή είναι η παιδική ηλικία του κεντρικού ήρωα, η οποία όντως δεν θα έπρεπε να έχει ουδεμίαν σχέση με την πραγματικότητα. Όμως έχει. Ο Μανούσος, όπως είναι αναμενόμενο, αισθάνεται μίσος, γιατί εισπράττει μίσος ή στην καλύτερη περίπτωση αδιαφορία. Όμως ‘Πατρίδα μου είναι εκεί που μίσησα και με μίσησαν…’, λέει ένας στίχος τραγουδιού.

Η Ειρήνη Δερμιτζάκη χρησιμοποιεί μια γλώσσα φαινομενικά απλή, φυσικά το απλό απαιτεί σύνθετη διαδικασία και δεν είναι καθόλου εύκολο. Οι διάλογοι με τη ζωντάνια της ντοπιολαλιάς, δίνουν χρώμα, εμπλουτίζουν τη γλώσσα και προσδιορίζουν τον τόπο. Η συγγραφέας γράφει στο πνεύμα του ρεαλισμού με έκδηλα στοιχεία νατουραλισμού. Οι μεταφορές είναι ευφυείς, ξαφνιάζουν, ενώ συχνά διαφαίνεται μια υποδόρια ειρωνεία και σαρκασμός. Οι αναφορές της συγγραφέως, ενταγμένες ομαλά, σε κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις, π.χ «Ο λαός θέλει, το ΠΑΣΟΚ μπορεί», ή σε μουσικά ακούσματα, π.χ. «Αδέρφια μου, αλήτες πουλιά…» οριοθετούν το χρονικό ορίζοντα της ιστορίας, ανασύρουν και δίνουν το στίγμα μιας σχετικά πρόσφατης εποχής.  Συχνά είχα την αίσθηση πως πλάγιος αφηγητής στο βιβλίο είναι ακριβώς ο κακοτράχαλος τόπος της Ανατολικής Κρήτης στις δεκαετίες του εξήντα, εβδομήντα, ογδόντα. Ο Μανούσος είναι αρχετυπικός χαρακτήρας, είναι ο ευαίσθητος δέκτης των κραδασμών της βίας μιας εποχής και ενός τόπου, μια βία σωματική και ψυχολογική που έτρεφε και τρεφόταν από την καταπίεση, μια καταπίεση εγκατεστημένη αιώνες πριν, χωρίς να επιτρέπει κανένα περιθώριο στο διαφορετικό. Ο Μανούσος είναι ο διαφορετικός, βρίσκεται σε λάθος τόπο και χρόνο. Αντιστέκεται παθητικά, δεν μπορεί ή δεν θέλει να αφομοιωθεί, αρνείται τον προκρούστειο φανατισμό των αντιλήψεων, αντιδρά παθητικά μεν, πεισματικά δε. Εν τέλει είναι ένα ξένο σώμα, με αποτέλεσμα και ο τόπος να τον ξερνάει σαν ξένο σώμα. Αντίθετα έλκεται και αισθάνεται συγγένεια με άλλα ξένα σώματα και εισπράττει τρυφερότητα απ’ αυτά, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με την αποκλειστική νοσοκόμα, την Ίσκρα. Διαβάζουμε:

«Πότε-πότε ο αντίχειράς της κουνιόταν απαλά και χάιδευε τον δείκτη μου. Ακόμα κι αυτό το λιγοστό χάδι αγκάλιαζε το σώμα μου»

Η γιαγιά Κατίνα, με το εύστοχο παρατσούκλι «Καγκελάριος», (είναι γνωστή η ευρηματικότητα μιας κλειστής κοινωνίας στα παρατσούκλια), είναι αρχετυπική μορφή επίσης, οικεία και αναγνωρίσιμη και βιωματικά και λογοτεχνικά. Οι ομοιότητες με τη Φραγκογιαννού είναι εμφανείς, όπως για παράδειγμα το ανδρικό ήθος, ο μισογυνισμός, το υφέρπον Οιδιπόδειο, η σκληρότητα, το βαρύ συναισθηματικό κλίμα από την παντελή έλλειψη χαράς στη ζωή τους. Η ανατροπή στο τέλος για τις τελευταίες μέρες του βίου της γιαγιάς Κατίνας, χωρίς να δικαιώνει, δικαιολογεί, εν μέρει τουλάχιστον, την όποια απεχθή συμπεριφορά της. Μου ήρθαν στο νου οι στίχοι του Μπρεχτ

‘…Με συμπάθεια κοιτώ

τις φουσκωμένες αρτηρίες που δείχνουν

πόσο κοπιαστιακό είναι να είσαι κακός’.

από το ποίημα με τίτλο Η μάσκα του κακού.

 

Ειρήνη Δερμιτζάκη

 

Γιατί ο «Καγκελάριος» κοπίασε πολύ να φορά τη μάσκα του κακού δαίμονα. Κουράστηκε να είναι θύμα και θύτης. Άλλωστε ‘Ουδείς εκών κακός’, σύμφωνα με τον Σωκράτη. Επαναστάτησε με τον τρόπο της η γιαγιά Κατίνα. «Πήρε και μια μεγάλη τσάντα, την οποία μέχρι πρότινος δεν είχε χρησιμοποιήσει. Έβαλε μέσα δυο αλλαξιές ρούχα, ένα μπουκαλάκι ρακή και όλα τα χρήματα που

όλον αυτόν τον καιρό αποταμίευε στο σπίτι».  Έβγαλε τη μάσκα λίγο πριν πεθάνει για να μας αποκαλύψει όλο τον πόνο μιας γυναίκας, η οποία δεν έζησε, κι όταν έκανε απολογισμό είδε πως η  ζωή της είναι μάταιη και αφόρητη. Κάτω από τη μάσκα του κακού μπορεί κάποιος να δει την καταπιεσμένη εξωστρέφεια της, την ευφυΐα, τον ερωτισμό, το δυναμισμό της, όλα αλλοιωμένα από τη σύνθλιψη. Έγινε θύτης αφού προηγουμένως υπήρξε θύμα.

Το δίδυμο Μανούσος-γιαγιά Κατίνα πλαισιώνεται από πολλά πρόσωπα. Επιγραμματικά μόνο θα αναφερθώ σε άλλους δύο βασικούς χαρακτήρες. Τον πατέρα του Μανούσου, το Γιάννη, και τη γυναίκα του Μανούσου, την Ελένη.

Ανάμεσα στη γιαγιά και τον εγγονό η παρουσία του πατέρα είναι μια ζοφερή σκιά. Ένας πατέρας παραδομένος, άβουλος, λυπημένος χωρίς λύπη, αδιάφορος για κάθε μορφή ζωής μετά το χωρισμό με τη μητέρα του Μανούσου και ικανός να προκαλέσει τρόμο.

Η Ελένη, η γυναίκα του, είναι η θλιβερή συνέχεια αυτής της μικρής κοινωνίας, την οποία ο Μανούσος θέλει να αποτινάξει. Θέλει με κάθε τρόπο να σηκώσει κεφάλι. Διαβάζουμε: «Μπορείς να το κάνεις Μανούσο. Κόψ’ την από τη ρίζα. Πρέπει να απαλλαγείς από αυτήν τη σιχαμερή γλώσσα».

Θέλω να κλείσω, όπως ξεκίνησα, επιστρέφοντας στην ιδιαίτερη πατρίδα της Ειρήνης Δερμιτζάκη με δύο πολύ μικρά αποσπάσματα χαρακτηριστικά της Κρητικής διαλέκτου, γιατί πατρίδα ενός συγγραφέα είναι η μητρική του γλώσσα, αυτή είναι το σπίτι που κατοικεί.

(Η γιαγιά Κατίνα απευθύνεται στον έφηβο εγγονό της)

«Άπου να ’χεις το ανάθεμα και ίντα δαίμονα ήπαθες και

ολημερίς μπανιαρίζεσαι; Σου σάλεψε παράωρο κοπέλι, ντα

μέχρι ψες, ωρέ, ήκανες μια φορά το μήνα μπάνιο και εκείνια

με το ζόρι!»

………………

«Ανέ θες χαρτζιλίκι να πας στου κυρού σου, εμένα μου

αποκάμανε τα απολυτά! Και φύε απόπαε, μόνο μου τρίβε-

σαι σαν τον σερνικό κάτη!»

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top