Fractal

Μια ανατριχιαστική εκστρατεία σεξουαλικής παρενόχλησης και οι καταστροφικές της συνέπειες

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

 

Anna Burns, “Ο γαλατάς”. Μτφρ: Μαρία Αγγελίδου. Εκδόσεις Gutenberg. 2019, Αθήνα

 

Το βιβλίο με το όνομα ‘Ο Γαλατάς’ (Milkman) είχε επιλεγεί για το Βραβείο Man Booker του έτους 2018, και είναι της συγγραφέως Άννας Μπερνς, (Anna Burns, Μπέλφαστ, 1962-), με καταγωγή από τη Βόρεια Ιρλανδία. Ένα διχοτομημένο ακόμα μεγάλο νησί το βόρειο τμήμα του οποίου ανήκει στο  πολυσυλλεκτικό Ηνωμένο Βασίλειο.  Ήταν το βιβλίο που της πρόσφερε μεγάλη δημοσιότητα, δεδομένου ότι είχαν ήδη εκδοθεί έως τότε τρία άλλα βιβλία της, τα οποία βεβαίως προετοίμασαν και δρομολόγησαν ετούτη την επιτυχημένη πορεία της. Από την εισαγωγική πρόταση «Η μέρα που ο Τάδε ΜακΤάδε, μου ’χωσε το πιστόλι στο στήθος  και με είπε παλιοκόριτσο, και φοβέρισε ότι θα μου την ανάψει, ήταν η ίδια μέρα που σκοτώθηκε ο γαλατάς…», διαπιστώνουμε ότι η αφηγήτρια του ‘Γαλατά’ είναι αφ’ ενός ανώνυμη και αφ’ ετέρου μας προειδοποιεί για τα όχι και τόσο κόσμια ουσιαστικά που θα χρησιμοποιήσει στην κατακλυσμιαία αφήγησή της. Κανένας εκεί μέσα  δεν παρουσιάζεται με το όνομά του. Τα αδέλφια της είναι «πρώτη αδελφή», «δεύτερη αδελφή», «τρίτη αδερφή». Εκείνος για τον οποίο ενδιαφέρεται, είναι «ίσως-φίλος» ο οποίος  την αναφέρει ως «ίσως-φίλη», ο καλύτερος φίλος της είναι ο μακροβιότερος φίλος από το δημοτικό σχολείο και ούτω καθ’ εξής. Και παρ’ όλο που τα γεγονότα του βιβλίου διαδραματίζονται σαφώς στη Βόρεια Ιρλανδία την δεκαετία του 1970, σε μια πόλη που πιθανότατα αλλά δεν είναι καθόλου σαφές και σίγουρο ότι πρόκειται για το Μπέλφαστ, τα ονόματα των τόπων, όπως οι γειτονιές, οι δρόμοι, και τα διακριτικά σημεία, παραμένουν παντελώς άγνωστα. Ούτε υπάρχουν αναφορές στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας ή στην διαχρονική κατοχή της Βόρειας Ιρλανδίας από το Ηνωμένο Βασίλειο, αφού υπάρχουν μόνο οι χώρες ‘πάνω από τα σύνορα’ και ‘πάνω από το νερό’. Αυτό μπορεί να ακούγεται σαν μια σκόπιμη και διεστραμμένη στρατηγική απόκρυψης, αλλά στην πραγματικότητα προέρχεται από την παράξενη ιστορία που ξετυλίγεται  και από τον τόπο στον οποίο τοποθετείται και εξελίσσεται.

Στη Βόρεια Ιρλανδία κατά την διάρκεια των χειρότερων χρόνων των γνωστών ‘Ταραχών’ που σημάδεψαν την περιοχή, τα σωστά ουσιαστικά παρομοιάζονταν σαν ύποπτες συσκευές, οι οποίες ενείχαν την υποψία βίαιων  δυνατοτήτων και αντιμετωπίζονταν έτσι με την δέουσα εξαιρετική προσοχή. Να σημειώσουμε, για την ιστορία, ότι με τον όρο ‘Ταραχές’ στο συγκεκριμένο γεωγραφικό μέρος, εννοούμε και αναφερόμαστε στις πολυποίκιλες συγκρούσεις που έλαβαν χώρα, σε διάφορες περιόδους, κυρίως στη Βόρεια Ιρλανδία, αλλά και εκείνες που είχαν επεκταθεί στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, στην Αγγλία και λιγότερο στην ηπειρωτική Ευρώπη. Από χρονικής σκοπιάς, οι ‘Ταραχές’ σημάδεψαν με δραματικό τρόπο τις   δεκαετίες του 1970 και 1980, και από τους περισσότερους θεωρείται ότι έχουν τελειώσει με τη Συμφωνία της «Μεγάλης Παρασκευής» του Μπέλφαστ, το 1998, αν και κάποια βίαια επεισόδια εμφανίζονται κατά καιρούς. Όλα όσα έπρεπε  να γνωρίζεις, τότε,   για ένα άτομο, θα μπορούσαν να συναχθούν  από το όνομά του, το σχολείο στο οποίο φοιτούσε,  και στον δρόμο στον οποίο βρισκόταν το σπίτι όπου ζούσε. Και εκείνα που έπρεπε να γνωρίζεις, ήταν εάν το συγκεκριμένο άτομο ήταν ένα από ‘εμάς’ ή ένα από ‘εκείνα’.

Η Άννα Μπερνς, μεγάλωσε στην περιοχή Ardoyne του βόρειου Μπέλφαστ, ένα εθνικιστικό προπύργιο που φιλοξενεί πολλές γειτονιές  εργατών και συνδικαλιστών, καθολικών στο θρήσκευμα κατά κύριο λόγο, και το οποίο οφείλει τη φήμη του στον μεγάλο αριθμό ταραχών και επεισοδίων που έλαβαν χώρα στην προαναφερόμενη περίοδο των δραματικών επεισοδίων. Στο «μεγάλο μίσος της δεκαετίας του εβδομήντα»! Τότε που όλοι είχαν ανάγκη πέρα απ’ όλα τα άλλα που γνωρίσαμε, και τα σκυλιά! Γιατί αφηγείται η πρωταγωνίστρια το βιβλίου, «…όλοι είχαμε όφελος από τα σκυλιά…διότι με τα γαυγίσματά τους τα σκυλιά χτυπούσαν το συναγερμό για όλους… γιατί για τους άντρες ήταν πιο μεγάλος ο κίνδυνος. Χτυπούσαν το συναγερμό και ειδοποιούσαν τους πάντες για την παρουσία αυτών των στρατιωτών, που έφταναν πολλοί μαζί με τα τεθωρακισμένα τους… από τα οποία πηδούσαν κι’ άρχιζαν να περιπολούν στους δρόμους…έτοιμοι να ορμήσουν…»! Και συνεχίζει ακάθεκτη, «…γι’ αυτό ήταν απαραίτητα τα σκυλιά»!

Όμως, αναπτύσσοντας την ιστορία της χωρίς ονόματα, η αφηγήτρια της Μπερνς αυξάνει και εμβαθύνει περισσότερο την ενδόμυχη και καταθλιπτική  της αφήγηση. Η αποπροσωποποίηση και αλλοτριοπροσωπία, είναι ζητήματα κεντρικής και ουσιώδους σημασίας  για την υπόθεση του βιβλίου, αν και στην πραγματικότητα οι ρίζες της ιστορίας προεκτείνονται και ριζώνουν βαθύτερα, αφού αφορά μια ιδιαίτερα προσεκτική, ύπουλη και ανατριχιαστική εκστρατεία σεξουαλικής παρενόχλησης και τις απώτερες καταστροφικές συνέπειές της. Η δεκαοκτάχρονη αφηγήτρια της Μπερνς χαρακτηρίζεται στην κοινότητά της ως εκκεντρική λόγω της συνήθειάς της να περπατά παντού με το πρόσωπό της στραμμένο και κρυμμένο στις σελίδες μυθιστορημάτων του δέκατου ένατου αιώνα. Άλλωστε δηλώνει ανοιχτά πως δεν της αρέσουν τα βιβλία του εικοστού αιώνα, απλώς γιατί δεν της άρεσε ο ίδιος ο εικοστός αιώνας! Αίφνης, σαν ανθρώπινη κατάρα, εμφανίζεται μπροστά της μια παραστρατιωτική προσωπικότητα, γνωστός μόνο ως ‘γαλατάς’, ο οποίος, παρ’ όλο που είναι παντρεμένος και έχει τα διπλάσια χρόνια από την ηλικίας της, έχει ένα σεξουαλικό ενδιαφέρον γι’  αυτήν που είναι και παράξενο ταυτόχρονα, κάτι σαν έμμεσο, αφού ούτε την αγγίζει ούτε την κοιτάζει κατευθείαν, όταν απευθύνεται σε αυτή. «Στα δεκαοχτώ», εξομολογείται, «… Δεν είχα σαφή αντίληψη του τί αποτελούσε παρενόχληση, προσβολή, επίθεση. Είχα μια ιδέα, μια διαίσθηση, μια απέχθεια για κάποιες καταστάσεις και για κάποιους ανθρώπους, αλλά δεν ήξερα πως η διαίσθηση και η απέχθεια μετράνε, δεν ήξερα πως είχα το δικαίωμα να μη μ’ αρέσει, να μη θέλω, να δέχομαι όποιον με πλησίαζε…». Ωστόσο, παρά την αντίστασή της στις περιρρέουσες εξελίξεις των γεγονότων, η κοινότητα πείθεται  ότι ουσιαστικά είναι εραστές και υπόκειται σε ένα παράξενο είδος εξοστρακισμού και αποκλεισμού, και σε αμφότερους τοποθετήθηκε η ταμπέλα της μοιχείας, με την κοπέλα να αντιμετωπίζεται δυνητικά ως ερωμένη μιας κορυφαίας παραστρατιωτικής φιγούρας.

 

Anna Burns

 

Στην πραγματικότητα, ο ‘Γαλατάς’ αποτελεί μια περίπλοκη καταγραφή και απεικόνιση μιας συγκεκριμένης κοινότητας ευρισκόμενης σε κλοιό και των   πολιτών της που ζούσαν σε πολλαπλά επίπεδα καταπίεσης, που παραπέμπει σαφώς στην κατοχή της Βόρειας Ιρλανδίας από τη «χώρα πέρα απ’ το νερό». Έπειτα, υπάρχουν οι παραστρατιωτικοί  που αναφέρονται στο μυθιστόρημα ως οι απαρνητές του κράτους ή ενωσίτες, σε αντίθεση με τους εθνικιστές ή υπερασπιστές του κράτους, και φυσικά η ευρύτερη κοινότητα η οποία λειτουργεί ως μια άτυπη συσκευή παρακολούθησης στην οποία ο καθένας βρίσκεται σε κατάσταση συνεχούς επαγρύπνησης για τις πιθανές παραβατικότητες όλων των άλλων. Αλλά στο κέντρο των διαφόρων καταπιεστών του μυθιστορήματος βρίσκεται η αδυσώπητη δύναμη με την οποία ο καθένας από τους χαρακτήρες της Μπερνς αστυνομεύει τη δική του, κρυφή και φανερή, ζωή. Εντυπωσιάζει παράλληλα η ικανότητα της Μπερνς να αντιμετωπίζει τα θέματα του τραύματος και της τυραννίας με μια παιχνιδιάρικη διάθεση που κατά κάποιο τρόπο δεν μειώνει την αίσθηση της σοβαρότητας του κειμένου της. Ένα από τα πιο σατιρικά εδάφια στο βιβλίο είναι εκείνο που αφορά το ζευγάρι που είναι επιφορτισμένο με τη διατήρηση της λίστας απαγορευμένων ονομάτων από τη ‘χώρα πέρα απ’ το νερό’.

Δεν έχει σημασία τουλάχιστον, μας λέει η αφηγήτρια, ότι πολλά από αυτά τα ονόματα δεν προέρχονταν από την περιφρονημένη γη που ποτέ δεν ονομάστηκε: «… Τα απαγορευμένα αυτά ονόματα θεωρούνταν ως εκ τούτου ποτισμένα με την ενέργεια, τη δύναμη της ιστορίας, την πανάρχαια σύγκρουση, τις επιβεβλημένες από εκείνη τη χώρα καταστάσεις, που η χώρα ετούτη αναγκάστηκε να υποστεί, αλλά και τις άλλες στις οποίες κατάφερε να αντισταθεί… Τα απαγορευμένα ονόματα ήταν: Νάϊτζελ, Τζέισον, Τζάσπερ, Λανς, Πέρσιβαλ, Γουίλμπερ, Γουίλφρεντ, Πέρεγκριν, Νόρμαν, Άλφ, … και ούτω καθεξής…». Εδώ η συγγραφέας χαριεντίζεται  με την υπομονή, τις γνώσεις του αναγνώστη, καθώς και τον παραλογισμό και τις ιδιοτροπίες της ίδιας της γλώσσας τους. Μελετώντας την εν λόγω ιδιαιτερότητα του στυλ γραψίματος της Άννας Μπερνς και  τις ύπουλες ψυχολογικές παραμέτρους της πολιτικής και σεξουαλικής καταπίεσης, ερχόμαστε κοντύτερα κυρίως με τον Ούγγρο μυθιστοριογράφο Λάζλο Κρασναχορκάι, όσον αφορά την ατελείωτη και καταρρακτώδη εσωτερική αφήγησή του  στο ‘Τανγκό του Σατανά’, στα στάδια της φυσικής και ηθικής αποσύνθεσης, με τις ζωές όλων των πολιτών κάτω  από τον ολοκληρωτισμό. Διακρίνουμε  κάποια παλλόμενη απειλή στην καρδιά του βιβλίου, του οποίου ο τίτλος παραπέμπει κάπου απροσδιόριστα, αλλά και μια βαθιά θλίψη για το διαφαινόμενο ανθρώπινο, σωματικό και ψυχικό,  κόστος της σύγκρουσης, της αντιπαράθεσης, της πάλης  και εν τέλει της απώλειας. Παρά τις πάμπολλες μορφές σωματικής βίας, όπως βομβαρδισμούς,  πυροβολισμούς, αποκεφαλισμούς, μαχαιρώματα, ξυλοδαρμούς, κ.λπ., αυτό που απομένει στον αναγνώστη από το διάβασμα του βιβλίου, είναι οι τρόποι με τους οποίους οι ανώνυμοι πολίτες της, επίσης, ανώνυμης και άγνωστης πόλης της Μπερνς αποτρέπονται από μια πραγματικά ζωντανή και χαρούμενη ζωή, έχοντας ενστερνισθεί με βεβαιότητα ότι αυτό που θα αγαπήσουν θα εξαφανιστεί στο τέλος  και επομένως καλύτερα θα είναι να μην υιοθετηθεί ή να μην αγκαλιαστεί από την αρχή. Μία από τις πιο εντυπωσιακές σκηνές του ‘Γαλατά’ περιλαμβάνει τους μαθητές μιας νυχτερινής τάξης στα γαλλικά να γυρίζουν την πλάτη τους στο ηλιοβασίλεμα, με τρόπο «ενστικτώδη και προστατευτικό», καθώς η δασκάλα  τους επιμένει να γυρίσουν για να το δουν. Η δασκάλα βλέπει έναν ουρανό να καίγεται με μια έντονη έκρηξη χρώματος, όπου οι μαθητές βλέπουν μόνο το μπλε, το οποίο γνωρίζουν ότι είναι ένα από τα δύο πιθανά χρώματα του ουρανού. Το άλλο είναι μαύρο. Η σκηνή με τον περίεργο και λοξό τρόπο που παρουσιάζεται, αποτελεί ισχυρό παράδειγμα της επίδρασης της βίας και της καταπίεσης στη ζωή των κατοίκων μιας κοινότητας, η οποία στην ουσία βρισκόταν για μεγάλο χρονικό διάστημα, πολλαπλώς, διχασμένη!

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top