Fractal

Διήγημα: “Φυγή”

Γράφει η Πέμη Γκανά // *

 

 

 

(Φυγή)

Τυχερή Κρίστεν, τυχερή

Τo βούτυρο πλάι στην μαρμελάδα βατόμουρο, δύο φλιτζάνια αχνιστός καφές και ένα τσαγιερό. Όλα σε τάξη, τα μαχαιροπίρουνα αντίκρυ, στοιχισμένα. Φρεσκοσιδερωμένες οι πετσέτες. Το πρωινό μάλλον σκοτεινό, και ο φετινός χειμώνας είναι βαρύς. Οι τοίχοι ντυμένοι με ταπετσαρίες που χρόνια έχουν χάσει το χρώμα τους, πράσινο ήταν ή πορτοκαλί. Δεν θυμάμαι. Βρέχει αδιάκοπα τρεις μέρες. Ο Γιον αγαπά την τάξη. Όλα τακτοποιημένα, με κλειστά μάτια βρίσκεις τα πάντα στο σπίτι. Το καυχιέται συχνά. Και εγώ περιμένω να φύγει και αναστατώνω το ψυγείο. Βάζω το βούτυρο στο κάτω ράφι και τις μπύρες ανακατωμένες. Λίγο πριν έρθει, τα ξανατακτοποιώ. Ο Γιον με κοιτά και χαμογελά, άσχημα γερνούν οι βορινοί, συλλογιέμαι. Μια βαθιά ρυτίδα ανάμεσα στα μάτια, ξεθωριασμένα, πια, γαλανά.

Τυχερή Κρίστεν, μου έλεγαν πάντα. Τυχερή. Ο Γιον δουλεύει, μια ζωή, στην βιοτεχνία του Βαν Χόλλεν. Ζωγραφίζει τις πορσελάνες στο Ντελφτ. Αρχιτεχνίτης, απ τους καλούς. Μέχρι και δικό του γραφείο του δώσανε πέρυσι. Περάστε κύριε Γιον, συγχαρητήρια έχετε δικό σας γραφείο πια, όχι δεν έχει σημασία που είναι δυο επί δυο, κοιτάξτε ψηλά, μα ναι, έχει παράθυρο ανατολικό μάλιστα, καφετιέρα, και είκοσι φιορίνια αύξηση! Τυχερή Κρίστεν, σε κοιτάζει στα μάτια. Κι έπειτα το σπίτι που μένουμε. ¨Kουκλίστικο¨. Με το στενάχωρο κήπο γεμάτο τουλίπες, μωβ, κόκκινες, κίτρινες, τέσσερις νάνοι που τάχα φωτίζουν το βράδυ. Ελαττωματικοί θα πρέπει να είναι, γιατί ποτέ δεν άναψαν. Τυχερή Κρίστεν, κουκλίστικο το σπιτάκι σας. Είχαμε πάει πριν χρόνια με την Μαγκρίτ, την φίλη μου, στον κινηματογράφο. Στα πλάνα είδα ένα σπίτι σαν το δικό μας. Ξέσπασα σε γέλια τρανταχτά, απ αυτά που πνίγεσαι. Πάψε Κρίστεν. Πάψε. Τα καλά κορίτσια δεν γελάνε δυνατά. Ούτε πετάνε. Ψέματα λέει το τραγούδι, μη πιστεύεις στα τραγούδια. Σήμερα είναι τα γενέθλιά μου. Κλείνω τα 64.

Αν είχατε παιδιά θα ήταν όλα αλλιώς λέει η Μαγκρίτ. Έπαιρνα χάπι, της είπα μια μέρα. Με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια και δεν το ξανακουβεντιάσαμε. Θυμάμαι την πρώτη φορά που στα γενέθλιά μου, o Γιον, έφερε σαν δώρο μια πιατέλα. Ήταν περίτεχνα ζωγραφισμένη, είχε αφήσει όλο το ταλέντο του να την πνίξει. Στην Αξιολάτρευτη σύζυγό μου Κρίστεν, έγραψε. Έκλαψα, από απελπισία. Κι ύστερα κάθε χρόνο μου έφερνε πιάτα. Στην Αξιοζήλευτη σύζυγό μου, στην Αξιέραστη, στην Αξιαγάπητη, στην Αξιόλογη. (Χριστέ μου! κάνε του χρόνου να γράψει, στην Αξιομακάριστη). Το πήρα απόφαση. Θα φύγω, σήμερα, και θα πάω να δω τον ωκεανό. Δώρο για τα γενέθλια μου. Κι αν είμαι τυχερή θα με προλάβει η παλίρροια, θα έρθει αφηνιασμένη απ τα βάθη της θάλασσας κι εγώ θα παρακούσω τις σειρήνες και θα τρέξω να την ανταμώσω. Κι όσο θα πνίγομαι θα κοιτώ στο βάθος, στο Ντελφτ, και θα γελώ. Και μα το Θεό, θα γελώ δυνατά.

 

 

 

* Η Πέμη Γκανά γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στον Χολαργό. Σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων με μεταπτυχιακό ¨Ψυχολογία του καταναλωτή¨, στο Πανεπιστήμιο John Moors του Λίβερπουλ. Ο Kairlov, το πρώτο της μυθιστόρημα, εκδόθηκε το 2016 από τον εκδοτικό οίκο Γαβριηλίδης. Το δεύτερο της μυθιστόρημα ¨Καπράγια¨ βρίσκεται προς έκδοση.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top