Fractal

Fractal Μονόλογος

Της Μαίρης Σάββα // *

 

 

Τον αντικρίζω  κρεμασμένο στον λευκό τοίχο και δεν μπορώ να το πιστέψω.  Είναι η πρώτη φορά που επισκέπτομαι τη Νέα Εθνική Πινακοθήκη του Βερολίνου.  Βρίσκομαι αντιμέτωπος  με τον καλλιτέχνη, με το έργο, με μια κατάσταση, με μια εποχή ολόκληρη.  Με κάποιον αδιόρατο τρόπο νοιώθω σχεδόν μαγεμένος, από τον «Φτωχό Ποιητή».  Ξαπλωμένος σε ένα άθλιο στρώμα, τυλιγμένος κάτω από τα σκεπάσματα,  στο στενάχωρο διαμέρισμα μιας σοφίτας που στάζει από την οροφή της και με μοναδική θέρμανση μια ξυλόσομπα δίπλα σε στοίβες από βιβλία, ο Ποιητής πασχίζει να βρει την έμπνευσή του. Δύσκολο, κάτω από μίζερες συνθήκες.  Κρατάει στο στόμα την πένα του και μετράει το ρυθμό…  Κάποια από τα χειρόγραφά του θα γίνουν τροφή για την ξυλόσομπα.  Ο κάθε ποιητής θα ήθελε να μπορεί να ζει από το έργο του σκέφτεται σίγουρα ο Ποιητής.

Αυτό το έργο του Carl Spitzweg με βάζει απέναντι. Μου κρατάει γερά τα δυο μου μπράτσα, μου τα σφίγγει ψηλά από τους ώμους σαν να με ακινητοποιεί, δεν μπορώ να αντιδράσω, αν και έχω τόσα να πω. Κι όσο αυτή η δύναμη με πιέζει τόσο εγώ φουντώνω και σκέφτομαι κι άλλα. Ο κάπως εκκεντρικός Carl Spitzweg, κέρδισε την αθανασία στον καλλιτεχνικό κόσμο της εποχής του, όταν αποφάσισε από σπουδαγμένος φαρμακοποιός να εγκαταλείψει το κατάστημά του και να κάνει τέχνη η οποία τον κατέταξε στους Ρομαντικούς. Μεταξύ άλλων, φτιάχνει  με χιούμορ τον «Φτωχό Ποιητή» όπως τον φαντάζεται να δουλεύει μεθοδικά στο περιβάλλον του, αλλά ταυτόχρονα καυτηριάζει τα κακώς κείμενα.

Αναρωτιέμαι εάν όλοι μπορούν να διακρίνουν τη δύσκολη θέση στην οποία βρίσκεται ο Ποιητής, κοιτάζοντας αυτό το έργο. Στην ίδια θέση βρίσκονται κι άλλοι άνθρωποι. Φτωχοί κι αυτοί. Σε σπίτια σαν παγωμένα κελιά. Αναλογίζομαι τη στιγμή που η σταγόνα της βροχής μπήκε στη στέγη της σοφίτας, έπεσε στην μαύρη ανοικτή ομπρέλα και στη συνέχεια βρήκε το δρόμο για το καλυμμένο με ένα λευκό σκουφί κεφάλι του.

Γιατί άραγε έγινε ένας από τους αγαπημένους του Αδόλφου Χίτλερ ο Carl Spitzweg, με το έργο αυτό το 1839; Ίσως γιατί απλά, κεντάει και φιλοτεχνεί με δέος την εικόνα της γερμανικής ταυτότητας. Μια γελοιογραφία …

Πρέπει να δώσω ένα σήμα. Τι είμαι εγώ ως καλλιτέχνης; Ας το δηλώσω τώρα αμέσως. Το σκέφτομαι μέρες τώρα, θα δράσω μόνος χωρίς βοήθεια. Στέκομαι μπροστά στον πίνακα, οι σκέψεις μου γίνονται ποτάμι κι ύστερα χείμαρρος και νοιώθω το αίμα να μου ανεβαίνει κατακόρυφα προς το κεφάλι.

Είναι η στιγμή που αποκαθηλώνω το έργο. Ξεκρεμάω σβέλτα το κάδρο, χωρίς θόρυβο, το παίρνω στα χέρια μου, το βάζω κάτω από τη μασχάλη και τρέχω. Απλώς τρέχω έξω.

Μέχρι να το αντιληφθούν οι φύλακες έχω πεταχτεί στο δρόμο με τη ζωγραφιά παραμάσχαλα.  Χιονίζει. Τρέχοντας φτάνω στο αυτοκίνητό μου και μπαίνω μέσα. Δύσκολα παίρνει μπρος, όταν η μηχανή είναι κρύα, αλλά είμαι τυχερός. Οδηγώ βιαστικά για δυο-τρια χιλιόμετρα προς την περιοχή όπου μένουν οι τούρκοι μετανάστες. Παρκάρω πρόχειρα και βγαίνω, πάντα αγκαλιά με τον πίνακα. Το χιόνι έχει πυκνώσει. Περπατώ βιαστικά και κοιτώ γύρω μου. Γκέτο. Οικογένειες ολόκληρες στοιβάζονται σε τετράγωνες πολυκατοικίες με μικρά διαμερίσματα. Όλα ίδια κι απαράλλαχτα. Δουλεύουν μέρα-νύχτα και βοηθούν να γίνει η Γερμανία μια μεγάλη χώρα.

Πριν κτυπήσω ένα από τα κουδούνια, χώνομαι στον τηλεφωνικό θάλαμο που βλέπω μπροστά μου. Δεν βλέπω αστυνομικούς να με έχουν ακολουθήσει. «Πινακοθήκη εκεί; O πίνακας που ψάχνετε βρίσκεται στο Kreuzberg…»

Ένα ζευγάρι τούρκων που δουλεύουν σε γερμανικά εργοστάσια έχουν μόλις επιστρέψει. Με περιμένουν, τους έχω ειδοποιήσει. Τα δυο παιδιά τους μου ανοίγουν την πόρτα και με ρωτούν τι κρατάω. «Έναν πίνακα. Για το σαλόνι σας» λέω εγώ και τον κρεμάω στον τοίχο. Φυσικά αποσιωπώ ότι είναι κλεμμένος.

Όλοι τον κοιτούν. «Είναι δυστυχισμένος κι άρρωστος», σχολιάζει ο άνδρας. «Είναι αξιολύπητος ο καημένος, δεν απέχει πολύ από αυτά που μπορεί να συμβαίνουν στον επάνω, ή στον κάτω όροφο», λέει η γυναίκα. Αυτό το τελευταίο με πνίγει και θέλω να το φωνάξω. Είναι ο κακός Ποιητής που ήρθε να κοσμήσει το καθιστικό των δεύτερης κατηγορίας πολιτών. Είναι ένας από αυτούς!

Αυτό δεν βλέπετε μπροστά σας; θα ρωτήσω την αστυνομία που καταφθάνει σε λίγο. Είμαι περίεργος γι αυτό που θα μου απαντήσουν. Ας το κάνει ο καθένας ότι μπορεί το μήνυμα που θα πάρει.

Οι αστοί στην κοινωνία μας απολαμβάνουν ως τέχνη στον «Φτωχό Ποιητή» όταν κρέμεται στους λευκούς τοίχους της πινακοθήκης.  Εμείς οι υπόλοιποι καλλιτέχνες τον θαυμάζουμε, μπορεί και να τον ζηλεύουμε γιατί ανήκει στους Ναϊφ και μαζί με το κατεστημένο  που χαίρεται με τα χρώματα και τα χρυσοποίκιλτα κάδρα κρεμασμένα πάνω από τα παχιά βελουδένια χαλιά, προσπαθούμε να αποκωδικοποιήσουμε το καλλιτεχνικό μήνυμα που κρύβει η εκφραστική ζωγραφιά του Carl Spitzweg.

Δεν έχετε πρόβλημα όταν ξενοφοβικοί γερμανοί πολίτες κρεμούν τα αντίγραφα μεγάλων καλλιτεχνικών έργων στα σαλόνια τους.  Έχετε πρόβλημα όταν η αυθεντική τέχνη μπαίνει στο άδειο και παγωμένο σαλόνι του μετανάστη. Ποιο είναι χειρότερο; Ένας γενοκτονικός δικτάτορας έδειξε «ανωτερότητα» απολαμβάνοντας το καυστικό σχόλιο του ζωγράφου, κατατάσσοντάς τον στους αγαπημένους του, μα είχε πετύχει το αδιανόητο κι εμείς όλοι μας βρίσκουμε τρόπους να το συνεχίσουμε….

 

Υγ. Είναι ένας μονόλογος ο οποίος θα μπορούσε να ειπωθεί από τον γερμανό καλλιτέχνη και performer Uwe Laysiepen, γνωστό ως Ulay, που θέλησε με την κλοπή του πίνακα από την Πινακοθήκη του Βερολίνου το 1976 να δώσει τα δικά του μηνύματα στους πολίτες της χώρας του.

 

 

* Η Μαίρη Σάββα γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Δίκαιο της Ευρώπης. Για αρκετά χρόνια, εργάσθηκε ως Δημοσιογράφος στην Τηλεόραση, το Ραδιόφωνο, σε Περιοδικά κι Εφημερίδες, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

 Έμεινε κάποια χρόνια στο Βέλγιο. Πάντα της άρεσε να διαβάζει, να ακούει, να λέει, ακόμη και να τραγουδάει ιστορίες. Λατρεύει το θέατρο και τα ταξίδια και γενικά ότι άλλο την πλουτίζει με ιστορίες. Για να μπορεί να τις λέει και να τις γράφει καλύτερα, πήγε σε σχολείο για παραμυθάδες, γιατί πιστεύει ότι κανείς δεν σταματά ποτέ στη ζωή να μαθαίνει και να ονειρεύεται. Έχει δημοσιεύσει μερικές ιστορίες, τις οποίες συζητά με μαθητές, όταν τους επισκέπτεται στις τάξεις τους:

  • Η Άννα και οι Καλικάντζαροι (εκδ. ΛΙΒΑΝΗ)
  • Ο Κόσμος Τρελάθηκε ή ο Κόσμος Ζεστάθηκε? (εκδ.ΛΙΒΑΝΗ)
  • Το Μαξιλάρι της Γνώσης (Εκδ. ΕΠΙΝΟΙΑ)
  • Κολλημένος με την Οθόνη (εκδ.ΙΝΔΙΚΤΟΣ)
  • Τα κρυμμένα σεντούκια του Αλή Πασά (εκδ.ΜΙΝΩΑΣ)
  • Δεν είμαι η Αδελφή μου (εκδ.ΜΙΝΩΑΣ)
  • Κόρη στον Βυθό (έκδ.ΜΙΝΩΑΣ)

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top