Fractal

Γεννήτρια μνημοσύνης

Γράφει ο Σταύρος Σταμπόγλης //

 

«Φωτογραφίες Κάτω Θόλου» Ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Ιωαννίδη, Εκδόσεις Όστρια, Μάιος 2019

«Μέσα στη φύση η αμαρτία δεν είναι αμαρτία

Μπορείς να σκέφτεσαι ερωτικά για όλα»

                                                                    Κ.  Ιωαννίδης

 

«Φωτογραφίες κάτω θόλου» ή στιγμές από την αιωνιότητα. Κατ’ αρχήν δίνουν την εντύπωση  ποιητικών Μεταγραφών υπέρ του καθημερινού μόχθου. Αλλά τελικά είναι δοξαστικό συναξάρι όπου πίσω από τις εικόνες της επιβίωσης σκιαγραφείται η αγωνία για την επόμενη μέρα. Αποτυπώσεις μιας αθανασίας που τρέφεται στη μνήμη καθώς ζεσταίνουν την παλάμη οι  απώλειες. Μια λίμνη αστραφτερή εν ηρεμία όπου οι στίχοι μοιάζουν με ζωγραφιές αλλεπάλληλων κύκλων επιβίωσης… «Τα κίτρινα θερισμένα  χωράφια / στις κοιλάδες , στους  λόφους και στα βουνά του Θόλου. / Ο κίτρινος ήλιος, το κίτρινο μεσημέρι».  Η αγάπη εδώ μέσα προσφέρει ελπίδα στην μοναξιά  που μας περιβάλει… «Με την αγκαλιά της να σπάζει τ’ αγκάθια του φόβου. Να σπάζει καπνά με δυο χέρια συγχρόνως».

Η Ανάγκη κατανοείται και εξυμνείται  ως γεννήτρια  ζωής, και όλα εξανθρωπίζονται χάρις στην αγάπη και τη θυσία…  «Μα πως αντέχει τόσο έντονο σφυγμό; Μόνη της εκχερσώνει την ασήμαντη ζωή».

Στίχοι σταγόνες από βοτάνια παρηγορητικά. Ποιητικός  λόγος, που εξυψώνει τα ελάχιστα μεγέθη του καθημερινού σε θεμέλιο μέλλοντος. Ποιητικός λόγος   με ρυθμό, με οικονομία έκφρασης, ακριβή αφαίρεση και ουσιαστική απλότητα. Αν σ’ όλα αυτά διακρίνουμε την θέση ότι η εξέλιξη επιτυγχάνεται  μέσω  της θυσίας,   τότε διαισθανόμαστε πως ο ποιητής κυρίως τραγουδά την θηλυκή ουσία του κοινωνικού γίγνεσθαι… «Στις ρυτίδες της κυλάει ρυάκι της ελπίδας. Πέτρα  πίστης και υπομονής, πέτρα σπίτι».

Όλες οι καθημερινές πράξεις, οι μηχανισμοί, ο ήχος τους,  στην υπηρεσία του ποιητή… «Να ράβει στη ραπτομηχανή χεριού τα βρακιά μας. / Να έχει ολόκληρο πάνινο σακούλι,  με σπάνια ωραία κουμπιά. / (Δύσκολα βρίσκεις όμορφα κουμπιά στα σημερινά ρούχα)…».

Ο Κωνσταντίνος Ιωαννίδης ξεκινά από το ειδικό για να διασώσει την προοπτική, με αποτέλεσμα να μας ωθεί στην αντίληψη του γενικού. Συμπυκνώνει και αποτάζει την κούραση, τις καθημερινές θυσίες, τραγουδά τις ανάγκες της ύπαρξης και με ταπεινό βηματισμό  πλησιάζει την ελπίδα.

Υπονοεί  πως οφείλουμε να εμπιστευόμαστε  ό,τι  «ζεσταίνει», ότι «υποστηρίζει»,  ένα σπιτικό. Όπως οφείλουμε κατά βάθος την ύπαρξή μας, την αντοχή μας, στο λιγοστό χώμα που μας επιτρέπεται. Το χώμα που ανέχεται  τα βάρη του σύμπαντος. Η επιβίωση, υποστηρίζει πίσω από της λέξεις, δεν είναι μονάχα άχθος και συντριβή αλλά και ομορφιά, σκέψη,  αποδοχή, κατανόηση, καρτερία, τρυφερότητα.

«Ραγίζω την καρδιά μου με τσεκούρι, / να ζεσταθώ στα μονοπάτια των δακρύων. / Στο Παρανέστι υγρασία και ομίχλη / κι οι γάτες βρίσκουν ζεστασιά στους αχυρώνες».

-«Ο Νέστος κατεβάζει κορμούς / κι όταν η κοίτη του στενέψει, / κούτσουρα θα μαζέψουμε κι  άσπρα ξερά κλαδιά, για να μπουκώσουμε τον άγριο χειμώνα».

Αν και άνθρωπος της πόλης, ο ζεστός, γήινος και μεστός λόγος του Κωνσταντίνου Ιωαννίδη θα με καταστήσει  κοινωνό μιας ομορφιάς, μιας αλήθειας. Οι μικρές πατρίδες είναι ο προμαχώνας της Μητρόπολης. Είναι μια ζωντανή-υπαρκτή αγκαλιά με μυρωδιές μύθων, σχεδόν παραμύθια. Συναισθήματα  χρωματίζουν με οξυγόνο την ασφυξία στις περίκλειστες πλατείες. Πολλά  ποιήματα εδώ μοιάζουν  με μικρές σφιχτές διηγήσεις όπου  αντλείς δύναμη  από την συγκίνηση και την μνημοσύνη. Λυρισμός με δύναμη έπους. Άρωμα  ουμανισμού προστατεύει τον ποιητή από το  κοινότοπο μιας ηθογραφίας.   Η αγάπη προστατεύει  από το φθηνό συναίσθημα, από την ευκολία του μελό. Η καίρια αφαιρετική προσδίδει φιλοσοφικό βάθος. Η ιδιαιτερότητα του απλού  μετατρέπει την οικονομία έκφρασης σε πλούτο. Ο Ρυθμός εξυψώνει το ταπεινό του καθημερινού.

-«Το τραίνο έφυγε απ΄ το σταθμό του, / τα τζάμια τρέμουν σαν σε ποντιακό χορό. / Έρχεται βροχή κι  εγώ / ανεβαίνω και κλείνομαι στο μικρό δωμάτιο. / Στέκομαι μπροστά στο μικρό συρταρωτό παράθυρο / που ανοιγοκλείνει πάνω – κάτω. Μπροστά μου / η αποθήκη του θείου Γιαννίκα με την λαμαρινένια στέγη. / Το σπίτι μας και το αραπαλίκι με λαμαρίνες. / Η  βροχή με την ουράνια φωνή της/ χτυπώντας στις λαμαρίνες, / τραγουδάει τη –φλαμουριά-».

Οι λέξεις, τα νοήματα, κινούνται με κινηματογραφικές ταχύτητες. Εικόνες σφοδρών συναισθημάτων, στιγμιαία κρατήματα για την κατανόηση του συμβάντος, αποτυπώσεις θλίψης και φυγής. Εικόνες-εντυπώσεις που θυμίζουν γραφή Ταρκόφσκι.   Ο αναγνώστης περνά ανεπαισθήτως απέναντι όπου συμμετέχει και συμπάσχει ως ευαίσθητος δέκτης-θεατής. Στο κέντρο του ποιήματος τώρα πια  δεν βρίσκεται μόνο ο ποιητής αλλά   όλοι εμείς  κάτι που επιτυγχάνεται με την δύναμη απλών και ξεκάθαρων γραμμών. Δεν ξέρω αν αυτό είναι κυρίως μια συνειδητή ενέργεια, μια επιστημονικά κατακτημένη  ικανότητα του δημιουργού ή μια ασυνείδητη πράξη που οφείλεται στην άβυσσο του ποιητή.

-«Ο ήλιος του μεσημεριού χλιμιντρίζει  / σα διψασμένο άλογο / που βόσκει στην πλαγιά του λόφου. / Μέσα στη φύση είναι πρωτόγονες  /  οι καμπύλες των επιθυμιών. / Περνά το τραίνο με όρθιους επιβάτες / που καπνίζουν  και βλέπουν κινούμενο τοπίο απ΄ τα παράθυρα του διαδρόμου».

Συχνά οι απλές εικόνες από τούτη την ανεπιτήδευτη  και αληθινή ποιητική, μετατρέπονται σε υπερρεαλιστικούς πίνακες, σε ενύπνια θαυμάσιων αιωρήσεων ,  καθώς το πρωινό πλησιάζει και η νύχτα έχει κουραστεί στο σκοτάδι της. Και το τραίνο, αυτή την περιφρονημένη «λεωφόρο» των ανοικτών πεδίων,  όπου κάποτε έφερνε την δύναμη της επικοινωνίας  σ΄ όλη την επικράτεια, το τραίνο που σήμερα ολούθε ακουμπάει στο μέλλον και μόνο εδώ κάτω κρύβεται ντροπιασμένο, το τραίνο, είναι  ο μεγάλος φίλος του ποιητή. Κουβεντιάζει μαζί του σαν ίσος προς ίσον… «Τραίνο της παρανέστιας κοιλάδας / με τους καθημερινούς σου επιβάτες, / που συζητούν ή στέκουν όρθιοι στα παράθυρα. / Άντρες που βλέπουν το τοπίο καπνίζοντας / κι  άλλοι που περιφέρονται να βρουν κορίτσια».

 

Κωνσταντίνος Ιωαννίδης

 

Θα  τολμούσα να υποστηρίξω πως οι φαινομενικά απλές «Φωτογραφίες Κάτω Θόλου» είναι το έπος μιας εποχής με γλυκόλαλο λόγο, ειλικρινείς Μεταφορές και κατανοητό βαθμό Ελλειπτικότητας,  όπου  γηγενείς άγνωστοι στρατιώτες-φρουροι των συνόρων, μαζί με πρόσφυγες από χαμένες πατρίδες, φυγάδες θανάτου κάποτε, ριζώνουν, και ριζώνουν, ανθίζοντας αενάως την σωτηρία.  Φέρνουν την ελπίδα. Προμηνύουν τη νίκη της επιβίωσης δουλεύοντας σκληρά από τα τρυφερά χρόνια τού παιχνιδιού κάτω από αντίξοες συνθήκες… «Τρεις αγελάδες είχαμε, / μ΄ ανέβαινα στον λόφο του πέρα μαχαλά / με είκοσι ή τριάντα αγελάδες. / Και ύστερα στα γρήγορα, μέσα σε τσάι ή γάλα / να θρύβω το μπαγιάτικό ψωμί. / Κι αμέσως έφευγα για το σχολείο, φορώντας μπότες ή κοντά παπούτσια λαστιχένια». Αν είχα την εμμονή να αναζητώ, αδίκως βέβαια,   συνέχειες και επιρροές θα σταματούσα έκπληκτος σε Κατάη, Ριχάκου και ΄Ερζα Πάουντ. Θα συνέχιζα με μεγάλους γραφιάδες της Ρώσικης στέπας που έκρυβαν αναγκαστικά  τον πόνο πίσω από τον αφαιρετικό λυρισμό και εκείνο το σπουδαίο έργο   «-Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού-, υπό Ν. Γ. Πολίτου» . Αλλά έμαθα με τον καιρό  και επιβεβαίωσα ακόμη μια φορά εδώ πως η αυθεντικότητα στην δημιουργία μοιάζει με την υγρασία στο χώμα:  η βροχή φτάνει από παντού, δίχως επιλογές ποτίζει. Και ο Ιωαννίδης μεταγράφει μέσω της  αβύσσου του τον ελληνικό βίο με τρόπο ελληνικό, (ευτυχώς ακόμη και σήμερα κρατάει κάποια μετερίζια ο ελληνικός τρόπος), στο μεταίχμιο μιας  νεαρής ακόμη αλλά δραματικής, αντικειμενικά, εξέλιξης.

Και πετυχαίνει εδώ ο ποιητής το καλύτερο, δηλαδή την ανάδειξη ενός κυρίαρχου ερωτήματος πίσω απ’ τις λέξεις δίχως κραυγές, δίχως λυγμό, παρά μόνο μ’ ένα κεκρυμμένο παράπονο, ό,τι προσφέρει η αξιοπρέπεια ενός χωνεμένου πένθους. Το κυρίαρχο ερώτημα είναι: σήμερα, και με προβολή στο αύριο, τι μας στηρίζει; Και βέβαια ο ποιητής δεν προτείνει λύση.  Και βέβαια η ποίηση δεν είναι για να δίνει λύσεις.

Δεν είμαι βέβαιος τι ακριβώς πιστεύει ο Κωνσταντίνος Ιωαννίδης, εκείνο όμως που μπορώ να πω δίχως να φοβάμαι μην πέσω έξω είναι πως η αγάπη του, άρα και η ελπίδα του, είναι η δύναμη του βηματισμού  πατώντας ξυπόλυτος  στο ζεστό, στο υγρό, στο παγωμένο χώμα της πατρίδας. Ο κάθε ποιητής, υπονοεί ο Ιωαννίδης, πρέπει να  οφείλει, να χρωστά, στις έννοιες ειδικό, γενικό, δράση, ευσπλαχνία, αποδοχή, κατανόηση, καρτερία, φιλοπατρία, έστω κι αν κτυπά  στα πλήκτρα ενός laptop-tablet τα τραγούδια του, επικοινωνώντας  ταυτόχρονα μέσω  του άυλου  με τον αναγνώστη, με το παγκόσμιο, με το συμπαντικό, και το αντίστροφο βεβαίως… «Ο νους μου οργώνει μακρινά χωράφια, / που είναι τώρα πια άφραχτα. / Η φύση χρόνο με τον χρόνο αλλάζει μορφή / και γίνεται αγνώριστη».

Τελειώνοντας, ο ποιητής Κωνσταντίνος Ιωαννίδης , ως αρχαίος ιππότης-τροβαδούρος, τριγυρνά στον σύγχρονο κόσμο  αναζητώντας στο φορτίο του, στο φορτίο μας, εγγυήσεις και ελπίδα. Τα τραγούδια του θυμίζουν άλλοτε συναξάρι μαρτύρων, άλλοτε μισοσβησμένες αγιογραφίες, καθώς ψαλμωδεί  -εν ονόματι-  για όλους μας… «Με λέξεις το αλεξίσφαιρό μου. / Αυτό με σώζει με την αθωότητά μου. / Οι πέτρες έχουνε ρυτίδες αναμνήσεων, / το μέτωπό μου χνάρια από σφραγίδες ξεφτισμένες».

 

 

Αντίκυρα / 10 Αυγούστου – 5 Δεκεμβρίου 2019

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top