Fractal

Έξι – και όχι μόνο – πρόσωπα ζητούν Νέμεση

Γράφει η Μάριον Χωρεάνθη //

 

Νίκος Γκίκας: “Flatiron”

 

Το Flatiron (προφέρεται “Φλατάιρον”) του Νίκου Γκίκα αποτελεί μια μικρή-μεγάλη έκπληξη: από το υποβλητικά σκοτεινό εξώφυλλο και τον δελεαστικά ασυνήθιστο, μυστηριώδη τίτλο, μέχρι την πολλαπλώς ανατρεπτική (και αυτοανατρεπόμενη) πλοκή και κατάληξή του. Με ένα σύντομο απόσπασμα δανεισμένο από τις τελευταίες σελίδες του κειμένου, το οπισθόφυλλο μας πληροφορεί πως “ο όρος (flatiron) περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο ανακτάται μια χαμένη μνήμη: όπως το σίδερο που σβήνει τις τσακίσεις και τις ζάρες από το ρούχο. Με ακρίβεια, τέλεια και απόλυτα”. Κάποτε σήμαινε κυριολεκτικά την επίπεδη πυρακτωμένη πλάκα (flat iron, επίπεδο σίδερο) που χρησιμοποιούσαν για το σιδέρωμα των ρούχων, η έννοια όμως αυτή έχει εδώ και αιώνες εγκαταλειφθεί μαζί με το αντικείμενο που προσδιόριζε – και όπως επιπρόσθετα εξηγεί το δελτίο Τύπου, “πλέον αναφέρεται σε συγκεκριμένη στάση ομοφυλοφιλικής ανδρικής συνευρέσεως”, ενώ “συναντάται και σε αρκετές περιπτώσεις παιδεραστικών βιασμών”.

Αν και πριν από μια, τουλάχιστον, δική μου ανάγνωση, αποφεύγω συνήθως να διαβάζω περιλήψεις, οπισθόφυλλα, δελτία Τύπου ή γνώμες τρίτων για τα βιβλία που έρχονται στα χέρια μου – έτσι ώστε η αρχική μου εντύπωση να είναι όσο το δυνατόν πρωτογενής και ανεπηρέαστη – εδώ οφείλω να επισημάνω ότι μια πρότερη “περιφερική” εποπτεία του υλικού και των αναφορών του είναι, αν όχι απολύτως απαραίτητη, πάντως ιδιαίτερα χρήσιμη στην προσπέλαση του κυρίως περιεχομένου. Γιατί όπως ο τίτλος, έτσι και το θέμα του Flatiron αγγίζει πολύπτυχα συνδηλωτικά πεδία, στις χαρακτηριστικές σημειολογίες των οποίων στηρίζεται η βαθύτερη, “πυρηνική” ουσία του.

Το συγγραφικό ύφος του Νίκου Γκίκα το είχα υπόψη μου από τις αυτοτελείς του ιστορίες – με ήρωα, στην πλειονότητά τους, τον αστυνόμο Άρη Δριμό – οι οποίες διατίθενται δωρεάν, σε μορφή ηχητικών βιβλίων, από το επίσημο κανάλι του στο YouTube, καθώς και από την Ανοικτή Βιβλιοθήκη (openbook.gr). Το πρώτο του μυθιστόρημα, Η Διαθήκη του Δολοφόνου, με πρωταγωνιστή και πάλι τον Δριμό, κυκλοφόρησε το 2019 από τις εκδόσεις Bell, ενώ την ίδια χρονιά έγινε διαθέσιμο δωρεάν από την Ανοικτή Βιβλιοθήκη το ψηφιακό του βιβλίο Wrighte or Die – Δώδεκα Διηγήματα κι ένας Μονόλογος. Φέτος, επίσης, συμμετέχει στην ανθολογία Πανσιόν Πέντε Αστέρων και Άλλες Ιστορίες του περιοδικού Crime & Horror (αρ. 6), από τις εκδόσεις Άγρια Δύση. Η κλίση του προς το (αστυνομικό) μυστήριο και τον ψυχολογικό/μεταφυσικό τρόμο, σε συνδυασμό με την εξερεύνηση των κοινωνικών τους διαστάσεων/προεκτάσεων, βρίσκει στο Flatiron μια εξαιρετικά ταιριαστή της έκφανση, με σύμμαχο την περιεκτική συνοχή και ζωντάνια της γραφής – την αβίαστη, “ατακαριστή” φυσικότητα των διαλόγων, η οποία αναδεικνύει τόσο την προσωπικότητα του καθενός από τους χαρακτήρες, όσο και το παρασκηνιακό ανάγλυφο των εμπειριών και περιστάσεων που τον κατατρύχουν, εξωθώντας τις σκέψεις, τις αποφάσεις και τις ενέργειές του.

Το Flatiron έχει τη μορφή θεατρικού έργου, στέκει, ωστόσο, θαυμάσια και ως ανάγνωσμα – παρόλο που ξεκάθαρα δεν πρόκειται για closet play, δηλαδή θεατρικό κείμενο γραμμένο για να διαβαστεί μάλλον παρά για να παιχτεί (τάση εμπνευσμένη από τους πλατωνικούς διαλόγους και τις τραγωδίες του Σενέκα του Νεότερου, η οποία γνώρισε άνθηση ιδίως στην Αγγλία κατά τη Μεγάλη Πανώλη, εξαιτίας της απαγόρευσης θεατρικών παραστάσεων). Οι λεπτομερείς σκηνοθετικές οδηγίες χορογραφούν με άκρα παραστατικότητα τις θέσεις και τις κινήσεις των ορατών προσώπων του δράματος, αντανακλώντας τις διαδοχικές μεταβολές στη δυναμική της μεταξύ τους αλληλεπίδρασης. Ένα στοιχείο που με εξέπληξε ευχάριστα είναι η έμφαση στην οπτική απόδοση της επιθυμητής εκφοράς του λόγου, του τονισμού και της προσωδίας – πράγμα που σήμερα παραμελείται στην πεζογραφία, αν δεν αγνοείται παντελώς. Το βιβλίο είναι τυπωμένο σε πολυτονικό σύστημα, η χρήση του οποίου (όσο κι αν φανεί περίεργο σε όσους δεν το πρόλαβαν) βοηθά σημαντικά την ανάγνωση – και δη τη μεγαλόφωνη – καθοδηγώντας εν είδει παρτιτούρας τις διακυμάνσεις της φωνής.

Αναφέρθηκα προηγουμένως σε “ορατά” πρόσωπα του δράματος: εκείνα με φυσική παρουσία στη σκηνή. Διότι λαμβάνουν μέρος και ορισμένα των οποίων ακούγεται μόνο η φωνή, όπως και ο αθέατος συντονιστής των δρωμένων – ο ηλικιωμένος ψυχίατρος Ιάσονας Κοσμίδης, ο οποίος έχει κλείσει ραντεβού σε έξι συγχρόνως ασθενείς του, άγνωστους, προς το παρόν, μεταξύ τους. Ένα ζευγάρι (ο σύζυγος άνεργος, η σύζυγος εργαζόμενη σε αρτοποιείο), μια τραπεζική υπάλληλος, μια συγγραφέας, ένας δικηγόρος κι ένας συνταξιούχος καθηγητής – άτομα διαφορετικών ηλικιών και κοινωνικών υποβάθρων, με φαινομενικά ασύνδετους λόγους για τους οποίους βλέπουν ψυχίατρο – βρίσκονται αίφνης κλειδωμένοι όλοι μαζί στο γραφείο του Κοσμίδη, ενώ κάθε απόπειρα να απευθυνθούν σε κλειδαρά, στην αστυνομία ή στη διαχείριση του κτιρίου προκειμένου να απεγκλωβιστούν, αποβαίνει ανεξήγητα μάταιη. Ώσπου δέχονται τηλεφώνημα από τον Κοσμίδη αυτοπροσώπως, ο οποίος τους ανακοινώνει τον σκοπό του παράδοξου αυτού “παιχνιδιού”, με την αινιγματική (στην παρούσα φάση) για τους παρευρισκόμενους ονομασία “Flatiron”: ένας τους – ο καθηγητής – θα δολοφονηθεί. Και ο δράστης θα είναι κάποιος απ’ τους υπόλοιπους.

 

Νίκος Γκίκας

 

Τα θεατρικά μυστήρια “κλειστού χώρου” προσφέρουν το ιδανικό έδαφος για μια ανατομία της ανθρώπινης φύσης και κατάστασης – του ως πού είμαστε ικανοί να φτάσουμε κάτω από συνθήκες ακραία περιοριστικές, τις οποίες αδυνατούμε να ελέγξουμε. Όσο στενεύουν τα περιθώρια κίνησης (και επομένως ελιγμών ή διαφυγής), τόσο οξύνονται οι αντιθέσεις και άλλο τόσο αυξάνεται η σφοδρότητα των συγκρούσεων, παρακινούμενη από μια επικίνδυνα πολλαπλασιασμένη, εσωτερική “κεκτημένη ταχύτητα”. Ας θυμηθούμε, λόγου χάρη, την Ποντικοπαγίδα της Άγκαθα Κρίστι, την Παγίδα Θανάτου του Άιρα Λέβιν ή το Sleuth του Άντονι Σάφερ. Ή ακόμα και το Curing Room του Ντέιβιντ Ίαν Λι – που δεν είναι βέβαια αστυνομικό (ή μυστηρίου με την καθιερωμένη έννοια), στο πνεύμα και επί της ουσίας, όμως, έχω την αίσθηση ότι συγγενεύει περισσότερο με το Flatiron. Εξάλλου, ο Νίκος Γκίκας δίνει μεγαλύτερο βάρος στα αίτια του εγκλήματος – στις αλυσιδωτές αντιδράσεις που οδήγησαν εκεί, καθώς, σύμφωνα με το σχέδιο και τις μεθοδεύσεις του ψυχιάτρου, βαθμιαία και επώδυνα οι “ζάρες” των αναμνήσεων άνοιξαν, φανερώνοντας κακοφορμισμένα, απωθημένα τραύματα και ατιμώρητες αδικίες ή αδικήματα – παρά στο γεγονός αυτό καθαυτό, στη “συμβατική” του εξιχνίαση και την τελική αποκάλυψη του δολοφόνου.

Κι εδώ ακριβώς εντοπίζεται, κατά τη γνώμη μου, η πρωτοτυπία και το καίριο σημείο ενδιαφέροντος στο Flatiron: στο ότι έντεχνα και “υπόγεια”, σε επίπεδο μυθοπλασίας όσο και σε (τεχνικά) δομικό, αναποδογυρίζει ολοσχερώς η “παραδοσιακή” λογική του αστυνομικού μυστηρίου – επιφυλάσσοντάς μας μια καταιγιστική σειρά εξελίξεων που ως και ο τρόπος με τον οποίο μας ξαφνιάζουν κατορθώνει να είναι μη αναμενόμενος. Αντί να κορυφωθεί με την ανακάλυψη του δράστη, η πλοκή υποδεικνύει παραπάνω από έναν “ενόχους” – όχι οπωσδήποτε δολοφόνους – μα και άμεσα ή έμμεσα θύματα, καταλήγοντας να αντιστρέψει σχεδόν διαμετρικά τους ρόλους τους. Παίζοντας τολμηρά με τις δραματουργικές επιταγές της αρχαίας τραγωδίας και τη βιβλική Θεία Δίκη, η κάθαρση (;) έρχεται μέσα από μια μορφή αυτοδικίας που θα μπορούσε να είναι και συμβολική: το επώνυμο, άλλωστε, του ψυχιάτρου – Κοσμίδης – υπαινίσσεται την ιδιότητά του ως “συνισταμένης” των εμπλεκόμενων δυνάμεων, μιας κοσμικού εύρους αλληγορίας για την τελειωτική ανταπόδοση της “ύβρεως” και ενός από μηχανής θεού που είναι εξαρχής πανταχού παρών, υποδαυλίζοντας ταχυδακτυλουργικά το δράμα αντί να παρέμβει με μια “θαυματουργή” λύση στο τέλος του.

Κλείνω με μια ξεχωριστή μνεία στην πολύ όμορφη και προσεγμένη (έως πολυτελή) έκδοση του βιβλίου από τον Θεοδόση Αγγ. Παπαδημητρόπουλο, της οποίας η όλη αισθητική παραπέμπει σε λησμονημένες, δυστυχώς, εποχές της ελληνικής τυπογραφίας. Και με την ευχή να συντρέξουν οι συγκυρίες ώστε να παρακολουθήσουμε σύντομα το Flatiron στη σκηνή.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top