Fractal

Ανέκδοτο ποιητικό θεατρικό, βασισμένο στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή “Φιλοκτήτης” (Μέρος Α’)

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μούσσας //

 

 

[Το πρώτο μέρος από τον “ΦΙΛΟΚΤΗΤΗ”, ένα ανέκδοτο ποιητικό θεατρικό, βασισμένο στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή. Το έργο θα ολοκληρωθεί σε πέντε μέρη.]

 

                           «  Ἕλληνές ἐσμεν· τοῦτο γὰρ βούλει μαθεῖν.

                                ὦ φίλτατον φώνημα· φεῦ τὸ καὶ λαβεῖν…»

                                                  ΣΟΦΟΚΛΗΣ (Φιλοκτήτης, στ.233-234)

 

 

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

 

ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

 

Εξάγγελος: Αφηγητής.

Φιλοκτήτης (Μάρκος Χατζηεμμανουήλ): Έλληνας ηθοποιός .

Οδυσσέας Φωτιάδης(;)              : Έλληνας ποιητής  της Αλεξάνδρειας.

(Λογοτεχνικό Ψευδώνυμο)

Ιάσονας Κ.                                 :  Φίλος και συνεργάτης του Φωτιάδη.

 

 

Υπόθεση

 

Αλεξάνδρεια, 1933. Τρία πρόσωπα ανασυνθέτουν μια σύγχρονη τραγωδία με αιώνιο πρωταγωνιστή την αιώνια μνήμη.

Ο Μάρκος Χατζηεμμανουήλ, ξεχασμένος ηθοποιός, ζώντας την περασμένη του δόξα θα βρεθεί και πάλι μετά από χρόνια

μπροστά στην μεγάλη απόφαση, με καταλύτη και μοιραίο πρόσωπο τον Ιάσονα Κ.

Έτσι θα οδηγηθεί ξανά στα ίχνη του παρελθόντος που δεν μπόρεσε  να ξεχάσει ποτέ και φυσικά στον «Οδυσσέα Φωτιάδη».

 

 

ΠΡΑΞΗ Ι

 

Οδυσσέας :

 

Μπροστά σου η σκονισμένη θάλασσα,

ερωμένη του Νείλου

κοίτα πώς περιμένει μεγάλη κι ακίνητη

τον Αλεξανδρινό ήλιο, πώς αφρίζει ζαλισμένη

στο άγριο άγγιγμα του  Λίβα της ερήμου.

Βλέπεις;

 

Ιάσονας :

 

Βλέπω μόνο μια θάλασσα.

Χλιαρή κι επαναλαμβανόμενη

σαν την αδιάφορη αναπνοή

των διορισμένων υπαλλήλων

και των γερασμένων από τις ενοχές μοναχών.

Μια θάλασσα που πνίγεται

και σαπίζει μέσα σε τόση μνήμη.

 

1

 

Οδυσσέας :

 

Είναι γιατί κοιτάς, παρατηρείς μόνο

όσα δεν μπορείς ν’ αποφύγεις.

Πέτα όσα δεν έχεις, όσα βρήκες να υπάρχουν

κι όσα δεν τολμούν.

Κράτα ό,τι δεν είναι, ό,τι δεν περίσσεψε ποτέ

και νοιώσε ελεύθερος στον ελάχιστο χρόνο

χωρίς όρια.

 

Εξάγγελος:

 

Δεν μίλησαν άλλο. Δεν είπαν πια τίποτε.

Άχρηστα τα ειπωμένα, μα πιο πολύ,                                                                                 όσα δεν πρόλαβαν να λεχθούν.

Τι σημασία έχουν τα μέτρα; Τα όρια

και τα σημεία στίξης; Στο τέλος

-αν υπάρχει κι αυτό- μένει μόνο

η θάλασσα. Εκείνη και η κάθε θάλασσα.

 

Ιάσονας :

 

Φτάσαμε;                                                                                                                                 Εδώ είναι  το καταφύγιο του;

Στην οδό Ομήρου 49, δίπλα στα πανδοχεία

των φτωχών, στη παλιά συνοικία των ξεπεσμένων

αριστοκρατών;  Εδώ;                                                                                                                Η Αλεξάνδρεια τελειώνει λοιπόν κάπου;

 

 

2

 

Οδυσσέας :

 

Aν τελειώνει;

Εδώ απλώνει τα χέρια της

στην άμμο ως την Κοιλάδα των Βασιλέων,

ώσπου να ματώσει από τα νύχια

της ακοίμητης σφίγγας, στον πεθαμένο

ορίζοντα των ηδονών.

 

Δέκα χρόνια.

Τα ίδια, όχι περασμένα. Όχι για κείνον.

Καιρός που δεν έζησε. Ούτε ξεχασμένος

και ζωντανός, ούτε πεθαμένος και άγνωστος.

Χλιαρό, επαναλαμβανόμενο διάκενο

σαν το κύμα της θάλασσας που μόλις είδαμε.

 

Ιάσονας :

 

Πώς μπορεί; Πώς μπόρεσε;                                                                                                Μετά από τόσο ανοιξιάτικο φως                                                                                           στα κατάμεστα θέατρα, στις δεξιώσεις μετά τον θρίαμβο;

Τόσο χειμωνιάτικο σκοτάδι στο υπόγειο

μιας στιγμής, με τη σκιά του να σέρνεται

στο ένα πόδι, πίσω απ’ την ακούραστη μοναξιά;

 

Οδυσσέας :

 

Είναι άνθρωπος.

Άντεξε κι αντέχει. Τα σφιγμένα χείλη

τα γράμματα που επέστρεφαν, τις ελπίδες

που λιγόστευαν, τα τόσα ψέματα.

Έτσι γίνεται πάντα. Ο άνθρωπος, εκείνος, εγώ

και ο καθένας, αντέχουμε κι ευτυχώς

μερικές φορές, όχι για πάντα.

 

Ιάσονας :

 

Και τώρα; Τι απομένει πια;

Τον κατασπάραξε λαίμαργα το σιωπηλό

σκοτάδι, έλιωσε σάρκα, κόκκαλα κι έκαψε

εκείνο το ζωντανό βλέμμα στα μάτια.

Τι άλλο θέλεις από κείνον;

Δεν υπάρχει τίποτα να περιμένεις στο αύριο

από ένα ξεχασμένο χθες.

 

Οδυσσέας :

 

Δεν υπάρχει τίποτα.

Γλίτωσε μόνο το δεξί του πόδι

που το πρόλαβε η αρρώστια.                                                                                                                  Αυτό λυτρώθηκε. Και γι’ αυτό όταν τον χάραξε

η αποφασισμένη λεπίδα κι άρχισε να τον κόβει γρήγορα

εκείνος χάρηκε που τουλάχιστον το ένα του πόδι

θα ξέφευγε.

 

 

Αυτό το σάπιο πόδι από το σάκχαρο

έγινε η αιτία που τον είπαν Φιλοκτήτη.

Ο τελευταίος του ρόλος στη ζωή.

Κι αν δεν ήταν εκείνη η κρίση, να τον

ρίξει στη σκηνή… Φωνές, σφυρίγματα

απ’ την πλατεία, χειρονομίες, άγριο το πλήθος.

Κι ύστερα τα πάντα σκοτείνιασαν.

 

 

Κι όμως μένει ακόμη κάτι. Το ξέρω.

Είμαι σίγουρος. Ανάμεσα στα θαμμένα φιλιά

τις ξεχασμένες φωτογραφίες, τα ενθύμια,

παλεύει να μείνει ζωντανή

η προσμονή.

 

 

Μπροστά απ’ τις σκονισμένες κουρτίνες

τα κλειστά, ετοιμόρροπα παραθυρόφυλλα.

Ούτε μια αχτίδα ελπίδας να μην φωτίσει

την οριστική παραίτηση. Να μην κινδυνεύσει

η φωτοφόβος μνήμη. Ούτε ένα γέλιο, ένα τραγούδι

να μην τρυπώσει λαθρεπιβάτης στην υπόγεια χώρα

των ξεχασμένων συνειδήσεων, στη σπηλιά

των αθλίων σκιών.

 

 

Η ίδια σιωπηλή λιτανεία κάθε πρωί.

Το χαμένο πόδι να στηρίζεται στο άλλο,

το πρησμένο από το βάρος της ιδέας

που ακόμη δεν πέθανε, μέσα στο δέρμα του

βαθιά, ανάμεσα στα κλονισμένα νεύρα και

τις παγωμένες αισθήσεις.

 

 

Ένα μονό σιδερένιο κρεβάτι,

στο στρώμα βαθούλωμα να θυμάται

το σώμα, γαριασμένο προσκέφαλο

από τον ιδρώτα της λύπης, μια βενετσιάνικη

ροτόντα κι αυτή μ’ ένα πόδι στο κέντρο σκαλιστό,

βιβλία, θεατρικά προγράμματα, χαρακτικά, αποκαθηλωμένοι

πίνακες, όλα να περιμένουν την Κυριακή της αναστήλωσης

των αιώνων.

 

 

Στις φορμάικα ντουλάπες, λινά πουκάμισα

ένα σκούρο κουστούμι να περιμένει την τελευταία έξοδο του

και τα ρούχα των ρόλων του, που μύριζαν τσιγάρο

και κάπνα από τα φώτα της ράμπας.

Στα κουτιά τους και τα χειροποίητα παπούτσια,

όλα σε ζευγάρια, αχώριστα και άχρηστα.

 

 

Εξάγγελος:

 

  1. Σε λίγες μέρες. Αλεξάνδρεια.

Στην οδό Ομήρου 49.                                                                                                       Σ’ ένα υπόγειο στη συνοικία των Ελλήνων.

Απόψε άλλαξε ο καιρός. Πιο πολλά απλωμένα

χέρια στη φωτιά, τα περισσότερα μάτια υγρά

αλλά χαρούμενα.

 

Πέταξαν τα μαυροπούλια πάνω απ’ τις

ζεστές καμινάδες τρομαγμένα. Μακρόσυρτη

η απογευματινή προσευχή του νέου Ιμάμη

Όλο και τέντωνε τον λαιμό  και την καρδιά

έτοιμος να πετάξει απ’ τον μιναρέ στα σύννεφα κι από κει

στον ίδιο Θεό, για κάθε σκλαβωμένο

πιστό κι απελπισμένο.

 

Στα μπαχαρτζίδικα, στα βυρσοδεψία,

στων Χριστιανών τα καφενεία, απέναντι

σ’ εκείνα των Μουσουλμάνων, στην μεγάλη

αγορά Ελ Αράμπ, με τα υφάσματα, τα παλαιοπωλεία

και τα σαράφικα. Η Αλεξάνδρεια σκοτείνιαζε κουρασμένη

σαν τη χαμένη δόξα της Αιγύπτου.

 

 

Περνούσε φευγαλέα μια φωτεινή σκιά

σαν φτερούγισμα νεοσσού ανάμεσα στις λεύκες

και τις χαρουπιές, στους κήπους και στους ναούς των θρησκειών

στα πορνεία και στα ψαράδικα.

Αψέντι, λιβάνι, μέντα, κυάνιο, μυρωδιές πηχτές

λάσπη ανθρώπινη, σκουπίδια ζωντανά, όρθια μπροστά

στον Αλέξανδρο.

 

 

Ποιος Φάρος άραγε;

Ποια πόλη, ποια γνώση; Τείχη δεν χρειάστηκαν

ποτέ γιατί δεν έμειναν κατακτητές για την Ιδέα.

Και πώς να μείνουν; Τους παρέσυρε το φως, όχι

να τους διαλύσει, αλλά για να τους ξαναγεννήσει

όχι στην Ανατολή, ούτε στη δύση.

Στην αλήθεια της αρχαίας θάλασσας. Στη μήτρα του Αιγαίου.

 

 

Εσπερινός. Από ψηλά οι καμπάνες του Αι Γιώργη

στη πλατεία, τι να θυμούνται κι αυτές; Μπερδεύουν

τα ωσαννά με τους παιάνες. Κάποτε χτυπούσαν

με θράσος δυνατά, μετά χαμήλωσαν τον τόνο στο ντο,

βαρέθηκαν να παλεύουν κρεμασμένες στα

κατάχλωμα σύννεφα.

 

 

Οδυσσέας :

 

Πάμε. Φτάνει για τώρα.

Κάθε φορά λίγα μέτρα. Να προχωρά

η ανασκαφή κι ας είναι τούτος ο τύμβος

των ζωντανών, συλημένος τόσες φορές από

άπληστους γνωστούς και άσπονδους φίλους,

ακόμη και από μένα τον ίδιο.

Ας συνεχίσουμε αύριο.

 

Ιάσονας :

 

Πες μου, Οδυσσέα, γιατί προσπαθείς;

Γιατί επιστρέφεις; Τι άλλο θες;

Διάλεξες, έφυγες, παίρνοντας μαζί

μ’ αυτά που σου χαρίστηκαν κι άλλα

που δεν σου ανήκαν. Άσε πια αυτή την Ιθάκη

να καταποντιστεί στη Μεσόγειο λήθη.

 

Οδυσσέας :

 

Δεν έφυγα ποτέ, ούτε διάλεξα.

Προσπάθησα να μάθω.

Η επιλογή ήταν για τους άλλους,

για μένα μόνο η ανάγκη και η δοκιμή.

Έπεσα πάνω στο μαχαίρι που μου είχε

δώσει για τον σκοτώσω και τελικά πεθάναμε κι οι δυο.

 

Δεν αντέξαμε την αλήθεια.

Όχι την δική μας, αλλά εκείνη των άλλων.

Δέκα χρόνια. Τόσο μπορέσαμε. Και μετά έμεινε

μόνο ο πόνος που έγινε μνήμη καθημερινή,

σκέψη κρυφή και φανερή ανάγκη.

Πέρασαν από τότε άλλα δέκα χρόνια για να γυρίσω εδώ.

Σ’ εκείνον.

 

Ιάσονας :

 

Πόσο σκοτάδι γύρω σου, μέσα σου.

Σαν μαύρο αίμα παγωμένο, σιωπηλό,

στη λάσπη χωμένα σωθικά

φίδια στο βούρκο, σκουλήκια και ζούδια

του μίσους και της άρρωστης ηδονής.

Άραγε αληθεύει η επιστροφή;

 

Με τι θάρρος θα επιστρέψεις όσα πέταξες

και που να τα βρεις;

Ούτε η επιλογή, ούτε κι η απάρνηση. Η αλήθεια

που δεν έζησες σε καταλύει, σε κρατά γονατιστό

μπροστά στο είδωλο σου, σαν το βλέμμα μελλοθανάτων

που θα σβήσει μετά από λίγο.

 

Οδυσσέας :

 

Κι όμως ήρθα. Έκοψα τα χέρια να βγει το μαύρο αίμα

έσκισα σπλάχνα έκαψα επιθυμίες κι ανάγκες

και τα μάτια των άλλων, για να δω πάλι μόνο τα δικά του.

Έστω μια φορά να σωθώ. Να ομολογήσω ότι κατάλαβα.

Ότι ένιωσα το φως του ανίκητου πεπρωμένου.

 

Στη φύση υποτάχτηκα των πραγμάτων και στη θέληση

των ονείρων.

Γονάτισα κι εγώ όπως όλοι μας κάποτε.

Δεν είναι στο χέρι μου πια, ούτε και στο δικό του.

Κι οι δυο στο αόρατο νήμα που κάποτε μας κράτησε

δυο ζωές μακριά, τώρα μας παγιδεύει οριστικά και μας ενώνει.

 

Όμως φοβάμαι.

Πώς να γυρίσω; Πού;                                                                                                                   Πώς να ζητήσω πάλι πίσω όσα παράτησα;

Να μοιράσουμε το χθες, να μοιραστούμε το  αύριο.

Όμως πρώτα πρέπει να ξαναζήσει.

Ν’ ανοίξει τα μάτια σαστισμένος, όρθιος να σταθεί

και στα δυο του πόδια. Το ένα το κορμιού  και

το άλλο της ψυχής.

 

Ιάσονας :

 

Κι εγώ; Ο πόλεμος αυτός των ηττημένων, είναι

για σένα και για κείνον. Σκότωσες και σκοτώθηκε.

Μετάνιωσες για να σωθείτε κι οι δυο. Μπροστά στην πόρτα

μόνος σου να σταθείς και να χτυπήσεις.

Οι δυο σας εσύ κι εκείνος και το τέλος.

 

Οδυσσέας :

 

Δεν έχω πια δύναμη.

Ούτε κι αυτός. Κι οι δυο μας χωρίς σήμερα.

Χάσαμε από φόβο την εποχή.

Μόνο εσύ μπορείς να τον κάνεις πάλι να δει.

Να θυμηθεί την ελπίδα κι εμένα.

Κι ίσως τότε ν’ ανοίξει αυτή τη πόρτα, προτού  χτυπήσω.

 

 

Θα δεις πρώτα τα μέλη  κουρέλια                                                                                                     το  λιωμένο δέρμα, το φθαρμένο πρόσωπο,

το σκοτεινό βλέμμα. Μετά πιο βαθιά.

Μέχρι το τέλος. Ανάμεσα στις σκιές.

Τ’ αγγίγματα, την αγωνία, ψάξε και θα τον βρεις

θαμμένο μαζί με όσα δεν πρόλαβα ν’ αρπάξω.

 

Ίσως εσένα σ’ εμπιστευθεί.

Και σου απλώσει το χέρι, ελπίζοντας να σωθεί.

Τότε με τα λόγια σου θα του κλέψεις την καρδιά.

Μαζί θ’ αναδυθείτε στην επιφάνεια, εσύ γενναίος

κι εκείνος ζωντανός.

Τότε θα πονά λιγότερο απ’ όσο αξίζει.

 

Οδυσσέας :

 

Πάμε .

Βράδιασε γύρω μας. Και μέσα μας πια.

Πάλι αύριο. Δέκα χρόνια και μια μέρα.

Εσύ θα σκεφτείς, εγώ θα ελπίζω κι εκείνος θα περιμένει

και στο τέλος θα γίνει αυτό που δεν θελήσαμε κάποτε

ενώ μπορούσαμε πάντα.

 

Φιλοκτήτης:

 

Πρέπει να χαμηλώσω κι άλλο τη λάμπα.

Με καίει το φως.

Τόσο φως. Πώς να διασχίσω χιλιόμετρα δωματίου,

ξηλωμένα δάση και βουνά

περσικού χαλιού, να σύρω το πόδι μου κουβαλώντας

το ασήκωτο χθες.

 

Ύστερα να σιγουρευτώ ότι κλείδωσα πόρτες

παράθυρα, σφράγισα καλά από μέσα

την υπόγεια σπηλιά, μνήμης πολυάνδριο

από χρόνια ξεχασμένο, χωρίς ανάληψη και δόξα.

Μόνο πάθη ανθρώπου σταύρωση κι αποκαθήλωση

στη νίκη του θανάτου.

 

Θα δω πάλι τις φωτογραφίες

μην ξεχάσω τις μορφές, θα διαβάσω γράμματα

-σβήνουν οι λέξεις απ’ τον καιρό

και καμιά φορά από τα δάκρυα

κάθε φορά αναβάλλω να τα πετάξω, μα ίσως κάποτε

τα καταφέρω.

Τι τα θέλω πια; Ίσως αύριο.

 

Προπάντων όμως δεν πρέπει να κοιμηθώ.

Ν’ αντέξω άλλη μια νύχτα.

Αν υποκύψω στον ύπνο, αν παραδοθώ,

κινδυνεύω να επιστρέψει  πάλι τ’ όνειρο,

τόσο αληθινό που θα μου κόψει την ανάσα.

Δεν θα μπορώ να ξυπνήσω, θα πνίγομαι.

Θα θέλω ν’ ανοίξω τα μάτια, δεν θα μπορώ

να πεταχτώ πάνω, να ξεφύγω.

 

Τα χέρια μου σφιχτά, θα’ ναι σαν φτερά

μαζεμένα στο στήθος

τα χείλη θα καίνε δαγκωμένα από το χθες,

που δεν τέλειωσε ποτέ

κι η φωνή λιωμένη στο λαιμό θα ρέει

μέσα μου, χωρίς να μπορεί να ξεσπάσει αγριεμένη

 

Εξάγγελος:

 

Χτύπησε με δύναμη το χερούλι της πόρτας.

Ίσιωσε το άγουρο σώμα, ντυμένος με το σκούρο

κουστούμι των κοσμικών και επίσημων περιστάσεων.

Περίμενε με τα χέρια σταυρωμένα πίσω, σαν

δέσμιος αθώος ,του αίματος τούτου.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top