Fractal

Φαντάσματα του παρελθόντος και στυγνή πραγματικότητα στην ‘Ελίζα’ της Τζένης Μανάκη

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

Τζένη Μανάκη, “Για την Ελίζα”. Εκδόσεις Ωκεανίδα. Απρίλιος 2019, Αθήνα

 

Μετά τα δύο προηγούμενα και αξιόλογα μυθιστορήματά της, συγκεκριμένα τα ‘Μικρές και Μεγάλες Προσδοκίες’ (2015) και ‘Η Σκιά της Αμφιβολίας’ (2016), για τα οποία ήδη αναφερθήκαμε στις ιστοσελίδες ετούτου του περιοδικού, η Τζένη Μανάκη επανακάμπτει, εκδοτικά, με το καινούργιο της πόνημα, το επίσης εκτεταμένο κείμενο που φέρει τον τίτλο ‘Για την Ελίζα’! Πρόκειται, σε γενικές γραμμές,  για την ιστορία μιας νεαρής Εβραίας που ακούει στο όνομα Ελίζα, η οποία μετά την δυσάρεστη εμπειρία του εγκλεισμού της σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, επιστρέφει στο πατρικό της σπίτι, στη Θεσσαλονίκη. Καθ’ οδόν, γνωρίζεται εντελώς τυχαία με έναν άντρα, τον Άγγλο Τζέραλντ Μπέντον, τον οποίο ενώ τον χάνει προσωρινά, η τύχη στη συνέχεια θα τους φέρει κοντά τόσο πολύ ώστε να γίνουν σύζυγοι, παρά τα κάποια εμπόδια θρησκεύματος και καταγωγής που βρίσκονταν ανάμεσά τους. Στις σελίδες του κειμένου δρομολογείται και επιχειρείται η προσπάθεια φόνου του Τζέραλντ απ’ την Ελίζα μπροστά στα μάτια τη κόρης τους, Λούνα. Η Τζένη Μανάκη φροντίζει αργά, σταδιακά, να μας δώσει τις δραματικές ζωές αμφοτέρων των γυναικών, πιο συγκεκαλυμμένα όμως της Ελίζας, καθώς και την αέναη και άκρως επίπονη και επώδυνη  προσπάθεια της κόρης της να ανακαλύψει το βαθύτερο παρελθόν της ταλαιπωρημένης και κακοποιημένης, σωματικά και ψυχικά, μητέρας της, κάποια χρόνια νωρίτερα. Η τελευταία, αρχικά σιωπά, αλλά ακολούθως παίρνει το κατάλληλο νήμα και επιτίθεται στις πρώην σιωπές της, μπαίνοντας μπροστά στις εξελίξεις των πραγμάτων, κυρίως των καθαρά προσωπικών της θεμάτων.

Όλα άρχισαν την άνοιξη του 1943, στη γενέθλια πόλη της Θεσσαλονίκης, όταν εκείνη, η Ελίζα, ‘τυλιγμένη μέσα στο καινούργιο   μπορντό παλτό της, με το κίτρινο αστέρι στο στήθος…’, όδευε εκεί όπου πολλά διαδραματίστηκαν και απ’ όπου οι περισσότεροι δεν επέστρεψαν ποτέ πίσω. Η Ελίζα, όμως, ίσως αποδείχτηκε ‘τυχερή’, και επέστρεψε εκεί όπου βρίσκονταν και κάποια από τα απομεινάρια της πατρικής της περιουσίας. Πέθανε, έτσι το ήθελε η συγγραφέας, ένα κρύο πρωινό του Σεπτεμβρίου του 1973, εν μέσω της στρατιωτικής δικτατορίας,  με το παράπονο ότι ‘δεν έφυγαν οι φασίστες από την εξουσία’. Η ζωή της Ελίζας μαζί με τη μικρή Λούνα, μέχρι τότε, πέρασε  από πολλά στάδια, αν και η μικρή κόρη όπως τουλάχιστον ισχυρίζεται βοηθήθηκε δεόντως από τις σπουδές της και τη λογοτεχνία, έτσι ώστε να βιώσει τη δυστυχία με κάποια ευκολία, αν και  θα έπρεπε να ‘αποκτήσει ανοσία σ’ αυτήν’! Όμως, φαίνεται ότι  ‘…οι μεγάλες πληγές σε ξεγελούν ότι κλείνουν…’.

 

 

Το μυθιστόρημα μπορεί να έχει τίτλο ‘Για την Ελίζα’, αλλά στην πραγματικότητα αφορά την Λούνα, την κόρη της. Η τελευταία προσπαθεί να ανασυνθέσει τις διαθέσιμες πληροφορίες, κάποιες μαρτυρίες, επιθυμώντας να φτάσει σε ένα αποτέλεσμα: ‘Βάλθηκα  να ανασκαλεύω συρτάρια, ντουλάπες, πατάρια, να βρω στοιχεία που να δικαιολογούν όλη αυτή τη συσσωρευμένη θλίψη από την οποία ποτιζόμουν αθέλητα τόσα χρόνια…’, εξομολογείται η ίδια σε πρώτο πρόσωπο. Γι’ αυτή η όλη διαδικασία ήταν ‘μια κοπιαστική περιήγηση του μυαλού της…’ ανάμεσα σε εφιάλτες που προσπαθούσε απεγνωσμένα να αποφύγει. Επιθυμούσε σφόδρα να πατήσει στα δικά της πόδια, να παραμείνει αυτοδύναμη, αν ήταν δυνατόν να απαγκιστρωθεί από το παρελθόν, ειδικά εκείνο το επώδυνο και σε ειδικότερες  γραμμές άγνωστο της μητέρας της, και να προχωρήσει μπροστά. Να βρει την πολυπόθητη ευτυχία, παραπαίουσα, συναισθηματικά και ερωτικά, δεξιά και αριστερά,  παρά το γεγονός ότι κάποτε πίστευε ότι ‘… η απόλαυση είναι μια λέξη με ουσιαστικό νόημα, σ’ αντίθεση με την ευτυχία που είναι ένα απροσδιόριστο στιγμιαίο αίσθημα’.

Η έννοια της μνήμης στο βιβλίο είναι και αποδεικνύεται καθοριστικής σημασίας για όλους τους χαρακτήρες της συγγραφέως, αφού και για την Ελίζα, ειδικά γι’ αυτή, ‘… η μνήμη είναι ύπουλη, ξεφεύγει αποκεί που την καταχώνιασες και έρχεται με ελάχιστη αφορμή στο παρόν να σου το καταστρέψει…’.  Στις τριακόσιες περίπου σελίδες του μυθιστορήματος, εμφιλοχωρούν και βρίσκονται διάσπαρτες τόσο αγαπημένες λογοτεχνικές αναφορές και τίτλοι βιβλίων της συγγραφέως, ευοίωνες και δυστυχείς, όσο και άκρως προσωπικές, όπως και στα προηγούμενα βιβλία της, άλλωστε, ανακατεμένα με τις ύπουλες προσπάθειες των φαντασμάτων του παρελθόντος των πρωταγωνιστών του βιβλίου της να έρθουν στην επιφάνεια και ρυθμίσουν κάποιες παραμέτρους των γεγονότων. Το γεωγραφικό φόντο και σε τούτο το βιβλίο, μπορεί να εστιάζεται στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αλλά δεν παύει να ελίσσεται σε σημαδιακές πόλεις και αγαπημένες τοποθεσίες της  κοσμοπολίτικης Ευρώπης. Η ανάγνωση του βιβλίου της Τζένης Μανάκη, ‘διανθίζεται’ καταλλήλως από το γεωγραφικό μοτίβο των κοσμοπολίτικων ευρωπαϊκών πόλεων υπό την υπόκρουση, από καιρού εις καιρόν,  γνωστών αποσπασμάτων  κλασσικής μουσικής. Η συγγραφέας κι’ εδώ δεν παύει να μας εκπλήσσει με την ικανότητά της για την αριστοτεχνική εμβύθιση στην ψυχοσύνθεση των ηρώων των βιβλίων της, περιγράφοντας τα βαθύτερα κίνητρα, τις παράπλευρες απώλειες κάποιων στιγμών και γεγονότων του παρελθόντος, τις υφέρπουσες επιδιώξεις τους, και σε τελική ανάλυση τους διαδρόμους προσέγγισης του θέματος που τους ενδιαφέρει στην παρούσα χρονική περίοδο της ζωής τους.

 

 

Τζένη Μανάκη

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top