Fractal

Τι άλλο είπαμε είναι η ευτυχία;

Γράφει ο Γιώργος Ρούσκας // *

 

Προσέγγιση στα ποιήματα του Τόλη Νικηφόρου που βρίσκονται στο βιβλίο «Φαντάσματα», εκδόσεις Μανδραγόρας, 2020

 

Eτούτο το ταξίδι στη θάλασσα του λόγου του Τόλη Νικηφόρου (Τ.Ν. στη συνέχεια), θα περιοριστεί μόνο στα πελαγίσια νερά του προσφάτως εκδοθέντος βιβλίου του «φαντάσματα» (2020) από τις πάντοτε ξεχωριστές και άκρως καλαίσθητες εκδόσεις «Μανδραγόρας». Για τον συγκεκριμένο βραβευμένο λογοτέχνη, πρωτίστως ποιητή, έχουν γραφτεί πάρα πολλά και υπάρχουν διαθέσιμα σε ηλεκτρονική και έντυπη μορφή, οπότε θα παραλείψω κάθε μη σχετική αναφορά, εστιάζοντας (δεδομένης και της έκτασης της δικής μου προσέγγισης) σε εκείνους τους σταθμούς που (βλ. ποίημα «ο τελευταίος σταθμός»): {μικροί και ξεχασμένοι και ρομαντικοί} έγιναν για μένα:

{ένας απελπισμένος έρωτας}, δίνοντας προτεραιότητα απευθείας στον δικό του λόγο.

 

Ο Τ.Ν. έρχεται με το τριακοστό ένατο βιβλίο του (δεν κάνω λάθος στο μέτρημα, το λέει και ο ίδιος στο ποίημα «ανταλλαγή»), να αφήσει πίσω του μια παρακαταθήκη ποίησης ταράζοντας τα λιμνάζοντα νερά της φιλολογικής ευταξίας, ήτοι σπάζοντας αναίμακτα και με ευγένεια την παρθενία της Ταξινόμησης των Ποιητών με χρονολογικά κριτήρια και «γενιές», αφού ο πολυτάλαντος ποιητής, αν για λόγους επιστημονικούς είναι απαραίτητο να υπάρχουν «λογοτεχνικές γενιές», δεν μπορεί να καταταχτεί μόνο σε μία, διότι ο λόγος του, αν εξαιρέσουμε τα ποιήματα στα οποία το παρελθόν έχει προσδιορισμένη ή αναγνωρίσιμη φωνή, παραμένει (επιμένει) εδώ και δεκαετίες σύγχρονος.

 

Το μεγάλο στοίχημα για έναν ποιητή ουσίας δεν είναι τα βραβεία, ούτε οι έπαινοι, ούτε το καλό όνομα (φήμη και υστεροφημία). Είναι κάτι άλλο, το οποίο θα πω με τον τίτλο της κορυφαίας κατ’ εμέ ποιητικής σύνθεσης του νομπελίστα Πέτερ Χάντκε: η Διάρκεια. Αν δηλαδή ο ποιητικός λόγος είναι τόσο γνήσιος, τόσο αληθής, τόσο εναργής και ενεργός συνάμα, ώστε να μπορεί να αγγίζει όλες τις ηλικίες, να μπορεί να διαβάζεται με λαχτάρα τόσο από τον μαθητή όσο και από τον δάσκαλο αλλά και από τους γονείς τους, ενισχύοντας έτσι την πιθανότητα να είναι ανάμεσα στα όσα θα διαβάζουν και οι επόμενες γενιές. Στην εξεταζόμενη περίπτωση αυτό συμβαίνει απολύτως φυσικά.

 

Το πόσο καθαρή και έντιμη είναι η εκφορά του λόγου από τον ποιητή, γίνεται αντιληπτό από το πρώτο κιόλας ποίημα, όπου ενημερώνει – προειδοποιεί τον αναγνώστη για της ποίησης τα φαντάσματα, τα οποία συχνά αφήνουν τις φυτικές ίνες των σελίδων για να πηδήσουν στο κεντρικό χυμοτόπιο της ψυχής, αφού γι αυτά, ευκόλως διαπερατή η κυτταρική της μεμβράνη:

 

{όπως σ’ ερειπωμένους πύργους

χαμένους μέσα στην ομίχλη

ανάμεσα σ’ αυτούς τους στίχους

κυκλοφορούν φαντάσματα

που σέρνουν πίσω τους βαριά

τις αλυσίδες του ανεκπλήρωτου /…/

φαντάσματα ποιήματα με λέξεις μυστικές

περιπλανιούνται μες στο φως /…/

αναζητώντας όσα αγάπησαν

και ίσως κάποτε αλώσουν την ψυχή σου}

 

ή όπως το προπερασμένο καλοκαίρι σε συζήτησή μας είχε πολύ σωστά πει ο ποιητής Σωτήρης Παστάκας, «αν κάποιος έρθει σε ουσιαστική επαφή με την Ποίηση, μπορεί να αλλάξει όλη του η ζωή». Κρατώ τις λέξεις «φαντάσματα, ανεκπλήρωτου, φως, αγάπησαν, ψυχή, ίσως κάποτε».

 

  • Φαντάσματα: ποιήματα, υπαινιγμοί, στίχοι, πλάσματα της φαντασίας μέσα από τη  λογοτεχνία ή την κάθε τέχνη γενικότερα ή εμφανίσεις άυλων υπάρξεων μέσω της τέχνης.
  • Ανεκπλήρωτο: ποθημένο, πηγή συγκίνησης, έμπνευσης, καημού, ελπίδας, πόνου, παράπονου, μομφή κατά των εμποδίων ή των εσφαλμένων επιλογών, αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο, κατηγορία για τους κρατούντες που δεν αφήνουν να εκπληρωθούν οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις αξιοπρεπούς διαβίωσης των πολλών.
  • Φως: πανταχού παρόν στον λόγο του Τ.Ν., ακόμα και στα πιο σκιερά του κείμενα, αν υπάρχουν κάποια που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν έτσι (βλ. ομότιτλο ποίημα).
  • Αγάπησαν: βασικός πυλώνας της ζωής του αλλά και της ποιητικής του, η αγάπη:

{αγάπησα τον άνθρωπο / σε κάθε χρώμα και μορφή}

και ο έρωτας, τόσο που τον κάνει να νιώθει: {το ελιξίριο του έρωτα στα μάτια σου}.

  • Ψυχή: Άρρηκτη με την ποιητική διεργασία-δημιουργία αλλά και με την πρόσληψη της ανάγνωσης, διαρκώς παρούσα στα ποιήματά του, όπως λ.χ. στο ποίημα «η σκληρή εντολή»:

 

{να κοιτάζεις κατάματα το θηρίο

και να γράφεις στο κελί σου ποιήματα /

να ξέρεις ότι όλα είναι μάταια

να καταθέτεις γυμνή την ψυχή σου /…/

τα τραύματα που ματώνουν και πονάνε

είναι η δωρεά σου

να είσαι ευγνώμων

και να γράφεις στο κελί σου ποιήματα }

 

  • Ίσως κάποτε: όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά, ελπίδα, χρόνος –μελλοντικός αλλά και παρελθοντικός–, και μνήμη δηλαδή όσον αφορά σκέτη τη δεύτερη λέξη, κάποτε:

 

{με τα ζεστά σου χέρια

έζησα πατέρα

στα μάτια μου με τη δική σου αγάπη}.

 

Ο τελευταίος στίχος ενώνει το φως (μέσω της λέξης έκθαμβα στο επόμενο τρίστιχο, η οποία καθόλου τυχαία υπάρχει και σε άλλο ποίημα), τη μνήμη, τα μάτια και την αγάπη, με τα φαντάσματα της ποίησης και όχι μόνο:

 

{πίσω από έκθαμβα μάτια κρύβονται

σε χαραμάδες αχνές της μνήμης /…/

φαντάσματα για πάντα αγαπημένα}.

 

Τόλης Νικηφόρου

 

Αυτοβιογραφικό τούτο το βιβλίο, όπως και το προηγούμενό του με διηγήματα («Η λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς», εκδ. Μανδραγόρας, 2020), ξεκινά με την απομυθοποίηση της γραφής (ή τη μυθοποίησή της, αν ιδωθεί με άλλη οπτική) και τη στενή σχέση της με τον αναγνώστη, αποκαλύπτοντας την πρώτη (ερωτική σαφώς) επαφή του ποιητή με την ανάγνωση, μέσα από μία πολύ δυνατή εικόνα (ποιος είπε ότι η ποίηση δεν ζωγραφίζει;):

 

{ανάμεσα σε στοίβες καυσόξυλα

στο μακρόστενο πίσω μπαλκόνι

διάβασα πολύ μικρός

τα πιο συναρπαστικά βιβλία

ενώ ένας ήλιος χειμωνιάτικος

φώτιζε τις ανοιχτές σελίδες}.

 

Μετά από τόσα χρόνια και τόσες εκδόσεις, έχει κάθε δικαίωμα να μιλάει ο ίδιος για τη σχέση του με το ποίημα και να συνθέτει τη δική του «Αποκάλυψη του Τόλη»:

 

{ένα μοναχικό πουλί

που φτερουγίζει μισοπαγωμένο

αργά το βράδυ στο παράθυρο

είναι τα ποιήματά μου}

 

δίνοντας ακόμη μία εκδοχή του τι εννοούμε όταν λέμε ποίηση:

 

{ποίηση ονομάζεται

η ατελής περιγραφή

της αστραπής με λέξεις}.

 

Η συνάντηση με την αστραπή σε στίχους, πέρα από λογοτεχνική, μπορεί να είναι και στοχαστική. Ποιοι είναι άραγε αυτοί που λένε:

 

{ζούμε ισόβια εξόριστοι στην αυταπάτη

σ’ ένα πολύτιμο ελάχιστο};

 

Οι λεγόμενοι «κοινοί θνητοί», που ζουν στην αυταπάτη της πλασματικής καθημερινότητας, σε ένα φθηνό μέγιστο ισόβιας συνήθειας, βρίσκοντας στιγμιαία (και αν) τον εαυτό τους σε ένα πολύτιμο ελάχιστο αλήθειας;

Οι ποιητές, που ζουν ισόβια εξόριστοι στην αυταπάτη ενός αόρατου στους πολλούς κόσμου, μέσα σε ένα πολύτιμο ελάχιστο λόγου, λέξης ή έμπνευσης;

Μήπως αντίστροφα, οι ποιητές ζουν στην αυταπάτη των λέξεων, σ’ ένα πολύτιμο ελάχιστο έκλαμψης (βλ. αστραπής);

Ή όλοι, ζούμε ισόβια εξόριστοι στην αυταπάτη της ζωής, σ’ ένα πολύτιμο αλλά αλόγιστα σπαταλημένο ελάχιστο χρόνου, δεδομένου του θανάτου;

Μήπως ζούμε ισόβια εξόριστοι στην αυταπάτη της αθανασίας ή της αιωνιότητας, σε ένα πολύτιμο ελάχιστο ανθρώπινης ζωής;

Ποιος ορίζει την αυταπάτη και ποιος την αλήθεια;

Ποιος την εξορία και ποιος την πατρίδα;

Πόσο η λέξη σημαίνει το νόημα ή πώς το νόημα σημαίνεται μέσα από τις λέξεις; Υπάρχει; Γίνεται αλλιώς;

Δύο στίχοι, πολύ περισσότεροι στοχασμοί και προβληματισμοί.

 

Μιας και μιλήσαμε για πατρίδα, ευκαιρία να διερευνηθεί ποια η πατρίδα του ποιητή, πέρα από τη φυσική του. Το ιστολόγιό του από το 2008 «Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται» μαρτυράει αρκετά με τον τίτλο του και τούτη η γραφή έρχεται να τα επιβεβαιώσει:

{πατρίδα μου είναι η ομίχλη / αιώνια μαγική εκστατική}

 

όχι όμως οποιαδήποτε ομίχλη, όχι οπουδήποτε, αλλά εκεί όπου τα φαντάσματα της ποίησης κυκλοφορούν, όπως επισημάνθηκε αρχικά:

{ … σ’ ερειπωμένους πύργους / χαμένους μέσα στην ομίχλη}.

 

Υπάρχει παράλληλα και είναι απολύτως αντιληπτή η ομίχλη των αναπάντητων της ανθρώπινης οντότητας και του κόσμου:

 

{χωρίς να ξέρω

από πού έρχομαι και πού πηγαίνω

χωρίς να ξέρω καν ποιος είμαι

βαδίζω μέσα σε πυκνή ομίχλη}

 

όπως και η ομίχλη των –αρχέγονων και ανεπηρέαστων από την εξέλιξη– καταστροφικών ενστίκτων του ανθρώπου, την οποία ανασαίνουμε:

 

{στα νύχια και στα δόντια σαρκοβόρων

είμαστε καταδικασμένοι ν’ ανασαίνουμε

στα νύχια και τα δόντια σαρκοβόρων

γράφουμε και ονειρευόμαστε}.

 

Φανερή η αδυναμία της τέχνης να φυσήξει γοργά σαν άνεμος και να τη διαλύσει μεμιάς, αφού τα ρολόγια της γυρίζουν με μη συγχρονισμένο ρυθμό:

 

{οι ωραίοι στίχοι

τα εμπνευσμένα ποιήματα /…/

δεν άλλαξαν ούτε μια λέξη

στη δολοφονική ιστορία του κόσμου}.

 

Καταφύγιο της ποιητικής δημιουργίας συχνά η νοσταλγική ομίχλη της μνήμης, με το άλγος αιχμηρότατο υνί:

 

{βυθίστηκα στη μαγεμένη ομίχλη

από τα χρόνια εκείνα /

γύρισα στο παλιό σχολείο μου /…/

για λίγο ζωντανά αναδύθηκαν

όσα έχουν χαθεί για πάντα}.

 

Όμως, όσον αφορά στην ομίχλη των καιρών του (μας), την ομίχλη της σύγχρονης αβεβαιότητας, εκείνος, επιβεβαιώνοντας τον σπουδαίο κριτικό λογοτεχνίας Γιώργο Αράγη (ο οποίος έβλεπε αισιοδοξία στον λόγο και στη στάση ζωής του Τ.Ν. σε αντίθεση με τους υπόλοιπους συνοδοιπόρους του της δεύτερης ποιητικής μεταπολεμικής γενιάς –της περιόδου δηλ. 1950 ως 1970– στην οποία τον κατέτασσε ο ποιητής Ανέστης Ευαγγέλου –Ανέστης Παπαδόπουλος το πραγματικό όνομά του, ξεχασμένος κι αυτός σήμερα), παραμένει ες αεί αισιόδοξος, αντιλαμβανόμενος κάτι το οποίο δεν είναι ευρέως αντιληπτό (μονοσύλλαβο, δεν το αποκαλύπτω), όπως ομολογείται στη σελ. 29 ως τίτλος του ποιήματος από το οποίο και οι στίχοι:

 

{μέσα σ’ αυτό το αδιέξοδο

νιώθω μια λέξη μέσα μου να επιμένει

ν’ αστράφτει και να διαλύει την ομίχλη

μια λέξη οριστική και μονοσύλλαβη

να σβήνει κάθε πόνο /…/

η λέξη απ’ την αρχή του χρόνου

που όλα τα εκφράζει κι όλα τα σημαίνει

και δίνει απάντηση σε κάθε ερώτημα}.

 

Στάση για ανάσα διαλογισμού, αφού σπανίως ανώδυνος των στίχων ο τοκετός.

Εισπνοή: Αδιέξοδο.

Εκπνοή: Λέξη.

Εισπνοή: Νιώθω

Εκπνοή: Επιμονή.

Εισπνοή: Αρχή του Χρόνου.

Εκπνοή: Διαλύει Ομίχλη.

Εισπνοή: Αστράφτει.

Εκπνοή: Σβήνει πόνο.

Εισπνοή: Λέξη.

Εκπνοή: Έκφραση.

Εισπνοή: Αστράφτει.

Εκπνοή: Σημασία.

Εισπνοή: Λέξη.

Εκπνοή: Απάντηση.

 

Αισιοδοξία; Αναμφίβολα. Και γλυκύτητα. Ιδού:

 

{έτσι λοιπόν εκεί που γράφει θάνατος

εγώ διαβάζω αναγέννηση

και πίσω από κάθε τάφο

βλέπω ν’ ανθίζει ένα λουλούδι}.

 

Πίσω από τον θάνατο των προγόνων, ανθίζει το λουλούδι της ζωής των απογόνων. Για την άνθιση, απαιτείται φως, ήτοι Έρως, Τέχνη:

 

{μας δίδαξε η αγάπη

πώς να συνθέσουμε μαζί

με πράξεις καθημερινές /…/

το ποίημα της ζωής μας /

μοναδικέ κι αγαπημένε μας /

κι ακόμη έκθαμβοι απορούμε

πώς με το μαγικό σου άγγιγμα

μας έκανες κι εμάς καλύτερους}.

 

Η σημασία της πράξης και όχι μόνο του λόγου. Ο καθορισμός της βιοτής αλλά και της ίδιας της ύπαρξης μέσω των πράξεων. Ποιος είναι ο (αρσενικού μάλιστα γένους) μοναδικός κι αγαπημένος με το μαγικό του άγγιγμα; Ο Γιός (το παιδί ως το υπέρτατο ποίημα, ως το απτό ποίημα ζωής); Ο Έρωτας; Ο Στίχος; Ο Ποιητικός Λόγος; Ο Κοινός Βίος; Ο Τρόπος;

 

Ο έρωτας συχνά γίνεται ποίημα, όπως και το σώμα του(-ης) αγαπημένου(-ης):

 

{έτσι όπως πέφτουν απαλά

στους ώμους τα μαλλιά σου /…/

είσαι ολόκληρη ένα εξαίσιο ποίημα

σε κάθε λέξη και σε κάθε στίχο του}

 

αλλά και το ποίημα, τι άλλο είναι παρά έρωτας (θείος, λόγου, γλώσσας, έμπνευσης);

 

{ένα ποίημα

μια λάμψη ξαφνικά απ’ το τίποτα

είναι ο έρωτας

μυστήριο πέρα από κάθε λογική

και κάθε απάντηση}.

 

Ποίηση, φως, έρως.

Μήπως ευτυχία;

 

{δυο ανθισμένες φλαμουριές /…/

σκόρπιες αχτίδες του ήλιου /…/

πίνεις τον πρωινό καφέ

ενώ ακούγονται από κάτω

φωνές παιδιών για το σχολείο /

και ξαφνικά ένα χέρι αγαπημένο

να σου χαϊδεύει τα μαλλιά /

τι άλλο είπαμε είναι η ευτυχία;}

 

Ευτυχία. Πολύτιμη. Μοναδική. Μη εξαγοράσιμη. Μη μετρήσιμη. Ανταλλάξιμη όμως; Ο Τ.Ν., τολμά το ασύλληπτο με ένα ποίημα, το οποίο παραθέτω ολόκληρο λόγω της σπουδαιότητάς του:

 

{ανταλλαγή

 

πενήντα τέσσερα χρόνια στη λογοτεχνία

και τριάντα εννέα βιβλία

εξακόσια τόσα ποιήματα

 

το έργο της ζωής μου ανταλλάσσω

χωρίς κανένα δισταγμό

με ευτυχισμένα τα παιδικά μου χρόνια

 

κι ας είναι αυτή η πιο μάταιη προσφορά

κι η πιο μεγάλη αγνωμοσύνη}.

 

Τόλμη. Αρετή. Ποίημα καθρέφτης. Οκτώ στίχοι, οκτώ δεκαετίες ζωής. Αν κάποιος θελήσει να καταλάβει περισσότερα, δεν έχει παρά να ανατρέξει στο βιβλίο του Τ.Ν. «Από το τίποτα σαν θαύμα ξαφνικά», ιστορίες ποιημάτων, εκδ. Μανδραγόρας, 2018, αλλά κυρίως σε κάποια από τα διηγήματά του από το βιβλίο «Αγνώστου Στρατιώτου», εκδ. Μανδραγόρας, 2016.

 

Ίσως σε ένα άλλο χωροχρονικό επίπεδο, να συναντηθούμε προσωπικά και να μου πει πως επιτέλους ξαναήρθε κατά πώς το ήθελε, με ευτυχισμένα τα παιδικά χρόνια, ίσως, κάποτε (βλ. και προηγ. αναφορά στις λέξεις αυτές), μιας και πολύ καλά μυρίζεται το άγνωστο στην παρούσα ενσάρκωσή του. Βασικά γλωσσικά κλειδιά της ποιητικής της απόδοσης, οι αντιθετικές συζεύξεις: πέθανα– ξαναγεννήθηκα,  γνωστή – άγνωστη, τελειώνει – αρχίζει:

 

{πέθανα και ξαναγεννήθηκα

χίλιες φορές ως τώρα /…/

μα δεν θυμάμαι τίποτα απολύτως /…/

όταν τελειώνει γνωστή μια περιπέτεια

πέφτουν ξανά τα ζάρια

κι αρχίζει μια περιπέτεια άγνωστη

σαν πάνω σε άγραφο χαρτί}.

 

Εύχομαι τούτη η συναρπαστική, φαινομενικά «γνωστή» αλλά άγνωστη εν πολλοίς περιπέτεια, ν’ αργήσει πολύ να τελειώσει και να δώσει πολλούς ποιητικούς καρπούς ακόμη.

 

 

 

* Ο Γιώργος Ρούσκας είναι ποιητής.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top