Fractal

✔ Ευτυχία Γιαννάκη: «Η ζωή τρυπώνει με κάθε τρόπο στις αφηγήσεις μας»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

«Οι τόποι στις ιστορίες μου είναι ένας επιπλέον χαρακτήρας. Και στη δική μου λογική ο χαρακτήρας είναι που γεννάει την πλοκή και όλα τα υπόλοιπα δομικά στοιχεία της αφήγησης. Λέω συχνά ότι οι ιστορίες αυτές δεν θα υπήρχαν ή θα ήταν πολύ διαφορετικές αν ζούσα σε κάποιο άλλο σημείο του πλανήτη. Βέβαια εστιάζοντας στον ανθρώπινο ψυχισμό, το τοπικό γίνεται παγκόσμιο, ωστόσο το φως της Μεσογείου, όταν πέφτει δίπλα στο σκοτάδι, δημιουργεί αντιθέσεις και ισορροπίες που στα μάτια μου κάνουν αυτές τις ιστορίες συναρπαστικές.»

 

 

Υποστηρίζει η Ευτυχία Γιαννάκη για το καινούργιο της βιβλίο «Οι ναυαγοί του Αυγούστου» που ολοκληρώνει την «Τριλογία του Βυθού». Μια ιστορία που παντρεύει τον μύθο με την πραγματικότητα, εφόσον αναφέρεται στη δολοφονία του Ταχτσή. Αλλά όπως μας λέει στη συνέντευξή μας «Ο φόβος φαίνεται πως υπάρχει πάντα στο μυστήριο, ειδικά όταν το γράφεις. Το πραγματικό και ανεξιχνίαστο έγκλημα της δολοφονίας Κώστα Ταχτσή ήταν ένα έγκλημα που με είχε συνταράξει ως παιδί και φέρει όλον τον πυρήνα της υπαρξιακής αγωνίας που γεννά αυτή την ιστορία η οποία βεβαίως παντρεύει το πραγματικό έγκλημα με τη μυθοπλασία. Είναι λεπτό το όριο που χωρίζει την αλήθεια από το ψεύδος, τον μύθο από την πραγματικότητα. Είναι λεπτή και η ισορροπία σε αυτό το νήμα που θέλει καλά αντανακλαστικά.»

Εξάλλου μήπως αυτό δεν κάνει ο συγγραφέας; Να βάζει τάξη στο χάος που επικρατεί; Εξ ου σήμερα και τα τόσα πολλά αστυνομικά. Ας μη ξεχνάμε πως «Η ζωή τρυπώνει με κάθε τρόπο στις αφηγήσεις μας, στην αγωνία της να γαντζωθεί στα βράχια πριν να την πάρει το κύμα», μας εξηγεί η συγγραφέας. Διότι «Ακόμη κι αν γράφουμε για άλλους τόπους, για άλλον χρόνο στην ουσία μιλάμε γι’ αυτή την πάλη και την αναζήτηση του νοήματός της. Και για την συνύπαρξή μας σε αυτό το μοναχικό ταξίδι που ομορφαίνει αν καταφέρουμε σε μια στάση, σε μια στιγμή, κάτι να μοιραστούμε.»

Αναλυτικότερα, όμως, στη συνέντευξη που ακολουθεί.

 

 

 

-Ποιοι είναι «Οι ναυαγοί του Αυγούστου», κυρία Γιαννάκη;

“Ο θάνατος δεν πάει διακοπές, κι έτσι ορισμένα από τα πιο άγρια εγκλήματα συνέχιζαν να μπαίνουν στα κατάστιχα τον Αύγουστο, την εποχή που όσοι έμεναν στην πόλη είχαν αρκετό χρόνο για να ασχοληθούν με το κενό μέσα τους και γύρω τους”. Με αυτό το απόσπασμα συστήνονται οι άνθρωποι που μένουν πίσω στην πόλη, όταν οι υπόλοιποι την εγκαταλείπουν. Με έναν τρόπο βέβαια είμαστε όλοι ναυαγοί σε αυτή τη γωνιά του πλανήτη, όπου κάτω από το λαμπρό μεσογειακό φως διαπράττονται τα μικρά και μεγάλα μας εγκλήματα καθημερινά.

 

-Και πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι το εγχείρημα του να συνεχίσεις με μυθοπλασία, ένα υπαρκτό ήδη γεγονός; «ξέρω ποιος σκότωσε τον Ταχτσή»… Το φοβηθήκατε σαν θέμα;

Ο φόβος φαίνεται πως υπάρχει πάντα στο μυστήριο, ειδικά όταν το γράφεις. Το πραγματικό και ανεξιχνίαστο έγκλημα της δολοφονίας Κώστα Ταχτσή ήταν ένα έγκλημα που με είχε συνταράξει ως παιδί και φέρει όλον τον πυρήνα της υπαρξιακής αγωνίας που γεννά αυτή την ιστορία η οποία βεβαίως παντρεύει το πραγματικό έγκλημα με τη μυθοπλασία. Είναι λεπτό το όριο που χωρίζει την αλήθεια από το ψεύδος, τον μύθο από την πραγματικότητα. Είναι λεπτή και η ισορροπία σε αυτό το νήμα που θέλει καλά αντανακλαστικά.

 

-Να πούμε πώς ξεκίνησε όλο αυτό; Πώς αποφασίσατε να γράψετε τους… αυγουστιάτικους ναυαγούς;

Από τη μία ήταν το πραγματικό έγκλημα που με είχε συγκλονίσει από παιδί και από την άλλη το ζήτημα της φωτιάς που τρύπωσε στην ιστορία πέρυσι τον Αύγουστο, όταν είχαμε τις καταστροφικές πυρκαγιές στη Βαρυμπόμπη και την Εύβοια. Η φωτιά ως σύμβολο που λειτουργεί σε τρία επίπεδα: είναι η εξωτερική φωτιά που σαρώνει το δάσος και κάθε μορφή ζωής, το έγκλημα που είναι και αυτό μια φωτιά που αφήνει πίσω του για τους οικείους θυτών και θυμάτων ένα πεδίο που δεν συνέρχεται για χρόνια και η εσωτερική φωτιά, το πάθος που μας καίει και μας ισοπεδώνει. Στα αστυνομικά βιβλία σπανίως ασχολούμαστε με το τι συμβαίνει στον περίγυρο θυτών και θυμάτων μετά το έγκλημα. Ψάχνουμε τον ένοχο, κατανοούμε το κίνητρο, αλλά από εκεί και πέρα οι χαρακτήρες, οι οικείοι και οι ενδιαφερόμενοι αφήνονται στη μοίρα τους, την οποία δεν παρακολουθούμε. Όπως λένε όμως, στη φωτιά εύκολα παγιδεύεσαι και δύσκολα βγαίνεις ακόμη κι αν αυτή πάψει να καίει. Κι αυτό γιατί όσα σάρωσε είναι διαρκώς εκεί μπροστά σου και εξακολουθούν να καίγονται. Το ίδιο το τοπίο επαναφέρει το θέμα. Προκειμένου λοιπόν να καταφέρω να βγω εγώ από την φωτιά και το βίωμα που με σάρωσε πέρυσι το καλοκαίρι, γεννήθηκε αυτή η ιστορία.

 

-Το τρίτο μέρος της «Τριλογίας του βυθού» που διαδέχθηκε την Τριλογία των Αθηνών, ποιο το κοινό χαρακτηριστικό αυτής της… θαλασσινής Τριλογίας;

Το πάντρεμα μυθοπλασίας και πραγματικότητας, το στοιχείο του νερού που είναι το μόνο όπλο απέναντι στη φωτιά και η καταβύθιση στον ανθρώπινο ψυχισμό που φωτίζει τη μυστική ζωή των χαρακτήρων μου. Γιατί θεωρώ ότι αυτό είναι το ζητούμενο της λογοτεχνίας, άρα και της συγκεκριμένης σειράς που φέρει τον τίτλο «Η τριλογία του βυθού». Να φωτίσει το μύχιο και να μας οδηγήσει να σκύψουμε με τρυφερότητα στον εαυτό μας και στους άλλους, βουτώντας σε αυτό που φαινομενικά μας είναι ξένο, ανοίκειο, αλλά στην πραγματικότητα δονείται στο σκοτάδι μέσα μας.

 

 

 

 

-Ο Τόπος κατά πόσο παίζει ή δεν παίζει σημαντικό ρόλο σε ένα έγκλημα;

Οι τόποι στις ιστορίες μου είναι ένας επιπλέον χαρακτήρας. Και στη δική μου λογική ο χαρακτήρας είναι που γεννάει την πλοκή και όλα τα υπόλοιπα δομικά στοιχεία της αφήγησης. Λέω συχνά ότι οι ιστορίες αυτές δεν θα υπήρχαν ή θα ήταν πολύ διαφορετικές αν ζούσα σε κάποιο άλλο σημείο του πλανήτη. Βέβαια εστιάζοντας στον ανθρώπινο ψυχισμό, το τοπικό γίνεται παγκόσμιο, ωστόσο το φως της Μεσογείου, όταν πέφτει δίπλα στο σκοτάδι, δημιουργεί αντιθέσεις και ισορροπίες που στα μάτια μου κάνουν αυτές τις ιστορίες συναρπαστικές.

 

-Ο χώρος όπου κινούνται θύτες και θύματα; Ο χώρος του Πανεπιστημίου μπορεί να είναι πιο εφευρετικός; Πιο σκληρός;

Υπάρχει ένα νήμα που διατρέχει αυτή την ιστορία και ενώνει τις σκιές που κυκλοφορούν στο δίκτυο των υπόγειων αγωγών της Αθήνας, με το Πανεπιστήμιο και τα ρετιρέ της Ακαδημίας Αθηνών. Το έγκλημα υπάρχει παντού, η μικρή ή η μεγαλύτερη παραβατικότητα και η σκληρότητα μπορεί να είναι ίδιες ανεξάρτητα από την κοινωνική, τη μορφωτική ή την οικονομική τάξη. Το ενδιαφέρον είναι κανείς να δει αυτό το νήμα και να αντιληφθεί ότι όλα μας ενώνουν και όλα μας χωρίζουν ταυτόχρονα.

 

-Συνήθως λέμε ότι το γράψιμο ανασταίνει, λυτρώνει, νικά τον χρόνο, κυρία Γιαννάκη, ένα χειρόγραφο μπορεί και να σκοτώνει;

Μπορεί να σκοτώνει τον δημιουργό του, πρώτα απ’ όλα με την καθιστική ζωή που του επιβάλλει. Αλλά αν θέλουμε να μιλήσουμε πιο σοβαρά, όπως λέει και ένα απόσπασμα του βιβλίου, «οι λέξεις δεν υπήρξαν ποτέ αθώες». Είναι το όπλο που έχει τη δύναμη να συντρίβει και να αποθεώνει. Το νόμισμα ίδιο και πέφτει κατά καιρούς από τη μία ή την άλλη του πλευρά. Ή απλά στριφογυρίζει παιγνιωδώς, γιατί δεν πρέπει να αποκρύπτουμε και την τεράστια απόλαυση που γεννάει αυτό το παιχνίδι.

 

-Για τον αστυνόμο Χάρη Κόκκινο αυτή τη φορά θα είναι ακόμα πιο δύσκολα; Και γιατί, τελικά;

Ο Κόκκινος δοκιμάζεται, αυτή είναι η δουλειά του αφού σχεδιάστηκε και λειτουργεί ως καθρέφτης μιας κοινωνίας που δοκιμάζεται τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Όλοι μας δοκιμαζόμαστε και οι ιστορίες μας είναι απλώς το ταξίδι αυτής της δοκιμασίας. Η ίδια η ζωή μας είναι έτσι. Ένα ταξίδι από το οποίο κανείς δεν βγαίνει ζωντανός. Αφού ζει ακόμη ο Κόκκινος, έχει την πολυτέλεια ή τον χρόνο να διαχειριστεί τα τραύματά του. Του έχω εμπιστοσύνη.

 

-Κυρία Γιαννάκη, το ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα ανθίζει και πάει. Η εποχή μας ευνοεί το νουάρ;

Εκδοτικά έχουμε αύξηση των τίτλων που παράγονται στο είδος. Οπότε είναι βέβαιο ότι καταγράφεται μια ποσοτική άνθιση. Αν θέλουμε όμως να μελετήσουμε πιο ποιοτικά χαρακτηριστικά, τότε θα πρέπει να έχουμε τον χρόνο, συστηματικές έρευνες και τα εργαλεία που θα μας επιτρέψουν να μιλήσουμε για άνθιση ή για ενιαία χαρακτηριστικά ενός ρεύματος. Νομίζω πως είναι πρώιμο να το πούμε αυτό, αλλά σίγουρα η εποχή μας και οι αναγνώστες γεννούν την ανάγκη για αφηγήσεις που τακτοποιούν κάπως το χάος που μας περιβάλλει και το αστυνομικό είναι μια κάποια λύση.

 

 

 

 

-Στους έλληνες συγγραφείς του αστυνομικού μυθιστορήματος υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά;

Νομίζω πως όχι, αλλά αυτό θα χρειαστεί να μας το πει ένας μελετητής που θα έχει τα αντίστοιχα εργαλεία στα χέρια του. Στα μάτια μου υπάρχουν μεμονωμένες φωνές που ακολουθούν τον δικό τους δρόμο, με κοινό κάποιες φορές άξονα την αγωνία τους να φωτίσουν όσα συμβαίνουν σε αυτή τη γωνιά του πλανήτη, με τις ιδιαιτερότητες και την αισθητική που επιβάλλει η γλώσσα και ο τόπος. Ωστόσο, νιώθω την δική μου διαδρομή μοναχική σε αυτό το ταξίδι, πολύ διαφορετική και πως θα μπορούσε να μην είναι άλλωστε, αφού στα μάτια μου η τέχνη έχει αυτό ως στόχο. Την ανάδειξη της ατομικής ματιάς. Εκεί που αρχίζουν οι ομοιότητες, υποχωρεί η ελευθερία.

 

-Οι γυναίκες συγγραφείς αστυνομικών, «σκοτώνουν» διαφορετικά;

Παίζουν με τα πιστόλια τους με μεγαλύτερη σύνεση ίσως απ’ ότι οι άνδρες συνάδελφοί τους, λέω συχνά χαριτολογώντας. Αλλά και πάλι εξαρτάται για ποιες και για ποιους μιλάμε. Ας μην πέφτουμε στην παγίδα της γενίκευσης.

 

-Αθήνα, Τατόι, Πάρος, Αστυπάλαια, ο μυθιστορηματικός χρόνος, ο συγγραφικός;

Όλα μπλέκονται σε μια γλυκιά συμφωνία κάτω από τον ρυθμό και τον χώρο-χρόνο που ορίζει η γλώσσα. Το μόνο βέβαιο είναι ότι πρόκειται για τόπους που γνωρίζω καλά και σε ανύποπτο χρόνο συνέχονται ώστε να γεννήσουν τον τόπο και τον χρόνο της ιστορίας που είναι ένα άλλο πεδίο. Δεν υπάρχει ένας τόπος, αλλά αυτός που βλέπει κάθε επισκέπτης του. Δεν υπάρχει ομοίως ένας χρόνος. Υπάρχει ένα κύμα και πάνω σε αυτό ταξιδεύουμε, γράφουμε και διαβάζουμε.

 

-Κυρία Γιαννάκη, θα μάθουμε ποιος δολοφόνησε τον Ταχτσή;

Ας κοιτάξουμε τον καθρέφτη και την κοινωνία μας και θα τον δούμε μπροστά μας τον ένοχο. Κατά τα λοιπά στην ιστορία υπάρχουν όλα για το μάτι που μπορεί να τα δει. Και αυτό είναι ένα επιπλέον μυστήριο που αφήνεται στον αναγνώστη που θέλει να το ψάξει.

 

-Κατά πόσο επηρεάζει η καθημερινότητα, η εποχή του, έναν συγγραφέα που γράφει αστυνομικά;

Η ζωή τρυπώνει με κάθε τρόπο στις αφηγήσεις μας, στην αγωνία της να γαντζωθεί στα βράχια πριν να την πάρει το κύμα. Ακόμη κι αν γράφουμε για άλλους τόπους, για άλλον χρόνο στην ουσία μιλάμε γι’ αυτή την πάλη και την αναζήτηση του νοήματός της. Και για την συνύπαρξή μας σε αυτό το μοναχικό ταξίδι που ομορφαίνει αν καταφέρουμε σε μια στάση, σε μια στιγμή, κάτι να μοιραστούμε.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top