Fractal

Διήγημα: “Ευεργέτιδα λήθη”

Γράφει ο Βασίλειος Διακοβασίλης // *

 

 

 

 

 

Ευεργέτιδα λήθη

 

 

Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά και οι κάτοικοι του χωριού, άντρες και γυναίκες, απ΄ τα ξημερώματα είχαν κατέβει στον κάμπο για να σπείρουν τα καπνά. Καλά ήταν ακόμα τα χρόνια, ο μπασμάς είχε πέραση, κάπου εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα πρέπει να ήταν. Κουραστική δουλειά μα οι χωριανοί μας μπορούσαν και ζούσαν με αξιοπρέπεια τις οικογένειές τους. Στο χωριό μόνο τα παιδιά έμεναν και οι γεροντότεροι. Την ημέρα εκείνη σχολείο δεν πρέπει να είχε, διότι όλα τ΄ αγόρια της γειτονιάς βρίσκονταν από νωρίς εκεί στο πλάτωμα παίζοντας ποδόσφαιρο. Με τον βαρύ ήχο του αυτοκινήτου που ακούστηκε ν΄ ανεβαίνει την ανηφόρα, τραβήχτηκαν στην άκρη του δρόμου, αφού μάζεψαν βιαστικά τη μπάλα τους. Γρήγορα εκείνο φάνηκε στη στροφή μέχρι που ήλθε και σταμάτησε κάτω απ’ το σπίτι της Μαρίκας. Το σήμα της κόκκινης ημισελήνου στις πινακίδες του, έδειχναν την προέλευση των επιβατών του. Οι πόρτες άνοιξαν, δυο άντρες βγήκαν, άνοιξαν την πίσω πόρτα και με φανερή τρυφερότητα βοήθησαν τη γυναίκα να βγει. Αυτή ήταν μεγάλης ηλικίας, φορούσε άσπρη μαντήλα που κάλυπτε το κεφάλι της και τη παραδοσιακή στολή των γυναικών της Ανατολής.

Την ώρα εκείνη φάνηκε στη στροφή ο Τζιότζιος. Με που τους είδε τέντωσε το κορμί του, κατέβασε τη τραγιάσκα και κίνησε κατά πάνω τους. Τάχυνε το βήμα του όσο μπορούσε, τα δυο τρία ούζα που είχε πιει στο μπακάλικο του Καλογιάννη σε συνδυασμό με τα χρόνια που κουβαλούσε στην πλάτη, τον δυσκόλευαν.

Η γυναίκα, γιαγιά θα την έλεγες άνετα, κάτι έδειξε με τα χέρια της, κάτι είπε στη γλώσσα της, κάτι της απάντησαν οι άλλοι. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της ενώ την βοηθούσαν να ξαναμπεί στο αυτοκίνητο. Ό ένας απ’ τους δυο άντρες έπιασε μια φωτογραφική μηχανή απ’ το μπροστινό κάθισμα και άρχισε να φωτογραφίζει ολόγυρα όλα τα σπίτια.

Την ώρα εκείνη ο Τζιότζιος έφτασε πια κοντά τους.

“Γεια σας!” τους χαιρέτησε με εγκαρδιότητα χωρίς να μπορεί να κρύψει την περιέργεια του.

“Μερ χαμπά” Ανταπέδωσαν κι αυτοί τον χαιρετισμό.

“Τουρκ;” τους ρώτησε.

“Έβε” απάντησαν θετικά.

Τους ξαναρώτησε τι έψαχναν, άδικα όμως απ’ εδώ και πέρα η συνεννόηση τους ήταν αδύνατη. Μπήκαν στο αυτοκίνητο, έκλεισαν τις πόρτες, ο οδηγός έβαλε μπροστά τη μηχανή και ξεκίνησε ν΄ ανέβει την ανηφόρα για την έξοδο του χωριού.

Μέχρι το βράδυ τα νέα είχαν διαδοθεί παντού. Καθένας έλεγε το μακρύ του και το κοντό του, όπως συνήθως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Αυτή ήταν και η κουβέντα που μονοπώλησε το ενδιαφέρον όλων στο καφενείο της απάνω γειτονιάς. Οι Τούρκοι που σταμάτησαν και φωτογράφισαν τα σπίτια τους. Κάποιος υποστήριξε ότι σίγουρα ήταν κατάσκοποι, από την άλλη όμως αναρωτήθηκε τι ενδιαφέρον να είχε η γειτονιά τους. Κάποιος άλλος, απ’ τους γεροντότερους της παρέας, που πρόλαβε τα χρόνια πριν την απελευθέρωση, υποστήριξε ότι πρέπει να ήταν απόγονοι των λίγων Τούρκων που ζούσαν στο χωριό τότε. Δεν απέκλεισε το γεγονός, η γιαγιά του αυτοκινήτου, να γεννήθηκε και να μεγάλωσε στο χωριό. Εκεί, στη μέση του μαγαζιού, κοντά στη ξυλόσομπα που η ζέστα της ήταν χρειαζούμενη ακόμη τα βράδια, καθόταν και ο Τζιότζιος. Απ’ αυτόν διαδόθηκαν τα νέα αλλά ακόμα δεν είχε ανοίξει το στόμα του, μόνο άκουγε. Τα ογδόντα τα είχε πατήσει προ πολλού αλλά στις διηγήσεις ήταν μάστορας. Όλοι κρέμονταν από τα χείλη του, ειδικά όταν βαριούνταν την φλυαρία της τηλεόρασης. Τότε εκείνη έκλεινε κι αυτός ανέσυρε απ’ τη μνήμη του ιστορίες από τα παλιά τα χρόνια. Η αλήθεια ήταν ότι ήταν αστείρευτος. Ήξερε όλα τα χούγια και τα μυστικά των συγχωριανών του, τις παρασπονδίες και τις καλοσύνες τους, τα κρυφά πιπεράτα μυστικά τους. Όλοι ήξεραν ότι συνήθως υπερέβαλε αλλά ο τρόπος της αφήγησης του ήταν ανεπανάληπτος. Άλλαζε ή αυξομείωνε την ένταση της φωνής του, χειρονομούσε κατάλληλα, σηκωνόταν για να δώσει έμφαση σε αυτά που έλεγε, καθόταν και μόρφαζε σαν κάτι πολύ βαρύ να τον στενοχωρούσε, έκανε τις ανάλογες

παύσεις για να τους προετοιμάσει για το τέλος. Ένας ερασιτέχνης ηθοποιός που έδινε την παράσταση του, με μοναδικό ακροατήριο τους λίγους θαμώνες του καφενείου. Μόνη του απόλαυση ήταν και του άρεσε αυτό, να τους βλέπει να κρέμονται από χείλη του και στο τέλος είτε να τον χειροκροτούν είτε να τον αποδοκιμάζουν γελώντας για το θράσος του. Και ήταν θρασύς διότι τολμούσε και έλεγε ιστορίες, που το υπόλοιπο χωριό της κρατούσε στη λήθη, μακριά από τα παιδιά και τα εγγόνια τους, διότι δεν απέδιδαν τιμή και παινέματα στους προγόνους τους.

Τότε ο Τζιότζιος ένευσε με το χέρι του ησυχία, ήταν το σήμα ότι θα ξεκινούσε την δική του εξιστόρηση. Γύρισε το κεφάλι του ολόγυρα σε όλο το μαγαζί, όλοι ησύχαζαν ένας ένας. Με το που κάθισε και ο καφετζής, άρχισε την αφήγηση του.

 

“Μόλις που χάραζε όταν ακούστηκαν εκείνες οι τουφεκιές δίπλα στο ποτάμι. Στις όχθες του κείτονταν δίπλα δίπλα, τα άψυχα πια κορμιά του Καντάν και της γυναίκας του της Μουγγέ. Παραπέρα, μόλις μερικές δεκάδες μέτρα και ο δεκαπεντάχρονος γιος τους ο Ονάν. Πλήρωσαν με τη ίδια τη ζωή τους, την απερισκεψία τους. Πίστεψαν ότι κανένας δεν θα τους πείραζε. Τόσα χρόνια ζούσαν μέσα στο μαχαλά, αγαπημένοι με τους γείτονες τους, δεν χωρούσε στο νου τους αυτό που θα τους συνέβαινε εκείνο το βράδυ.

Οι υπόλοιποι της γενιάς τους, από τις προηγούμενες ημέρες, όσο ακουγόταν ότι ο ελληνικός στρατός πλησίαζε ασταμάτητος στο χωριό τους, είχαν μαζέψει σε τεράστιους μπόγους ότι τους ήταν χρειαζούμενα, φόρτωσαν τα ζώα τους και κατευθύνθηκαν προς την Ανατολή. Σε κανενός το μυαλό, δεν χωρούσε η σκέψη ότι δεν θα ξαναγύριζαν ποτέ στα σπίτια τους. Που να ήξεραν;

Ένα βράδυ, προτού η εμπροσθοφυλακή των νικηφόρων στρατευμάτων μας διασχίσει το χωριό για να πάει παρακάτω, έγινε το κακό. Η γειτονιά μας, όπως έκανε κάθε βράδυ, κλείστηκε στα σπίτια, σφάλισε τα παράθυρα και τις πόρτες της. Αν και οι λίγοι Βούλγαροι στρατιώτες που στάθμευαν εδώ είχαν φύγει από την προηγούμενη, κανένας δεν μπορούσε να πιστέψει ακόμα τα καλά νέα που έφταναν από παντού. Ξάφνου, ακούστηκαν οι κλαγγές των αλόγων, οι κλωτσιές στην πόρτα, οι φωνές της Μουγγέ, οι γδούποι στο κορμί του Καντάν, οι απειλές και το βρισίδι των δικών μας και μετά… ησυχία. Αφού πέρασε λίγη ώρα, τράβηξαν οι πατεράδες μας απαλά το σύρτη, άνοιξαν με προσοχή τις πόρτες, κοίταξαν προς το σπίτι των γειτόνων μας, όλοι είχαν φύγει. Μαζεύτηκαν στην αυλή του λεηλατημένου σπιτιού, όλα ένα κουβάρι, σαν να βρήκε την ευκαιρία ο χρόνια κλεισμένος θυμός στο ασκί του Αιόλου να βγει με ορμή προς τα εκεί και να μην αφήσει τίποτα όρθιο στο διάβα του.

Κατέβασαν το κεφάλι, γύρισαν και πάλι στα σπίτια τους, κλείδωσαν την πόρτα πίσω τους, η ψυχή τους πονούσε, τα μάτια των γυναικών βούρκωσαν, ο φόβος τους έκλεισε το στόμα, καλύτερα να μην έλεγαν τίποτε.

Μα η στενοχώρια τους γρήγορα έγινε χαρά και πανηγύρι, όταν το επόμενο πρωινό, το χωριό μας γιόρταζε επιτέλους την ελευθερία του. Σαν ψέματα μας φαινόταν! Στην αρχή του χρόνου το χωριό το είχαν καταλάβει οι Βούλγαροι, υπερήφανοι και αλαζόνες που πατούσαν πόδι σε όλη την περιοχή ως τον Στρυμόνα. Μαζί τους κατέβηκαν στο χωριό και οι Εξαρχικοί από τη Μέλτζοβα! Αλλά και απ’ αυτήν εδώ τη γειτονιά, κάποιοι βρήκαν την ευκαιρία να ταχθούν φανερά πια με το μέρος των νέων κατακτητών. Τα διαθέσιμα τρόφιμα επιτάχθηκαν, οι μερίδες που αναλογούσαν στον καθένα μας ήταν ίσα για να μην πεθάνουμε. Εκτός κι αν βουλγαρογραφόσουν, ε! τότε το σπίτι σου γέμιζε με όλα τα καλά. Οι διωγμοί ήταν στην ημερήσια διάταξη, κυρίως των γραμματιζούμενων, κάποιοι λίγοι μπόρεσαν κι έφυγαν προς τη Θεσσαλονίκη για να γλιτώσουν την ίδια τη ζωή τους. Το όνειρο για ένωση με την Ελλάδα του χωριού μας με την ελληνική συνείδηση, φαινόταν ότι έσβηνε για πάντα. Εκείνο το εξάμηνο, ήταν από τα πιο μαύρα που ζήσαμε.

Μα εκείνο το καλοκαιρινό πρωινό, όλα μεμιάς ξεχάστηκαν, η χαρά πλημμύριζε την ψυχή και οι πανηγυρισμοί μας ήταν ξέφρενοι. Από μέσα από το χωριό, περνούσαν ο ένας μετά την άλλο, οι λόχοι του στρατού μας. Το χωριό μέχρι το μεσημέρι γέμισε με τις σημαίες μας. Ανασαίναμε επιτέλους την ελευθερία και ο φόβος πέρασε στους χθεσινούς ευνοημένους της μοίρας. Ο τόπος δεν τους σήκωνε πια, έπρεπε να φύγουν. Βρέθηκαν στη λάθος μεριά της ιστορίας και έπρεπε να πληρώσουν το τίμημα. Πήραν το δύσκολο δρόμο της προσφυγιάς προς το βορρά, αποχαιρετώντας τους συγγενείς τους. Η μισή οικογένεια να αγωνίζεται για την ελληνικότητα της και η άλλη μισή να την αρνείται. Κανένας δεν έκλαψε γι’ αυτούς. Όσο για τη Μέλτζοβα, αυτή σβήστηκε από το χάρτη, ήταν αδύνατον να γίνει διαφορετικά, το χωριό που κράτησε ψηλά όλα τα προηγούμενα χρόνια την ελπίδα όλων αυτών που θεωρούσαν τη Βουλγαρία ως φυσικό διεκδικητή της περιοχής, ερημώθηκε.

Τις επόμενες ημέρες στελεχώθηκαν οι υπηρεσίες, πρώτα και καλύτερα η αστυνομία και τα σχολεία, με πρωταρχικό τους σκοπό να εκριζώσουν ότι ξένη επιρροή υπήρχε από τους ατελείωτους αιώνες της σκλαβιάς. Οι γιαγιάδες στις αυλές τους ακόμα μιλούσαν κρυφά τα γιούφτικα, με αυτήν τη γλώσσα πορεύονταν από γενιά σε γενιά. Βουλγάρικα ήτανε στην πραγματικότητα. Παράξενα πράγματα αλήθεια συνέβαιναν τότε. Λένε ότι η γλώσσα καθορίζει τι είσαι. Μιλούσαν τα γιούφτικα, αλλά η γλώσσα της εκκλησίας καθόριζε τι ήταν ο καθένας μας. Όσοι πήγαιναν στο σχολείο ελληνικά μάθαιναν γιατί αυτή ήταν η γλώσσα του Ευαγγελίου, έτσι κι εμείς αισθανόμασταν πάντα Έλληνες. Στην κοινότητα, υψώθηκε η ελληνική σημαία, τα σινάφια άλλαξαν στα ελληνικά τις πινακίδες στα μαγαζιά τους, οι αστυνόμοι τριγύριζαν στις γειτονιές επιβλέποντας παντού την κατάσταση, μήπως τους είχε ξεφύγει κάτι.

Τώρα βέβαια, με το δίκιο σας, θα με ρωτήσετε ποιοι ήταν εκείνοι, οι δικοί μας που σκότωσαν του αφελείς που νόμιζαν ότι το σπίτι τους και η γειτονιά τους προστάτευε. Την αλήθεια θα σας πω, κανένας μας δεν τους είδε. Άλλοι έλεγαν ότι ήταν από τους εντόπιους, που μην αντέχοντας τον ξεφτιλισμό των Βουλγάρων, ξέσπασαν πάνω σε αυτούς τους άμοιρους ανθρώπους, που καμιά σχέση δεν είχαν με ότι γινόταν γύρω τους. Άλλοι είπαν ότι ήταν οι Θρακιώτες που διωγμένοι κι αυτοί κακήν κακώς από τα δικά τους μέρη με το ξέσπασμα του πολέμου, ζήτησαν εκδίκηση.

Έγιναν φοβερά πράγματα τότε. Καλύτερα να μην τα ήξερα ούτε αυτά. Έτσι το έγραφε η Ιστορία ότι έπρεπε να γίνει κι έτσι έγιναν τα πράγματα.”

Ο Τζιότζιος χαλάρωσε στην καρέκλα του και πάλι, δίνοντας το σήμα ότι η αφήγηση του είχε τελειώσει. Κανένας δεν μίλησε αυτή τη φορά, μια βουβαμάρα σκέπασε όλο τον χώρο μέχρι που σηκώθηκε απ την καρέκλα του ο Κογκαλίδης. Αυτός ήταν ένας από τους πρώτους πρόσφυγες, παιδί ακόμα, που έφτασαν στο χωριό, πριν το 22. Η οικογένεια του βρήκε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι, εκεί στη γειτονιά που σταμάτησε το πρωί το αυτοκίνητο με τους Τούρκους και το κατέλαβε. Όλοι τους καλοδέχθηκαν, σίγουρα προσπαθούσαν να ξορκίσουν εκείνη τη τραγική βραδιά, που αδυνατούσε η μνήμη τους να διαγράψει. Την ιστορία πρώτη φορά την άκουγε μα κάτι επιπλέον πέρασε από το μυαλό του. Χαιρέτησε βιαστικά και έφυγε για το σπίτι του.

Την άλλη μέρα, ξύπνησε από τα χαράματα, στην πραγματικότητα ο ύπνος δεν τον είχε πιάσει διόλου όλη τη νύχτα. Έβγαλε το κασμά και το φτυάρι από την αποθήκη. Το δικό του σπίτι έψαχναν οι Τούρκοι. Από χρόνια σκόνταφτε σε εκείνη την πλάκα, μέσα από την εξώθυρα του σπιτιού. Ήταν ελαφριά ανασηκωμένη, ελάχιστα, ίσα που φανέρωνε ότι κάποιος την είχε βγάλει για κάποιο λόγο και την τοποθέτησε και πάλι αλλά το κουσούρι του μερεμετιού έμεινε. Άρχισε να την κτυπά με τον κασμά, έφερε και το καλέμι με τη βαριοπούλα, σήκωσε τη γειτονιά στο πόδι, η νύφη του ξύπνησε και αυτή, προσπάθησε να καταλάβει τι γινόταν, να περιμένουν τον άντρα της να γυρίσει απ’ τα χωράφια το βράδυ, αυτός της έλεγε μόνο να προσέχει να μην μπει κανένας στο σπίτι τους. Η βαριά πέτρινη πλάκα χαλάρωσε, έβαλε όση δύναμη του απέμεινε μέχρι που την τράβηξε στα πλάγια. Η νύφη του μια κοίταζε να μην μπει καμιά γειτόνισσα και μια τον πεθερό της, που θαρρείς ότι ψηνόταν ολόκληρος στον πυρετό. Το χώμα φάνηκε από κάτω. Με το φτυάρι, άρχισε να σκάβει και να αδειάζει το χώμα. Σε λίγο, το σίδερο σκόνταψε σε κάτι. Έπιασε και πάλι το καλέμι, γονάτισε και άρχισε να ξύνει μ΄ αυτό το χώμα ολόγυρα. Ένα ξύλινο κουτί, σάπιο σχεδόν, μικρό με φιλντισένια στολίδια, φάνηκε. Το άνοιξε. Τρεις χρυσές λίρες Αγγλίας όλες και όλες κρύβονταν εκεί. Δεν ήταν απ’ τους τυχερούς. Μα πώς μπορούσε να γίνει διαφορετικά; Φτωχοί άνθρωποι ήταν όσοι κατοικούσαν στο χωριό τους, ξωμάχοι της γης, όλοι τους. Είτε Έλληνες είτε Τούρκοι είτε Βούλγαροι, ο ένας μοίραζε τη φτώχεια του με τον άλλο μέχρι που στο γύρισμα του αιώνα τους, η ιστορία αποφάσισε ότι ο καθένας έπρεπε να πάρει τον δικό του δρόμο και να κλειστεί στα δικά του όρια. Τα σύνορα που χαράχτηκαν έπρεπε να διαγράψουν απ’ τη μνήμη των ανθρώπων εκείνα που τους ένωναν και να μείνουν εκείνα που τους χώριζαν. Μάθαμε να μισούμε, τους έμαθαν να μας μισούν μέχρι να σταθούμε κάποια στιγμή στα πόδια μας και να μην φοβόμαστε την ίδια την ύπαρξη μας.

 

 

 

* O Βασίλειος Διακοβασίλης, γεννήθηκε το 1962 στην Αυστραλία, μεγάλωσε στην Κάρπαθο και τα τελευταία χρόνια ζει και συγγράφει στις Σέρρες. Κάποτε το μυαλό γεμίζει από εικόνες, ιστορίες, σκέψεις, συναισθήματα… τα οποία θέλουν να δραπετεύσουν. Διέξοδος τους, η γραφή του, ισχυρίζεται.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top