Fractal

✔ Εύα Στάμου: «Οι ήρωές μου κινούνται στη ζώνη του γκρίζου»

Συνέντευξη- επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //

 

 

«Κάθε βιβλίο μου λοιπόν έχει γραφτεί σε διαφορετικό χώρο, ή ακόμα και σε διαφορετική πόλη, όπως το Μάντσεστερ, το Λονδίνο, η Κοπεγχάγη, η Μασσαλία, το Εδιμβούργο, η Βοστόνη, η Αθήνα», αναγνωρίζει στο Liberal η συγγραφέας και δρ Ψυχολογίας Εύα Στάμου, και μας αποκαλύπτει τα μυστικά της γραφής της.

«Οι ήρωές μου κινούνται στη ζώνη του γκρίζου, δεν είναι ποτέ μονοδιάστατοι, άσπροι ή μαύροι, καλοί ή κακοί, έξυπνοι ή αφελείς- αποφεύγω τους στερεότυπους χαρακτήρες και τα δίπολα που δύσκολα μεταβάλλονται κατά την εξέλιξη της ιστορίας», θα μας πει και οι αναγνώστες των βιβλίων της το γνωρίζουν καλά.

Το πρώτο βιβλίο που την μάγεψε και είπε, παιδάκι ακόμα, «θα γίνω συγγραφέας» ήταν «Οι άθλιοι» του Ουγκώ. Η ηρωίδα που έφτασε αλλόκοτα στο άσπρο χαρτί της ήταν η Αντέλ από το «Ντεκαφεϊνέ». Δεν γνωρίζει εκ των προτέρων το τέλος στις ιστορίες της, εξάλλου ως ψυχολόγος, είναι φυσικό να εμπιστεύεται τους ήρωές της.

 

 

-Κυρία Στάμου, υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Η έμπνευση μου δεν εξαρτάται τόσο από τις εξωτερικές συνθήκες, όσο από την ψυχική μου διάθεση. Όταν κάποια ιστορία έχει ωριμάσει μέσα μου, έχω την ικανότητα να γράφω ακόμα και αν βρίσκομαι σε κάποιο πολυσύχναστο καφέ ή στο αεροπλάνο. Με χαρακτηρίζει όμως μια ιδιαιτερότητα: δεν μπορώ να γράψω δεύτερο βιβλίο στον ίδιο χώρο. Στο γραφείο συνηθίζω να ετοιμάζω τα άρθρα μου, να μελετάω επιστημονικά κείμενα, ή να διαβάζω αγαπημένα λογοτεχνικά βιβλία. Μου είναι όμως αδύνατον σε έναν χώρο που έχει συνδεθεί μέσα μου με ένα έργο μου, σε ένα χώρο όπου έχω περάσει μήνες ή χρόνια δημιουργώντας συγκεκριμένους χαρακτήρες, να αρχίσω να επινοώ ιστορίες με νέους ήρωες. Έχω ανάγκη την αλλαγή. Κάθε βιβλίο μου λοιπόν έχει γραφτεί σε διαφορετικό χώρο, ή ακόμα και σε διαφορετική πόλη, όπως το Μάντσεστερ, το Λονδίνο, η Κοπεγχάγη, η Μασσαλία, το Εδιμβούργο, η Βοστόνη, η Αθήνα.

 

– Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Συνήθως μια εικόνα ή μια ιδέα αρκούν για να πυροδοτήσουν την έμπνευσή μου. Σπάνια γνωρίζω το τέλος τής ιστορίας, αφήνω τους ήρωες να με οδηγήσουν στη λύση της πλοκής κατά τη διάρκεια της συγγραφής. Προσπαθώ να μην ταυτίζομαι μαζί τους, να μην σκέφτομαι τι θα έκανα εγώ στη θέση τους, αλλά πώς θα αντιδρούσαν οι ήρωες που έχω κατασκευάσει με τα χαρακτηριστικά -τα προτερήματα και τις αδυναμίες – που τους έχω αποδώσει.

 

– Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Η νουβέλα μου ‘Βοστόνη’ γράφτηκε το 2013 στο Κέμπριτζ της Μασαχουσέτης, στη βιβλιοθήκη του ΜΙΤ που παρέμενε ανοιχτή για τους ερευνητές ολόκληρο το εικοσιτετράωρο. Μου είχε γίνει συνήθεια να πηγαίνω αργά το βράδυ και να φεύγω το ξημέρωμα, είχα εθιστεί στην ησυχία, την απουσία εξωτερικών ερεθισμάτων, την “συνενοχή” που ένιωθα ότι με συνέδεε με τους υπόλοιπους επισκέπτες που έμεναν σκυμμένοι έως το πρωί πάνω από υπολογιστές και συγγράμματα, αφοσιωμένοι στον ερευνητικό στόχο τους. Η νουβέλα αυτή δημοσιεύθηκε αρκετά χρόνια αργότερα στη συλλογή ‘Τα κορίτσια που γελούν’.

 

 

-Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Στα πρώτα βιβλία μου, – ‘Ελιγμοί’, ‘Ντεκαφεϊνέ’, ‘Μεσημβρινές συνευρέσεις’, ‘Εθισμός’, – όπως έχουν παρατηρήσει και κάποιοι κριτικοί, με έχει απασχολήσει το θέμα του φόβου των ανθρώπων να συνδεθούν φιλικά ή ερωτικά, το βίωμα της απώλειας και του πένθους, η επίδραση της πατρικής παρουσίας (ή απουσίας) στον ψυχισμό των ηρώων, το θέμα της ξενιτιάς και της δυσκολίας ένταξης σε ένα νέο περιβάλλον, όπως και το βίωμα του σώματος που αλλάζει καθώς μεγαλώνει, ωριμάζει, ποθεί, φθείρεται στο πέρασμα του χρόνου, μαραζώνει από τη μοναξιά ή την αρρώστια.

 

– Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Αποφασίζω να διηγηθώ μια ιστορία μόνο αν πιστεύω ότι ενδιαφέρει τον αναγνώστη και δεν αφορά μόνο εμένα. Γενικά μου αρέσει να γράφω ιστορίες για καθημερινούς ανθρώπους που τουλάχιστον επιφανειακά δεν έχουν κάτι ιδιαίτερο. Αυτό που τους κάνει τελικά ενδιαφέροντες είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις που ανακύπτουν, όπως μία ξαφνική επαγγελματική ματαίωση, το άγχος ενός ραντεβού στα τυφλά, την προδοσία από αγαπημένο πρόσωπο, την μοναξιά του μετανάστη που δεν καταφέρνει να ενσωματωθεί, το άγγιγμα του χρόνου ή της ασθένειας όπως αποτυπώνεται στο σώμα τους, τον φόβο των επερχόμενων γηρατειών.

 

– Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Οι ήρωές μου κινούνται στη ζώνη του γκρίζου, δεν είναι ποτέ μονοδιάστατοι, άσπροι ή μαύροι, καλοί ή κακοί, έξυπνοι ή αφελείς- αποφεύγω τους στερεότυπους χαρακτήρες και τα δίπολα που δύσκολα μεταβάλλονται κατά την εξέλιξη της ιστορίας. Οι ήρωές μου βιώνουν δυσκολίες και διλήμματα ή έρχονται αντιμέτωποι με μια σημαντική αλλαγή ή κρίση -ακόμα και αν πρόκειται για την κρίση μέσης ηλικίας- και μέσα από αυτή αλλάζουν, λαμβάνουν σημαντικές αποφάσεις, εξελίσσονται ή αντίθετα απελπίζονται, οργίζονται, αφήνονται οριστικά στη θλίψη.

 

 

– Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Η Αντέλ, η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματός μου ‘Ντεκαφεϊνέ’, επινοήθηκε μετά από επίσκεψή μου στο Ράβενσμπρικ το ναζιστικό στρατόπεδο εργασίας έξω από το Βερολίνο. Θέλησα με κάποιον τρόπο να εκτονώσω την συγκίνηση και την οργή που είχα αισθανθεί κατά τη διάρκεια εκείνης της περιήγησης, να τους δώσω ένα λογοτεχνικό σχήμα.

Επίσης ο Παύλος, ο ήρωας του βιβλίου μου ‘Η Εκδρομή,’ προέκυψε μετά από συζητήσεις με φίλους και φίλες που είχαν παράλληλες ερωτικές σχέσεις αλλά στην ουσία επιθυμούσαν να δεσμευθούν με ένα μόνο πρόσωπο. Μέσα από αυτές τις κουβέντες συνειδητοποίησα ότι πρόκειται για ένα ευρύτερο φαινόμενο που αφορά τη δυσκολία του σημερινού ανθρώπου να αντικρίσει την αλήθεια για τον εαυτό του και να επιτρέψει στον ναρκισσισμό του να υποχωρήσει ώστε να καταφέρει να έχει αυθεντική σχέση με κάποιον άλλο.

 

-Το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε και σας εντυπωσίασε;

‘Οι Άθλιοι’ του Ουγκώ που διάβασα σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών. Μόλις το τελείωσα δήλωσα στους γονείς μου ότι θα γίνω συγγραφέας, αγόρασα ένα μεγάλο τετράδιο και άρχισα να συνθέτω μια ιστορία που ουσιαστικά ‘ξαναέγραφε’ με διαφορετικό τρόπο αποσπάσματα του μυθιστορήματος. Πέρασα με αυτό τον τρόπο ένα υπέροχο καλοκαίρι. Σήμερα όποτε θυμάμαι αυτή την πρώτη συγγραφική μου απόπειρα χαμογελάω με το αστείο του πράγματος αλλά νιώθω και κάποια συγκίνηση.

 

– Υπάρχει βιβλίο που μπορείτε να πείτε ότι σας άλλαξε τη ζωή ή βιβλίο στο οποίο συχνά επιστρέφετε;

Σίγουρα δεν πρόκειται για ένα μόνο βιβλίο, αλλά για διαφορετικά βιβλία σε διαφορετικές περιόδους. Θυμάμαι πάντως ότι οι συγγραφείς που μου έκαναν μεγάλη εντύπωση όταν ήμουν έφηβη δεν σχετίζονταν μεταξύ τους υφολογικά ή χρονικά. Αναφέρω ενδεικτικά τους λογοτέχνες: Καζαντζάκης, Γιουρσενάρ, Ντοστογιέφσκι, Κάφκα, Στρατής Τσίρκας, Όσκαρ Ουάιλντ, Ντόρις Λέσινγκ, Ίψεν, και τους ποιητές: Αρθούρος Ρεμπώ, Ανδρέας Εμπειρίκος.

‘Το Δεύτερο Φύλο’ με είχε επίσης εντυπωσιάσει βαθιά. Ήμουν πολύ νέα όταν το πρωτοδιάβασα και δεν διέθετα τα νοητικά εργαλεία που θα μου επέτρεπαν να το κατανοήσω πλήρως. Είχα πολλές απορίες αλλά αισθανόμουν πως επρόκειτο για κάτι πολύ σημαντικό, κάτι που θα με απασχολούσε έντονα στα χρόνια που θα έρχονταν. Πράγματι, ένας από τους λόγους που στη διδακτορική εργασία μου επέλεξα να ασχοληθώ με το θέμα του χρόνου και της γυναικείας ταυτότητας, ήταν αναμφισβήτητα η επιρροή του έργου τής Σιμόν Ντε Μπωβουάρ.

 

-Αγαπημένοι σας συγγραφείς και ποιητές;

Πεζογράφοι: Ντόρις Λέσσινγκ, Κάρεν Μπλίξεν, Μπουλγκάκωφ, Κάφκα, Όσκαρ Ουάιλντ, Κολμ Τόιμπιν, Μπόρχες, Σέμπαλντ, Φίλιπ Ροθ, Π. Ντ. Τζαίημς, Ρέιμοντ Κάρβερ, Μισέλ Φέιμπερ, Φώκνερ, Ρίτσαρντ Φορντ, Άννα Σέγκερς, Τόμας Μαν, Ντυράς, Ελίας Κανέτι, Τόνι Μόρισον, Ίαν ΜακΓιούαν, Άλις Μάνρο, Τζον Ίρβινγκ, Τζέιν Ώστιν, Χαρούκι Μουρακάμι, Ρουθ Ρέντελ, Τομπάιας Γουλφ, Τζέιμς Σάλτερ, Γκράχαμ Γκρην κ.ά.

Ποιητές: Έμιλυ Ντίνκινσον, Ρεμπώ, Λόρδος Βύρωνας, Εμπειρίκος, Γιώργης Παυλόπουλος, Αντώνης Φωστιέρης, Γιώργος Χρονάς, Διονύσης Καψάλης, Αγγελάκη-Ρουκ, Ελένη Γκίκα, Υβ Μπονφουά, Τ. Σ. Έλιοτ, Γκέοργκ Τρακλ,

Κλεοπάτρα Λυμπέρη, Τεντ Χιούζ, Γιώργος Βέης, Άλις Όσβαλντ, Χάνα Σάλιβαν κ.ά.

Ας αναφέρω ξεχωριστά τον Έντουαρτ Άλμπυ και τον Χάρολντ Πίντερ – ή συστηματική μελέτη και παρακολούθηση παραστάσεων των έργων τους στη Βρετανία ήταν για μένα μια σημαντική εμπειρία.

 

 

– Κατά την διαδικασία της συγγραφής, ακούτε μουσική, έχετε ανάγκη από απόλυτη σιωπή, διαβάζετε άλλα βιβλία ή ποιητές, καταφεύγετε σε εικαστικά έργα;

Mου αρέσει πολύ να ακούω μουσική καθώς γράφω. Έχω παρατηρήσει ότι τα λαϊκά τραγούδια και η όπερα, που γενικά απολαμβάνω, με αναστατώνουν συναισθηματικά και δεν μου επιτρέπουν να συγκεντρωθώ. Αντιθέτως, η κλασική μουσική και η τζαζ όχι μόνο δεν αποσπούν την προσοχή μου, αλλά λειτουργούν ως μουσικό υπόβαθρο για τις ιστορίες που γράφω.

 

– Να αναφερθούμε σε εκείνο που γράφετε σήμερα;

Η αλήθεια είναι ότι δεν μου αρέσει να μιλώ για κάτι που γράφω αν δεν έχει ακόμα αποκρυσταλλωθεί μέσα μου και δεν πλησιάζει την τελική του μορφή. Θα πω απλώς ότι έχω ξεκινήσει μία νέα συλλογή διηγημάτων τα οποία φαίνεται ότι θα εξελιχθούν σε νουβέλες.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top