Σαν ένα πεισματάρικο σκουλήκι μέσα στους μαιάνδρους του χάους
Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //
Άννα Γρίβα: «Εξόριστες βασίλισσες» Εκδ. Μελάνι, 2021
Η εξαιρετικά ήρεμη αφήγηση τρέχει μαλακά, με έναν εσωτερικό ρυθμό σαν ρυάκι σε όμορφο κήπο που επιτρέπει στον αναγνώστη να βλέπει τις μικρές λεπτομέρειες του παραδείσου ή και της κόλασης. Η πληροφορία περνάει, χωρίς έντονο πάθος, σέρνεται σαν τους σπιούνους του παλατιού με τα χίλια μάτια που δεν αφήνουν τίποτα να περάσει απαρατήρητο, σαν τους κακόβουλους αμαξάδες στους κακοτράχαλους δρόμους, σαν τους ληστές στα σοκάκια, σαν…
Η Άννα Γρίβα, με το βιβλίο της Εξόριστες βασίλισσες αναφέρεται στο Βυζάντιο του 5ου αιώνα μ.Χ., στις γυναίκες εκείνες που ζουν υποχρεωμένες να εξυπηρετούν τα φιλόδοξα συμφέροντα των αρχοντικών οίκων τους, χωρίς ποτέ, ίσως, να σκεφτούμε πόσο παγιδευμένες ήταν στο δίχτυ του κοινωνικού-βασιλικού τους ρόλου, «πολιτικές» πραμάτειες που ασφυκτιούσαν, ισοβίως ζωσμένες στον υποχρεωτικό «κορσέ» της Ανάγκης. Πού και από ποιους διδάχτηκαν την τέχνη του κυβερνάν. Ποιες ίντριγκες και ποιες σκοπιμότητες τις έφεραν στον θρόνο ή στα «περίχωρα» του θρόνου, με άδηλες ή δηλωμένες δραστηριότητες και επιρροές. Σε ποια ηλικία αρραβωνιάζονται, παντρεύονται, στέφονται, για να αποκαθηλωθούν και να τιμωρηθούν απάνθρωπα.
Το μυθιστόρημα συντίθεται κυριολεκτικά από μύθο και ιστορία. Η Ιστορία δίνεται σαν μύθος και ο μύθος εμπεριέχει την ιστορία του. Η αφήγηση αφορά πρόσωπα γυναικεία που δρουν πλάι σε βασιλιά – πατέρα, μητέρα, αδελφό, γιο- ενώ τα αντρικά πρόσωπα είναι σχεδόν σκιώδη με εξαίρεση τους δύο πρωταγωνιστές, Θεοδόσιο Β΄ και Παυλίνο.
Η Ιστορία αρχίζει τον Ιούλιο του 462, όταν η Ευδοξία επιστρέφει στη Βασιλεύουσα, μετά από μακρά περιήγηση σε άλλες πόλεις- Ραβέννα, Ρώμη, Καρχηδόνα∙ καμία δεν είναι σαν τη Βασιλεύουσα! Και ποτέ η Ευδοξία δεν περίμενε πως όλη η ζωή της θα ήταν μέσα στη συνεχή ανατροπή και αβεβαιότητα. Θα γινόταν βασίλισσα και μετά αιχμάλωτη των Βανδάλων στην Αφρική. Σαν όνειρο της έρχεται στο νου όταν ήταν μικρή και έβγαιναν κρυφά με την αυτοκράτειρα μητέρα της Ευδοκία, μεταμφιεσμένες σαν κοινές θνητές, μαζί με τη Ρωμαία υπηρέτρια Φαύστα, για να δουν τα δρώμενα στην πόλη, αυτές οι βασιλικές «σκλάβες». Και τώρα επιστρέφει σε μια πόλη που γνωρίζει και δεν γνωρίζει. «Η μοίρα των γυναικών είναι μία δίχως τέλος αιχμαλωσία», της έλεγε η μητέρα της. Δύο ετών την αρραβώνιασαν, δεκαπέντε την έστεψαν βασίλισσα με έναν άγνωστο, τον Βαλεντινιανό, τον αγάπησε ωστόσο, έκανε παιδιά, τον δολοφόνησαν, εκδικήθηκε τον φόνο του και «άφησε την κραυγή της να ακουστεί πέρα απ’ τα σύνορα». Για να εκδικηθεί χρειάστηκε τη βοήθεια των βαρβάρων και οι βάρβαροι δεν τηρούν το λόγο τους∙ την αιχμαλώτισαν με τις κόρες της. Την ελευθέρωσε ο πάπας Λέων.
Με το που έφτασε, η Φαύστα της παρέδωσε ένα δέμα καλά τυλιγμένο. Είναι το Ημερολόγιο της μητέρας της αυτοκράτειρας Ευδοκίας με τίτλο: Αθηναΐδος Λεοντίου εξ Αθηνών. Ούτε σύζυγος του Θεοδοσίου, ούτε Αυγούστα. Αθηναΐδα, λοιπόν, την έλεγαν και ήταν κόρη του φιλόσοφου Λεοντίου από την Αθήνα. Της άλλαξαν όνομα και πίστη και την έκαναν δυστυχισμένη εξόριστη αυτοκράτειρα. Είχε έρθει στην πόλη του Κωνσταντίνου να διεκδικήσει το μερίδιό της στην πατρική περιουσία που είχαν υπεξαιρέσει τα αδέλφια της. Μια υπόθεση που θυμίζει, εν μέρει, τη μοιρασιά του Βασιλιά Ληρ στις κόρες του, του Σαίξπηρ. Ψευδομάρτυρες, δικαστήρια και νοθείες και η Αθηναΐς, πάει να βρει το δίκιο της, αλλά βρίσκει την Πουλχερία, την αδελφή του Θεοδοσίου και τη μοίρα της.
Η Ευδοξία ανοίγει και κλείνει το βιβλίο το οποίο εγκιβωτίζει την ιστορία της μητέρας της. Και το χρονόμετρο αρχίζει να γράφει από τον μήνα Θαργηλιώνα, Ολυμπιάδος 299ης έτος τρίτο, ήτοι από τις 13 Μαΐου του 420 μ. Χ. όταν η Ευδοξία αρχίζει να διαβάζει το Ημερολόγιο. Και ο κύκλος των μηνών ολοκληρώνεται γρήγορα: Σκιροφοριών, Εκατομβαιών, Βοηδρομιών, Πυανεψιών, Ποσειδεών, Γαμηλιών, Ελαφοβολιών, Μαιμακτηριών και πάλι Ελαφηβολιών και πάλι κύκλοι κι άλλη Ολυμπιάδα κι άλλα γεγονότα. Είναι τα χρόνια που οι δύο θρησκείες αγγίζονται, οι φιλοσοφικές σχολές κλείνουν , ο αρχαίος κόσμος, διώκεται και πεθαίνει, ο νέος κυριαρχεί και με κάθε μέσο επιβάλλεται και επαναλαμβάνει τα λάθη του παλιού.
«Τα μέρη από όπου περνώ δεν έχουν καμία σχέση με την Αθήνα. Οι άνθρωποι εδώ νοιάζονται μόνο για το κρασί, έχουν βάρβαρους τρόπους και μιλάνε ελάχιστα… Ενώ οι Αθηναίοι, ακόμη και αν δεν έχουν φαγητό, ακόμη κι αν πλησιάζουν στα τείχη τους οι ορδές των εχθρών, μιλάνε για την ποίηση, το θέατρο, τη φιλοσοφία».
Στην πόλη του Κωνσταντίνου, όπως είπαμε, η Αθηναΐς θα συναντήσει την ισχυρή Πουλχερία, αδελφή του Θεοδοσίου Β΄. Αυτή κυβερνά, όχι ο Θεοδόσιος. Αυτή κανονίζει και τον γάμο του. Η Αθηναΐς θα παντρευτεί τον Θεοδόσιο, αλλά «το πραγματικό ζευγάρι θα είμαστε εμείς», είπε η Πουλχερία. «Όχι ζευγάρι των σωμάτων αλλά ένα ζευγάρι ελεύθερων πνευμάτων… θα προσκυνάμε μαζί τον Χριστό, μόνη σου μπορείς να επικαλείσαι όποιον θεό ή δαίμονα θέλεις».
Και η Ευδοκία θαμπώνεται από την Πουλχερία: «Στις μέρες μας όλοι θέλουν να έχουν λόγο για τα πάντα. Σπάνια, όμως, βρίσκεις ανθρώπους να μιλούν με γνώση και σύνεση», χωρίς βέβαια να ξεχνά ποτέ την Αθήνα, στην οποία ελπίζει κάποτε να ξαναγυρίσει, γιατί «Η μνήμη είναι ό,τι οι ρίζες για το δέντρο». Στην πόλη του Κωνσταντίνου και με τη βοήθεια της «περίεργης» και ασκητικής Πουλχερίας θα ιδρύσει το Πανδιδακτήριο, κατά το πρότυπο της Σχολή του πατέρα της στην Αθήνα. Πανεπιστήμιο, δηλαδή. Ο αμίλητος Θεοδόσιος αναίτια θα απομακρυνθεί.
Η πολλαπλότητα της αλήθειας, η λαβυρινθοειδής σκέψη της «σατανικής» Πουλχερίας, που μοιάζει σαν να ακτινογραφεί, βλέπει και βγάζει στην επιφάνεια τις επιθυμίες της Ευδοκίας και την συμβουλεύει να αποκτήσει εραστή. Έτσι κάνουν όλες, είπε. Η αυτοκρατορία έχει σημασία, τα πρόσωπα είναι για κατανάλωση. Η Πουλχερία ξέρει τις κρατικές υποθέσεις και προβλέπει τη συνέπεια κάθε κίνησης στο μέλλον.
Και ο έρωτας που «κόβει τον καιρό στα δυο και τον αποσβολώνει», όπως λέει και ο Γιώργος Σεφέρης, θα έρθει να αποσβολώσει κι εκείνην. Ο έρωτας θα είναι το μόνο φως στη ζωή της, μακριά από τη φωτεινή Αθήνα. Θα ερωτευθεί τον Παυλίνο, πιστό και αγαπημένο φίλο του Θεοδοσίου, ο οποίος την είχε ερωτευτεί πρώτος, πριν από τον βασιλιά. Μια ιστορία που θυμίζει, εν μέρει, την άλλη της στρογγυλής τραπέζης των ιπποτών, με Αρθούρο, Γουίνεβιρ, Λάσνελοτ στο Κάμελοτ. Η ευτυχία και η δυστυχία μαζί, η εκδίκηση του βασιλιά, τρομερή και η ήττα των δύο ερωτευμένων «έχει προηγηθεί του πολέμου». «Αγνοούσα ότι τίποτα στη ζωή δεν είναι στέρεο και αμετάβλητο», λέει η συντριμμένη ηρωίδα. Όσο και αν προσέχουν οι δύο εραστές, υπάρχουν μάτια κρυμμένα παντού που βλέπουν και μαρτυρούν∙ «Υπάρχουν τόσες δυνάμεις που δεν γνωρίζουμε».
Τελικά, όλα θα πάνε στραβά κι η Ευδοκία θα απομείνει «ένας κόκκος άμμου μέσα στην απληστία του ήλιου», ενώ ο Θεοδόσιος, ο νωθρός, ο σκεπτικός θα δείξει το θηρίο που έκρυβε μέσα του∙ «πόσο παράξενη είναι η ψυχή των ανθρώπων όταν τρελαίνεται από μίσος και οργή». Η τελευταία καταγραφή στο Ημερολόγιο θα γίνει την 18 Θαργηλιώνος Ολυμπιάδος 305ης 4ο έτος, ήτοι 10 Μαΐου 445. Συνολικά 25 χρόνια περιπέτειας.
Η Άννα Γρίβα έγραψε ένα ιστορικό μυθιστόρημα, στο οποίο η ιστορία δεν καταπίνει τον μύθο. Αφήνει αρώματα και αναπνοές στην ατμόσφαιρα, συναισθήματα και σκέψεις. Μπαίνει στην ψυχή των ηρώων και φιλοτεχνεί με όλες τις λεπτομέρειες το πορτρέτο τους. Ρίχνει το δίκιο εκεί που υπάρχει. Μιλάει με θαυμασμό για τη φιλοσοφία και τη γνώση που δεν δογματίζει, επιτρέπει στις ποικίλες στροφές που παίρνει η σκέψη να αποκαλύψουν άλλες πτυχές της αλήθειας.
Η ιστορία είναι ο καμβάς, μια τεράστια τοιχογραφία που πάνω της κεντά τις ιστορίες των βασιλισσών, αλλά και των άλλων απλών γυναικών που θα εμπλακούν, κάθε μία με τη δική της ιστορία εξορίας. Γυναίκες έξυπνες, μορφωμένες, δυστυχισμένες, δεμένες στο άρμα των υποχρεώσεων γιατί «οι γυναίκες πουλιόνταν και αγοράζονταν σαν κτήματα και μεταφέρονταν σαν λάφυρα». Όσες επέλεξαν την ελευθερία τους ή πέθαναν ή έζησαν σκληρή ζωή.
Το βιβλίο, λοιπόν, του έγραψε η Άννα Γρίβα είναι ένα βιβλίο για την θέση της γυναίκα στον κόσμο, για την ελευθερία της σκέψης, για τη γνώση, αλλά και για τις δεσμεύσεις που γεννούν οι ρόλοι στη ζωή. Μέσα από τους στοχασμούς της Αθηναΐδας -Ευδοκίας προβάλλουν θέσεις και αντιθέσεις πάνω σε σοβαρά θέματα που δείχνουν, τις ποικίλες όψεις μιας πράξης, μιας φράσης, ενός γεγονότος μικρού ή μεγάλου, τις ερμηνείες, παρερμηνείες, λανθασμένες πληροφορίες, κρυμμένες σκοπιμότητες, μισαλλοδοξίες, θρησκευτικές ορθοδοξίες, υποκρισίες, μύθους, όνειρα, εκπλήξεις, συμφέροντα, συνέπειες, όλα σε ένα πλέγμα, όπου η αλήθεια χάνεται όπως και τα πρόσωπα στην άμμο της ερήμου.
Η Άννα Γρίβα πιάνει το νήμα και ολοκληρώνει τον κύκλο του χορού των γενναίων, έξυπνων και μορφωμένων γυναικών που οραματίστηκαν εκείνες οι εξόριστες βασίλισσες. Στο Επίμετρο, μας εξηγεί τη μαγική πραγματικότητα που την ώθησε να γράψει, το όνειρό της, δηλαδή, που γονιμοποιήθηκε σ’ αυτό το βιβλίο και ελπίζουμε, όπως και η ίδια, σε ένα ακόμα όνειρο και στη μελλοντική μετάφραση των ποιημάτων της Ευδοκίας.
Η Άννα Γρίβα, καλή ποιήτρια και μαγική αφηγήτρια, εμφανίζεται στο αφτί του βιβλίου, ενώ στο εξώφυλλο εμφανίζεται η Romina Ressia. Δύο γυναίκες στην ίδια στάση, με διαφορετικό φόρεμα, αλλά με ίδιο όραμα…