Fractal

Εντός και εκτός…

Γράφει ο Τάσος Αγγελίδης- Γκέντζος //

 

Μοχσίν Χαμίντ «Έξοδος προς Δυσμάς», Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ, Εκδόσεις Ψυχογιός, 2019

 

Μερικά βιβλία σε εκπλήσσουν…

Σε εκπλήσσουν παρόλο που αυτό που διαβάζεις σου φαίνεται απόλυτα λογικό!

Το λογικό δε θα έπρεπε να δημιουργεί ερωτήματα, ρητορικά και μη.

Η ιστορία του Σαΐντ και της Νάντιας με αφετηρία μια χώρα, τη χώρα τους, που πλήττεται από τον πόλεμο και το ταξίδι τους προς Δυσμάς μέσα από πόρτες που τους ανοίγονται για να τους μεταφέρουν μακριά από τους κινδύνους και τον θάνατο σε καταυλισμούς όπου συνυπάρχουν «οικογένειες με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον και συμμορίες νεαρών με το βλέμμα στραμμένο στους ευάλωτους, κι έντιμοι άνθρωποι κι απατεώνες, κι αυτοί που είχαν διακινδυνεύσει τη ζωή τους για να σώσουν τα παιδιά τους κι άλλοι που ήξεραν πώς να στραγγαλίσουν κάποιον στο σκοτάδι χωρίς να βγάλει άχνα», στο σκοτεινό κομμάτι πόλεων του Δυτικού κόσμου όπου «τα σκουπίδια πλήθαιναν ολοένα, καθώς κανείς δεν τα μάζευε κι οι σταθμοί του υπογείου είχαν κλείσει», σε μέρη όπου γνώρισαν την οργή των τοπικιστών και τα κρατικά μέσα αστυνόμευσης, αλλά που ήταν προτιμότερα από τον τόπο τους, «καλύτερα εδώ παρά εκεί μονολογούσε (η Νάντια), και συνειδητοποίησε ότι ένιωθε να πνίγεται στον τόπο γέννησής της μια ζωή, ότι η εποχή του τόπου της είχε παρέλθει για την ίδια κι εδώ ζούσε σε μιαν άλλη, νέα εποχή, κι όσο πλήρης κινδύνων κι αν ήταν».

Τα εντός των εισαγωγικών λένε τα πάντα!

Τα εκτός των εισαγωγικών… συμπληρώνουν.

Μερικά βιβλία με αναγκάζουν να μεταφέρω αυτούσια… τα λόγια τους!

Το ταξίδι προς Δυσμάς συνεχίζεται και ενώ «η Αποκάλυψη έχει έρθει θαρρείς (και) ωστόσο δεν ήταν καταστροφική, τουτέστιν, ενώ οι αλλαγές ήταν συνταρακτικές, δεν ήταν το τέλος, κι η ζωή συνεχιζόταν, κι οι άνθρωποι έβρισκαν πράγματα να κάνουν και τρόπους να ζουν κι ανθρώπους να συγχρωτίζονται».

Οι συνθήκες δύσκολες, όμως υπάρχουν στιγμές που αν τις αδράξεις ξανακερδίζεις το συναίσθημα του να είσαι άνθρωπος, «να ζεις σαν ανθρώπινο ον, να θυμίζεις στον εαυτό σου τι ήσουν». Τελικά, κάπου κερδίζει η ανθρωπιά «και η γενναιότητα, διότι απαιτείται θάρρος για να μην επιτεθείς όταν φοβάσαι».

Το βιβλίο αυτό αφηγείται την ιστορία δύο νέων ανθρώπων που αποφασίζουν να αναζητήσουν «μια καινούρια ζωή σ’ έναν άγνωστο και αβέβαιο κόσμο, προσπαθώντας να μη χάσουν ο ένας τον άλλον, να μη χάσουν το παρελθόν τους και τον ίδιο τους τον εαυτό» (οπισθόφυλλο). Μια μετανάστευση επιβεβλημένη για την επιβίωση τους, ακόμα κι αν «όταν μεταναστεύουμε δολοφονούμε απ’ τη ζωή μας αυτούς που αφήνουμε πίσω».

Να μην χάσω… και να κατανοήσω πως «δολοφονώ» αυτούς που έχω αφήσει πίσω… Θα μπορούσα στο σημείο αυτό να σταματήσω αυτή την κριτική παρουσίαση και να συζητήσουμε για όσα και όσους χάνω, για όσα και όσους «δολοφονώ».

Και για την επιβεβλημένη μετανάστευση…

Γιατί δεν το κάνω;

Τα εντός εισαγωγικών είναι πιο ισχυρά…

Ο Σαΐντ και η Νάντια, τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, ζουν μια ιστορία αγάπης και συνάμα δένονται από μια υπόσχεση «να μείνει στο πλευρό του (Σαΐντ) ώσπου να διαφύγει τον κίνδυνο» και ένα βαθύ αίσθημα προστασίας «ευχόταν να μπορούσε να κάνει κάτι για τη Νάντια, να μπορούσε να την προστατεύσει απ’ αυτά που έρχονταν».

Είναι αυτά αρκετά να τους κρατήσουν μαζί;

Και για πόσο;

Ο κόσμος αλλάζει γύρω τους, οι ίδιοι αλλάζουν.

Λογικά ερωτήματα…

Κάποια στιγμή η Νάντια θα σκεφτεί πως χάνει την ψυχική της ισορροπία «ή ενδεχομένως τα λογικά της» και θα νιώσει «το αλλόκοτο  αίσθημα μιας καμπύλωσης του χρόνου ολόγυρά της, λες και βρισκόταν στο παρελθόν και διάβαζε για το μέλλον ή στο μέλλον και διάβαζε για το παρελθόν κι ένιωσε σχεδόν ότι αν σηκωνόταν και γύριζε σπίτι αυτή τη στιγμή θα υπήρχαν δύο Νάντιες, ότι θα χωριζόταν σε δύο Νάντιες».

Τα συναισθήματα μεταξύ τους αλλάζουν άραγε;

Η μετάβαση σε άλλους τόπους μετασχηματίζει τον συναισθηματικό τους κόσμο;

Τι αποτελεί ο ένας για τον άλλον;

«Το σούρουπο, ο Σαΐντ ανηφόρισε στην κορφή του λόφου κι η Νάντια ανηφόρισε στην κορφή του λόφου, κι από κει κοίταξαν πέρα… κι εκείνος στάθηκε πλάι στο σημείο όπου έστεκε εκείνη, κι εκείνη στάθηκε πλάι στο σημείο όπου έστεκε εκείνος… και κοίταξαν ολόγυρα κι ο ένας τον άλλο, αλλά δεν είδαν ο ένας τον άλλο, διότι… έμειναν στην κορφή του λόφου μόνο για λίγο και σε άλλες χρονικές στιγμές».

Ο χρόνος κι αυτά που κινούνται γύρω του…

Για τον Σαΐντ η Νάντια «ήταν όλη κι όλη η στενή του οικογένεια τώρα, κι ο ίδιος έβαζε την οικογένεια πάνω απ’ όλα κι όταν η μεταξύ τους οικειότητα έδειχνε λειψή, η λύπη του ήταν απέραντη, τόσο απέραντη που αναρωτιόταν κατά πόσον όλες του οι απώλειες είχαν συνδυαστεί σ’ έναν πυρήνα απώλειας».

Η Νάντια «Σκεφτόταν ότι ενδεχομένως στο τέλος εκείνος αμφιταλαντευόταν για το κατά πόσο να φύγει απ’ την πόλη τους… και σκεφτόταν ότι κατά βάθος ήταν καλός κι έντιμος άνθρωπος, κι εκείνη τη στιγμή κυριεύτηκε από συμπόνια για κείνον… και συνειδητοποίησε ότι ποτέ στη ζωή της δεν είχε νιώσει τόσο έντονα αισθήματα για κανέναν στον κόσμο σαν αυτά που είχε νιώσει για τον Σαΐντ τις στιγμές των πρώτων εκείνων μηνών, όταν τα αισθήματά της για κείνον ήταν εντονότερα».

Η πατρίδα;

Τι είναι για αυτούς;

Μετανάστευσαν, ζουν όμως με τη νοσταλγία της;

Η συναναστροφή με τους συμπατριώτες τους αποτελεί για τον Σαΐντ γεγονός χαράς, όχι όμως για τη Νάντια: «Για να είμαστε με ανθρώπους του είδους μας», «Τι τους κάνει ανθρώπους το είδους μας;», «Κατάγονται απ’ τη χώρα μας», «Απ’ τη χώρα απ’ την οποία καταγόμασταν στο παρελθόν»,… «Αυτό δε σημαίνει ότι τίποτα δε μας συνδέει μ’ αυτήν».

Ο Σαΐντ αναζητά πάντα μια σύνδεση με την πατρίδα, το σπίτι του, είτε στο πρόσωπο των συμπατριωτών του που και αυτοί είναι μετανάστες είτε στην προσευχή, «Ένα απόγευμα… καθώς προσευχόταν ένιωσε ότι η προσευχή ήταν αλλιώτικη… Τον έκανε να νιώσει ότι ήταν μέρος ενός συνόλου, ένα αίσθημα όχι μόνο πνευματικό, αλλά κι ανθρώπινο, ότι ήταν μέλος αυτής της ομάδας». Η προσευχή είναι για αυτόν ουσιώδης δίαυλος επικοινωνίας με τους γονείς του. «Όταν προσευχόταν, άγγιζε τους γονείς του, τους οποίους δεν μπορούσε διαφορετικά ν’ αγγίξει, κι άγγιζε ένα συναίσθημα που έλεγε πως είμαστε όλοι παιδιά που χάνουμε τους γονείς μας, όλοι μας». «Μέχρι το τέλος της ζωής του, η προσευχή καμιά φορά θύμιζε στον Σαΐντ τη μητέρα του και την κρεβατοκάμαρα των γονιών του που μύριζε αμυδρά άρωμα…»

Πολλές -και κάποιες φορές άσκοπες- οι κουβέντες μας περί προσευχής!

Προσωπική υπόθεση η προσευχή…

Έξοδος προς δυσμάς ο τίτλος του βιβλίου, Exit West ο πρωτότυπος.

 

Μοχσίν Χαμιντ

 

Έξοδος από συνθήκες απειλητικές, τρομακτικές περιοχών πολέμου, αλλά όχι μόνο. Η έξοδος δεν αφορά μόνο ομάδες ανθρώπων που ξεριζώνονται από τον τόπο τους. Αφορά και την έξοδο κάθε ατόμου από τη ζοφερή πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου που και αυτή αποτελεί μια μετανάστευση, ένα πέρασμα σε μιαν άλλη πραγματικότητα, όπου το άτομο θα νιώσει «κάτι για πρώτη φορά», όπως ο λογιστής που βρίσκεται στα πρόθυρα αυτοκτονίας. Ένας κόσμος όπου, όπως φαινόταν στην ηλικιωμένη γυναίκα, όλοι μεταναστεύουν, «κάποιος έφευγε και κάποιος άλλος ερχόταν και τώρα άνοιγαν όλες αυτές οι πόρτες από ένας Θεός ξέρει πού και κάθε λογής αλλόκοτοι άνθρωποι κυκλοφορούσαν τριγύρω», και μήπως «αναδιαμόρφωναν την ίδια τη Γη;»

Το να μετακινείσαι είναι μια συνεχής, αδιάκοπη αναγκαιότητα;

Δεκάδες τα ερωτήματα!

Για τον αφηγητή παρόλο που «Το να δραπετεύεις μια ζωή είναι πέρα απ’ τις δυνάμεις των περισσοτέρων: κάποια στιγμή ακόμα και το κυνηγημένο ζώο θα σταθεί εξουθενωμένο και θα περιμένει τη μοίρα του», η μετανάστευση είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη ζωή. Οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν «ακόμα κι όταν μένουμε στο ίδιο σπίτι όλη μας τη ζωή», γιατί «είμαστε όλοι μετανάστες μες στον χρόνο».

Οι πόρτες ανοίγουν: το πέρασμα σε έναν άλλο κόσμο, η διαχρονική αλλά και συγχρονική μετανάστευση στον χώρο και στον χρόνο του Σαΐντ και της Νάντιας, όλων μας, αποτυπώνεται νοηματικά και αφηγηματικά.

Στην αρχή ο αναγνώστης παρακολουθεί αμέτοχος το πέρασμα στη Δύση των δύο νέων ως ένα γεγονός ιστορικό-κοινωνικό της καθημερινότητάς του, γεγονός που βιώνει ζώντας σε μια χώρα που δέχεται μεταναστευτικά κύματα, ενδεχομένως προσεγγίζει το θέμα με συμπόνια –ή και όχι. Ακολουθώντας την εξέλιξη της ιστορίας αρχίζει να συνειδητοποιεί την αναγκαιότητα του να «διαβεί την πόρτα, έστω και για μια φορά, για να δει τι βρίσκεται στην άλλη πλευρά», και ίσως την αναγκαιότητα του να ωριμάσει μέσα από αυτήν τη διαδικασία.

Η άλλη πλευρά!

Τη βλέπουμε την άλλη πλευρά;

Την ακούμε;

Η μετάβαση από την καθημερινότητα των δύο νέων στην καθημερινότητα κάποιου στην Ολλανδία ή αλλού είναι κινηματογραφική σαν να αλλάζει το πλάνο, όπως αλλάζει η ματιά κάτω από έναν άλλο ουρανό, όπως αλλάζει η οπτική σε μια φωτογραφία.

Τι κρύβουν άραγε οι πόρτες;

Τι κρύβει η επόμενη μέρα;

Πόσο εύκολη ή δύσκολη είναι η έξοδος από τις αντιξοότητες ή το ανικανοποίητο της καθημερινότητας;

Ο κόσμος αλλάζει, αναδιαμορφώνεται, οι κοινωνικές δομές μετασχηματίζονται.

Εμείς;

Η δική μας οπτική διαμορφώνεται ανάλογα;

Γιατί η Νάντια φορά ακόμα το μαύρο της φουστάνι;

Απέφυγα -θέλω να το πιστεύω- να εκφράσω προσωπικές θέσεις, να επικρίνω και να υπογραμμίσω αυτά που με ενοχλούν στο σήμερα, να υποδείξω για το αύριο…

Ο κοφτός λόγος του κειμένου με ανάγκασε;

Ποιος ξέρει…

Θα παραθέσω όμως τι έγραψαν κάποιοι άλλοι… για το βιβλίο που μεταφράστηκε σε 32 γλώσσες: «Είναι σαν ο Χαμίντ να ήξερε τι θα γινόταν στην Αμερική και στον κόσμο και να μας έδωσε έναν οδικό χάρτη για το μέλλον μας… Τρομακτικό και συνάμα παράξενα ελπιδοφόρο». The New York Times Book Review.

«Ακόμα κι αν η κατάσταση της Νάντιας και του Σαΐντ ήταν άγνωστη στους περισσότερους από εμάς στην πραγματική και γεμάτη κινδύνους διάστασή της, το βιβλίο αυτό αποτελεί μια σαφή διακήρυξη συγγένειας. Είμαστε όλοι μετανάστες μέσα στον χρόνο». Washington Post.

«Ο Χαμίντ πολύ παραστατικά διερευνά ένα θεμελιώδες και σημαντικό οντολογικό ερώτημα. Μπορούμε έστω και στο ελάχιστο να συλλάβουμε τον εαυτό μας με διαφορετικό τρόπο εκτός από την αντιπαράθεση με κάποιον “άλλο”;» Los Angeles Times.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top