Fractal

Διήγημα: “Εσύ και οι Άλλοι”

Γράφει ο Χαράλαμπος Κωφιάδης // *

 

 

 

Εσύ και οι Άλλοι

 

Χαμένος ήμουν πάλι στους μονολόγους μια κωμικής φιγούρας. Την παρακολουθώ συχνά την συγκεκριμένη, για να γελώ και να ξεχνιέμαι, μα μερικές φορές με πιάνει εξ’ απήνης. Είναι αυτές οι στιγμές που σου υπενθυμίζουν αιφνιδίως αυτό που πάντα ήξερες και πάντα πρέσβευες με πάθος μπροστά στους άλλους: πως τίποτα δεν είναι μονοδιάστατο. Ούτε και η κωμωδία της ήταν· όχι εκείνη την μέρα. Την επισκέφτηκα για να “αδειάσω” και παρόλα αυτά, στην λήξη της μικρής μας συνάντησης, ένιωθα το κεφάλι μου βαρύτερο κατά τόνους. Κι όπως εκείνη έφευγε και με αποχαιρετούσε, μια άλλη παρουσία εισήλθε στον χώρο· μια μορφή θολή και συγκεχυμένη για μένα. Μου τον είχε συστήσει η “κωμικιά”, ωμά και αφιλτράριστα, μα το μυαλό μου προσπαθούσε να τον πλάσει αλλιώς και να πετάξει την χαλασμένη του εικόνα για να ανακουφιστεί. Και αυτό κατέληξε να μπερδεύει τις γραμμές του προσώπου του· αυτό και το γεγονός πως δεν τον γνώριζα πρωτύτερα. Για μέρες στεκόταν εκεί και με κοιτούσε αμίλητος, με παρακαλούσε να τον γνωρίσω και ταυτόχρονα αδιαφορούσε για την ύπαρξή μου, όπως αγνόησα κι εγώ το τέλος της δικής του. Σταδιακά όμως, η απόσταση μεταξύ μας μίκρυνε. Ήταν αυτός που βημάτιζε; Ήμουν εγώ που έψαχνα να τον βρω σε αναρτήσεις του διαδικτύου και έτσι τον πλησίαζα; Δεν ξέρω. Ήσυχα όμως, έφτασε να στέκεται απέναντί μου. Έπιασε μια καρέκλα και κάθισε μαζί μου, στο τραπέζι. Δεν με τρόμαζε η επίσκεψή του. Την περίμενα και αν μη τι άλλο, ίσως και να την προκάλεσα.

«Πως σε λένε;», τον ρώτησα δειλά, αν και γνώριζα.

«Να πούμε Ιάκωβο;», μου είπε μορφάζοντας αδιάφορα.

«Με ρωτάς;».

«Δεν είχα ένα όνομα», αποκρίθηκε εκείνος. «Ή τουλάχιστον δεν με προσφωνούσαν όλοι με τον ίδιο τρόπο. Είχα πολλά χαϊδευτικά. Πουστάρα, ανώμαλε, πρεζάκι… Γι’ αυτό ρωτάω. Το Ιάκωβος ίσως και να ηχεί παράξενα πλέον στα αυτιά μου. Δεν έχω πρόβλημα όμως, διάλεξε και πάρε. Απαντώ σε όλα».

«Θα πάμε με το Ιάκωβος, για σήμερα τουλάχιστον», αποφάνθηκα. «Λοιπόν Ιάκωβε, από πού έρχεσαι;».

«Από την κόλαση», απάντησε με ευκολία. «Κατέληξα εκεί για να μην δυσαρεστηθεί κανείς, με καταλαβαίνεις;».

«Ομολογώ πως όχι. Είναι επιλογή η κόλαση;».

«Κατά μία έννοια», είπε σιάζοντας τα σγουρά μαλλιά στο μέτωπό του, σαν να μην τον ένοιαζε και πολύ.

«Γιατί ήρθες;».

«Δεν είναι η πρώτη φορά που εγώ -και ο κάθε εγώ- καλούμαστε να εκπληρώσουμε τις εγωιστικές ανάγκες του καθενός. Εσύ με θέλησες, κι εγώ είμαι εδώ, απίκο».

«Εγώ είμαι ο εγωιστής δηλαδή στην σημερινή εξίσωση;».

«Δεν είσαι;».

Μπορεί και να ήμουν. Είχα την ανάγκη να μιλήσω μαζί του και κατά κάποιον τρόπο να ηρεμήσω την συνείδησή μου, που ζητούσε άφεση αμαρτιών, και μιαν ικανοποίηση πως έκανα τουλάχιστον αυτό.

«Θέλεις να μου πεις πως βρέθηκες εκεί; Στην κόλαση όπως λες. Τι προηγήθηκε;».

«Δεν ξέρω». Χαμογελούσε. «Βλέπεις δεν έχουν αποφανθεί ακόμη».

«Ποιος δεν έχει αποφανθεί;».

«Οι Άλλοι».

«Δεν είμαι σίγουρος πως μπορώ να ακολουθήσω τον ειρμό σου Ιάκωβε».

Μου γέλασε με έναν τρόπο που δεν μου άρεσε. Σαν να ήξερε κάτι που εγώ αγνοούσα, ενώ δεν θα έπρεπε.

«Οι Άλλοι είναι… θα καταλάβεις. Ίσως καταλάβεις», είπε τελικά και ακούμπησε τους αγκώνες του στο τραπέζι. Τώρα τα χαρακτηριστικά του καθάρισαν περισσότερο. «Αυτοί μου είπαν όσα ξέρω. Και είναι πολλοί. Εγώ που ήμουν ένας, ό,τι και αν πίστευα τί σημασία είχε; Η δύναμη είναι στην πλειοψηφία και αυτή σέρνει μαζί της και την αλήθεια των πολλών. Γι’ αυτό σου λέω, δεν είμαι εγώ που αποφασίζω τί έγινε. Εγώ το ακούω και δεν έχω παρά να το δεχτώ στην θέση που βρίσκομαι».

«Θα προτιμούσα να ακούσω την δική σου αλήθεια».

«Ω, μην είσαι υποκριτής», μου είπε κουνώντας το κεφάλι του αρνητικά. «Δεν το θέλεις. Ούτε εσύ, ούτε κανένας. Οι Άλλοι θέλουν αίμα και το πήραν. Εσύ; Δεν είσαι από αυτούς θες να μου πεις;».

«Ακόμη δεν είμαι σίγουρος ποιοι είναι, για να μπορώ να σου πω αν συντάσσομαι μαζί τους ή όχι».

Ένιωθα το “κατηγορώ” του να με βαραίνει και να με αναγκάζει να γείρω τους ώμους και να χαμηλώσω το βλέμμα.

«Από αυτούς είσαι», είπε με βεβαιότητα και έβγαλε ένα τσιγάρο. Το χτύπησε στο τραπέζι ανάμεσά μας, για να μπουκώσει καλύτερα τον καπνό, και βάζοντάς το στα χείλη του, μου έκανε ένα νόημα, ζητώντας μου την άδεια να το ανάψει. Δεν του αρνήθηκα. «Άμα είσαι ένας μόνος σου, τότε όλοι οι υπόλοιποι είναι αναγκαστικά οι Άλλοι. Με καταλαβαίνεις;». Δεν έκανα τον κόπο να τον διαψεύσω και πάλι. Ήθελα απλά να συνεχίσει. «Για παράδειγμα, θα σου κάνω μια ερώτηση: με ήξερες από πριν;».

«Όχι».

«Αυτό ακριβώς. Όταν μυρίστηκες όμως αίμα, με έψαξες. Ξέρεις ποιοι το κάνουν αυτό; Οι καρχαρίες… και οι Άλλοι!».

«Ωραία», είπα αναγκαστικά. Γιατί δεν θα δεχόμουν έτσι εύκολα να με κατηγοριοποιούν και να με τσουβαλιάζουν. Εγώ θα διαχώριζα την θέση μου για χάρη της ψυχικής μου ηρεμίας. «Ας πούμε λοιπόν ότι είμαι ένας Άλλος, που όμως θέλει να ακούσει. Πες μου».

«Εγώ που λες, είχα φάει πολλές…», ξεκίνησε να λέει και έκανε μια παύση. Φάνηκε να με μετράει, με εκείνο το οξυδερκές βλέμμα για λίγο. «…καραμέλες», αποφάνθηκε. «Είχα φάει πολλές καραμέλες τις προηγούμενες μέρες, και ως γνωστόν, η ζάχαρη προκαλεί μια υπερδιέγερση. Αυτό, που θέλεις κάτι να κάνεις για να ξεσπάσεις κάπου την ξαφνική ενέργεια που σε κατακλύζει», μου είπε βγάζοντας τον καπνό από την μύτη του. «Κι έτσι, μπήκα όπου βρήκα».

«Που μπήκες;», τον ρώτησα μπερδεμένος με την εισαγωγή του.

«Σε ένα μέρος που δεν ήταν για μένα. Αλλά με θάμπωσε το χρυσαφένιο χρώμα και η ψευδαίσθηση της πολυτέλειας και θέλησα λίγη από αυτήν την αίσθηση για μένα. Έτσι με πληροφόρησαν».

«Μα μπορείς να πάρεις στ’ αλήθεια μια αίσθηση;».

«Είχα μαζί μου ένα μαχαίρι. Κόβεις ένα κομμάτι και το παίρνεις», μου είπε, κοιτάζοντάς με σαν τρίχρονο παιδί που δεν καταλαβαίνει. «Αλλά δεν ήταν δική μου για να την πάρω και το κομμάτι αυτό δεν μου αναλογούσε. Άρα;». Έκανε μια παύση, σαν να περίμενε να πω εγώ τις λέξεις για αυτόν. Δεν το έκανα. «Άρα εκείνη την στιγμή, απέκτησα ένα ακόμη υποκοριστικό· αυτό του ληστή».

«Ήθελες όντως να κλέψεις;».

«Έτσι λένε». Δεν ρώτησα ποιοι. Ήξερα την απάντηση· οι Άλλοι. «Και αφού το λένε, κάτι θα ξέρουν. Εγώ βλέπεις ήμουν υπό την επήρεια των σακχάρων όπως προείπα…ή όπως προείπαν. Δεν θυμάμαι. Ειπώθηκαν τόσα πολλά άλλωστε, που παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μου, δεν τα συγκράτησα όλα. Θα μου το συγχωρήσεις αυτό… ή όχι, δεν με πειράζει».

«Και αίφνης, εγκλωβίστηκα μέσα. Το “έξω” ήταν εκεί. Το έβλεπα μα δεν μπορούσα να το φτάσω. Και προσπάθησα να σπάσω τα δεσμά μου, ορμητικός, σαν μαινόμενος ταύρος. Μόνο που το κόκκινο πανί ήταν στα χέρια μου. Βέβαια, μέσα στην ένταση της στιγμής, το παράκανα. Τα έκανα τα δεσμά θρύψαλα που λες και βρέθηκα από την μία στιγμή στην άλλη, ξαπλωμένος σε μια βροχή από κρύσταλλα. Χαμός. Έπρεπε να είσαι από μια μεριά να το δεις», είπε και απλώθηκε πίσω στην καρέκλα του, χαμογελώντας σαν να αναπολούσε κάποια σκηνή από ταινία.

«Βγήκες όμως». Το ήξερα από πριν αλλά αυτό δεν με σταματούσε από το να ρωτάω.

«Βγήκα ναι», μου αποκρίθηκε. «Βγήκα ενώ δεν έπρεπε. Ήξεραν αυτοί πως έπρεπε να μείνω μέσα και προσπαθούσαν να με αποτρέψουν αλλά δεν τους άκουγα». Είδε την έκφραση του προσώπου μου και απαξιώντας σχεδόν, έσπευσε να με διαφωτίσει. «Έξω ήταν οι Άλλοι». Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και εκείνος έκανε άλλη μια τζούρα. «Μόνος μου τραυματίστηκα, πάνω στην ανόητη προσπάθειά μου να βγω, ενώ εκείνοι , φιλάνθρωποι και διορατικοί, κουνούσαν χέρια και πόδια για να με συνετίσουν. Πάνω στην λαχτάρα τους για μένα βέβαια, δεν πρόσεξαν και από λάθος με τραυμάτισαν. Επιπόλαια όμως, μην φανταστείς. Το είπαν και αργότερα πως εκείνοι δεν έφταιγαν. Κι έπειτα, τους τρόμαξε και το μαχαίρι μου».

«Το είχες ακόμη πάνω σου;».

«Το κρατούσα».

«Και αυτό; Μαζί με ό,τι είχες για να σπάσεις…».

«Τα δεσμά μου», με πρόλαβε. «Όχι. Αυτό το κρατούσα και με τα δύο χέρια. Θέλει δύναμη για να ελευθερωθείς, δεν είναι παίξε γέλασε».

«Και το μαχαίρι;».

«Το κρατούσα και αυτό».

«Πως;».

«Δεν είσαι πολύ γρήγορος έτσι; Με το συμπάθιο δηλαδή αλλά κολλάς σε κάτι λεπτομέρειες. Δεν έχει σημασία. Αφού το είπαν». Άλλη μια τζούρα και για λίγο έμεινε να κοιτά τον καπνό που έβγαινε αργά από τα χείλη του. Ξαφνικά αναρωτήθηκα αν όντως ο Ιάκωβος κάπνιζε. «Όπως έλεγα, τους τρόμαξα με το μαχαίρι· φοβήθηκαν μήπως αυτοτραυματιστώ και γρήγορα γρήγορα, ένας από τους δύο μου το πήρε. Κι όταν ηρέμησαν, και κατάλαβαν πως δεν αποτελούσα πλέον απειλή για κανέναν, άρχισαν να με ραίνουν με άνθη».

«Άνθη;». Αλλιώς την είχα διαβάσει την ιστορία.

«Λουλούδια να δεις εσύ· μπουκέτα ολόκληρα», συνέχισε σαν να μην με είχε ακούσει. «Με στόλισαν κανονικότατα σαν επιτάφιο. Βροχή έπεφταν τα άνθη πάνω μου. Γέμισε το οπτικό μου πεδίο λουλούδια και κόκκινα άστρα· τόσο που όταν σηκώθηκα, δεν έβλεπα πια μπροστά μου».

«Σε τι κατάσταση ήσουν όταν ξανασηκώθηκες;». Δεν ήθελα να την κάνω αυτή την ερώτηση. Όχι συνειδητά. Γιατί πάντα με θεωρούσα άνθρωπο ευαίσθητο. Το υποσυνείδητό μου όμως είχε άλλα σχέδια και άλλη εικόνα για μένα φαίνεται.

«Συγκινημένος βαθιά για την γενναιοδωρία των ανθρώπων». Στα χείλη του σκαρφάλωσε πάλι εκείνο το γέλιο που με κορόιδευε. Και κάπως έτσι, είχα αρχίσει να νιώθω πως δεν θέλω να με λέει άνθρωπο· όχι τουλάχιστον όπως χρωμάτιζε εκείνος την λέξη. «Δεν είχα συνειδητοποιήσει πως αιμορραγούσα από την πρότερη λύσσα μου να βγω από το χρυσό κλουβί μου. Δεν με ένοιαζε όμως. Ήθελα να φύγω. Ούτε που κατάλαβα πως είχα στα χέρια μου ένα από εκείνα τα κρυσταλλάκια που προηγουμένως με χάιδευαν κατά την πτώση τους. Γιατί το πήρα ξέρεις;». Ένευσα αρνητικά κι εκείνος σαν να απογοητεύτηκε που δεν έπιανα τον συνειρμό του. «Όπως και να ‘χει. Το έκανα».

«Τότε ήταν που ήρθαν οι…;».

«Οι μπλε», με πρόλαβε ξανά. «Ναι τότε ήταν. Εγώ όπως προείπα, δεν έβλεπα μπροστά μου και χωρίς να το θέλω, έκανα ένα μαγαζί ανάστατο. Έπεφτα πάνω στα τραπέζια και τις καρέκλες, και τάραξα και τους παρευρισκόμενους. Θα μπορούσα να έχω πάθει και να έχω κάνει και χειρότερα, αν ένας από τους μπλε δεν με ανάγκαζε να σταματήσω».

«Πως ακριβώς σε ανάγκασε να σταματήσεις Ιάκωβε; Υπήρξε βία από πλευράς του;».

«Και αν υπήρξε, αυτή είναι η τακτική και σε όποιον αρέσει», αποκρίθηκε ανασηκώνοντας τους ώμους του. «Άλλωστε καταλαβαίνω πως η εικόνα μου πρέπει να ήταν αποτροπιαστική πλέον και κάποιος έπρεπε να επέμβει».

Ποιανού λόγια ήταν αυτά; Ήταν δικά του ή δικά μου; Μα τον έβλεπα ξεκάθαρα απέναντί μου. Η δική του στάση ήταν η κυνική. Ήταν αυτός, δεν ήμουν εγώ.

«Και μετά ξάπλωσες».

«Εκείνη την δεύτερη φορά ηρέμησα. Πήρα μια βαθιά ανάσα, ή παραπάνω. Μπορεί και καμία, δεν είναι σίγουροι ακόμη γι’ αυτό και εγώ δεν θυμάμαι να σου πω. Κι αυτοί μου φώναζαν αλλά δεν μπορούσα να κουνηθώ πια και μάλλον φάνηκα αγενής».

«Τι σου φώναζαν;».

«Δεν έχει σημασία και δεν θυμάμαι καθόλου. Την δουλειά τους έκαναν. Μετά όμως ήρθε το καλύτερο… Η σιωπή!», είπε και μου έκανε νόημα να μην μιλήσω και να απολαύσω εκείνες τις στιγμές που τίποτα δεν ακουγόταν γύρω μας. Το πρόσωπό του γαλήνεψε και τα μάτια του έτρεξαν στην ξύλινη επιφάνεια του τραπεζιού. Και ας μην είχε την ίδια επίδραση σε μένα εκείνη η βουβαμάρα, γιατί μπορούσα να ακούσω πιο δυνατά τις σκέψεις μου. «Το αν αυτό το “μετά” ήταν έπειτα από πέντε λεπτά ή τρεις ώρες, δεν το κατάλαβα».

«Τα ήξερα αυτά Ιάκωβε», παραδέχτηκα. «Διάβασα για σένα. Λέγαν όμως πως τελικά δεν βρέθηκε στο αίμα σου τίποτα».

«Μην είσαι κουτός, σε παρακαλώ. Ποιοι τις λένε αυτές τις αηδίες;».

«Αυτά τα λένε οι…».

«Οι άσπροι άνθρωποι», με διέκοψε για μία ακόμη φορά. «Αυτοί δεν ξέρουν. Άλλωστε, στο είπα και προηγουμένως, δεν έχει σημασία τι πιστεύεις εσύ αλλά τι πιστεύουν οι Άλλοι και ό,τι γράφει δεν ξεγράφει· όχι στις συνειδήσεις τουλάχιστον. Αυτοί είστε».

«Επιμένεις να με βάζεις μαζί τους», ξέσπασα επιτέλους. «Και όση ώρα σε ακούω, έχεις χωρίσει ήδη τρεις κατηγορίες στους ανθρώπους».

«Εγώ;», μου είπε μειδιώντας ειρωνικά. «Ποιες;».

«Τους άσπρους, τους μπλε και τους Άλλους», είπε σε μια άτσαλη προσπάθεια να τον στριμώξω.

«Πραγματικά δεν κατάλαβες τίποτα λοιπόν», μου είπε ψύχραιμα. «Οι άσπροι και οι μπλε, και όλοι οι άλλοι πολύχρωμοι άνθρωποι αποτελούν απλά υποκατηγορίες. Για εσένα και τον κάθε εσένα, υπάρχουν μόνο δύο πράγματα· εσύ και οι Άλλοι. Και ακόμη και αν είσαι ένας από τους Άλλους, πάλι δεν είσαι με κανέναν. Στο δικό σου μυαλό, βαλ’ το καλά πως είσαι μονάδα, ακόμη και αν στων υπολοίπων είσαι ομάδα. Οπότε μη θίγεσαι όταν σε βάζω μαζί τους. Δεν είναι επίθεση. Γιατί κι εγώ για σένα είμαι…ήμουν με την μεριά των Άλλων».

Και έτσι ξαφνικά η ήπια στάση του με γύρισε πίσω και με τάραξε με έναν διαφορετικό τρόπο.

«Τί πρόλαβες να νιώσεις;», τον ρώτησα νιώθοντας δυο χέρια να σφίγγουν τον λαιμό μου. «Εκείνες τις στιγμές. Ήταν πόνος; Ήταν οργή; Ήταν θλίψη;».

«Το τσιγάρο μου τελείωσε», είπε πετώντας την γόπα του στο πάτωμα και έκανε την κάφτρα του να σωπάσει με το παπούτσι του. «Και το πακέτο μου επίσης».

«Τι σημαίνει αυτό;». Σηκώθηκε από την θέση του. Μηχανικά, έκανα το ίδιο.

«Τίποτα εάν ακόμη έχεις τσιγάρα».

«Θα φύγεις;».

«Είσαι σίγουρος πως ήμουν και ποτέ εδώ;». Δεν απάντησα. «Γι’ αυτό σου λέω. Κοίτα όσο φτουράει ο ρημάδης ο καπνός σου να αντιστέκεσαι στην παρόρμηση να αφήσεις το “εσύ” και να πας με τους Άλλους. Είναι γλυκό να ανήκεις σε μια ομάδα, δεν λέω, μα δεν παύει να είναι ψευδαίσθηση. Γιατί κι εγώ όταν ξάπλωσα στο πεζοδρόμιο, ο ήλιος έλαμπε και ο κόσμος ήταν εκεί. Ήμασταν μαζί; Όχι. Ήμουν εγώ, αντιμέτωπος με όσα με έφεραν σε εκείνη την θέση και από μέσα μου γελούσα».

«Γιατί;».

«Γιατί ήξερα πως ποτέ δεν θα ξέρουν».

«Οι Άλλοι;».

«Ναι», είπε μονάχα και το γέλιο του, αυτό που ποτέ δεν είχα ακούσει στην ζωή μου, αντηχούσε στο μυαλό μου καθώς ξεμάκραινε.

Τίποτα δεν έμαθα καινούριο. Από ποιον να τα μάθω άλλωστε; Μόνο ανασκάλεψα λέξεις, φράσεις και εικόνες και όπως αυτές αναδεύτηκαν, τις έβλεπα να ρέουν πάλι προς τον πάτο, με μια αλλιώτικη σειρά και μια διαφορετική τάξη. Και να ‘μαι εδώ, να γράφω για τα λόγια που παίζουν στο μυαλό μου ακόμη, σε μια παράξενη λούπα. Και ενώ αναρωτιέμαι, «είμαι κι εγώ με τους Άλλους;», μέσα μου ελπίζω να μην είμαι. Γιατί δεν θα μου άρεσε, και όχι γιατί έχω κάνει πολλά για να αποδείξω την αυτονομία μου.

Κάπου στο βάθος, ακούγεται ξανά η φωνή της κωμικιάς. Άλλος μονόλογος και άλλη διάθεση. Και σιγά σιγά, το μυαλό μου αποσυντονίζεται, όπως συνηθίζει, κι εγώ εγκαταλείπω τον Ιάκωβο. Ζακ δεν τολμώ να τον πω, γιατί δεν τον γνώρισα ποτέ μου. Θα γελάσω ξανά, μαζί με τους Άλλους, μα για χάρη “του” και εξαιτίας “της”, θα κρατήσω μια σημείωση στο μυαλό μου: Να θυμηθώ την επόμενη φορά να είμαι πρώτα άνθρωπος. Θα θυμηθώ όμως;

 

 

 

* Ονομάζομαι Κωφιάδης Χαράλαμπος. Γεννήθηκα στην Θεσσαλονίκη και είμαι απόφοιτος του τμήματος Φυσικής, του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Συγγράφω ερασιτεχνικά από νεαρή πολύ ηλικία και έργα μου –ποικίλης ύλης- ήρθαν πρώτη φορά σε επαφή με ένα ευρύτερο κοινό, μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας “Wattpad”.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top