Fractal

Ποίηση ιαματική

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μούσσας //

 

Γιώργος Γρηγορόπουλος: «Έσσεται ήμαρ», Εκδόσεις 24 Γράμματα

 

Ευτυχία είναι ο νους να ηρεμεί,

να βλέπει τα πρόσωπα καθαρά,

να χαϊδεύει σαν μάνα την ενοχή σου,

να επιπλέει ανάσκελα σε αγριεμένα νερά.

 

Σαράντα επτά ποιήματα  ταξινομημένα σε τρία μέρη: Τα υπαρξιακά (15), Τα ερωτικά (19), Τα ελληνικά. Παρά την υπερβολική καμιά φορά πίστη μου στην αξία της κριτικής- αυτή κι αν λείπει στις μέρες από τη λογοτεχνία, ως σηματωρός των νέων κυρίως συγγραφέων  και παρά που γράφω κριτικές για πεζογραφία, θέατρο, μεταφράσεις κλπ. αποφεύγω όπως έχω πει πολλές φορές να μιλώ για το ποιητικό έργο άλλων δημιουργών με την προϋπόθεση βέβαια ότι πρόκειται πράγματι για ποιητικό έργο κι όχι για σκέψεις, ή απόπειρες. Αυτά δεν μας αφορούν και δεν θα πρέπει να μας απασχολούν όσο κι αν προβάλλονται και πολλές φορές επιβάλλονται δήθεν για σπουδαία έργα. Οπότε μην περιμένετε καμία τεχνική ή περισπούδαστη φιλολογική ανάλυση για το έργο που κλήθηκα να πω δυο κουβέντες. Θα μιλήσω για την ουσία κι όχι για τον τύπο των πραγμάτων.

 

Ευτυχία είναι, ψιμυθιωμένος σαν είσαι, τα λέπια να τίλλεις του εγωισμού,

να τα σκορπάς σαν την τέφρα στου μπάτη τη χάρη,

να τα βαφτίζεις στου φλοίσβου τη νιότη

και στ’ ακροδάχτυλα παίδων, πύργοι να γίνονται ζωοδόχοι.

 

Προσέχετε της απόλυτης ακρίβειας επιλογή των λέξεων; […]τα λέπια να τίλλεις του εγωισμού. Διάβασα αυτό τα δύο αποσπάσματα από το ποίημα «Ευτυχία είναι», που ανήκει στα Υπαρξιακά για να ξεκαθαρίσω και να καταδείξω εξ’ αρχής ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ποίηση και με ποιητή και μη νομίζετε ότι το ένα προϋποθέτει το άλλο ή ότι αυτό είναι αυτονόητο. Ο Γιώργος Γρηγορόπουλος ήταν από τους διακριθέντες των ετήσιων ποιητικών Δελφικών Αγώνων – καθόλου τυχαίο, τους οποίους είχε διοργανώσει η Π.Ε.Λ και που τότε είχα τη τιμή να προεδρεύω της οργανωτικής επιτροπής. Όμως δεν σταμάτησε εκεί, αποδεικνύοντας ότι δεν χρησιμοποίησε ή δεν θεώρησε τη σημαντική αυτή βράβευση – αλλά και άλλες, ως τρόπαια για να τα εκθέτει αυτάρεσκα και να τα επιδεικνύει στους υποτίθεται έκθαμβους φίλους ή γνωστούς. Δεν πρόκειται για τέτοια περίπτωση και το λέγω αυτό παρότι  αυτή είναι η τρίτη -όλη κι όλη -φορά που τον συναντώ. Οι λέξεις του όμως μου αρκούν. Με ρώτησε μια κυρία προχθές στην έκθεση βιβλίου -ακαδημαϊκός μεγαλόσχημη με τίτλους πολλούς- ξέρετε- : «Που βρίσκετε η ψυχή γιατρέ;» Μα στους ποιητές η ψυχή βρίσκετε στις λέξεις. Που αλλού; Και οι λέξεις εδώ δεν είναι επιτηδευμένα διανοήματα, λεκτικά κατασκευάσματα προορισμένα να εντυπωσιάσουν γυαλίζοντας κίβδηλα στο χαρτί. Είναι λόγος ζωντανός με ψυχή, μαχόμενος, ατελεύτητος, αψύς και πυροφόρος που δεν εννοεί να σιγάσει, να σιωπήσει, να μολυνθεί ή να διαστρεβλωθεί από τον συρμό του καιρού, από εκείνους κι εκείνα που μας προβάλλονται τάχα για σπουδαία και κρίσιμα, για μοντέρνα και απαραίτητα. Μα τι πιο μοντέρνο από το πρώτο φως; Αλήθεια έχει γραφτεί ποτέ πιο μοντέρνο- συγχωρήστε μου τη λέξη -κείμενο από μια αρχαία τραγωδία; Τι δηλαδή ειπώθηκε κατόπιν και πήγε την ανθρώπινη διάνοια ένα εκατοστό παραπέρα; Πόσο παραπέρα πήγαν οι σύγχρονοί μας πεζογράφοι την τέχνη  από τον Παπαδιαμάντη ή τον Βιζυηνό; Θα μου πείτε η γλώσσα και η δυσκολία της, δεν τους καταλαβαίνουμε κλπ. Ε μα εδώ έγκειται η διαφορά και το προτέρημα του Γρηγορόπουλου.

 

Ο δημιουργός μας φαίνεται δεινός γνώστης της κλασικής παιδείας- φυσικά της ελληνικής- δεν υπάρχει κι άλλη μην αμφιβάλετε.

Και Θεοί, και ήρωες, και σύμβολα μυθικά και η παράδοση και η ιστορία ενός λαού χιλιάδων χρόνων. Ιφιγένεια, Ηνίοχος, Πρωτεύς, Αρετή και Κακία, Λεωνίδας και Μίνωας, οι αρχέγονες Κήρες, η Πανδώρα.

 

Άσωτος

 

Δεν ήρθε ακόμα η ώρα! Κι αν γράφεις,

αν πίστεψες πως η γραφή σε σώζει,

να το θυμάσαι, μα πιο πολύ να νιώθεις.

 

Εάν το θελήσεις να θαφτεί τ’ όνομά σου,

τόσο βαθιά που οι ρίζες του θα το ξεχάσουν,

μα έστω ένας, στη μνήμη σου θα πιει ή στην υγειά σου,

κάτι έχει μείνει να σε σώσει.

 

Κι όμως αγαπητέ Γιώργο. Ήρθε η ώρα, η δική σου. Η ώρα η μοναδική και η μεγάλη  που η γραφή σου θα σε σώσει και μαζί με σένα κι όλους εκείνους, όχι που θα τη διαβάσουν απλώς, αλλά που θα την αποστηθίσουν για να θυμηθώ τον Νίτσε. Και δεν θα είναι ένας, αλλά πολλοί που θα πιούν στην υγεία σου και θα σε σώσουν από τον πραγματικό θάνατο δηλαδή τη λήθη και θα σου χαρίσουν την αληθινή αθανασία δηλαδή  τη μνημοσύνη.

 

Ο ΔΡΟΜΟΣ

 

Της εύκολης ζωής το μονοπάτι,

μην ακολουθήσεις.

Ασφαλτωμένους δρόμους με γραμμές

και γλαφυρές επιγραφές ν’ αποφεύγεις.

Δεν είναι εκεί που θες να πας.

Πάτα στο χώμα με τα πέλματα γυμνά,

ανέβα την πλαγιά, στ’ ορμητικό ποτάμι πήδα,

μα προς Θεού, στον δρόμο μη διαβείς.

Τι τους χρειάζεσαι τους αυστηρούς σηματοδότες;

 

Γιώργος Γρηγορόπουλος

 

Να τι μας προτρέπει και μαζί και στον εαυτό του, ο δόκιμος ποιητής μας. Τι τους χρειαζόμαστε τους αυστηρούς σηματοδότες, γλαφυρές επιγραφές και δρόμους ασφαλτωμένους; Δεν είναι τα εύκολα, τα βολικά, τα τακτοποιημένα προορισμός, αξία και αποστολή του ανθρώπου. Δεν είναι εκεί το νόημα, η αλήθεια, η εσώτερη ηρεμία. Να πως πετυχαίνει κανείς την «αποσάρκωση της ψυχής και το στεφάνωμα του σώματος» όπως αναφέρει στο ποίημα «Αποκοπή». Είναι σάλπισμα εφορμήσεως και παιάνες νικητήριος προς στα μπρος, προς το ελπιδοφόρο μέλλον, προς το πεπρωμένο ενός λαού που δεν μπορεί παρά να αποτάξει «το ουαί τοις ηττημένοις» όπως καταλήγει στο ποίημα «Οι Απόδημοι», από την ενότητα τα ελληνικά. Αν ηττηθούμε δεν θα γονατίσουμε απλώς, αλλά θα εκλείψουμε. Είναι αλήθεια αυτός ο προορισμός μας;

Άλλοτε πάλι οι στίχοι του αποπνέουν μουσικότητα, θα μπορούσαν να είναι ή να γίνουν τραγούδι ευαίσθητο, λυρικό, ακούστε μια στροφή από το «Πέταγμα του γλάρου»:

 

Μα όταν ζυγώνει η αύρα σου απ’ τα πελάγη,

με του γλυκού αγέρα την ανάσα ζυμωμένη,

τι μέγα δέος που πλακώνει τα φτερά μου,

πώς να πετάξω να σε βρω στην αγκαλιά μου;

Τον γλάρο βλέπω και ζηλεύω την ψυχή του,

ένα ξεπέταγμα ολόκληρη η ζωή του.

 

Κι άλλοτε με τρόπο ποιητικό, απροσδόκητα ξεκάθαρο και λιτό παρατηρεί :

Τίποτα πιο όμορφα απ’ των ματιών σου τη κατάφαση /και από του γέλιου σου την ευλογία στο παράδοξό μας. Ή από το ποίημα «Σε έχω δει», προσέξτε τον στίχο: «να ξυπνάμε παρέα και να κοιμόμαστε μόνοι…».Εδώ και πάλι κυριαρχεί η ποιητική ειλικρίνεια, η λογοτεχνική ωριμότητα, το εκφραστικό σφρίγος, η πύκνωση στα νοήματα, η άνεση στη βιωμένη γλώσσα που δεν παραλείπει καμιά της μορφή. Δε θα σταθώ στις ατέλειες, στις αδυναμίες. Δεν υπάρχει τέχνη χωρίς σκιές, χωρίς διαστήματα που δεν έχουν την ίδια δύναμη με το γενικό πλαίσιο. Ούτε και θα σπεύσω να κατατάξω την ποίηση του Γρηγορόπουλου στο ένα ή το άλλο είδος. Ένα τέτοιο εγχείρημα θα περιόριζε το εύρος, την εντυπωσιακή ποικιλομορφία και την τελική στόχευση αυτής της συλλογής η οποία μάλιστα είναι πρώτη του. Το πρώτο του γύμνασμα και δοκιμή στο απαιτητικό λύγισμα του ποιητικού τόξου ως άλλος Οδυσσέας, ή πρώτη απόπειρα στο επιδέξιο ζύγισμα της μακεδονικής σάρισας σε μια ανίκητη φάλαγγα στίχων, νοημάτων, συμβολισμών και εικόνων. Αν θα φτάσει να γίνει ποιητής, αυτό μένει να το δούμε. Άλλωστε ψυχανεμίζομαι ότι ξέρει καλά τι χρειάζεται για αυτό.

Αυτή η συλλογή διατρέχοντας όλους τους σημαντικούς σταθμούς της ιστορίας, όλες τις μεγάλες θετικές και αρνητικές στιγμές της, καταλήγει με την ενότητα τα «Ελληνικά». Σημειώνω εδώ ότι αυτή, η ας το πούμε κατάταξη, είναι μάλλον σχηματική αφού ανακαλύπτουμε στοιχεία διάσπαρτα της μιας κατηγορίας μέσα στην άλλη: των υπαρξιακών στα ερωτικά ή στα ελληνικά και αντίστροφα.

Στην ενότητα αυτή, οι αρχαίοι απόδημοι- απαχθέντες, μετανάστες ανέστιοι βρίσκονται εγκλωβισμένοι στα μουσεία του κόσμου (Καρυάτιδες, Αφροδίτη της Μήλου, Νίκη της Σαμοθράκης). Στην ενότητα αυτή και η Σπάρτη αλλά και η Κερκόπορτα και πιο μετά η Σμύρνη.

 

[…]Καίγεται η Σμύρνη παππού

και απ’ τα καράβια τους πάνω κοιτάνε αλλού,

κόβουν χέρια κι ελπίδες, με μανιασμένες λεπίδες,

κάνουν τα σώματα στοίβες κομμάτια σάρκας λειψά,

σε χωνευτήρι από χώμα, σε θλιβερή προσφυγιά.

Ένα μαρτύριο ακόμα για να ριζώσει η ελιά,

ένα ταξίδι στον χρόνο που όλο βρίσκω μπροστά.

Άραγε η πληγή αυτή και οι άλλες, οι τόσες άλλες δεν θα κλείσουν ποτέ; Πώς γίνεται να τις αγνοούμε, να προσποιούμαστε πως τίποτα δε χάθηκε, τίποτα δεν άρπαξαν και οι άσπονδοι λυκαδελφοί -υποτίθεται φίλοι μας και οι άλλοι που τόσο εύστοχα περιγράφει ο Ελύτης:

 

Ήρθαν 

ντυμένοι φίλοι 

αμέτρητες φορές οι εχθροί μου 

το παμπάλαιο χώμα πατώντας 

και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους…

Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους. 

Στ’ ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα 

μόνο όπλα και σίδερο και φωτιά. 

Μόνο όπλα και σίδερο και φωτιά 

 

Και ιδού πως του απαντά ο Γρηγορόπουλος:

 

Αυτοί δεν είναι; Για θυμήσου.

Όταν καιγόταν η Σμύρνη,

τα μάτια τους κλειστά κρατούσαν,

όταν η Πόλη έπεφτε, χαιρέκακα γελούσαν.

Οι ίδιοι είναι που εξαγοράζουν τη ζωή σου,

στη λαιμητόμο σπρώχνουν, με αλληλεγγύη τη φυλή σου.

 

Για να θυμηθούμε λίγο τι έλεγε ο Παλαμάς, ακούστε:

 

Και μια φυλή ζει μέσα μας και λυώνει,

και μια ζωή δεμένη σπαρταρά

γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,

μακρόσυρτα, τραγούδια ανατολίτικα,

λυπητερά.

 

Τι θαυμαστός διάλογος αλήθεια!

 

Θα ήθελα τελειώνοντας να μου επιτρέψετε να συγχαρώ και τον καλό εκδότη κ.Δαμιανό του εκδοτικού οίκου «24 Γράμματα» για την άοκνη προσπάθεια- δεν είναι καθόλου εύκολο πιστέψτε με, αυτό που κάνει- ώστε να μας κληροδοτεί έργα υψηλής λογοτεχνικής και όχι μόνο αξίας. Νομίζω αξίζει την έμπρακτη υποστήριξη όλων μας.

Από το ποίημα: ΕΙΜΑΣΤΕ…

[…]

Είμαστε αυτοί που υποκλίνονται δουλικά, στη ματαιοδοξία και τον φθόνο,

χαράζοντας τα ονόματά μας, στη συλημένη κλίνη του αγνώστου στρατιώτη.

Τα λυσσασμένα χείλη της αλαζονείας,

που αρνήθηκαν να πιουν το άγιο νάμα απ’ τις παλάμες του Θεού.

Τα οκνηρά ώτα, στους βρυχηθμούς των σοδομισμένων ονείρων.

Είμαστε αυτοί που κηλίδωσαν με το άγγιγμά τους,

το ελλάνιο όλων των ένδοξων αιώνων, που σμίλευσαν οι προκάτοχοί μας.

  

Αλήθεια έχουν πολλά να ζηλέψουν αυτοί οι στίχοι αυτοί, από ποιητές σπουδαίους που βαφτίστηκαν στο πυριφλεγές, άσβηστο φως της αλήθειας; Αφήστε την υπερεκτιμημένη γενιά του 30, με πρώτο και καλύτερο τον κύριο πρέσβη, τον νομπελίστα Σεφέρη, αφήστε και τον εγωπαθή υπερρεαλισμό του μεγαλοαστού Εμπειρίκου, τον καμιά φορά φλύαρο Ρίτσο. Φυσικά όλοι τους σπουδαίοι, όμως ας κρατήσουμε το πιο αληθινό πρόσωπο τους.  Εγώ σας μιλώ για τους καιόμενους- ως βιβλική βάτο- ποιητές τους ολότελα αφοσιωμένους στον μέγα ελλάνιο Λόγο  -για να χρησιμοποιήσω τη χαρακτηριστικότερη λέξη αυτής της συλλογής. Δείτε τον αληθινό Παλαμά κι όχι βέβαια αυτόν που μαθαίνουμε στα σχολεία αλλά εκείνον που ακούσατε πριν λίγο, τον Σικελιανό με το συγκλονιστικό: Στου όσιου Λουκά το Μοναστήρι, τον αιματοβαμένο- με το δικό του όμως αίμα- Καρυωτάκη, τον νυχτουργό Καρούζο και τόσους άλλους.

Έσσεται Ήμαρ λοιπόν, ναι θα έρθει μια μέρα όπου το ελληνικό φως τέτοιων στίχων όπως αυτοί εδώ θα επικρατήσει του παγκόσμιου ζόφου των δήθεν διεθνιστών, της τρομοκρατίας των ανέστιων και απάτριδων, της διαβρωτικής και νόθας πολυπολιτισμικότητας των ανουσιουργών και βέβηλων περιφρονητών της παράδοσης αλλά των οσίων και ιερών του έθνους, του κάθε έθνους, ειδικά ετούτου εδώ του τόπου, που είτε αρέσει σε κάποιους είτε όχι, νοηματοδότησε την ανθρώπινη ύπαρξη με τρόπο ανεπανάληπτο χαρίζοντάς της το υψηλότερο δια-νοητικό επίτευγμα: την ιερή γλώσσα των Ελλήνων. Ας γίνει  λοιπόν αυτός ο θρυλούμενος τελευταίος χρησμός της μάντισσας των Δελφών Πυθίας η ευχή για το κοινό μας μέλλον.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top