Fractal

«Ζω τη ζωή μου σε κύκλους που όλο αυξάνουν»

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

Rainer Maria Rilke: “Erinnerung /μικρή επετειακή ανθολογία”, Μετάφραση: Σωτήρης Σελαβής, εκδ. Περισπωμένη

 

Αν δεν έχεις μέσα σου ένα χάος

πώς θα μπορούσες να δημιουργήσεις         

ένα άστρο που να χορεύει;

R.M. Rilke

 

Ο μεγάλος ποιητής αφήνει το χνάρι του παντού. Αρκεί ένα μόνο τρίστιχο να κάνει αισθητή την αξιοσύνη, την ποιότητα και την ομορφιά της ποίησής του. Πόσα και τι δεν λένε τούτες οι λέξεις που απαρτίζουν τρεις τόσο απλούς στίχους. Κατ’ αναλογίαν, σκέφτομαι «αν δεν υπήρχε το χάος, πώς θα μπορούσε να δημιουργηθεί ο κόσμος από το μηδέν, το μεγαλοδύναμο σύμπαν».

Εντυπωσιακό, με το χαρακτηριστικό εξώφυλλο, το φυλλάδιο που φιλοξενεί τη «μικρή επετειακή ανθολογία» Erinnerung, 15 ποιημάτων του Rainer Maria Rilke, σε ωραία μετάφραση του Σωτήρη Σελαβή, ο οποίος μάλιστα κρατάει και την ομοιοκαταληξία του πρωτοτύπου. Καθόλου εύκολο εγχείρημα, ιδιαίτερα σε μεταφορά από ξένη με πολλά σύμφωνα πυκνή γλώσσα, στην ελληνική αναλυτική με τα πολλά φωνήεντα, κυρίως πολλά «α» και καταφέρνει να είναι όχι μόνο πιστή η μετάφραση, αλλά να διατηρεί και την ομορφιά της, παρά την όποια αναπόφευκτη δυσκαμψία.

Με πολλή συγκίνηση έπιασα στα χέρια μου το ιδιότυπο αυτό συλλεκτικό έντυπο, γιατί ο Rainer Maria Rilke με ένα βιβλιαράκι, «Γράμματα σε νέο ποιητή» είναι ο τίτλος του, με βοήθησε στο ξεκίνημά μου να βρω τον αρχιμήδειο τόπο, το σταθερό σημείο του κόσμου ώστε τα πρώτα μου βήματα στον τόσο απαιτητικό χώρο της ποίησης να είναι προσεκτικά για να προσανατολιστώ σωστά και να χαράξω τη δική μου πορεία ακολουθώντας πιστά τις υποδείξεις του, ορισμένα πολύ απλά πράγματα, κι όμως, βασικά, αν θέλει κανείς να είναι συνεπής και να σέβεται τον εαυτό του και τους άλλους. Και να μην παρασέρνομαι σε ακρότητες και ανούσιες, ηχηρές μεγαλοστομίες που μόνο εντυπώσεις προκαλούν.

Σκέφτομαι, πόσο απλή είναι η ζωή και η σοφία και πόσο δύσκολη την κάνουμε από τη βουλιμία που μας κατέχει να κλείσουμε τα πάντα σ’ ένα κιβώτιο πολλών ταχυτήτων και από εκεί μέσα να προσπαθούμε να εκμαιεύουμε αλήθειες που έχουμε λησμονήσει, να δούμε τη ζωή κλεφτά μες από μια κλειδαρότρυπα και ν’ ανιχνεύουμε αγαθά από τον κάδο των απορριμμάτων του θυμικού μας για να προκαλούμε το ενδιαφέρον του κοινού με αερολογίες.

Μου ήρθαν ετούτες οι σκέψεις μόλις διάβασα στα πεταχτά τη «μικρή επετειακή ανθολογία» με τα ιδιαίτερα 15 ποιήματα. Εκ πρώτης επαφής βρίσκεσαι μπροστά σε μια συστοιχία αριστοτεχνικά σμιλευμένων αγαλμάτων, για να διαπιστώνεις ευθύς αμέσως, αφού ψαύσεις προσεκτικά τα λεκτικά σχήματα, πως πίσω από τις απλές, καθημερινές λέξεις και στίχους, τα σύμβολα και τα κινήματα της γραφής, υπάρχει πλούτος, ένας ολόκληρος αποθησαυρισμένος συναισθηματικός κόσμος,  έτοιμος να σου αποκαλύψει τα μυστικά που κρύβει.

Οι προβληματισμοί σχετικά με το υπαρξιακό πρόβλημα απασχολούν τον ποιητή από τον καιρό του κολεγίου. Εκεί, μέσα στη βαριά οσμή των πολυκαιρισμένων επίπλων, τοίχων, αποτυπωμένων νεκρών αισθημάτων, ο νέος άνθρωπος μεταμορφώνεται στον ποιητή που αναρωτιέται τι είναι και ποιος ο προορισμός του. Είναι τόσα πολλά που περιέχονται στους αλλεπάλληλους κύκλους «που όλο αυξάνουν» γύρω από το μυστήριο, «τον Θεό, τον πανάρχαιο πύργο», το Σύμπαν,  το άλυτο μυστήριο, χωρίς να καταφέρει να πάρει απάντηση, παραμένοντας ο ίδιος για τον ίδιο μυστήριο, άλυτο αίνιγμα:

 

    Ζω τη ζωή μου σε κύκλους που όλο αυξάνουν

    […]Γυρίζω γύρω απ’ τον Θεό, τον πανάρχαιο πύργο

    αιώνες τώρα γύρω του γυρίζω

    και ακόμη, τι είμαι ούτε που ξέρω εγώ:

    γεράκι, θύελλα ή ένα τραγούδι υπέροχο;

Ένα χαρακτηριστικό ποίημα με τίτλο «Μιας παιδικής ηλικίας». Το σκηνικό είναι απλό: Ένα άδειο σκοτεινό δωμάτιο με «το παιδί σαν φυλακισμένο μυστικό», ερμητικά κλεισμένο μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, καταδικασμένο να ζει μόνο του, απομονωμένο από τον έξω κόσμο. Με τους δύο πρώτους απλούς στίχους ο ποιητής αποκαλύπτει μέσα σε πόση μοναξιά είναι εγκλωβισμένο και ζει αυτό το δυστυχισμένο, «σαν φυλακισμένο μυστικό» παιδί. Υπάρχει κι ένα πιάνο και μια «σιωπηλή ραφιέρα» μ’ ένα ποτήρι πάνω, άδειο κι αυτό κατά πώς δείχνει ο υποτιθέμενος τρόμος του. Η μόνη διέξοδος για το αποκομμένο από τη ζώσα πραγματικότητα πλάσμα είναι η «οδός ονείρων». Και το δυστυχισμένο παιδί ονειρεύεται, όχι πως βγήκε έξω να πάρει αέρα, να δει φως, αλλά ότι μπήκε η μητέρα, μα τόσο σιγά, που μόνο το τρίξιμο του ποτηριού στο ράφι που προκλήθηκε από τα βήματά της στο σαθρό πάτωμα μαρτυρεί την παρουσία της. Τη βλέπει που πλησίασε «και το παιδί της φίλησε», και λέει, ρωτώντας «Είσαι εδώ;…». Ωστόσο κι αυτή η σκηνή είναι αβέβαιη και δεν διαρκεί πολύ, γιατί η ονειρική πορεία μέσα στη νύχτα του μυαλού οδήγησε μητέρα και γιο σε άλλες στιγμές, στο πιάνο «γιατί κάποια βράδια ένα τραγούδι έπαιζε η μητέρα/ όπου παράξενα μέσα του το παιδί της βυθιζόταν», χαμένο και θαμμένο στην ερημιά του. Και στην ακινησία με κρεμασμένο το βλέμμα του «π’ το χέρι της που απ’ τα δαχτυλίδια υποχωρούσε/ και δύσκολα, σε χιονοθύελλα σαν να πορευόταν/ πάνω απ’ τα λευκά πλήκτρα προχωρούσε».

 

Rainer Maria Rilke

 

Αναθυμούμενο στο ξύπνιο όνειρό του, βυθισμένο στο σκοτάδι του δωματίου, τη μητέρα του στο πιάνο, το παιδί έχει την ψευδαίσθηση πως είναι αλλού, σαν να έχει αποδράσει σπάζοντας τα δεσμά της μητρικής δουλοσύνης, αλλά κι αυτό το όραμα είναι τόσο σύντομο, χάνεται από τα δαχτυλίδια της που μπερδεύουν τους μουσικούς ήχους.

Είναι και ο ίδιος ο ποιητής ένα «κολεγιόπαιδο», ένα από τα δυστυχισμένα εκείνα παιδιά των κλεισμένων στα ανήλια δωμάτια των Σχολείων της Αριστοκρατίας είτε για δήθεν σωστή διαπαιδαγώγηση και μόρφωση ιδιαίτερη, ανώτερη, είτε για να απαλλάσσουν τους πολύφερνους γονείς από την καθημερινή έγνοια και φροντίδα των παιδιών τους. Αγνοώντας ή αδιαφορώντας πόσο κακό κάνουν στα παιδιά τους με τον εγκλεισμό στα πολυτελή υγρά κι αφώτιστα αυτά ιδρύματα. Μέσα από τους στίχους του ποιήματος αναβιώνει η σκοτεινή ερημιά των κλειστών «Παιδαγωγικών Ιδρυμάτων», παρά τη διακριτική ευχέρεια και λεπτότητα με την οποία ο ποιητής καταγράφει τα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας.

Οι λέξεις είναι φορτισμένες με σκοτεινότητα. Και μόνο στο χλομό φως του ονείρου διακρίνονται τα ελάχιστα πράγματα του δωματίου και η σκιώδης ανθρώπινη παρουσία, που κάνει πιο έντονα αισθητή τη μοναξιά η οποία «μοιάζει με τη βροχή» που ενώνει τη γη με τον ουρανό, τον άνθρωπο με τον Θεό για να τους πάρει όλους της άγνοιας το ποτάμι.

Από το πρώτο ποίημα που τιτλοφορεί ΜΟΤΤΟ, (Βερολίνο, 3. 11. 1897), ίσαμε το τελευταίο «Κάποια που μαράζωσε» (Παρίσι, αρχές Καλοκαιριού1908) και το άτιτλο ακροτελεύτιο πεντάστιχο, είναι έκδηλη, μαζί με τη σταδιακή ενηλικίωση, τη διακριτική μετάβαση του παιδιού που ζει στο σκοτεινό δωμάτιο από επίπεδο σε επίπεδο, και η εκφραστική πορεία του ποιητή. Βλέπουμε μια παράλληλη, αυξητική εξέλιξη ηλικιακής και πνευματικής οντότητας:

Το παιδί που ζει «σαν φυλακισμένο μυστικό», εκεί όπου όλα είναι άψυχα και βουβά και «λυγίζει η ώρα και μ’ αγγίζει μ’ ένα/ χτύπο καθαρό, μεταλλικό», αρχίζει, μπαίνοντας στην εφηβεία, να γυρεύει διέξοδο προς τη ζωή και την ελευθερία, το ξύπνημα της ερωτικής επιθυμίας κι αναζήτησης

στο επίπεδο αγγίγματος ψυχών αρχικά:

 

Πώς μπορώ την ψυχή μου να συγκρατήσω

 που να μην αγγίξει τη δική σου ψυχή; 

 Σε κάτι άλλο πέρα από σένα πώς να υψωθώ;

 […]Σε ποιο όργανο προσδεθήκαμε εσύ κι εγώ;

 Και ποιος παίκτης στο χέρι μας κρατά

 Ώ τραγούδι γλυκό; 

(Κάπρι, Μάρτιος 1907/ Νέα ποιήματα)

 

Και φιλοσοφώντας, προϊόντος του χρόνου προς την ωριμότητα, καταλήγει στην επισήμανση και παραδοχή:

 

Δεν χρειάζεται να ξέρουμε γιατί

τούτο ή το άλλο μας εξουσιάζει*

η αληθινή ζωή είναι βουβή

και μόνο επειδή μας εξουσιάζει

εξοικειωνόμαστε μ’ αυτή.

 

Τι πιο ουσιώδες μπορεί κανείς να προσθέσει σε όλα τούτα;

     

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top