Fractal

Η αναπαράσταση μιας εποχής

Γράφει η Ευδοκία Φανερωμένου //

 

Γιάννης Καλπούζος, «ἐρᾶν», Εκδόσεις Ψυχογιός, 2020

 

Ἐκ τοῦ ὁρᾶν τό ἐρᾶν …

Αλλιώς: από τα μάτια η αγάπη πιάνεται. Φράση που έχει ειπωθεί για τον κεραυνοβόλο έρωτα, ενώ υπό ένα θεοκρατικό πρίσμα θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως αρχή του κακού, αν πίσω από το «οράν» νοούνται οι εικόνες που συνδέονται με την αμαρτία.

Ένα ακόμη μυθιστόρημα του Γ. Καλπούζου (το όγδοο στη σειρά) έρχεται να μας προ(σ)καλέσει σε μια ενδιαφέρουσα αναγνωστική συνοδοιπορία των αντιθέσεων.

Ο αινιγματικός τίτλος «ἐρᾶν», διατηρεί την πολυτονική του γραφή και προκαταβάλλει ότι το ταξίδι θα είναι αλαργινό, σε άδυτες κόγχες, που τις προσδιορίζει στον υπότιτλο: βυζαντινές. Αυτό που δεν προδίδεται, ωστόσο, και εκεί έγκειται η δεινότητα του συγγραφέα που ξέρει να πατά γερά στη γη της γραφής και να ορίζει το δικό του βήμα, είναι ο λόγος ύπαρξης του οξύμωρου παιχνιδίσματος ανάμεσα σε τίτλο και υπότιτλο. Τι είναι το
«ἐρᾶν»; Αγάπη ή αμαρτία; Είναι η αγάπη και η αμαρτία δύο παράλληλες ή στο υπέδαφός τους συναντιούνται και συγχωρεί η μία την άλλη; Μ’ αυτό το δίπολο υποδέχεται τον αναγνώστη στην προμετωπίδα (motto) του βιβλίου, όταν θέτει το ερώτημα: «Στο φως στοχεύουμε όλοι. Όμως σε ποιο φως; Σ’ εκείνο που ξεγελά τα μάτια μας ή σ’ εκείνο που υψώνει την ψυχή μας;». Ερώτημα πυξίδα σε όλη την πορεία της αφήγησης, που ο αναγνώστης μόνο στο τέλος της θα μπορεί να απαντήσει, αφού πριν ο Γ. Καλπούζος θα τον έχει ετοιμάσει με ακριβείς συντεταγμένες, αλλά χωρίς ίχνος διδακτισμού.

Η αφήγηση ξεκινά με ένταση και με το γνώριμο στους αναγνώστες του Γ. Καλπούζου γλωσσικό ένδυμά του στα ιστορικά του μυθιστορήματα, που σαγηνεύει με το ιστορικό φορτίο κυρίως των ρημάτων. Ο αφηγητής ομιλεί μια ιδιότυπη γλώσσα που συνυφαίνεται με τον ιστορικό καμβά της εποχής που έχει επιλέξει. Ο συγγραφέας θα πορευτεί με το βασικό του εργαλείο, τη γλώσσα, στιλβωμένο και προσαρμοσμένο στη συνθήκη του εργαστηρίου του. Θα την προσαρμόσει στη λαλιά των ηρώων του και στις ανάγκες της αφήγησης με απόλυτο σεβασμό, αφού πρώτα έχει ερευνήσει βαθιά αυτό που πρόκειται να πραγματευτεί. Για τους φανατικούς αναγνώστες του Γ. Καλπούζου είναι γνωστή η συνθήκη της μαγείας της αφήγησης που διαθλάται μέσω της γλώσσας. Ρυθμός δεμένος σφιχτά με την πλοκή, σοφή εναλλαγή περιγραφής και αφήγησης, δυνατή εικονοποιία, γλωσσικά παιχνιδίσματα είναι μερικά από τα δομικά υλικά με τα οποία ο Γ. Καλπούζος χτίζει την ιδιαίτερη επικοινωνία με τον αναγνώστη. Η ικανότητα του να δημιουργεί αίσθηση ανεπιτήδευτης ντοπιολαλιάς, αλλά και η τόλμη στη γλωσσοπλασία δε μπορούν παρά να αποτιμούνται από τους αναγνώστες του ως κεράσματα που τον αμείβουν για την εμπιστοσύνη του. Στο παρόν μυθιστόρημα το στοίχημα φαίνεται να ήταν ακόμη πιο δύσκολο, γιατί ο Γ. Καλπούζος διάλεξε να φύγει πολύ πίσω στο βάθος του χρόνου, στο Βυζάντιο και στην περίοδο της Εικονομαχίας.

Δυο μοναχοί, ο Υάκινθος και η Λυγινή, σύρονται μαζί με πολλούς άλλους στον Ιππόδρομο από τους Εικονοκλάστες και αναγκάζονται εις γάμου κοινωνίαν, γίνονται «συνείσακτοι» με το μοναχισμό να αποτελεί το πρόσχημα και μόνο της επίθεσης. Η αγωνία ξεκινά από την πρώτη σελίδα για να αναδευτεί με μαεστρία με ό,τι πρόκειται να ακολουθήσει. Πώς θα διευθετήσουν οι ήρωες τις άτεγκτες έξωθεν επιβολές; Και πώς θα διαφεντεύσουν τις εσωτερικές τους παρορμήσεις, την εμφάνιση μοιραίων ανθρώπων στη ζωή τους; Θα ακολουθήσουν την εσωτερική τους πρόθεση ή θα διαχειμάσουν στις τετριμμένες επιταγές των ρόλων που τους επιβάλλονται; Οι προσωπικότητες και σ’ αυτό το μυθιστόρημα του Γ. Καλπούζου είναι δυνατές. Αυτό όμως που εκπλήσσει είναι η απύθμενη δεξαμενή της φαντασίας του στο πλάσιμό τους. Παρόλο που πρόκειται για μυθιστόρημα πολυπρόσωπο, ο Γ. Καλπούζος σε καμία περίπτωση δε δίνει την εντύπωση ότι λειτουργεί με πατέντες και συνταγές. Οι ήρωές του αποκαλύπτονται στη δική τους αυθύπαρκτη μοναδικότητα, διαφορετικοί σε κάθε μυθιστόρημα. Ο Υάκινθος η Λυγινή, αλλά και τα πρόσωπα που εισέρχονται στις ζωές τους, για να τις αλλάξουν και να τις καθορίσουν, όπως ο Ροδανός, ο Μυστικός του επισκόπου Αθηνών Βάρδας, ο Φωκάς και οι Λέοντες, ο Ερμάς, ο Λάμπος, ο Δαδόης, η Γοργονία, η Κύνθια, ο Αρκάδιος, ο Αέτιος, βασανίζονται και αναμετρούνται με ισχυρές δυνάμεις διαχρονικές, που επιχρωματίζονται μεν από τα συμφραζόμενα της εποχής, αλλά παραμένουν αέναες και διατηρούν τη συγχρονία στην ουσία τους. Θα πρέπει να συγκρουστούν με πρόσωπα και με τον ίδιο τους τον εαυτό, να ανταγωνιστούν ισχυρά συναισθήματα, όπως η βαθιά πίστη στον έρωτα ή στο Θεό, να υπηρετήσουν ανθρώπους ή ιδέες, αλλά κυρίως να επιλέξουν δρόμους, να τους βαδίσουν με ισχυρό τίμημα, συνειδητά. Να πληρώσουν, να κρούσουν ή να λειάνουν τις ζωές τους σε στιγμές οριακές, όταν ο κόσμος τους κλονίζεται συθέμελα και επιτάσσει σκοτεινός να τον βαδίσουν αντίνομα. Πώς αντιδρούν οι ήρωες στο λάχεμα των πιθανοτήτων; Μεταπλάθουν τις ήττες τους σε ευκαιρίες ή εκφυλίζονται;

Μία από τις ισχυρές θεματικές του “ἐρᾶν” είναι το πώς η εξωτερική εικόνα αλλά και η εικόνα που έχει ο άνθρωπος για τον εαυτό του καθορίζει καταλυτικά τον ίδιο και τους γύρω του. Αντάμα στέκεται η δύναμη της συγχώρεσης που δονεί το βιβλίο έως την τελευταία σελίδα. Οι ήρωες συγχωρούν μεγαλυνόμενοι, ο αναγνώστης συγχωρεί, οι ήρωες λυτρώνονται, ο αναγνώστης λυτρώνεται. Ανάμεσα στις ψηφίδες του μωσαϊκού των θεμάτων η ενότητα που κόβει εξίσου την ανάσα: η σχέση των γονιών με τα παιδιά σε μία παλέτα περιστάσεων ευρύτατη. Ο αναγνώστης συνεπώς του “ ἐρᾶν ” θα περιπλανηθεί τίμια και με σεβασμό σε περιπέτειες, δοκιμασίες, ανατροπές, κεραυνούς εν αιθρία, στιγμές ειδυλλίου, την ιλαρότητα αλλά και την απόγνωση του έρωτα, την αίσθηση χρέους, την αφοσίωση σε έναν στόχο, συντριβές, αναμετρήσεις με όρια, στιγμές αποκάλυψης, υπαρξιακού μυστηρίου, κατάνυξης, ραδιουργίες, στυγνή σκληρότητα, κυνισμό. Στην αχλύ της αφήγησης ισχυρά παρόν ένα μεγάλο μυστικό που πρέπει να διαφυλαχθεί, το ιερόν στιχάριον. Η επιθυμία για ανάγνωση έχει ήδη μετουσιωθεί σε πάθος.

Ένας άλλος ισχυρός άξονας του «ἐρᾶν» είναι η θεολογική φιλοσοφία που συνοδεύει οργανικά τη μυθοπλασία. Ο Γ. Καλπούζος ολοφάνερα σ’ αυτό το μυθιστόρημα έχει διεισδύσει βαθιά στην ιδεολογία του μοναχισμού, χωρίς να χάνει την εποπτεία της αφήγησης. Στηλίτες αναχωρητές, ασκητικές μορφές με βαθιά πίστη και στάση ζωής, βίοι αγίων και οσίων. Όλα, χωρίς την ανάγκη επεξηγήσεων, να αφορούν τις ζωές των ηρώων, να τις καθορίζουν μέσα από διαδικασίες κάθαρσης με υπολογισμένες από τον συγγραφέα πηγές αβεβαιότητας αλλά και αντισταθμισμένες με λεπτούς προϊδεασμούς που γίνονται αντιληπτοί εκ των υστέρων. Τίποτα δεν είναι περιττό ή φλύαρο στο σύμπαν που δομεί. Το «ἐρᾶν» είναι ένα μυθιστόρημα διαρκούς κίνησης που σέβεται την αφηγηματική νοημοσύνη του δέκτη και τον τιμά ως προσκεκλημένο. Η αισθητική και η ιδεολογία του συγγραφέα διατυπώνεται μετρημένα σε εύθετα σημεία εγείροντας προβληματισμό. Και η επιλογή του Γ. Καλπούζου είναι πολύ συγκεκριμένη: επιθυμεί να αρθρώνονται διά στόματος των ταπεινών.

Αυτό που, από την άλλη, κατέκτησε με επιτυχία και σ’ αυτό το μυθιστόρημα ο συγγραφέας, δεδομένης της ιδιαίτερης εποχής του Βυζαντίου, εποχής που δεν εμπεριέχει προσλαμβάνουσες καθημερινότητας του αναγνώστη, είναι ο δεύτερος να προσλαμβάνει την αναγνωστική σχέση ως εμπειρία φυσικού χώρου. Ο αναγνώστης βαδίζει στο αφηγηματικό στερέωμα με αίσθηση οικειότητας – deja vous.

 

Γιάννης Καλπούζος

 

Οι ήρωες ή αντιήρωες, σφαιρικοί ή επίπεδοι, cameos, σημαδεμένοι, ριψοκίνδυνοι με τη σπάθη του Δαμοκλή, γκαφατζήδες μαντατοφόροι ή ήρωες ξωτικά βιώνουν τα γεγονότα της ιστορίας, αλλά και τα γεγονότα του μυθοπλαστικού κόσμου του Γ. Καλπούζου μέσα από το κλείστρο της καθημερινής τους ζωής. Μόνο που στην περίπτωση ενός ιστορικού μυθιστορήματος που εκτυλίσσεται κυρίως στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα, κάτι τέτοιο απαιτεί εξαιρετικά συστηματική μελέτη και ικανότητα μεταφοράς και ένταξης των πληροφοριών στις ανάγκες του αφηγηματικού σκηνικού. Ο αναγνώστης ακολουθεί τους ήρωες στις μεγάλες αλλά και τις απλές στιγμές τους. Αγωνιά για το πολιτικό γίγνεσθαι, κρύβει χριστιανικές εικόνες ή μέμφεται τους εικονολάτρες, ζει την τελετουργία των θριάμβων στον Ιππόδρομο, καθαγιάζει τον αυτοκράτορα. Περιδιαβαίνει την Εγνατία Οδό, την Κωνσταντινούπολη με τα μνημειώδη κτίρια αλλά και χάνεται ανάμεσα σε χαλκοπρατεία, μαγκιπεία και χαμαιτυπεία, μπλέκεται με τζογαδόρους που παίζουν κυβεία και τσιλιαδόρους, επιλέγει να παρακολουθήσει μίμους και μιμάδες, μένει ενεός μπροστά σε ακολασίες και χορούς, όπως ο κόρδακας. Ακούει βυζαντινά κάλαντα ή εποπτεύει το στολισμό των Χριστουγέννων. Ο Γ. Καλπούζος δίνει όλα τα κάδρα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης αντιστικτικά και επιτρέπει στον αναγνώστη να κινηθεί με ευχέρεια στις περιστάσεις. Όλα είναι εκεί. Από τα άδυτα και τα ενδότερα ως την αγορά της Αθήνας και τους αγρούς του Στρυμόνα. Καλλωπισμός, φυλακεία, φεμινάλια, περιστηθίδες, το βάψιμο και ο βοστρυχισμός των μαλλιών με θερμό σίδερο, τα αφροδισιακά ελιξίρια, οι αλοιφές, τα γιατροσόφια. Δημόσια έργα, κηροποιεία, επαγγέλματα, πλανόδιοι πωλητές, νομίσματα, λυδίες λίθοι, νοθείες, οργανοπαίκτες, κουρεία, η γλύκα του μόχθου, τα εδέσματα, η μουσική, τα έπιπλα, η βρεφική φροντίδα, τα παιδικά παιχνίδια, η εκπαίδευση και τα μαθήματα, τα μοιρολόγια, η στρατολόγηση και η στρατιωτική περιβολή, το κυνήγι, οι αγροτικές εργασίες και οι ξόβεργες για καρδερίνες και σπίνους, ο τρύγος και ο μούστος, ευνούχοι, κωνωπεία και σχολαρίκια, πανδοχεία, εμπόριο και παραγωγή πορφύρας, ευνούχοι, εργαστήρια κεραμικής, διαπόμπευση μοιχαλίδων, σκλαβοπάζαρα, επιδημίες βουβωνικής πανώλης. Σμιλεμένα να κουμπώνουν στις ανάγκες της αφήγησης. Και τεχνασμένα κάτω από τη μεγάλη σκιά γνωστών προσωπικοτήτων και της Ιστορίας. Αυτοκράτορες, Πατρίκιοι και Καίσαρες, η πορεία της Ειρήνης της Αθηναίας, ο Κωνσταντίνος ο Ε΄, ο Λέων ο Τέταρτος, Οικουμενικές Σύνοδοι, Ακριτικοί Πόλεμοι, Σλάβοι, Σαρακηνοί Πειρατές, εικονογραφημένα χειρόγραφα, πανουργίες και συνομωσίες που καθιστούν τους ήρωες πλεγμένους στο αδράχτι τους. Ο Γιάννης Καλπούζος κρατά τον αναγνώστη σε άγνοια για να αποκαλύψει σε καίρια σημεία όσα πλέκει με εξαιρετική προσοχή και τον καλεί να ανταποκριθεί νοητικά και συναισθηματικά σε κλίμακες ευρείες, να συναισθάνεται, να αποστρέφεται, να συνωμοτεί σε φάρσες- ίδιόν του σε όλα τα μυθιστορήματα-, να απολαμβάνει ευφυείς, σπιρτώδεις διαλόγους και εκλεπτυσμένη καλλιέπεια, ενώ δε διστάζει και κάποτε να τον προκαλεί, χωρίς προσχήματα και σεμνοτυφίες.

Για όλους αυτούς τους λόγους, το «ἐρᾶν», εμφανίζεται ως ένα μυθιστόρημα πολύπτυχο. Είναι αναμφίβολο ότι ο συγγραφές επιθυμεί σ’ αυτήν την συνοδοιπορία τον αναγνώστη δημιουργικό και κριτικό. Προφανές από το τοπογραφικό σχέδιο εν είδει χάρτη που ενθέτει στα περισσότερα μυθιστορήματά του. Η πρόθεσή του δε φαίνεται πάραυτα να είναι το να γράψει και Ιστορία ή Λαογραφία. Κι αυτό γίνεται σαφές από την ιδιαίτερη επιμονή-σχεδόν εμμονή- στη χρήση των επιθέτων που μπορεί να αποτιμηθεί ως κέντημα βυζαντινό με χρυσοκλωστή. Στόχος του φαίνεται να είναι το «εδώ» και το «τώρα», η αναπαράσταση μιας εποχής, την οπτική του για την οποία θέλει να μοιραστεί με τους αναγνώστες του μέσω των ηρώων του. Συνάμα είναι ξεκάθαρο ότι θέλει να μιλήσει για το σήμερα μέσα από το χθες, όπως για την εικόνα μας η οποία συχνά  κατατρώγει εν πολλοίς τη ζωή μας και για  πολλά άλλα θέματα που άπτονται των της ψυχής.

Τα δικά του αναγνωστικά αντλιοστάσια λανθάνουν ως υπόγειες δεξαμενές, και όχι ως στοχευμένοι οδοδείκτες. Ήρωες και καταστάσεις συνομιλούν διακειμενικά στο υπόβαθρο με τον Κουασιμόδο του Ουγκώ, τον Μόγλη του Κίπλινγκ, το Όνομα του Ρόδου του Έκο, τον Σταυρόγκιν του Ντοστογιέφσκι, την υπερβολή στα δημοτικά τραγούδια, τον αγγελιαφόρο, σύντροφο του Μενέλαου στην Ελένη του Ευριπίδη, τη Μήδεια.

Και πάντα κάπου εκεί παρούσα η ποίηση, να ξεδιπλώνεται στις περιγραφές του έρωτα, θυμίζοντάς μας τον Γ. Καλπούζο του «Έρωτας νυν και αεί». Παρέα με τη στοργή του Καλπούζου για τη γλώσσα. Που σ’ αυτό το μυθιστόρημα εμπεριέχει ένα ολόκληρο γλωσσάρι εν είδει ψηφίδων, δοθείσης κάθε αφορμής. Η σύνδεση παλαιότερης και σημερινής λέξης για τις έννοιες ή τα αντικείμενα γίνεται με μικρούς λόγιους τύπους που κάνουν ακόμη πιο συμπαθή και αληθοφανή τη φωνή του αφηγητή: «ρόγα ήτοι μισθός». Ο Γ. Καλπούζος θέλει τον αναγνώστη σε διάδραση και καθεστώς πρόκλησης. Να κρατά σημειώσεις και να υπογραμμίζει, φιλομαθή με στόχο την ευρυμάθειά του, παράλληλα με την απόλαυση και την κάθαρση. Ίσως.

Σε κάθε περίπτωση, ένα είναι σίγουρο: το «ἐρᾶν» του Γ. Καλπούζου αν και τίκτεται ἐκ τοῦ ὁρᾶν, ριζοῦται εις την καρδίαν.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top