Fractal

Είναι η ζωή όλη μια βόλτα σε κόκκινες ιστορίες… Μια βόλτα θα σε πάω στη σιωπή των ψιθύρων…

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //

 

Ελένη Παπανδρέου: «Επτά και μισή λύπη», Εκδόσεις Ιωλκός 2022

 

Η Ελένη Παπανδρέου είναι σταθερή στην αισθητική και στο περιεχόμενο των βιβλίων της. Η ποίηση γι’ αυτήν αναδεικνύεται σε ιδέα και πιστό αντίγραφο ουσίας που λειτουργούν ταυτόχρονα και συμπληρωματικά. Οι ποιητικές συνθέσεις της ιδωμένες συνολικά μου δίνουν την ιδέα ενός μπάσο κοντίνουο, μιας επαναλαμβανόμενης θλίψης για κάτι που πέρασε αλλά και εξακολουθητικά ηχεί, χωρίς να αλλάζει τον τόνο.

Όλα δείχνουν πως η ποιήτρια έζησε μια ευτυχισμένη ζωή, αλλά καμία ευτυχία δεν διαρκεί για πάντα, αφού, νομοτελειακά, μας κόβει από τις ρίζες μας, αρχικά, και μετά ξεριζώνει κι ό,τι απέμεινε από αυτές. Απομένει πάντα η μνήμη σαν κηλίδα πένθιμη που πηγαινοέρχεται από συλλογή σε συλλογή, για να δείχνει τον ιερό δεσμό που συνέχει τα πάντα και την πορεία.

Η ποιήτρια έχει μια ντελικάτη γραφή, όπως ταιριάζει στην ίδια, κατά το πλατωνικό Οία η μορφή τοιάδε και η ψυχή, ας προσθέσουμε και η γραφή.

Ο τίτλος του πρόσφατου καλαίσθητου βιβλίου της, από τις επιμελημένες εκδόσεις Ιωλκός, Επτά και μισή λύπη, με έντονα μαύρα γράμματα, αλλά η «λύπη» με κόκκινα, κάνει τη λύπη διαρκή, ζωντανή και ακατάλυτη. Ο αινιγματικός αυτός τίτλος πολλά μπορεί να εννοεί. Το ένα, ότι τίποτα δεν είναι για πάντα τελειωτικό, ένα άλλο μπορεί να σημαίνει την ώρα που συνέβη κάτι σημαδιακό, ένα τρίτο να υπαινίσσεται ένα ακυρωμένο πλέον ραντεβού, ένα ακόμα να υποδηλώνει πως όλα τα κόβει ο θάνατος στη μέση, κι ακόμα πως και μετά τη μισή λύπη, υπάρχει η άλλη μισή, που συνεχίζεται και η ζωή νομοτελειακά θα την ολοκληρώσει. Τέλος, σε μια σειρά που δεν έχει τέλος, όπως το βιβλίο της ζωής, ίσως, μας κρυφοκοιτάζει από το Οχτώ και μισή ο Φεντερίκο Φελίνι.

Η συλλογή είναι αφιερωμένη στη μητέρα, της οποίας οι εικόνες περιφέρονται από το ένα δωμάτιο στο άλλο,  αγιοποιημένες και τρυφερές έτσι, όπως η μνήμη, τις έχει αποταμιεύσει στο θησαυροφυλάκιο της ψυχής.

Το ρολόι στις έξι, τα παραθυρόφυλλα που φέρνουν στο δωμάτιο το φως, τα μαλλιά της στο μαξιλάρι, το πρωινό στην κουζίνα, «το πουκάμισο στην καρέκλα/ μια Καλημέρα∙ /πλύθηκε, σιδερώθηκε/ έγινε μια αγκαλιά». Η ποιήτρια είναι σαφές πως δεν αγνοεί το άδειο πουκάμισο, γεμάτο από το μύθο του κι’ αυτήν που το φορούσε, σαν τ’ άλλο, το φετίχ, στο σώμα της Ελένης, χωρίς Ελένη στα τείχη της Τροίας, στα χρόνια του μύθου.

Η Παπανδρέου δεν αφήνει τους υπαινιγμούς να πέσουν στο κενό. Ακούει κάθε θόρυβο στην πόλη σαν βουητό στη μνήμη. Βλέπει εκείνη  που «έσκυψε και μάζεψε το χάος./ Είχε κάτι από το χρώμα της θάλασσας».

Οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη σαν να ’ναι αποσπάσματα μιας μνήμης που πιάνει το νήμα από την αρχή και το παρακολουθεί χωρίς χρονική συνέπεια, συναισθηματική όμως. Το «μικρό κορίτσι», ο χρόνος που κλέβουμε από τις ώρες μας», «πάντα φευγαλέα η χαρά»,  κι ενώ    «ο δρόμος μοιάζει να τελειώνει./Δε φτάνουμε πουθενά».

Εικόνες θραύσματα σπασμένης μνήμης,  τόνος πάντοτε βαθιά συναισθηματικός, εξομολογητικός,  αλλά ποτέ ολόκληρος, για να πούμε πως δεν έχει άλλο πια.

«ΚΛΕΙΝΩ ΤΑ ΜΑΤΙΑ / Για σένα μόνο  /γυρίζει μέσα μου η γη / κι ο ουρανός ξυπνάει δίπλα μου. / Ανοίγω τα μάτια. /Ούτε πνοή. Ούτε ζωή», Μακρινή ανάμνηση, αλλά όχι άσχετη, μας φέρνει η φωνή του Ανδρέα Εμπειρίκου: «Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες. Όταν τ’ ανοίγω  βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει. Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου  ό,τι ποθώ». Είναι και αυτή μια επιλογή, να κάνω την επιθυμία μου πραγματικότητα, πλασμένη από αυταπάτη.

Στίχοι ευχάριστα αιφνιδιαστικοί: «ΟΙ ΣΚΑΛΕΣ ΑΝΤΗΧΟΥΝ/ μια αντίστροφη μέτρηση / Τέσσερα, τρία, δυο, ένα./ Κάποιος πέφτει πάνω μου./ Τα χιλιάδες πρόσωπα./ Προσπερνώ τον τοίχο./ Ένα πλοίο σαλπάρει από το λευκό του. / Προσπερνώ την ώρα. / Είναι χτύπος από δείκτες σαθρούς./ Μια πόρτα ανοίγει./ Ο δρόμος γίνεται θάλασσα/ κι ο άνεμος  ελευθερία».

Και ιδού το ταξίδι της ζωής. Κι αν ο αναγνώστης αναρωτηθεί πού βρίσκεται, τότε ίσως  κατανοήσει την προαιώνια επιθυμία του ανθρώπου να κατεβεί τα σκαλοπάτια και να ενωθεί μ’ εκείνους που βρίσκονται κάτω από τη γη, στα βασίλεια του Άδη, ή να ανεβεί στον ουρανό, ανάλογα με ποιας ιδεολογίας τα βήματα πορεύεται. Για κει ξεκίνησε το πλοίο που σαλπάρησε από το λευκό του για εκεί έφυγε η μητέρα σαν την «Ξανθούλα» του Σολωμού, που μας αποχαιρέτησε κι εκείνη με «λευκότατα πανιά».

Υπάρχει κινητικότητα στα ποιήματα∙ ταξίδια στη στεριά και στη θάλασσα, με τα πόδια, με τρένα, με πλοία,  ανθρώπινες παρουσίες ή απουσίες:  «Το τρένο σφυρίζει» ξανά και το σφύριγμά του σαν αθέτηση υπόσχεσης μοιάζει, ή γιατί όχι, σαν τελευταία υπενθύμιση στους επιβάτες. Η χαραμάδα, από όπου η ποιήτρια εισχώρησε στα άδυτα, εξαφανίζεται: «Το κενό κλείνει/ γίνεται πίνακας σταθερός/ σταθερός χρόνος» -Still life- σταματημένος χρόνος, εκεί, στο τότε της δημιουργίας του. Όμως, για όποιον έχει ανθρώπους μέσα του όλα μπορούν να είναι ζωντανά και τα πρόσωπα μέσα από τα κάδρα τους να μας μιλούν.

 

Ελένη Παπανδρέου

 

Ένα αγόρι κυκλοφορεί ελεύθερο στους στίχους, μετακινείται από ποίημα σε ποίημα και κάνει ό,τι θέλει. «Βαθιά μέσα στις τσέπες/ νύχια, στραγάλια κι ένα μολύβι/ τρυπάνε τη σκέψη./ Άλλο δεν έχει να δώσει», λες και έφτασε στην Ιθάκη του. Πες πως ο χρόνος-παις παίζοντας έχτισε και  γκρέμισε το κάστρο του στην άμμο.

«ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ /κατέβαζε λάσπη και πέτρες» σαν εκείνο του Γιώργου Σεφέρη στον «Βασιλιά της Ασίνης». «Ποτέ  δεν θα σωθούμε /από αυτό το ποτάμι / που τρέχει μέσα μας ορμητικά»∙  «Σε τρέχει ο δρόμος σου», λέει ο Οδυσσέας Ελύτης. Είναι η ζωή που τρέχει και τρέχουμε κι εμείς μαζί της. «Ένα ελάφι με κοιτά/ ακόμη ελεύθερο/ ακόμη ζωντανό. Αποχαιρετά τον ορίζοντα καθώς σκύβει με μια γραμμή να ορίσει τον χρόνο…», λέει η Παπανδρέου. Εικόνα τρυφερή στα μάτια ενός τρομαγμένου ελαφιού, σαν το ζαρκάδι του Ελύτη που κι εκείνο τρέχει και φεύγει: «Ένα ζαρκάδι τρέχει την κορυφογραμμή/ Φεύγα ζαρκάδι! Πόθε κοντά στη λύτρωσή σου φεύγα ζωή σαν κορυφογραμμή».

Το θέμα πια οριοθετήθηκε καλά∙ είναι ο χρόνος που βρήκε πολλές παραλλαγές για να παίξει, η ποιήτρια πολλούς ποιητές να κρυφομνημονεύσει,  μια μεγάλη ποικιλία θησαυρών για να ακουμπήσει, να δώσει το χέρι της και τη δροσιά της, να πάρει τα λόγια και τα χρώματα, να μας ξεγελάσει γι’ αυτό που μας παίρνει η ζωή τρέχουσα-φεύγουσα και να μας θυμίσει αυτό που αφήνει πίσω της, μένουσα.

«ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ, καλή μου. Ας ξυπνήσουμε τώρα. Όνειρο ήταν…». Ναι, όνειρο και ψέμα  αλλά, όπως λέει ο ποιητής, «το ψέμα μου ήταν τόσο αληθινό που ακόμη καιν τα χείλη μου». Ένα ψέμα αληθινό και η τέχνη. Και να, στην τελευταία στροφή, ο στίχος «στο τρένο στις επτά και μισή»… ανάμεσα σε όποια ωρολογιακά άλλα, το τρένο της; Ζωής που τρέχει και μας επιβιβάζει, κάθε μέρα, την ίδια πάντα ώρα, όπως «Η  Κλεοπάτρα η Σεμίραμις και η Θεοδώρα» του Αλέξανδρου Μπάρα…  σε βαρετή για κείνον επανάληψη, ευτυχισμένη όμως για μας,  μέχρι να έρθει το πλήρωμα του χρόνου…

Η Ελένη Παπανδρέου μας έκανε συνεπιβάτες στο ταξίδι της, σε βουνά και κάμπους, θάλασσες και ποτάμια. Μας ξενάγησε στα τοπία της ψυχής της, στο σπίτι της, στα κάδρα της και σε όσα έχει κρυμμένα πίσω από τον αμφιβληστροειδή της. Μας έκανε κοινωνούς της συνείδησης, της μνήμης και των θησαυρών της.

Την ευγνωμονούμε και της ευχόμαστε η δημιουργική της ρουτίνα να της δίνει στίχους και ζωή και χρόνια πολλά διαρκέσει…

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top