Fractal

Σάλτο ζωής

Γράφει ο Γεώργιος Ελ. Τζιτζικάκης //

 

Γιώργος Σκαμπαρδώνης «ΠΡΟΣΟΧΗ: Εποχιακή διέλευση βατράχων», εκδ. Πατάκη

 

Κάθε φορά που πιάνω στα χέρια μου ένα βιβλίο του κυρίου Σκαμπαρδώνη, σκέφτομαι: Να μια γραφή που δεν πρέπει ποτέ να πάψει να μιλάει. Κατανοώ ότι αυτό αποτελεί, έστω και κεκαλυμμένα, τον θαυμασμό μου για μια πένα που έχω αγαπήσει, όμως όπως και να ‘χει, αντικειμενικά εξετάζοντάς το, και αυτό το νέο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη αποτελεί ένα έργο που κερδίζει τη θέση του στη βιβλιοθήκη και συγκαταλέγεται ανάμεσα στα καλύτερα της φετινής βιβλιοπαραγωγής.

Η «Διέλευση…», μεταπηδώντας από τον ρεαλισμό στη φαντασία, αποτελεί ένα σύνολο είκοσι πέντε διηγημάτων (και δεκάδων διαφορετικών ηρώων) που –κυρίως– τοποθετούνται στην ελληνικό Βορρά και καταπιάνονται με σκηνές από παρελθοντικά έτη για να έρθουν βήμα-βήμα μέχρι το σήμερα. Στη διαδρομή τους, θα μιλήσουν για το χάσμα ή τη γεφύρωση της ζωής που άλλαξε ταχύτητες και χροιά, για τη διαφορετική ματιά σε μια στιγμή αλλά και την ακατάπαυστα συνεχόμενη ροή της κοινής μας ύπαρξης πάνω στη γη. Οι ήρωες των ιστοριών, επιχειρούν μέσα από την «ομολογία» τους –πρωτοπρόσωπη ή και παρατηρητική του αφηγητή– να αποτυπώσουν τα βάθη της ζωής, την ένταση μιας χρονικής και τον χρωματισμό του εφήμερου της ύπαρξης· το καταφέρνουν δίχως πομπώδεις δηλώσεις ή πράξεις, με απλές καθημερινές λειτουργίες, ενίοτε σιωπηρές ματιές και μερικές φορές απλώς και μόνο παρατηρώντας τη ζωή γύρω τους.

«Η γηραιά κυρία μέσα στο λεπτό και στα λίγα δευτερόλεπτα που παραμένει το φανάρι κόκκινο, συνεχίζοντας να θαυμάζει μπροστά της τα πληθωρικά νιάτα, νιώθει ξαφνικά να γκρεμίζεται εντός της ο κόσμος, οι βεβαιότητες, η αυταρέσκειά της και οι θηλυκές παρηγοριές που έχει επινοήσει. Αυτή η γυμνή, επιθετική ομορφιά αποκαλύπτεται μπροστά της σαν ένσαρκη έκφανση του Θεού, αλλά και σαν υπονόμευση όλου του κόσμου της: αξιοπρέπεια, συγκατάβαση, οικογένεια, παιδιά, εγγόνια, χρήματα, ακριβά ρούχα και κοσμήματα –όλα τής φαίνονται ένα τίποτε. Ένα τίποτε. Σκέφτεται το τωρινό, δικό της, στεγνό, λυπημένο σώμα κι αισθάνεται το χάσμα του χρόνου, νιώθει το ανεπίστρεπτο, τον χαμένο καιρό, το ανεξαγόραστο της νεότητας.»

 

Το χρώμα του έργου είναι απολύτως μουσικό, ο λόγος αποτυπωμένος σε χαμηλές οκτάβες που βρίθουν έντασης, οι σκηνές μεταχειρίζονται τόσο το θείο όσο και το ανθρώπινο, ενώ μέσω της δωρικότητάς της γραφής διακρίνεις έναν ολοκληρωτισμό που μεταπηδά από το υπερφυσικό στη βαθιά πίστη για τον Θεό. Έτσι, διαβάζουμε για χιονισμένους τόπους και νεφοσκέπαστες καρδιές, για καλόγερους που αγγίζουν τον Χριστό, φανάρια Καλάντων, δρυοκολάπτες που ραμφίζουν κολόνες της ΔΕΗ, αθάνατες λάμπες από το παρελθόν που συνεχίζουν να φωτίζουν, σοκολατάκια που περίμεναν πάνω από εκατό χρόνια για να γευτούν, αθάνατα άλογα Κοζάκων, μοτοσικλέτες που επαναφέρουν τη χαμένη νιότη, βασιλιάδες που καταπιάνονται με γράσα, μπουκάλια ΕΨΑ που ξεδιψούν τη μεσήλικη ζήση μας, μονόφθαλμους σκληροτράχηλους μπεσαλήδες, όλοι τους ήρωες μέσα στη «Διέλευση…», που κάνουν το πέρασμά τους για να πιάσουν κουβέντα μαζί σου δίχως να πασχίσουν να αποδείξουν κάτι περισσότερο από το αυτό που δηλώνουν: Υπάρχω!

 

«Πάντα οι ατάλαντοι είναι καλύτεροι στις δημόσιες σχέσεις και στο εμπόριο. Όσο πιο μέτριος είναι κάποιος πάνω στη σκηνή, τόσο πιο πονηρός είναι στα παρασκήνια.»

 

Αν πρέπει να μιλήσουμε για τους κορυφαίους διηγηματογράφους της εποχής μας, τότε από ανάμεσά τους δεν θα μπορούσε να λείπει ο κύριος Σκαμπαρδώνης. Στη «Διέλευση…» ενώ πατάς το ένα ποδάρι σου στο «τότε» με τις γειτονιές, την όμορφη αλητεία και τα ματωμένα γόνατα, στρέφεις και γέρνεις στο «σήμερα» όπου περιδιαβαίνεις τους διαδρόμους ενός πολυκαταστήματος με ακριβά παπούτσια, απορώντας για τον σύγχρονο κόσμο –έναν τόπο που αμφιταλαντεύεσαι για το αν θες να γίνεις κομμάτι του, καθώς δεν θες να σε αφομοιώσει στη αποστειρωτική διάθεση των επιφανειακών σχέσεών του.

Ξεφυλλίζοντας ιστορία την ιστορία του βιβλίου, αντιλαμβάνεσαι πως αυτό που συμβαίνει με τους ήρωες είναι ότι κάτι σου θυμίζουν, κάπου τους έχεις γνωρίσει, τους έχεις συναναστραφεί και έχεις πιει ένα τσίπουρο μαζί τους. Διαβάζοντάς τους, ακούς τη βραχνή φωνή του στο αυτί σου, γίνεσαι κοινωνός του καθημερινού τους μόχθου, αναλογίζεσαι τον πόνο τους για την απουσία μα και την αναζήτηση των ονείρων τους, συμφωνείς με την εφημερότητα της ύπαρξης, τις επιθυμίες που δεν πληρώθηκαν, τις σκληρές σχέσεις που μας πλήγωσαν, τη μετάνοια (εκείνη που προσφέραμε, μα κι εκείνη που λαχταρήσαμε να μας προσφέρουν), τα συμφέροντα, την αλληλεγγύη, το φιλότιμο, ιδανικά όλα τους –καλά και άσχημα μαζί– λησμονημένων στιγμών κάποιας μπέσας ή πονηρίας, υπερηφάνειας και αξιοπρέπειας, κομμάτια σκισμένων αναμνήσεων μιας εποχής που έχει περάσει μα δεν έχει λησμονηθεί και ποτέ της δεν θα σβήσει. Παρά το πέπλο μιας πρόδηλης μελαγχολίας νόστου που φέρουν οι ιστορίες, εκείνο που αναδύεται μέσα από τις χαραμάδες των στιγμών των ηρώων και των ψυχών τους, είναι η ελπίδα και η πίστη ότι θα συνεχιστεί η μάχη και θα δοθεί σε όποιο μέτωπο ζωής (υπαρκτού ή φανταστικού) μπορέσει, ίσα για να σταθούμε κάποτε απέναντι στο φως με καθαρό το μέτωπο και υψωμένο το κεφάλι μας. Διαβάστε το!

 

Συνοδέψτε την ανάγνωση του βιβλίου ακούγοντας τον δίσκο «Stg. Pepper’s Lonely Hearts Club Band» των Beatles από το 1967.

 

Γιώργος Σκαμπαρδώνης

 

Βιογραφικό: Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης έχει γράψει δώδεκα συλλογές διηγημάτων και έξι μυθιστορήματα. Το βιβλίο του Η Στενωπός των Υφασμάτων τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 1993 και το Επί ψύλλου κρεμάμενος με το βραβείο του περιοδικού Διαβάζω το 2004. Τα μυθιστορήματά του Γερνάω επιτυχώς και Ουζερί Τσιτσάνης (νέα έκδοση από τις Εκδόσεις Πατάκη, 2013) ανέβηκαν θεατροποιημένα στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη, όπως και το Με τα παιδιά της πιάτσας (ένα παίγνιο με τον Νίκο Τσιφόρο), σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη. Έγραψε το σενάριο της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη «Όλα είναι δρόμος», σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη, και τα κείμενα της μουσικοθεατρικής παράστασης «Σαν τραγούδι μαγεμένο», που ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη. Διετέλεσε πρόεδρος του Δ.Σ. της ΕΡΤ-3, διηύθυνε την εφημερίδα Θεσσαλονίκη και τα περιοδικά Θ-97 (τιμήθηκε με το βραβείο «Ιπεκτσί»), Τάμαριξ, Χίλια Δέντρα, Πανσέληνος (έλαβε το ευρωπαϊκό βραβείο «European Newspaper Design Awards 2000») και Επιλογές της Κυριακάτικης Μακεδονίας. Συνεργάστηκε επί δύο χρόνια με την Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία. Το 2010 τιμήθηκε με το βραβείο του Ιδρύματος Μπότση. Τo 2012 έλαβε το βραβείο διηγήματος του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών για το βιβλίο του Περιπολών περί πολλών τυρβάζω (Εκδόσεις Πατάκη). Το 2014 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων του Νοέμβριος (Εκδόσεις Πατάκη). Το Ουζερί Τσιτσάνης έγινε ταινία το 2015 από τον Μανούσο Μανουσάκη. Την άνοιξη του 2016 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη το μυθιστόρημά του Υπουργός Νύχτας και τον χειμώνα του ίδιου έτους ο συγκεντρωτικός τόμος διηγημάτων Τα δεδουλευμένα. Το 2017 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη η συλλογή διηγημάτων του με τίτλο Ντεπό, για την οποία του απονεμήθηκε το βραβείο του περιοδικού Ο Αναγνώστης, το 2018 το Λεωφορείο. 19 στάσεις, το 2019 το μυθιστόρημά του Casa Μπιάφρα και, σε νέα έκδοση, το μυθιστόρημά του Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου, ενώ το 2021 η συλλογή διηγημάτων ΠΡΟΣΟΧΗ: εποχιακή διέλευση βατράχων.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top