Fractal

Ένα Επίμονο Παράθυρο προς μια «διαγνωσμένη» ουτοπία

Γράφει ο Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος //

 

Αναγνωστικά σχόλια για το βιβλίο της Άντζελα Λούτζιο: “Επίμονα παράθυρα”, εκδόσεις ΑΩ, 2022

 

Με μεγάλη μου χαρά αποδέχθηκα την πρόσκληση να παρουσιάσω – και να αποτιμήσω – την πρώτη ποιητική συλλογή της Άντζελας Λούτζιο, της οποίας το ποιητικό περιεχόμενο μού έχει ήδη δοθεί η ευκαιρία να διαπιστώσω διαβάζοντας σκόρπια κείμενά της στο διαδίκτυο. Η ευαισθησία τής ποιήτριας, η συγκρότηση της σκέψης της, η ικανότητά της να λειτουργεί από και προς το συναίσθημα, η ακρίβεια της γλώσσας της και η αισθητική της μου είναι επομένως γνωστά και δεδομένα. Με αυτούς τους όρους, το ανά χείρας βιβλίο, που μάλιστα εκδόθηκε με τη γνωστή μερακλίδικη τυποτεχνική επιμέλεια των εκδόσεων ΑΩ, είναι ένα αξιόλογο βιβλίο ούτως ή άλλως. Και μάλιστα – αν συγκριθεί με το 90% των συλλογών που τυπώνονται και με δεδομένη την παρθενικότητα του εγχειρήματος – θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εξαιρετικό. Παρόλα αυτά δεν θα περιοριστώ σε μια εύκολη και τυπική παρουσίαση των αρετών του βιβλίου παρά θα επιχειρήσω μια βαθύτερη προσέγγιση στο οντολογικό στίγμα του, προσέγγιση που αξίζει στην ποίηση όταν τα πράγματα σοβαρεύουν. Θα σχολιάσω – αρχικώς – τους τρόπους και τα μέσα, τα εργαλεία της ποιήτριας, κι έπειτα θα ασχοληθώ με τις κυρίαρχες έννοιες που αναδύονται, την πρόσληψη και τη σκιαγράφηση του Εαυτού, τη καταλυτική συναυτουργία του Χρόνου, καθώς και την εμμονή της προς την Άνοιξη, μια εποχή που την ταυτίζει με την Ουτοπία.

Μια περιληπτική πεπατημένη

Αρχίζουμε με τους τρόπους. Η ποιήτρια χρησιμοποιεί συχνά το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο ώστε να δηλώσει μια συνθήκη που ενέχει χαρακτηριστικά παγκοσμιότητας, καθώς και την απεύθυνση στο δεύτερο ενικό πρόσωπο ώστε να βρει έναν αποδέκτη, κάποιον που την «καταλαβαίνει». Μερικές φορές χρησιμοποιεί και τα δυο στο ίδιο ποίημα. Ένας «συνένοχος» επομένως και ένας «ακροατής» αποκτούν υπόσταση και υποδέχονται την ποιητική ουσία. Το πλήθος, ο «συνένοχος» στο όνομα του οποίου εκφέρεται ο λόγος, είναι ένα περιληπτικό Εγώ που περιλαμβάνει το συλλογικό ασυνείδητο. Ο «ακροατής» μπορεί να είναι κάποιο αγαπημένο, της ποιήτριας, πρόσωπο: ένας εραστής, η μητέρα της, ένας ασαφής χαρακτήρας που ενίοτε αποδεικνύεται ότι είναι ο ίδιος της ο εαυτός, ή ο άγνωστος και απρόσωπος αναγνώστης· πρόσωπα στα οποία το ποίημα απευθύνεται και με αυτόν τον τρόπο γίνεται πιο οικείο και πιο καταληπτό, γεφυρώνοντας μάλιστα αυτή την οικειότητα με τον πρώτο πληθυντικό της έναρξης. Η τεχνική αυτή, διανθίζεται  με περιγραφές που εντυπωσιάζουν.  Έτσι η ποίησή της γίνεται εκτυφλωτικά εικονοκλαστική, τα τοπία και οι άνθρωποι προκύπτουν με σαφήνεια, και το φως διαχέεται αφού πρώτα προσκαλεστεί από την ποιήτρια με μια δέηση που μοιάζει σχεδόν θρησκευτική· με μία προσευχή. Συχνά αυτή η δέηση περιλαμβάνει μία αίσθηση πληρότητας και μία βεβαιότητα ότι τα πράγματα μπορούν και θα αλλάξουν. Κι αυτή η αίσθηση οδηγεί σε μία συμφωνημένη -και πάλι- πληθυντική ουτοπία όπου όλα τα «θέλω» ενσωματώνονται σε μία κατασκευή που αντιρροπεί την κατασταλτική έως και ισοπεδωτική καθημερινότητα. Ποιος φταίει για όλα αυτά τα ισοπεδωτικά και κατασταλτικά που ζούμε; Φταίνε οι – δυνάμει –  τοξικοί και αναίσθητοι άνθρωποι – συνάνθρωποι που συλλέγουμε γύρω μας και αφαιρούν τη joie de vivre, φταίνε οι κοινωνικές συνθήκες εντός της παγκοσμιοποίησης και της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης που διαμορφώνουν τις απάνθρωπες – ανθρώπινες σχέσεις, φταίνε οι αναιμικοί κοινωνικοί αγώνες που για δεκαετίες δεν δίνουν διέξοδο παρά μόνο περνούν από γενιά σε γενιά την πρέζα της εξέγερσης; Γιατί δεν έρχεται επιτέλους η Άνοιξη που, πέρα από μια εποχή, αναλαμβάνει συχνά στο βιβλίο και το ρόλο της κάθαρσης στην αρχαία τραγωδία;

Οι φόνοι του Χρόνου και η συμπάθεια προς τον Εαυτό

Εδώ η ποιήτρια, τουλάχιστον όπως τη διαβάζω, είναι κατηγορηματική:  Ο υπεύθυνος του ζοφερού τοπίου, είναι ο χρόνος. Ο χρόνος που γίνεται ο σκοτεινός άγγελος της φθοράς και του θανάτου, ο χρόνος που καταστρέφει όλες τις ουτοπίες που έχουν ως εδώ κατασκευαστεί, ο χρόνος που συμπεριφέρεται ως οφείλει. Έτσι η ενηλικίωση, ο έρωτας, η συνείδηση του εαυτού κλπ. προκύπτουν όλα ως χρονικά αποτελέσματα, αφού ο χρόνος γίνεται ο φορέας (των γεγονότων), ο δράστης αλλά το κυριότερο, ο συναυτουργός. Προς αυτή την κατεύθυνση απλοποιείται η οντολογική επέκταση των ποιημάτων και μάλλον χάνεται έτσι και μια ευκαιρία: να χρησιμοποιηθεί ολόκληρη η υπερπαραγωγή της εικονοκλαστικής κατασκευής προς μια φιλοσοφία αυτογνωσίας: πώς να αντιδράσει ο εαυτός σε ένα σύμπαν όπου ο χρόνος χτίζει τα οδοφράγματα απέναντι στην ουτοπία; Όπου ο χρόνος είναι ο δράστης της ίδιας της κισμετικής δολοφονίας του εαυτού;

Η συλλογή δεν απαντά σε αυτό το ερώτημα με ενεργό τρόπο ενώ παθητικά – μοιρολατρικά διαπιστώνει τις δυσκολίες προς την επίτευξη της ουτοπίας. Έτσι ο εαυτός απλά διαπιστώνεται, δεν κατηγορείται, δεν του καταλογίζονται ευθύνες, δε λογοδοτεί, δε ματώνει.  Δεν λέω ότι χαρίζεται η ποιήτρια στον εαυτό. Λέω όμως ότι τον αντιμετωπίζει συγκαταβατικά. Τον χτυπάει στην πλάτη και ακόμη κι όταν υποκρίνεται ότι δεν τον αναγνωρίζει, τον καθησυχάζει και του ψιθυρίζει: εδώ είμαι εγώ, έχεις και εσύ (κι όχι μόνο ο ευήκοος αναγνώστης) κάποιον να σε καταλαβαίνει. Ανακαλώ για παράδειγμα το ποίημα ΕΚΕΙΝΗ ΚΑΙ ΕΓΩ ένα από τα πιο ωραία ποιήματα της συλλογής που πραγματεύεται  το σύνηθες θέμα της εικόνας μας στον καθρέφτη. Ακόμη κι εδώ – σε μια στιγμή υψηλής ποιητικής υπόστασης – ο εαυτός δεν κατονομάζεται ως ο εμπειρικός υπεύθυνος της εικόνας του. Η ευθύνη του εξορκίζεται κι η δράση του αποδίδεται και πάλι στο Χρόνο· και μάλιστα αμετάκλητα. Καταλήγοντας το ποίημα λέει:

 

Ξέρω πως δεν θα ξεφύγω από εκείνη

Σε κάθε ρυτίδα του προσώπου της

έχει τρυπώσει αμετάκλητα η ζωή μου.

 

Ανάλογα και στο ποίημα ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ καταλήγουμε σε μία απογοήτευση για την πραγματικότητα. Για μία ακόμη φορά ο πρότερος εαυτός προδίδεται από την πραγματικότητα υπό την έννοια ότι προσέρχεται σε αυτήν δίχως να έχει καθόλου ιδέα τι τον περιμένει. Τέλος στο ποίημα με τον τίτλο ΑΦΘΑΡΣΙΑ (του οποίου ο τίτλος θα μπορούσε να ήταν ΦΘΟΡΑ) η δράση του χρόνου ταυτίζεται με μία διαδικασία ομογενοποίησης που μας συμβαίνει με τα χρόνια και που οδηγεί στην εξάλειψη κάθε ιδιαιτερότητας· δεν οδηγεί τούτη η φθορά στον θάνατο κατ’ ανάγκη· οδηγεί σε μία συνθήκη στην οποία το σώμα που θάλλει την ύπαρξη μου δε διακρίνεται απ’ το σώμα του συνανθρώπου μου· γίνεται ένας ομογενοποιημένος άνευ όρων κλώνος, δίχως τις φθορές, δίχως τις πληγές του, δίχως τα σημάδια της ιδιαιτερότητάς του, δίχως ταυτότητα.

Η Ουτοπία και η Άνοιξη/ μια ταύτιση εκούσα άκουσα

Η επίτευξη της ουτοπίας, δεν βαραίνει κατά συνέπεια τον Εαυτό, παρά περνάει μέσα από την ακύρωση της πολυπλοκότητας και του ακατανόητου του θανάτου, στον έλεγχο του χρόνου και των εναλλαγών του, που αποτελεί κυρίαρχη ιδέα (συνειδητή ή ασυνείδητη) της συλλογής και οδηγεί σε μια λαχτάρα να «σταματήσουν τα ρολόγια» και να μείνουν σταθερά στην Ουτοπία μας που πρέπει να ταυτίζεται με την Άνοιξη.  Όπως λέει στο ομότιτλο ποίημα ΑΝΟΙΞΗ:

Όταν σ’ αγγίζω ξανά/δε θα έχουμε ανάγκη τις λέξεις/θα έχουν σιγήσει κραυγές κι εμβατήρια/ ακόμη κι ο χρόνος,/θα έχει γίνει μια βουβή υπόμνηση

{…}

Θα έχουμε ήδη νικήσει την απουσία/σημαίνει πως έχουμε αναιρέσει τον θάνατο

Η Άνοιξη είναι η εποχή η οποία οριοθετεί την απόλυτη απελευθέρωση του νου και της συνείδησης· ταυτοχρόνως μπορεί κανείς εντός της να απολαύσει τον έρωτα, τη φιλία, την ανθρωπιά, την ενσυναίσθηση, την αλληλεγγύη, τη δικαιοσύνη, ή – για να το πούμε αλλιώς – να  αφήσει το φως να εισχωρήσει στην ψυχή μέσα από εκείνα τα ΕΠΙΜΟΝΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ. ‘Όπως λέει και στο ομότιτλο ποίημα της συλλογής:

Υπάρχουν παράθυρα επίμονα/ Που πίσω από γρίλιες σφραγισμένες/ Ικέτεψαν παράφορα την Άνοιξη.

Κοντολογίς δυο πράγματα αξίζουν να μας συμβούν – ή να μάς συμβαίνουν στο διηνεκές – σε τούτο το μαύρο σύμπαν που μάς περιβάλλει: το Φως και η Άνοιξη.

{Δεν είναι φυσικά ετούτη η ταύτιση η μοναδική φιλοσοφική συνιστώσα που αναδεικνύεται. Ένα σωρό δευτερογενείς συζεύξεις εννοιών προκύπτουν μέσα από «τρυφερές» ποιητικές κατασκευές που μοιάζουν αθώες αλλά λειτουργούν βιτριολικά και θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο μιας ευρύτερης μελέτης. Ενδεικτικά αναφέρω το ποίημα ΕΝ ΡΙΠΗ ΟΦΘΑΛΜΟΥ όπου – εύστοχα – συνδέεται το φως με το χρόνο:

Δεν είναι τίποτα περισσότερο/ μια ριπή οφθαλμού/ τα ιερά δευτερόλεπτα/ που καταπίνει το κλείστρο/ ανοιγοκλείνοντας[…]

ενώ κλείνοντας σκιαγραφείται αδρά η διττότητα του φωτός που επικαλείται το ποίημα (που ταυτοχρόνως θα φωτίσει αλλά και θα εκθέσει): Αναλόγως/ Πόσο φως κράτησες/ ή πόσο φως άντεξες/ Τελικά. (ξαναβλέπουμε εδώ και τη δευτεροπρόσωπη απεύθυνση)}

 

Άντζελα Λούτζιο

 

Επίλογος
Ας μη μακρηγορούμε και ας επικεντρώσουμε στη θεραπευτική αξία του συνόλου της συλλογής. Η λεπταίσθητη ποιητική ευρωστία καθώς και το αισθητικό υπόβαθρο υπάρχουν παντού και σε αφθονία. Είτε πρόκειται για ποιήματα με μακροπερίοδους στίχους που συχνά θυμίζουν πεζά, είτε για μικρές σκωπτικές φράσεις – αποφθέγματα που πυκνώνουν μάλιστα προς το τέλος του βιβλίου όταν οι εικονοκλαστικές προτάσεις περιορίζονται. Αυτές οι μικρές ολιγόλεκτες ποιητικές δοκιμές ειδικά, που κολλάνε στο σώμα της συλλογής σαν πλουμίδια απέριττα συλλέγοντας το απόσταγμα της ουσίας του λόγου της, λειτουργούς ως εχέγγυα της διαπίστωσης ότι μπορεί η ποιήτρια να πει τα ίδια πράγματα με λιγότερες λέξεις ή να το πω αλλιώς ότι δεν έχει ανάγκη τις λέξεις για να ελευθερώσει το ποιητικό της περιεχόμενο· δείγμα του ότι – παρότι ετούτη εδώ η συλλογή είναι η πρώτη της προσπάθεια – η ποίηση της βαδίζει προς μία ωριμότητα ζηλευτή, προς μία ωριμότητα της σιωπής. Η πραγματική ποίηση άλλωστε, η βιωματική ποίηση, είναι μία αδιάκοπη προσπάθεια προς την απλότητα και τη σιωπή. Κι ο τίτλος μιας τέτοιας ποίησης αξίζει στην ποιήτρια που μας οδηγεί στην κατάληξη του ποιήματος

ΕΥΠΕΙΘΩΣ ΑΝΑΦΕΡΩ

[δεν ήθελα και τίποτα σπουδαίο
μόνο να γερνούσαμε μαζί
αργά κι ανεπαίσθητα
σαν τα ξεχασμένα ροδοπέταλα
στα φεγγερά εσώφυλλα των βιβλίων]

Καφέ του Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας

13/01/2023

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top