Fractal

Το δικαίωμα στην αμφιβολία, τη διαφωνία και την ανυπακοή

Από τον Άγγελο Πετρουλάκη //

 

Κώστας Αρκουδέας: «Επικίνδυνοι συγγραφείς», Εκδόσεις Καστανιώτη

 

«Ο συγγραφέας, οφείλει να παρεμβαίνει,

κάθε φορά που διαπιστώνει ότι κινδυνεύει,

πρώτον, η ελευθερία του λόγου και της καλλιτεχνικής έκφρασης, δεύτερον, η ανεξαρτησία της βούλησης,

της επιθυμίας και της συνείδησης,

και τρίτον, το δικαίωμα στην αμφιβολία,

τη διαφωνία και την ανυπακοή».

 

Καθυστέρησα να το πάρω στα χέρια μου. Τέσσερις μήνες μπροστά μου, πάνω σε μια στοίβα αδιάβαστα βιβλία και όλο ανέβαλα για ένα αόριστο αύριο την ανάγνωσή του. Κι εκείνο, περίμενε σιωπηλό και αδιαμαρτύρητο. Το «Επικίνδυνοι συγγραφείς» του Κώστα Αρκουδέα.

Πρώτη μου επαφή με τον Κώστα Αρκουδέα ήταν με «Το τραγούδι των τροπικών». Ύστερα ήρθε το «Τα κατά Αιγαίον πάθη». Τελευταία, με «Το χαμένο Νόμπελ». Σε όλα ένιωθα πως η γραφή του με ηρεμούσε.

Στο «Επικίνδυνοι συγγραφείς» με τις 552 καθαρό κείμενο (χωρίς τις πολύτιμες σημειώσεις του) ο Κώστας Αρκουδέας απέδειξε κάτι πολύ σημαντικό. Πέρα από την σχολαστική του έρευνα, διαθέτει μια ιδιαίτερη συνθετική ικανότητα, η οποία οδηγεί τον αναγνώστη από το ένα θέμα στο άλλο, τόσο ομαλά, όσο ένα μυθιστόρημα.

Χείμαρρος πληροφοριών είναι, όμως. Και θησαυρός στοχασμών. Το θέμα του, οι συγγραφείς που κρίθηκαν επικίνδυνοι για τα κοινωνικά, θρησκευτικά και πολιτικά δεδομένα τών εποχών και τα βιβλία τους, που χαρακτηρίστηκαν ως απαγορευμένα, και διώχθηκε η διάθεσή τους. Ευρύτατο δηλαδή θέμα. Από το «Ερωτική τέχνη» του Οβίδιου, μέχρι το «Μν» του Μίμη Ανδρουλάκη. Μια διαδρομή δυο χιλιάδων χρόνων.

Στους είκοσι αυτούς αιώνες αμέτρητοι συγγραφείς διώχθηκαν, αμέτρητα έργα τους απαγορεύτηκαν, καταστράφηκαν ή κάηκαν, γιατί κρίθηκαν πως ήταν αντίθετα με τις σκοπιμότητες που πρέσβευαν είτε πολιτικά συστήματα, είτε θρησκευτικά, είτε υπαγόρευαν τα κοινωνικά στερεότυπα.

Το ιδιαίτερα σημαντικό είναι πως ο Κώστας Αρκουδέας δεν αρκείται στην απλή παράθεση ονομάτων συγγραφέων και τίτλων, αλλά εισχωρεί στο έργο τους, αναδεικνύει τις αιτίες, αναλύει το περιεχόμενο των βιβλίων, προχωρά σε συγκρίσεις, παραθέτει τα ιστορικά χαρακτηριστικά τών εποχών, δίνοντας πλήθος πολύτιμων πληροφοριών, αλλά και καταθέτοντας την δική του κρίση, άποψη και στοχασμό.

Παραθέτω ένα απόσπασμα που αφορά τον Ναμπόκοφ (Λολίτα) και τον Τζόυς (Οδυσσέας):

«Έχοντας οδηγήσει την τέχνη του σε υψηλά επίπεδα, λουστράροντας με σχολαστικότητα την κάθε του φράση, τελειομανής στο έπακρο, ο Ναμπόκοφ ένιωθε να αναμετριέται με τον ‘‘Οδυσσέα’’, τον οποίο θεωρούσε το μεγαλύτερο μυθιστόρημα που γράφτηκε ποτέ στην αγγλική γλώσσα.

»Τόσο ο Τζόυς όσο και ο Ναμπόκοφ είχαν αδιαμφισβήτητα πολλά κοινά σημεία. Το χαρακτηριστικό όλων ήταν η αχανής ευρυμάθειά τους, αποτέλεσμα της ακόρεστης πείνας τους για εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, σε συνδυασμό με την εύθυμη προσκόλλησή τους σε πράγματα που οι άλλοι θεωρούσαν ασήμαντα. Χρησιμοποιούσαν και οι δυο την τεχνική της συναρμολόγησης, εντάσσοντας στα κείμενά τους θραύσματα σκέψεων και εικόνες από καθημερινά μικροσυμβάντα που εναλλάσσονταν με τους στοχασμούς τους γύρω από τα αιώνια ζητήματα.

[…]

»Δυο μυθιστορήματα που χαρακτηρίστηκαν ‘‘άσεμνα’’ και ‘‘χυδαία πορνογραφήματα’’ βρίσκονται να κατέχουν σήμερα περίοπτη θέση στη λογοτεχνία του 20ου αιώνα.

»…Μοναδικός κριτής ο χρόνος».

 

 

Το «Επικίνδυνοι συγγραφείς» ξεκινούν με έναν συμβολισμό για όσα πρόκειται ν’ ακολουθήσουν. Ο Κώστας Αρκουδέας επιλέγει τον συγγραφέα Ρέυ Μπράντμπερυ και το διάσημο βιβλίο του «Φαρενάιτ 451». Ο τίτλος τού μυθιστορήματος, μας λέει ο Αρκουδέας «ήταν εμπνευσμένος από τη θερμοκρασία στην οποία αυτοαναφλέγεται το χαρτί: Φαρενάιτ 451». Αυτές οι πληροφορίες (και πολλές άλλες παρόμοιες), είναι ικανές να ωθήσουν τον αμύητο αναγνώστη να γνωρίσει τα βιβλία, πλουτίζοντας τις γνώσεις του στην παγκόσμια λογοτεχνία.

Από τον απόλυτο συμβολισμό τού «Φαρενάιτ 451», ο συγγραφέας περνάει στην απόλυτα ανελεύθερη Ρωσία τών Τσάρων, αλλά και της Οκτωβριανής Επανάστασης, φωτίζοντας την προσωπικότητα και το έργο τού Τολστόι, με την Εκκλησία να σέρνει πρώτη τον χορότων απαγορεύσεων, αφορίζοντάς τον.

Από τον Τολστόι στον Μπουλγκάκοφ, στον Βασίλι Γκρόσμαν, στον Μαγιακόφσκι, στην Αχμάτοβα, στον Παστερνάκ, στον Φεντέγιεφ. Λεπτομερείς αναφορές στο έργο τους, την αντιμετώπισή τους:

«…Ο Στάλιν έκλεινε τους καλλιτέχνες σε ένα διανοητικό κλουβί και έπαιζε μαζί τους όπως η γάτα με το ποντίκι. Γνώριζε πως οι αντίπαλοί του ήταν ευφυείς και συνάμα απείθαρχοι, ταλαντούχοι και συνάμα απρόβλεπτοι. Κάθε καλλιτέχνης απαιτούσε ειδικό χειρισμό, ανάλογο με την αξία του και την προσωπικότητά του. Από την άλλη, ο καλλιτέχνης μπορούσε να περηφανεύεται ότι ο ισχυρότερος άντρας της χώρας ασχολούνταν προσωπικά μαζί του».

 

Κώστας Αρκουδέας

 

Το 2ο  μέρος τού βιβλίου, που αναφέρεται στην Λατινική Αμερική, έχει τίτλο «Ευχαριστώ τη ζωή» και προμετωπίδα έναν στοχασμό του Ρώσου Γεβγένι Ζαμιάτιν: «Η αληθινή λογοτεχνία δεν δημιουργείται από επιμελείς και πιστούς αξιωματούχους, αλλά από τρελούς ερημίτες, από αιρετικούς ονειροπόλους και επαναστάτες της σκέψης».

Ξεκινώντας από τον Πάμπλο Νερούδα, που ήταν «το πλέον καταζητούμενο πρόσωπο όχι μονάχα στην πατρίδα του, τη Χιλή, μα σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική», φτάνει με ιδιαίτερα γοητευτικές αφηγήσεις μέχρι τον Κορτάσαρ.

Στη διαδρομή αυτή, ένα πλήθος σημαντικών δημιουργών εμφανίζονται, για να μας δώσουν ένα εκπληκτικό αφήγημα σε σχέση με την αντιμετώπιση των αιρετικών δημιουργών: Πικάσο, Μιστράλ, Λόρκα, Χικμέτ, Μπολάνιο, Έλις, Κέρουακ, Τζαβαρία, Γκαλεάνο, Αμάντο…

Η φράση τού Πικάσο «όταν έχεις κάτι να πεις, κάτι να εκφράσεις, οποιαδήποτε υποταγή σού φαίνεται αφόρητη», χαρακτηρίζει ολόκληρο το κεφάλαιο. Οι επισημάνσεις του είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικές και προσεγγίζουν με χαρακτηριστική ευαισθησία το έργο τών συγγραφέων. Παραθέτω ένα απόσπασμα που αφορά τον Κορτάσαρ:

«Το μήνυμα που στέλνει ο Αργεντινός συγγραφέας συνοψίζεται στο εξής: ό,τι πιο δύσκολο σε αυτήν τη ζωή είναι η ευτυχία. Μια ευτυχία που δεν περιορίζεται σε στιγμές, αλλά έχει ρυθμό, διάρκεια, ζωντάνια, παλιρροϊκή δύναμη – και το κυριότερο, δεν την διαδέχεται το βάραθρο της απόγνωσης. Πίσω από την απογύμνωση των λέξεων σε παραληρηματικό βαθμό, οι έννοιες παραμένουν ακέραιες. Η αληθινή ευτυχία αγγίζει κάθε ρωγμή της ανθρώπινης υπόστασης, αλλιώς δεν είναι ευτυχία. Ο συγγραφέας κοιτάζει γύρω του, μέσα του, και βλέπει τη θέση της να καταλαμβάνουν η πρόσκαιρη ικανοποίηση του εγώ, η μαραμένη χαρά, ο εφησυχασμός της συνείδησης. Αν υπάρχει κάτι που προσφέρει βαθιά αγαλλίαση στον άνθρωπο, κάτι που τον κάνει να έρχεται κοντά στον αληθινό του εαυτό, είναι το να πράττει αυτό που πιστεύει ότι είναι σωστό, ακόμα κι αν τελικά αποδειχθεί λάθος».

Κάποιος άλλος στοχασμός τού Κώστα Αρκουδέα, αφορά τις μεγάλες ανατροπές που γνωρίσαμε στην δεκαετία του εξήντα. Έναν παρόμοιο στοχασμό, θυμάμαι, να έχει διατυπώσει και ο Μπρικνέρ, αναφερόμενος στην σεξουαλική επανάσταση:

«Η συνέχεια (της δολοφονίας τού Λένον) θα μπορούσε να έχει τίτλο ‘‘Το χρονικό των χαμένων ουτοπιών’’. Η γενιά που προωθούσε ναι σειρά από ζητήματα όπως η αυτοδιάθεση της γυναίκας, η κατάργηση των συνόρων, η κοινοκτημοσύνη, η σεξουαλική απελευθέρωση, η δημιουργικότητα και η φαντασία, είδε τα οράματά της να διαψεύδονται. Η αυτοδιάθεση της γυναίκας την απέμπλεξε μεν από την κουζίνα και τα οικιακά καθήκοντα, αλλά δημιούργησε κρίση στις σχέσεις των δυο φύλων, καθώς ούτε οι γυναίκες ούτε οι άντρες ήταν προετοιμασμένοι για αλλαγή των παραδοσιακών ρόλων. Η κατάργηση των συνόρων και η κοινοκτημοσύνη και η κοινοκτημοσύνη αποδείχθηκαν χίμαιρες, αφού ορθώθηκαν απέναντί τους σαν γρανιτένια τείχη ο εθνικισμός, η περιχαράκωση των συνόρων, η λυσσαλέα μάχη του καθενός για τη διατήρηση και, ει δυνατόν, την επέκταση της ιδιοκτησίας του. Τη σεξουαλική απελευθέρωση διαδέχτηκε ο φόβος για την ελευθερία, το AIDS και εν συνεχεία ο πουριτανισμός στα σεξουαλικά ήθη, που συνοδεύτηκε από κάθε λογής ηθικές προκαταλήψεις, φαντασιώσεις και κρυφές διαστροφές. Όσο για τη δημιουργικότητα και τη φαντασία, καταπλακώθηκαν από το βάρος της καθημερινότητας και τον αγώνα για την επιβίωση. Ήταν λες και ολόκληρη η ανθρωπότητα φάνηκε ανήμπορη να αποτινάξει τα βάρη του παρελθόντος και λούφαξε πίσω από τις παραδεδεγμένες έννοιες και τις κοινωνικές συμβάσεις. Όσοι πίστευαν σε εκείνα τα οράματα είτε συμβιβάστηκαν με τα νέα ήθη, είτε χαρακτηρίστηκαν ‘‘ανεδαφικοί’’ και απομονώθηκαν.

»Πού κατέληξε όλο αυτό;

»Πού αλλού; Στον κανιβαλισμό της ελεύθερης και συχνά ανεξέλεγκτης αγοράς…»

Ανεξάρτητα αν κανείς συμφωνεί ή διαφωνεί, εν μέρει ή εν όλω, με τον στοχασμό τού Αρκουδέα, του ανήκουν εύσημα για την θαρραλέα κατάθεση της άποψής του και για το ότι δεν περιορίζεται μόνο σε ιστορικές αναφορές που αφορούν το θέμα του.

 

Στο 3ο μέρος, ο Κώστας Αρκουδέας, στρέφει τα φώτα στην Αφρική, στο φρικτό Απαρτχάιντ, ξεκινώντας από τη σφαγή τού Σάρπβιλ, με παράλληλες αναφορές στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, τον Μαχάτμα Γκάντι, τον Τζωρτζ Όργουελ και την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, ως διαχρονικό σύμβολο της ελευθερίας. Για την τελευταία θα γράψει μεταξύ πολλών άλλων:

«Ο λογοτεχνικός μύθος της Αντιγόνης έχει την ικανότητα να μεταστοιχειώνεται στο πέρασμα του χρόνου, με τους δημιουργούς να ανακαλύπτουν νέες πτυχές πίσω από τη γνωστή ιστορία».

Μεγάλο μέρος των αναφορών του αφορούν τον Νέλσον Μαντέλα και τις διώξεις του, αλλά και τον αγώνα συγγραφέων, όπως η Ναντίν Γκόρντιμερ, ο Αντρέ Μπρινκ, ο Τζ. Μ. Κουτσύ για τις φυλετικές διαφορές.

Διαβάζουμε: «Το μυθιστόρημα του Αντρέ Μπρινκ ‘‘Μια ξερή, λευκή εποχή’’ τρόμαξε το καθεστώς του Απαρτχάιντ καθώς η αντίθεση του συγγραφέα με τις πρακτικές των κυβερνώντων Αφρικάνερ είναι ολοκληρωτική. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι παρουσιάζει τη νοτιοαφρικανική κυβέρνηση σαν μια συμμορία που μεταχειρίζεται κάθε μέσο για να κρατηθεί στην εξουσία. Η απαγόρευση του βιβλίου ήταν άμεση. Παρά ταύτα, ο Μπρινκ κατόρθωσε να τυπώσει τρεις χιλιάδες αντίτυπα και να τα διανείμει μυστικά στους κύκλους του».

Όσο για το εμβληματικό «1984» του Όργουελ, διαβάζουμε: «Το 1984 αποτέλεσε έμπνευση για τους απανταχού αντιφρονούντες, ενώ φημολογείται πως ήταν το ιδεολογικό μανιφέστο για την εξέγερση στην Ουγγαρία το 1956. Έχοντας ως βάση το βιβλίο αυτό, ο Αντρέι Άμαλρικ έγραψε ένα δοκίμιο για την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος με τίτλο ‘‘Θα επιβιώσει η ΕΣΣΔ μέχρι το 1984;’’. Ο Άμαλρικ κατέληξε στη φυλακή, αλλά είδε τη μαντεψιά του να πέφτει έξω μόλις πέντε χρόνια, καθώς το 1989 ήρθε η Πτώση του Τείχους του Βερολίνου και η αυγή της εποχής Γκορμπατσόφ.

»Εκτός από τη Σοβιετική Ένωση, το 1984 απαγορεύτηκε στην Τσεχοσλοβακία, στην Πολωνία, στη Βουλγαρία, στην Ουγγαρία και στην Ανατολική Γερμανία. Οι υπάλληλοι στα τελωνεία δεν δίσταζαν να κατάσχουν τις ξενόγλωσσες εκδόσεις του έργου που μετέφεραν οι τουρίστες στις αποσκευές τους. Το ευτράπελο είναι πως το βιβλίο απαγορεύτηκε και στο Μαϊάμι των Ηνωμένων Πολιτειών, με την αιτιολογία ότι ήταν κομμουνιστής κατεύθυνσης…»

 

Το 4ο μέρος τού βιβλίου με τίτλο «Μάθε να ουρλιάζεις αθόρυβα», ξεκινά με την ανακοίνωση της καταδίκης σε θάνατο του Σαλμάν Ρούσντι από τον αγιατολάχ Χομεϊνί του Ιράν, στις 14/2/1989, εξ αιτίας τού βιβλίου του «Σατανικοί στίχοι».

Οι πληροφορίες, όχι μόνο για τον Ρούσντι, αλλά για ένα πλήθος ακόμα συγγραφέων, είναι άφθονες και δείχνουν τόσο βαθιά ερεύνησε το όλο περιβάλλον ο Αρκουδέας και πόσο υπεύθυνα αναπτύσσει τις θέσεις του. Μου προκάλεσε εντύπωση η αναφορά του στον εξαιρετικό Τσαρλς Μπρους Τσάτουιν, του οποίου η στάχτη είναι θαμμένη στην Μάνη, στη ρίζα μιας ελιάς έξω από το ερειπωμένο βυζαντινό ξωκλήσι τού Αγίου Νικολάου, στην Καρδαμύλη (1989), κάτι που ελάχιστοι συγγραφείς το ξέρουν. Τον Τσάτουιν θα τον συναντήσουμε και αργότερα, όταν ο συγγραφέας θα ‘‘μεταφερθεί’’ στην Αυστραλία, μιλώντας για τους Αβορίγινες.

Στη συνέχεια μας πληροφορεί για τον Μαντανιπούρ, αλλά και την Σαχάρ Ντελιτζανί (Τα παιδιά της τζακαράντας, Περσέπολις, Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη), βρίσκοντας την ευκαιρία, με αιτία το τελευταίο να μιλήσει ξανά για τον Ναμπόκοφ, αλλά και για την θεοκρατία του Ιράν:

«Η επιβολή της μαντίλας, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις που συνάντησε, παγιώθηκε και σήμανε την οριστική νίκη της ισλαμικής πλευράς της Επανάστασης. Σήμανε την επαναφορά της Σαρία μετά από αιώνες, όταν η γυναίκα είχε τη μισή αξία από τον άντρα. Σήμανε το ότι η γυναίκα θα έπαυε να νιώθει ακόμα και τις πιο απλές χαρές, όπως το χάδι του ήλιου στο δέρμα της ή τον αέρα στα μαλλιά της».

 

Το 5ο μέρος του βιβλίου επικεντρώνεται στη μακρινή ήπειρο της Αυστραλίας, με τον Αρκουδέα ν’ αναφέρει: «… με την ηθική λογοκρισία, ήτοι τη λογοκρισία όσων βιβλίων θεωρήθηκαν ότι πρόσβαλαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τα χρηστά ήθη…»

Εδώ πλέον το ταξίδι μας αρχίζει από την αρχαία Ρώμη και την «Ερωτική τέχνη» του Οβίδιου, περνάει στον Βοκάκιο, στον μαρκήσιο ντε Σαντ, τον Σαντερλό ντε Λακλό (Επικίνδυνες σχέσεις), τον Ουώλτ Ουίτμαν (Φύλλα χλόης), τον Φλωμπέρ (Μαντάμ Μποβαρύ), τον Μπωντλαίρ, για να φτάσει στον Απολιναίρ, την Κολέτ, τον Χένρυ Μίλερ, τον Μπρικνέρ (Τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα), και πολλούς ακόμα.

Όσκαρ Ουάιλντ, αλλά και Ντ. Χ. Λώρενς (Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλυ) εξετάζονται εξονυχιστικά. Άλλωστε υπήρξαν σταθμοί στην αντιπαράθεση των ευρωπαίων συγγραφέων με τη λογοκρισία και τα δήθεν χρηστά ήθη τής εποχής. Μεταφέρω ένα μικρό απόσπασμα του Κώστα Αρκουδέα με την εύστοχη γραφή του:

«Ο Εραστής της λαίδης Τσάτερλυ διερευνά άφοβα το σεξουαλικό πάθος. Ο ανάπηρος σύζυγος της λαίδης εκπροσωπεί το πνεύμα που έχει αποκοπεί από το σώμα, ενώ ο δασοφύλακας εκπροσωπεί το σώμα που ελάχιστα ενδιαφέρεται για τις πνευματικές ασχολίες. Ανάμεσά τους η λαίδη Τσάτερλυ, ή καλύτερα η Κόνι Ριντ, επιχειρεί τη σύζευξη που θα ενώσει το σώμα με το πνεύμα και θα οδηγήσει στην πληρότητα.

»Στη μέση περίπου του βιβλίου, μια αμιγώς ερωτική αφήγηση ακολουθείται από μια καίρια αποτύπωση της θηλυκής ιδιοσυγκρασίας, που καταλήγει σε μια θυελλώδη περιγραφή του γυναικείου οργασμού…»

Τζόυς και Ναμπόκοφ. Δυο κολοσσοί τής παγκόσμιας λογοτεχνίας έρχονται κοντά μας, με τον Κώστα Αρκουδέα να προσεγγίζει με σεβασμό και υπευθυνότητα το έργο και την ζωή τους. «Οδυσσέας» και «Λολίτα»…

Η ανάγνωση του πρώτου, για πολλούς, θεωρείται ηρωισμός, για άλλους ανεπιθύμητος μαραθώνιος. Η πλειοψηφία, όμως, των σύγχρονων αναγνωστών (ακόμα και συγγραφέων) αποτελούν την κατηγορία εκείνων που μιλούν για βιβλία τα οποία δεν έχουν διαβάσει, σαν να τα έχουν ξεκοκαλίσει. Τον ισχυρισμό αυτόν τον υπογράφω χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Ας ξαναγυρίσω, όμως, στον συγγραφέα. Γράφει για τον Ναμπόκοφ μεταξύ τών άλλων:

«Η μέθοδος Ναμπόκοφ είναι λίγο πολύ γνωστή: Οι λέξεις τοποθετούνται στη σκακιέρα και ακολουθεί μια σειρά από ευφάνταστες κινήσεις, περίτεχνα δομημένες, που οδηγούν αργά, βασανιστικά θαρρείς, στο αποκαλυπτικό φινάλε. Οι τεχνικές της μυθοπλασίας ταυτίζονται εν πολλοίς με τα σκακιστικά προβλήματα και…

»Ρουά ματ!

»Το κείμενο που έχει ανά χείρας ο αναγνώστης δοκιμάζει την αντιληπτικότητά του. Του προσφέρει τη μέγιστη ικανοποίηση αλλά δεν του επιτρέπει να εφησυχάζει, καθώς οι στρατηγικές του βιρτουόζου συγγραφέα τον κρατούν σε εγρήγορση…»

 

Jpeg

 

Όμως, θα σταθώ σε ένα άλλο απόσπασμα του Αρκουδέα, ακολουθώντας την σκέψη του, στην απόπειρά μου να προσεγγίσω το βιβλίο του με τον σεβασμό που απαιτείται. Γράφει:

«Ο συγγραφέας, πέρα από την αυτονόητη αποστολή του, που δεν είναι άλλη από το να υπηρετεί την τέχνη του όσο καλύτερα μπορεί, οφείλει να παρεμβαίνει – είτε με τον γραπτό λόγο και την αιχμηρή πένα του, είτε με τη φυσική παρουσία και τον διάπυρο τόνο της φωνής του – κάθε φορά που διαπιστώνει ότι κινδυνεύει, πρώτον, η ελευθερία του λόγου και της καλλιτεχνικής έκφρασης, δεύτερον, η ανεξαρτησία της βούλησης, της επιθυμίας και της συνείδησης, και τρίτον, το δικαίωμα στην αμφιβολία, τη διαφωνία και την ανυπακοή. Η αποστολή του τον θέτει αυτομάτως στην αντίπερα όχθη της αυταρχικότητας, του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας, ως αντίπαλο δέος εκείνων που οραματίζονται έναν κόσμο φτιαγμένο από ιδιοτελή συμφέροντα. Μητέρα, σύντροφος κι ερωμένη, η τέχνη της γραφής. Ασπίδα, πολιορκητικός κριός και αιχμή του δόρατος συνάμα. Πρωτίστως, όμως, ο συγγραφέας οφείλει να προστατεύει την ελευθερία του λόγου από τους κινδύνους που την περιβάλλουν, επιτρέποντάς της να εκφράζεται απρόσκοπτα…»

Στοχαζόμενος πάνω στο φαινόμενο της λογοκρισίας, γράφει:

«…Ο σταλινισμός στη Ρωσία, οι δικτατορίες στη Λατινική Αμερική και το καθεστώς Απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική αποτελούν παρελθόν. Εντούτοις το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν γιόρτασε φέτος τα σαραντάχρονά του στην εξουσία με εκδηλώσεις σε όλη τη χώρα, ενώ η έξαρση του πουριτανισμού στην Αυστραλία οδηγεί σε μια ρητορεία που προξενεί ανατριχίλα. Η άνοδος του εθνικισμού παγκοσμίως δεν αφήνει περιθώρια για εφησυχασμό. Τίποτα δεν έχει τελειώσει. Τα ανελεύθερα ή σαθρά δομημένα καθεστώτα και οι κάθε είδους περιορισμοί που τα συνοδεύουν είναι εδώ.

»Σύμφωνα με έκθεση που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στον ΟΗΕ, στην κορυφή με τις δέκα χειρότερες χώρες – λογοκριτές είναι η Ερυθραία και η Βόρεια Κορέα και ακολουθούν η Σαουδική Αραβία, η Αιθιοπία, το Αζερμπαϊτζάν, το Βιετνάμ, το Ιράν, η Κίνα, η Μιανμάρ και η Κούβα. Με πρόσχημα την εθνική ασφάλεια, οι απαγορεύσεις γίνονται όπλα στα χέρια των ισχυρών. Πολλές φορές η ελευθερία του λόγου χρησιμεύει ως άλλοθι προκειμένου να συγκαλύψει τις αληθινές τους προθέσεις. Ο Χίτλερ και ο Στάλιν, επί παραδείγματι, ήταν υπέρ της ελευθερίας του λόγου, αλλά μονάχα για απόψεις που άρεσαν στους ίδιους…»

Υπάρχουν πολλά, και ιδιαίτερα σημαντικά, στο βιβλίο τού Κώστα Αρκουδέα, που του δίνουν έναν χαρακτήρα υψηλού προβληματισμού, καθώς συχνά διαλογίζεται για τη θέση τής λογοτεχνίας σήμερα, τον ρόλο τών συγγραφέων, τις μεταλλάξεις που εμφανίζονται και την αφωνία που κυριαρχεί στην εποχή του διαδικτύου.

Μου είναι αδύνατο να αντιγράψω ολόκληρες σελίδες, ωστόσο σταχυολογώ κάποιες σκέψεις του:

«Η παλαιού τύπου λογοκρισία έχει δώσει τη θέση της σε μια λογοκρισία η οποία έχει στόχο τις δημιουργικές εκφάνσεις που ξεφεύγουν από τη μονοχρωμία, την ομοιομορφία και την αντίληψη για το τι είναι πολιτικά ορθό. Δεν χρειάζεται κάποιο έργο να είναι αντικαθεστωτικό για να κοπεί. Η σύγχρονη λογοκρισία γίνεται συχνά εσωτερική υπόθεση του δημιουργού., ο οποίος πρέπει να αποφασίσει αν το έργο του θα αρέσει ή δεν θα αρέσει στο κοινό, αν θα είναι ή όχι οικονομικά ασύμφορο, πράγμα που σίγουρα δεν θα αρέσει στον εκδότη του αν, αν μυριάδες αν…

[…]

»Από τον δημόσιο διάλογο απουσιάζει ο διάλογος των ιδεών. Οι πνευματικοί άνθρωποι, οι καλλιτέχνες, οι επιστήμονες και οι κριτικοί αποφεύγουν να θίξουν τα ακανθώδη ζητήματα, εκείνα που πραγματικά πονούν, με συνέπεια οι συζητήσεις να είναι ξενέρωτες…

[…]

»Η κοινωνία στην οποία ζούμε διαμορφώνει καθοριστικά τον χαρακτήρα μας. Επιτρέπει αρχικά να μας λογοκρίνουν, στη συνέχεια μας υποχρεώνει να αυτολογοκριθούμε και τελικά μας οδηγεί στη σιωπή καταστέλλοντας τις δημιουργικές φωνές μέσα μας.

»Ζούμε την εποχή της μεταλογοκρισίας…

[…]

»Τι νόημα έχει, λοιπόν, η λογοκρισία βιβλίων σε μια γενιά που δεν διαβάζει;»

 

Διαφωνεί ή όχι κάποιος με τον Κώστα Αρκουδέα, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι σήμερα το διαδίκτυο, αλλά και άλλες μορφές επικοινωνίας (σύλλογοι, οργανώσεις κ. ά.) δίνουν την ευκαιρία, έστω άτυπης, λογοκρισίας, επηρεάζοντας κοινωνικές ομάδες. Αιτιολογίες και παραδείγματα δίνει άφθονα ο συγγραφέας, για βιβλία που είτε χαρακτηρίζονται ως ρατσιστικά, είτε ως σεξιστικά, βλάσφημα, αντισημιτικά κ.ο.κ.:

«Τα μένος των σύγχρονων ιεροεξεταστών γνωρίζουν συχνά τρεις μεγάλες κυρίες της λογοτεχνίας, εκείνες που μίλησαν ανοιχτά για τις πληγές του αμερικανικού Νότου: Τόνι Μόρισαν, Μάγια Αγγέλου και Χάρπερ Λη…»

Είναι απαραίτητο, όμως, να κάνω μια αναφορά και στο «Παράρτημα» του βιβλίου, που αφορά την περίπτωση της χώρας μας.

Καζαντζάκης, Λασκαράτος, Πετρόπουλος, Σωτηροπούλου, Ανδρουλάκης και άλλοι «προσκαλούνται» στο πλατύ ποτάμι τών επικίνδυνων συγγραφέων, έτσι ώστε η εικόνα να είναι πλήρης και ο αναγνώστης να αντιλαμβάνεται πλήρως τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει έναν συγγραφέα «επικίνδυνο».

Το βιβλίο του Κώστα Αρκουδέα αξίζει πολλά, πολλά συγχαρητήρια…

 

Λάρισα, 20/2/2020

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top